ΦΟΥΓΚΑ;
1. Το ερώτημα του Κωνστάντιους Κωνστάντιους – όνομα για μια προσωπίδα απ’ τις σχισμές της οποίας διέκρινες σε μιαν αεικίνητη στατικότητα τα ουράνια μάτια του Σαίρεν Κίκεργκωρ – υπήρξε αγωνιώδες: Υφίσταται η επανάληψη; Η Στιγμή χωράει στο πάλι και πάλι του ταχυδράματος; Είναι ο προσωπικός μας χρόνος κυκλικός; Πέρα απ’ το μετά υπάρχει το νέο, το καινό, το ίδιο ή το κενό – η μαύρη τρύπα, τόπος μιας αέναης διερεύνησης; Μήπως μόνον η ερώτηση για την επανάληψη επαναλαμβάνεται;
2. Κάτω απ’ την ανθισμένη κερασιά άσπριζαν τα οστά του άντρα της – μια οβίδα απ’ το λιμάνι προς το βουνό τον είχε κόψει στη μέση, πριν τρία χρόνια. Η Πατράκαινα έστρωνε το τραπέζι για το δείπνο. Τοποθετούσε τελετουργικά τα πιάτα κάτω από τη λάμπα της ασετιλίνης. Πάνω στο άσπρο τραπεζομάντιλο έπεφταν νυχτοπεταλούδες. Μακριά, στις στροφές, ακούγονταν ιταλικά μαρς από τη χορωδία: «Ο, σασά κε τριαλό». Η γυναίκα τράβηξε την καρέκλα της κοιτάζοντας προς τη ρίζα της κερασιάς:
«Φάε, Δημητράκη, πρώτος» λέει κι απαντάει βραχνά στον εαυτό της:
«Δεν πεινάω, γυναίκα». Σηκώνοντας το πιρούνι κι αλλάζοντας τη φωνή της πάλι μιλάει.
«Ωραία βραδιά απόψε, άντρα μου». Ο διάλογος συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
«Ναι, όμορφα, γυναίκα. Τα μαλλιά σου γέμισαν αστέρια».
Στη βάση του αρχαίου μαντρότοιχου ο μικρός Τσιγκιτσάγκας ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννη μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήτο Δεύτερο (2)
καταπληκτικό!!!!!!!!
Να είσαι πάντα καλά,
Υιώτα
αστοριανή,
ΝΥ