Περπατώ στο μακρύ διάδρομο που οδηγεί από το άδειο κτήριο του νέου Νοσοκομείου στις παλαιές πτέρυγες.
Έτσι κι αλλιώς μου είναι φοβερή η εμπειρία ενός απλού για τους άλλους περιπάτου: Να διασχίζω ένα δρόμο μακρύ, δίχως διεξόδους διαφυγής, ένθεν κι ένθεν. Νιώθω πάντα ν΄ αναδεύεται βαθιά στα σπλάχνα μου μια ζωτική ανάγκη να ορίζω απόλυτα το από πού θα δραπετεύσω στην περίπτωση που οτιδήποτε αφύσικο μπορεί να συμβεί. Τι είναι φυσικό, βέβαια, δεν είμαι σε θέση να το προσδιορίσω εκείνη την ώρα.
Αν έτσι νιώθω για οποιοδήποτε δρομάκι, αν μια αλέα, ας πούμε, κάτω από ανθισμένες γλυσίνες, μου γίνεται λαβύρινθος και μοιάζει ο τρόμος μου με εκείνου που διπλώνει στους έλικες του νου του τα μουκανητά του μινωταύρου, τότε φανταστείτε πόσο πολλαπλασιάζονται όλ΄ αυτά όταν κατευθύνομαι σ΄ ένα τόπο οικείο στο οδυνηρό ή το θανάσιμο.
Αυτός ο διάδρομος του Νοσοκομείου μου θυμίζει όσα έχω διαβάσει για την σταθερά επαναλαμβανόμενη πορεία των ανθρώπων που με εξωσωματικές εμπειρίες. Λείπει η λάμψη μόνο και τα παράθυρα είναι σταμπωτά με χαλκομανίες παλαιάς μαύρης πεύκης. Πλάι μου έχουν αιωρούμενες απομείνει οσμές θανάτου γλυκερού, σκληρού, αναπότρεπτου. Παραδόξως από αόρατα μεγάφωνα ακούγεται το σάουντρακ της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία».
Στο βάθος, στο κάτω μέρος της γυάλινης πόρτας, ξεχωρίζει μια θάλασσα από σκούρο, ανήσυχο ατσάλι. Ένας γλάρος χαϊδεύει το πρώτο σκαλί. Στο δεύτερο έρχεται η μυρουδιά της φορμόλης να μου θυμίσει που βρίσκομαι. Ανεβαίνω τη σκάλα, προχωρώ στο διάδρομο. Περνούν χαμογελαστές νοσοκόμες και γιατροί με στηθοσκόπια κρεμασμένα στο στήθος. Μια ξανθιά κοπελίτσα κάθεται απίστευτα προκλητική στην πλαστική πολυθρόνα. Πίσω της το διογκωμένο μαύρο πόδι κάποιας παχιάς μεσόκοπης έχει συγκεντρώσει πάνω του όσα έντομα ένας παράξενος θαμώνας καφενείων της δεκαετίας του 50 θα μπορούσε να μετρήσει στην κρυφή του συλλογή χρησιμοποιημένων μυγοταινιών. Από το πρώτο αριστερό δωμάτιο ακούγεται ένας βήχας σα να λειτουργεί ετοιμόθρυπτο μαγγανοπήγαδο-κολλάει στο νου μου η άκρως αμβλεία έφραση "ο ρόγχος σκύλου στο τσιγκέλι". Μπαίνω στο δεξί δωμάτιο.
Η μητέρα ανοίγει το ένα μάτι και ύστερα το κλείνει. Νησάκια αιμάτινα σε ένα λευκό νυχτικό. Πριν την επέμβαση ένιωθα εντονότερο το επικείμενο. Όπως πλησιάζει μια οσμή βρεγμένου χώματος και λες "θάρθει, μετά την τόση ξηρασία, έχουμε σειρά". Ή όπως βλέπεις άπειρες φορές το γύρο του θανάτου και κάποια στιγμή το νιώθεις ότι η επόμενη στιγμή θα ναι η τελευταία .
Δεν ξέρω εκείνη ακούει Θα προτιμούσα να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Βγάζω ένα χειρόγραφο και – αργά – της διαβάζω την αρχή ενός μυθιστορήματος που, έτσι κι αλλιώς, θα μείνει ανολοκλήρωτο. Ενός κειμένου που αφορά και την δική της νιότη.
-«Ένα καλό μυθιστόρημα έχει πάντοτε κεντρικό, τουλάχιστον, ήρωα το κομμάτι του εαυτού μας που σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, έχει γλιστρήσει από πάνω μας και, ανεξάρτητα από ποια χώρα πραγματικά το φιλοξενεί, έχει συντελέσει να καταντήσει σ’ αυτό που, κατά κανόνα, οι συγγραφείς είναι-είμαστε: Λειψοί, ανοργάνωτοι, νευρωτικοί. Ό, τι κι αν παρουσιάζουμε, ακόμη κι αν προσφέρουμε, δραματικά, μια πραγματεία του μεταφυσικού, οι τριτοπρόσωποι ήρωές μας, είναι κομμάτια μας που, συνειδητά, αφήνουμε πίσω. Υστερόβουλα, για την υστεροφημία μας ή βιαστικά κι ασθμαίνοντας, όπως η γυναίκα του Λωτ τους τετζερέδες της;
Να ζήσουμε λίγο παραπάνω, ένδοξοι, «τίμιοι» στα μάτια των άλλων;
Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι στον μεταθανάτιο χώρο μας «απλώνεται το μηδέν». Αλλά πώς απλώνεται αφού είναι μηδέν; Πού να τελειώσουν τόσα ερωτηματικά; Μοιάζουν με τους ναυτίλους της ευδίας. Πότε εμφανίζονταν και πότε χάνονται σε μια τεράστια θάλασσα άγνοιας.
Εκείνο όμως που λογικά διαπιστώνεται μ’ αυτό τον τρόπο είναι ότι ο συγγραφέας πρέπει να θεωρείται περισσότερο έντιμος όταν παρουσιάζει μιαν εντελή αυτοβιογραφία. Ένας ναρκισικός βέβαια λόγος είναι ο λόγος του, με μικρές αιχμές εξωπραγματικού, που νομιμοποιούνται για την ηδυσμένη παρουσίαση μιας ίσως άχαρης ζωής.
Αρχίζω να γράφω με μια διάθεση ξεκαθαρίσματος τουλάχιστον των, ανεξάρτητων από το αποτέλεσμα, προθέσεων μου, την Δευτέρα 19 Μαρτίου. Το εορτολόγιο αναφέρει τους Αγίους Χρύσανθο και Δαρεία.
Η άνοιξη έχει εισβάλει φέτος από τα τέλη του Φλεβάρη. Είναι σαν θάνατος αυτό το αναποδογύρισμα του καιρού και λειτούργησε ή μάλλον υποδόρια λειτουργούσε εδώ και μέρες σαν ώθηση:
Γράψε όσο μπορείς λιγότερο μυθικά.
Κάποιοι θα στο συγχωρήσουν.
Το που και το πότε γεννήθηκα μου το έχουν πει. Εκείνο που ως εικόνα θυμάμαι είναι ένας αρκουδιάρης (να του αλλάξουμε το ντέφι με ακκορντεόν πιτσιλισμένο από ανθοπέταλα). Τον θυμάμαι να διασχίζει την μεταβρεφική μου ηλικία. Εκείνα τα ταχυδράματα που μας μάθαιναν πώς κοιμάται η Γιουβουκλάκη (η μαδημένη αρκούδα ξάπλωνε στον μικρό όχτο, πλάι στο δρόμο) με τον Παπαμιχαήλ. Ξάπλωνε και αγκάλιαζε τον γύφτο – βασανιστή της.
Ήταν η πρώτη σοβαρή ψυχαγωγία του παιδιού που, συνήθως, κολλούσε το μάγουλο στη σκουριασμένη σίτα της αυλής του Χατζάκου, εκεί στη συνοικία Καπακλή, κι έμενε προσηλωμένο επί ώρες, ακούγοντας το τρίξιμο των ψαρονιών που γέμιζαν το απέναντι πεύκο. Σπούδαζε, μάθαινε αυτό το τζικζικτζι, χωρίς καν να βλέπει τα πουλιά.
Μια μέρα κάποιο πουλί μίλησε διαφορετικά. Πρόφερε πεντακάθαρα την εξαιρετικές λέξεις «ρε μαλάκα». Το παιδί τις τύπωσε κι έτρεξε να κάνει κοινωνό της εμπειρίας του τη μάνα του.
Η μάνα μου ζει ακόμη και με γεροντικό πείσμα υποστηρίζει ότι έμαθα βρωμοκουβέντες από τα παιδιά που έτρεχαν ξυπόλυτα στην απέναντι αλάνα, μ’ ένα τσέρκι πιασμένο με φούρκα στο χέρι, βουίζοντας σαν αυτοκίνητα και φωνάζοντας μπίπ … μπιπ ή κραυγάζοντας τις μάρκες- βόλβο και μερσεντές και φοκσβάγκεν. Είναι σίγουρη ότι παιδί αδέσποτο φώναξε τη λέξη, όμως εγώ επιμένω ότι ψαρόνι μίλησε, έπρεπε κάποτε ο λόγος του να ανοίξει, να γεμίσει με καθαρά άλφα και υγρά λάμδα.
Η παιδαγωγική εκείνων των χρόνων για τέτοια κακουργήματα ήταν συγκεκριμένη και οι ποινές επιβάλλονταν με συνοπτικές διαδικασίες. Η μάνα άρπαξε το κουτί με το πιπέρι και το ‘ριξε στο στόμα μου. Την ξανάζησα αυτή την αίσθηση πολύ αργότερα, όταν με τύλιγαν οι φωνές του πλήθους και τα τρομακτικά αντίφωνα των ΜΑΤ σ’ ένα καιρό κατά τον οποίο γνώριζα πώς ν’ αντιδράσω. Τότε όμως, εγώ, ο μικρός φίλος των πουλιών, έτριψα τα μάτια κι έτρεξα κάτω απ’ την τουλούμπα της αυλής. Η ακριβής λέξη που περιγράφει αυτό που ένιωθα είναι καύσος. Ένα μικρό κουτάβι όμως δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά. Ομιλεί το κάι – κάι – κάι και χώνεται στα στενά της αυλής.
Ως κουτάβι γνώρισα τη μέρα της τιμωρίας αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Οι παλαιοί έντιμοι εργολάβοι έκτιζαν τις μονοκατοικίες με τις αυλές εις βάρος του οικοπέδου ενός ιδιοκτήτη που συναινούσε – εξίσου έντιμος κι αυτός. Έτσι ανάμεσα στα ντουβάρια, τα βορινά κυρίως, μια που οι αυλές ήσαν μεσημβρινές, υπήρχε η νεκρή ζώνη, ένα υγρό στενό, ουδέτερος και κοινόχρηστος τόπος.
Είχε μια μαγεία αυτή η περιοχή. Γεμάτη υγρό σκοτάδι, με ηλιακές κηλίδες να φωτίζουν, εναλλάξ μετακινούμενες, τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα: Παλιά ποτιστήρια τσίγκινα και καλάθια και καρεκλάκια μωρών και λάστιχα ποδηλάτων. Μ’ ένα λαχταριστό τσικ νυχτερίδες ξεκολλούσαν σαν ξεφτίδια του σκοταδιού, περνούσαν ξύνοντας τα μαλλιά. Κάποτε άναβαν στον βάθος οι φάροι των ματιών μιας γάτας.
Η επικράτεια αυτή μίκραινε τα καλοκαιρινά μεσημέρια τότε που ακούγονταν οι γύφτοι με τις σούστες και τις πατάτε και ντομάτε και γαρδένιε (οι καρέκλε θα ‘ρθουν αργότερα με την εξάντληση των δυνατοτήτων του πλαστικού) όλα δια ζώσης μακρόσυρτα.
Ο ήλιος τρύπωνε από χαραμάδες, αλλάζοντας το σκηνικό, καταργώντας τη μαγεία. Τότε μ’ έβλεπε και η μάνα μου και «τους σκορπιούς να προσέχεις, τσιμπάνε» μου φώναζε.
Ύστερα από ώρες, μετανιωμένη, πλησίαζε την είσοδο της σπηλιάς μου και «έλα μη κλαις, απόψε θα πάς με τον πατέρα σου στο παζάρι, άρχισε χθες. Κι αύριο θα σε πάω για μπάνιο με την κύρια Αρετή και τα παιδιά», άκουγα τον τελικό παρηγορητικό της λόγο».
-Σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τα πόδια αιωρούμενα, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες, ο Κυριάκος κι εγώ. Χαμογελούμε φωτεινά μέσα στη νύχτα. Ακουμπούμε τα χέρια στα γόνατα. Στο μάρμαρο το πιατάκι με τον φαρσαλινό χαλβά.
Δεν διακρίνονται στη φωτογραφία το τσίρκο με τη γυναίκα «άτιμο παιδί» που μεταμορφώνεται αργά σε γορίλα, τα συγκρουόμενα αυτοκίνητα φορτωμένα φοβισμένα γέλια, η Χορεύτρια που υποκλίνεται στο θάνατο, οι εξέδρες με τις τραγουδίστριες που τραγουδούν τη σιωπή τους με το ντέφι, ο πωλητής που μ’ ένα γυναικείο εσώρουχο στο κεφάλι κραύγαζε γυναίκε βολιώτισσε, οι λάμπες της ασετυλίνης σαν μισόκλειστα βλέφαρα, ένα χρυσό μπαλόνι που ανέβαινε αργά και το σημάδευαν διάττοντες.
Αντίθετα πίσω μας ξεχωρίζει με τσαλακωμένο κοστούμι και αργυρό φωτοστέφανο ο Άγιος Ελευθέριος. Είχε βγει από το εκκλησάκι των παρακειμένων Φυλακών, έκανε μια βόλτα στο παζάρι να ξεσκάσει και πρόθυμα, όταν του το ζητήσαμε, φωτογραφήθηκε μαζί μας.
Έχω την αίσθηση ότι υπήρξε, εκτός από για μας ικέτης προς τον Κύριό μας, και μεσίτης για την δημιουργία των εξαιρετικών σχέσεων που έκτοτε διατηρώ με τους πολίτες του Ουρανού.
-Η μητέρα μου αναπνέει ήρεμα. Κάνω μεταβολή. Στην γυάλινη πόρτα της εισόδου κοιτάζω δεξιά. Πάνω στο ιριδίζον πλαγκτόν φαίνεται το μακρύκαρο του μπαρμπα Γιάννη Τσίγκρα, του παππού, φορτωμένο χλωρά σκόρδα. Πλάι στον οδηγό ο μικρός Γιώργος Τσίγκρας ο πατέρας μου. Θα συνεχίσει, μ' ένα καμτσίκι στο χέρι, ένα ταξίδι που άρχισε στον κάμπο, ακολούθησαν τα βουνά που άναβαν ξαφνικά, εντελώς ασυναίσθητα στην αρχή περνούσε ανάμεσα απ’ τις φωτιές, κι αργότερα, συνειδητοποιώντας την απόλυτη αδυναμία του να την ορίσει, υπηρετούσε την ιδέα του, με τον καπετάνιο και τα παλικάρια, στ’ άρματα φώναζε, ώσπου άκουσε εκείνο το τικ κάτω απ’ το παπούτσι του κι έκλαψε για τη ζωή του πριν χάσει από νάρκη απλώς το δεξί του πόδι. Ένα ταξίδι που συνεχίσθηκε ως το Πήλιο, ως τον γάμο του με τη μάνα μου, τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού.
Ενός αγοριού που έφαγε άδικα το πιπέρι επειδή υποστήριξε, εκεί στην αυλή του Χατζάκου ότι ένα πουλί στο απέναντι πεύκο κραύγασε μαλάκα κι εξαφανίσθηκε.
-Η θάλασσα βρέχει την αυλή του νοσοκομείου. Βγαίνοντας περπατώ προς την ακτή. Σε χωματόδρομο περπατώ – ακούγεται η «μαντουμπάλα». Στην αμμουδιά φαίνονται γυναίκες με ολόσωμα μαγιό. Μια παρέα τριών παιδιών τρέχει κατεπάνω μου. Τους γνωρίζω και νιώθω ευτυχής, είμαστε από την ίδια γειτονιά. Τριγυρίζουν την μητέρα τους, την κυρία Αρετή. Ένα από αυτά, ο Αχιλλέας, κραυγάζει, μου δείχνει μια αλκυόνη που κλωσάει στα αβαθή.
Γυρίζω το κεφάλι και με την άκρη του ματιού μου προλαβαίνω να τον δω – με σημαδεύει με τη φούρκα.
Γιάννης Τσίγκρας
Έτσι κι αλλιώς μου είναι φοβερή η εμπειρία ενός απλού για τους άλλους περιπάτου: Να διασχίζω ένα δρόμο μακρύ, δίχως διεξόδους διαφυγής, ένθεν κι ένθεν. Νιώθω πάντα ν΄ αναδεύεται βαθιά στα σπλάχνα μου μια ζωτική ανάγκη να ορίζω απόλυτα το από πού θα δραπετεύσω στην περίπτωση που οτιδήποτε αφύσικο μπορεί να συμβεί. Τι είναι φυσικό, βέβαια, δεν είμαι σε θέση να το προσδιορίσω εκείνη την ώρα.
Αν έτσι νιώθω για οποιοδήποτε δρομάκι, αν μια αλέα, ας πούμε, κάτω από ανθισμένες γλυσίνες, μου γίνεται λαβύρινθος και μοιάζει ο τρόμος μου με εκείνου που διπλώνει στους έλικες του νου του τα μουκανητά του μινωταύρου, τότε φανταστείτε πόσο πολλαπλασιάζονται όλ΄ αυτά όταν κατευθύνομαι σ΄ ένα τόπο οικείο στο οδυνηρό ή το θανάσιμο.
Αυτός ο διάδρομος του Νοσοκομείου μου θυμίζει όσα έχω διαβάσει για την σταθερά επαναλαμβανόμενη πορεία των ανθρώπων που με εξωσωματικές εμπειρίες. Λείπει η λάμψη μόνο και τα παράθυρα είναι σταμπωτά με χαλκομανίες παλαιάς μαύρης πεύκης. Πλάι μου έχουν αιωρούμενες απομείνει οσμές θανάτου γλυκερού, σκληρού, αναπότρεπτου. Παραδόξως από αόρατα μεγάφωνα ακούγεται το σάουντρακ της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία».
Στο βάθος, στο κάτω μέρος της γυάλινης πόρτας, ξεχωρίζει μια θάλασσα από σκούρο, ανήσυχο ατσάλι. Ένας γλάρος χαϊδεύει το πρώτο σκαλί. Στο δεύτερο έρχεται η μυρουδιά της φορμόλης να μου θυμίσει που βρίσκομαι. Ανεβαίνω τη σκάλα, προχωρώ στο διάδρομο. Περνούν χαμογελαστές νοσοκόμες και γιατροί με στηθοσκόπια κρεμασμένα στο στήθος. Μια ξανθιά κοπελίτσα κάθεται απίστευτα προκλητική στην πλαστική πολυθρόνα. Πίσω της το διογκωμένο μαύρο πόδι κάποιας παχιάς μεσόκοπης έχει συγκεντρώσει πάνω του όσα έντομα ένας παράξενος θαμώνας καφενείων της δεκαετίας του 50 θα μπορούσε να μετρήσει στην κρυφή του συλλογή χρησιμοποιημένων μυγοταινιών. Από το πρώτο αριστερό δωμάτιο ακούγεται ένας βήχας σα να λειτουργεί ετοιμόθρυπτο μαγγανοπήγαδο-κολλάει στο νου μου η άκρως αμβλεία έφραση "ο ρόγχος σκύλου στο τσιγκέλι". Μπαίνω στο δεξί δωμάτιο.
Η μητέρα ανοίγει το ένα μάτι και ύστερα το κλείνει. Νησάκια αιμάτινα σε ένα λευκό νυχτικό. Πριν την επέμβαση ένιωθα εντονότερο το επικείμενο. Όπως πλησιάζει μια οσμή βρεγμένου χώματος και λες "θάρθει, μετά την τόση ξηρασία, έχουμε σειρά". Ή όπως βλέπεις άπειρες φορές το γύρο του θανάτου και κάποια στιγμή το νιώθεις ότι η επόμενη στιγμή θα ναι η τελευταία .
Δεν ξέρω εκείνη ακούει Θα προτιμούσα να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Βγάζω ένα χειρόγραφο και – αργά – της διαβάζω την αρχή ενός μυθιστορήματος που, έτσι κι αλλιώς, θα μείνει ανολοκλήρωτο. Ενός κειμένου που αφορά και την δική της νιότη.
-«Ένα καλό μυθιστόρημα έχει πάντοτε κεντρικό, τουλάχιστον, ήρωα το κομμάτι του εαυτού μας που σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, έχει γλιστρήσει από πάνω μας και, ανεξάρτητα από ποια χώρα πραγματικά το φιλοξενεί, έχει συντελέσει να καταντήσει σ’ αυτό που, κατά κανόνα, οι συγγραφείς είναι-είμαστε: Λειψοί, ανοργάνωτοι, νευρωτικοί. Ό, τι κι αν παρουσιάζουμε, ακόμη κι αν προσφέρουμε, δραματικά, μια πραγματεία του μεταφυσικού, οι τριτοπρόσωποι ήρωές μας, είναι κομμάτια μας που, συνειδητά, αφήνουμε πίσω. Υστερόβουλα, για την υστεροφημία μας ή βιαστικά κι ασθμαίνοντας, όπως η γυναίκα του Λωτ τους τετζερέδες της;
Να ζήσουμε λίγο παραπάνω, ένδοξοι, «τίμιοι» στα μάτια των άλλων;
Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι στον μεταθανάτιο χώρο μας «απλώνεται το μηδέν». Αλλά πώς απλώνεται αφού είναι μηδέν; Πού να τελειώσουν τόσα ερωτηματικά; Μοιάζουν με τους ναυτίλους της ευδίας. Πότε εμφανίζονταν και πότε χάνονται σε μια τεράστια θάλασσα άγνοιας.
Εκείνο όμως που λογικά διαπιστώνεται μ’ αυτό τον τρόπο είναι ότι ο συγγραφέας πρέπει να θεωρείται περισσότερο έντιμος όταν παρουσιάζει μιαν εντελή αυτοβιογραφία. Ένας ναρκισικός βέβαια λόγος είναι ο λόγος του, με μικρές αιχμές εξωπραγματικού, που νομιμοποιούνται για την ηδυσμένη παρουσίαση μιας ίσως άχαρης ζωής.
Αρχίζω να γράφω με μια διάθεση ξεκαθαρίσματος τουλάχιστον των, ανεξάρτητων από το αποτέλεσμα, προθέσεων μου, την Δευτέρα 19 Μαρτίου. Το εορτολόγιο αναφέρει τους Αγίους Χρύσανθο και Δαρεία.
Η άνοιξη έχει εισβάλει φέτος από τα τέλη του Φλεβάρη. Είναι σαν θάνατος αυτό το αναποδογύρισμα του καιρού και λειτούργησε ή μάλλον υποδόρια λειτουργούσε εδώ και μέρες σαν ώθηση:
Γράψε όσο μπορείς λιγότερο μυθικά.
Κάποιοι θα στο συγχωρήσουν.
Το που και το πότε γεννήθηκα μου το έχουν πει. Εκείνο που ως εικόνα θυμάμαι είναι ένας αρκουδιάρης (να του αλλάξουμε το ντέφι με ακκορντεόν πιτσιλισμένο από ανθοπέταλα). Τον θυμάμαι να διασχίζει την μεταβρεφική μου ηλικία. Εκείνα τα ταχυδράματα που μας μάθαιναν πώς κοιμάται η Γιουβουκλάκη (η μαδημένη αρκούδα ξάπλωνε στον μικρό όχτο, πλάι στο δρόμο) με τον Παπαμιχαήλ. Ξάπλωνε και αγκάλιαζε τον γύφτο – βασανιστή της.
Ήταν η πρώτη σοβαρή ψυχαγωγία του παιδιού που, συνήθως, κολλούσε το μάγουλο στη σκουριασμένη σίτα της αυλής του Χατζάκου, εκεί στη συνοικία Καπακλή, κι έμενε προσηλωμένο επί ώρες, ακούγοντας το τρίξιμο των ψαρονιών που γέμιζαν το απέναντι πεύκο. Σπούδαζε, μάθαινε αυτό το τζικζικτζι, χωρίς καν να βλέπει τα πουλιά.
Μια μέρα κάποιο πουλί μίλησε διαφορετικά. Πρόφερε πεντακάθαρα την εξαιρετικές λέξεις «ρε μαλάκα». Το παιδί τις τύπωσε κι έτρεξε να κάνει κοινωνό της εμπειρίας του τη μάνα του.
Η μάνα μου ζει ακόμη και με γεροντικό πείσμα υποστηρίζει ότι έμαθα βρωμοκουβέντες από τα παιδιά που έτρεχαν ξυπόλυτα στην απέναντι αλάνα, μ’ ένα τσέρκι πιασμένο με φούρκα στο χέρι, βουίζοντας σαν αυτοκίνητα και φωνάζοντας μπίπ … μπιπ ή κραυγάζοντας τις μάρκες- βόλβο και μερσεντές και φοκσβάγκεν. Είναι σίγουρη ότι παιδί αδέσποτο φώναξε τη λέξη, όμως εγώ επιμένω ότι ψαρόνι μίλησε, έπρεπε κάποτε ο λόγος του να ανοίξει, να γεμίσει με καθαρά άλφα και υγρά λάμδα.
Η παιδαγωγική εκείνων των χρόνων για τέτοια κακουργήματα ήταν συγκεκριμένη και οι ποινές επιβάλλονταν με συνοπτικές διαδικασίες. Η μάνα άρπαξε το κουτί με το πιπέρι και το ‘ριξε στο στόμα μου. Την ξανάζησα αυτή την αίσθηση πολύ αργότερα, όταν με τύλιγαν οι φωνές του πλήθους και τα τρομακτικά αντίφωνα των ΜΑΤ σ’ ένα καιρό κατά τον οποίο γνώριζα πώς ν’ αντιδράσω. Τότε όμως, εγώ, ο μικρός φίλος των πουλιών, έτριψα τα μάτια κι έτρεξα κάτω απ’ την τουλούμπα της αυλής. Η ακριβής λέξη που περιγράφει αυτό που ένιωθα είναι καύσος. Ένα μικρό κουτάβι όμως δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά. Ομιλεί το κάι – κάι – κάι και χώνεται στα στενά της αυλής.
Ως κουτάβι γνώρισα τη μέρα της τιμωρίας αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Οι παλαιοί έντιμοι εργολάβοι έκτιζαν τις μονοκατοικίες με τις αυλές εις βάρος του οικοπέδου ενός ιδιοκτήτη που συναινούσε – εξίσου έντιμος κι αυτός. Έτσι ανάμεσα στα ντουβάρια, τα βορινά κυρίως, μια που οι αυλές ήσαν μεσημβρινές, υπήρχε η νεκρή ζώνη, ένα υγρό στενό, ουδέτερος και κοινόχρηστος τόπος.
Είχε μια μαγεία αυτή η περιοχή. Γεμάτη υγρό σκοτάδι, με ηλιακές κηλίδες να φωτίζουν, εναλλάξ μετακινούμενες, τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα: Παλιά ποτιστήρια τσίγκινα και καλάθια και καρεκλάκια μωρών και λάστιχα ποδηλάτων. Μ’ ένα λαχταριστό τσικ νυχτερίδες ξεκολλούσαν σαν ξεφτίδια του σκοταδιού, περνούσαν ξύνοντας τα μαλλιά. Κάποτε άναβαν στον βάθος οι φάροι των ματιών μιας γάτας.
Η επικράτεια αυτή μίκραινε τα καλοκαιρινά μεσημέρια τότε που ακούγονταν οι γύφτοι με τις σούστες και τις πατάτε και ντομάτε και γαρδένιε (οι καρέκλε θα ‘ρθουν αργότερα με την εξάντληση των δυνατοτήτων του πλαστικού) όλα δια ζώσης μακρόσυρτα.
Ο ήλιος τρύπωνε από χαραμάδες, αλλάζοντας το σκηνικό, καταργώντας τη μαγεία. Τότε μ’ έβλεπε και η μάνα μου και «τους σκορπιούς να προσέχεις, τσιμπάνε» μου φώναζε.
Ύστερα από ώρες, μετανιωμένη, πλησίαζε την είσοδο της σπηλιάς μου και «έλα μη κλαις, απόψε θα πάς με τον πατέρα σου στο παζάρι, άρχισε χθες. Κι αύριο θα σε πάω για μπάνιο με την κύρια Αρετή και τα παιδιά», άκουγα τον τελικό παρηγορητικό της λόγο».
-Σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τα πόδια αιωρούμενα, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες, ο Κυριάκος κι εγώ. Χαμογελούμε φωτεινά μέσα στη νύχτα. Ακουμπούμε τα χέρια στα γόνατα. Στο μάρμαρο το πιατάκι με τον φαρσαλινό χαλβά.
Δεν διακρίνονται στη φωτογραφία το τσίρκο με τη γυναίκα «άτιμο παιδί» που μεταμορφώνεται αργά σε γορίλα, τα συγκρουόμενα αυτοκίνητα φορτωμένα φοβισμένα γέλια, η Χορεύτρια που υποκλίνεται στο θάνατο, οι εξέδρες με τις τραγουδίστριες που τραγουδούν τη σιωπή τους με το ντέφι, ο πωλητής που μ’ ένα γυναικείο εσώρουχο στο κεφάλι κραύγαζε γυναίκε βολιώτισσε, οι λάμπες της ασετυλίνης σαν μισόκλειστα βλέφαρα, ένα χρυσό μπαλόνι που ανέβαινε αργά και το σημάδευαν διάττοντες.
Αντίθετα πίσω μας ξεχωρίζει με τσαλακωμένο κοστούμι και αργυρό φωτοστέφανο ο Άγιος Ελευθέριος. Είχε βγει από το εκκλησάκι των παρακειμένων Φυλακών, έκανε μια βόλτα στο παζάρι να ξεσκάσει και πρόθυμα, όταν του το ζητήσαμε, φωτογραφήθηκε μαζί μας.
Έχω την αίσθηση ότι υπήρξε, εκτός από για μας ικέτης προς τον Κύριό μας, και μεσίτης για την δημιουργία των εξαιρετικών σχέσεων που έκτοτε διατηρώ με τους πολίτες του Ουρανού.
-Η μητέρα μου αναπνέει ήρεμα. Κάνω μεταβολή. Στην γυάλινη πόρτα της εισόδου κοιτάζω δεξιά. Πάνω στο ιριδίζον πλαγκτόν φαίνεται το μακρύκαρο του μπαρμπα Γιάννη Τσίγκρα, του παππού, φορτωμένο χλωρά σκόρδα. Πλάι στον οδηγό ο μικρός Γιώργος Τσίγκρας ο πατέρας μου. Θα συνεχίσει, μ' ένα καμτσίκι στο χέρι, ένα ταξίδι που άρχισε στον κάμπο, ακολούθησαν τα βουνά που άναβαν ξαφνικά, εντελώς ασυναίσθητα στην αρχή περνούσε ανάμεσα απ’ τις φωτιές, κι αργότερα, συνειδητοποιώντας την απόλυτη αδυναμία του να την ορίσει, υπηρετούσε την ιδέα του, με τον καπετάνιο και τα παλικάρια, στ’ άρματα φώναζε, ώσπου άκουσε εκείνο το τικ κάτω απ’ το παπούτσι του κι έκλαψε για τη ζωή του πριν χάσει από νάρκη απλώς το δεξί του πόδι. Ένα ταξίδι που συνεχίσθηκε ως το Πήλιο, ως τον γάμο του με τη μάνα μου, τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού.
Ενός αγοριού που έφαγε άδικα το πιπέρι επειδή υποστήριξε, εκεί στην αυλή του Χατζάκου ότι ένα πουλί στο απέναντι πεύκο κραύγασε μαλάκα κι εξαφανίσθηκε.
-Η θάλασσα βρέχει την αυλή του νοσοκομείου. Βγαίνοντας περπατώ προς την ακτή. Σε χωματόδρομο περπατώ – ακούγεται η «μαντουμπάλα». Στην αμμουδιά φαίνονται γυναίκες με ολόσωμα μαγιό. Μια παρέα τριών παιδιών τρέχει κατεπάνω μου. Τους γνωρίζω και νιώθω ευτυχής, είμαστε από την ίδια γειτονιά. Τριγυρίζουν την μητέρα τους, την κυρία Αρετή. Ένα από αυτά, ο Αχιλλέας, κραυγάζει, μου δείχνει μια αλκυόνη που κλωσάει στα αβαθή.
Γυρίζω το κεφάλι και με την άκρη του ματιού μου προλαβαίνω να τον δω – με σημαδεύει με τη φούρκα.
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου