Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΠΟΡΤΑΡΙΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ (ΕΠΙΜΕΤΡΟ 3) 15


3. ΒΡΥΣΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ[1]

του Γιάννη Γιακουμάκη


Το νερό, ύδωρ κατά τους αρχαίους, αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής και της ζωής γενικότερα στον πλανήτη μας, την γη. Το νερό ετυμολογικά είναι το «νεαρόν», δηλαδή το φρέσκο ύδωρ, το πόσιμο ύδωρ. Το σώμα του ανθρώπου άλλωστε αποτελείται  πάνω από τα τρία τέταρτα του βάρους του από νερό. Αντίστοιχα τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της γης καλύπτονται από νερό (θάλασσες, λίμνες, ποτάμια). Τα ζώα και τα φυτά επίσης περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού.
Για τους αρχαίους λαούς, Έλληνες, Αιγυπτίους, Βαβυλώνιους, το νερό κυριαρχούσε στη ζωή και στις δραστηριότητες τους. Λατρεύτηκε σαν θεότης όπως οι ποταμοί Αχελώος και Νείλος, η λίμνη Αχερουσία, οι πηγές Κασταλία, Υπερώα, η θάλασσα του Κανδάνου (καντήλι Ευβοίας όπου είχε το βασίλειο η υδρόβια θεότης Ποσειδώνας). Μέσα από τη θάλασσα ξεπετάχτηκε η θεά Αφροδίτη, οι Νηρηίδες ήταν θεότητες του νερού, αλλά και άλλα ξωτικά θα λέγαμε, τόσο από την αρχαία εποχή Σειρήνες, γοργόνες και νεράιδες αργότερα φάνταζαν και τόνιζαν στη ζωή του ανθρώπου.    
Το νερό τραγουδήθηκε από τους ανθρώπους και ιδιαίτερα από το λαό μας. Μιας και η χώρα μας περιβάλλεται από νερό κι έχει το μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμών απ’  όλη την Ευρώπη, εκατοντάδες δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στη θάλασσα και τ’  αλμυρό νερό, τα γαλήνια νερά, μα και τα φουρτουνιασμένα κύματά της, τα οποία αντιπαλεύουν οι ναυτικοί μας.
Θρύλοι και μύθοι, γνωμικά, ανέκδοτα, παρομοιώσεις, είναι ποτισμένα με αρκετό νερό, αθάνατο, ιαματικό, αλμυρό, ερωτικό, δηλητηριασμένο, αγιασμένο, μιαρό, θεραπευτικό, κακόχωλο, δροσερό, ξινό, καυτό, χλιαρό. Γνωμικά, φράσεις, τραγούδια «διαποτίζονται» με μπόλικο νερό, όπως : Πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό. Τον καπετάνιο του γλυκού νερού η θάλασσα τον πνίγει. Πιες νερό, κοίτα και τον Θεό. Το ‘μαθα νεράκι το μάθημα. Πίνει νερό στο όνομα του. Έκανε μια τρύπα στο νερό. Ήπιε τ’ αμίλητο νερό ή Ήπιε τ’ αθάνατο νερό. Πίνε νερό να ‘χεις το κεφάλι σου γερό. Τους μήνες που δεν έχουν ρο, το κρασί θέλει νερό. Νέρωσε το κρασί σου για να μη μετανιώσεις. Μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα μια φορά σπάει. Ο Φλεβάρης με νερό κουτσός μπήκε στο χορό. Θα μου κόψει το νερό απ’ τα πράσα. Έβαλα το νερό στ’ αυλάκι. Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντάει ο μύλος.

Πορταριά και νερό

Η ύπαρξη της Πορταριάς είναι άρρηκτα δεμένη με το νερό. Σίγουρα στους μυθικούς χρόνους ήταν Νηρηίδα και Δρυάδα συγχρόνως. Νύμφη προικισμένη από την φύση με άφθονα νερά που βοήθησαν στην ανάπτυξη πλούσιας δενδρώδους και θαμνώδους βλάστησης. Οι Νηρηίδες «Μάνα», πηγή με άφθονα νερά, «Αδάμενα» με θεραπευτικό νερό, το «Ψάρι» και άλλες μικρότερες πηγές πότιζαν τις ατέλειωτες συστάδες πλατανιών, καστανιών, οπωροφόρων και θαμνώδων δασών, δρόσιζαν τους μυθικούς Κενταύρους και στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας αραίωναν το δυνατό Πηλιορείτικο κρασί σε «οίνον κεκραμένον». 
Οι Νηρηίδες και οι Δρυάδες «κύησαν και έτεξαν» το αρχαίο “Ορμίνιο”, ιδρυμένο από τον Αργοναύτη Όρμινο, εγγονό του Αιόλου. Αυτά υποστηρίζουν ο Γεωργιάδης, ο Τσοποτός και άλλοι ιστοριοδίφες και ιστορικοί. Αργότερα μετονομάσθηκε σε Άνω Δρυανούβαινα και στους έσχατους βυζαντινούς χρόνους σε Πορταριά (με πρώτη αναφορά σε Πατριαρχικό Συγγίλιο το 1273 ως Πορταριά). Πάντα τη συνόδευε στην ιστορία της το γαργαροκρυσταλλένιο προικιό της. Οι κάτοικοι αυξήθηκαν και πρόκοψαν. Έφτασε να γίνει πολυάνθρωπη κωμόπολις με πληθυσμό πάνω από τεσσερισήμισυ χιλιάδες κατοίκους στα 1881.

Βρύσες στην Πορταριά
Στην πρώτη οικιστική περίοδο του χώρου οι κάτοικοι έχτισαν τα σπίτια τους γύρω από τις πηγές, έτσι χωρίς κόπο είχαν το πολύτιμο αυτό αγαθό πρόχειρο για κάθε χρήση, να πιουν, να πλύνουν, να μαγειρέψουν αλλά και να ποτίσουν τα περιβόλια τους.
Με το πέρασμα ο οικισμός μεγάλωνε κι απλωνότανε, χρειάσθηκαν κάποια έργα με τα μέσα και τα υλικά που τότε διέθεταν. Τότε έγιναν κάποια αυλάκια, με εκμετάλλευση του επικλινούς εδάφους κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε το νερό να φθάνει σε όλο τον οικισμό αλλά και σε κτήματα και περιβόλια που υπήρχαν υψομετρικά χαμηλότερα. Έτσι οι οικισμοί Κατηχωρίου, Σταγιατών και Άνω Βόλου και ένα μέρος των κτημάτων τους αρδευόταν από την Μάννα.
Η ανάγκη για καθαρό πόσιμο νερό ανάγκασε τους κατοίκους να κατασκευάσουν τις πρώτες βρύσες πιθανότατα κατά τους έσχατους βυζαντινούς χρόνους. Κάθε μαχαλάς έφτιαχνε τις δικές του βρύσες, εκμεταλλευόμενος είτε κάποιες μικρότερες πηγές (Ψάρι, Πλατανάκι), είτε οδηγώντας το νερό μέσα σε κεραμιδένιους σωλήνες (κιούγκια) που ήταν εξέλιξη των βυζαντινών κεραμιδιών που χρησιμοποιούσαν παλιότερα. Οι πρώτες βρύσες (κρήνες) ήταν λιτές και στηρίζονταν απλώς σε μια λιθοδομή, η οποία στήριζε τον τελευταίο πήλινο σωλήνα που έφερνε το νερό από την πηγή σε κάθε γειτονιά.
Οι βρύσες ήταν για την εποχή εκείνη χώρος συνάντησης και κοινωνικών επαφών. Εκεί βρισκόντουσαν οι γειτόνισσες για να κουβεντιάσουν και να κάνουν την «κοινωνική κριτική», εκεί μαθαίνονταν τα νέα καλά ή άσχημα, εκεί αντάμωνε ο νιος τη νια  και ρίχνανε τις πρώτες ερωτικές ματιές. «Σαν πας Μαλάμω μ’ για νερό στη βρύση θα σε καρτερώ» μας θυμίζει το υπέροχο δημοτικό τραγούδι. Γύρω απ’ αυτές πλέκονταν μύθοι και θρύλοι. Η αλησμόνητη ζωγράφος Χρυσούλα Ζώγια με ένα αφήγημά της αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο στ’ αερικά (νεράιδες) που παρουσιαζόντουσαν στη βρύση του Τσοποτού.

Βρύσες 18ου και 19ου αιώνα

Ελάχιστα δείγματα βρυσών που φτιάχτηκαν πριν το 1800 έχουμε σήμερα. Σίγουρα όμως υπήρχαν αρκετές οι οποίες ήταν ενσωματωμένες και λόγω του επικλινούς εδάφους, σε αναλημματικούς τοίχους(τοίχος που προστατεύει από κατολισθήσεις χωμάτων). Είναι φανερό πως πολύ πριν γίνει το υδροδοτικό δίκτυο υπήρχαν βρύσες σε κάθε γειτονιά για υδροληψία πόσιμου νερού. Σε λιθογραφία που δημοσίευσε ο Άγγλος περιηγητής Dowwel το 1803 δείχνει μια μεγάλη βρύση στεγασμένη με πολλούς κρουνούς. Προφανώς οι γυναίκες εκτός από το πόσιμο νερό εκεί έπλεναν και τα σκουτιά (ρούχα) στις πέτρινες λεκάνες που ήταν κάτω από τους κρουνούς.
Οι μάστορες που τις έφτιαχναν ήταν ντόπιοι τεχνίτες πέτρας. Από το 1850 περίπου, τότε που οι Αιγυπτιώτες –Πορταρίτες άρχισαν να χτίζουν τ’ αρχοντικά τους έφεραν Ηπειρώτες μαστόρους από τα Ζαγοροχώρια και την Πυρσόγιαννη που έφθαναν εδώ οργανωμένοι ιεραρχικά, αρχιμάστορες, πετράδες, χτιστάδες, κάλφες, (θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ένα σπουδαίο τεχνίτη τον Δήμο Ζουπανιώτη που άφησε άριστα δείγματα δουλειάς σ’ ολόκληρο το Πήλιο και στην Πορταριά) και αναλάμβαναν το χτίσιμο των σπιτιών, των παράσπιτων και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Έτσι χτίστηκαν στ’ αρχοντικά πολλές βρύσες. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι η βρύση Τσοποτού η οποία αναστηλώθηκε το 1983 επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη από την Εφορεία Νεώτερων Χρόνων και η βρύση που σήμερα βρίσκεται μπροστά στο Δημαρχείο και η οποία έχει μεταφερθεί με ενέργειες του Δημάρχου Βασίλη Κοντορίζου από το σπίτι της Λαμπρινής Δόμπα. Την μεταφορά επιμελήθηκε ο Πορταρίτης μάστορας Κώστας Φιλιππώνης.
Η βρύση Τσοποτού είναι στεγασμένη με ξύλινη σκεπή καλυμμένη με Πηλιορείτικες πλάκες. Το πίσω μέρος της τετράκλιτης σκεπής στηρίζεται στο λιθοδόμημα της βρύσης, ενώ το μπροστινό στηρίζεται σε στρόγγυλες λίθινες κολώνες που έχουν λιτά πέτρινα κιονόκρανα σε πρισματικό τετράπλευρο με αντεστραμμένη τη βάση. Η σύνδεση του τοιχίου με τις κολώνες με λιθόκτιστες αψίδες. Η χούφτα είναι από πελεκητή μαρμαρόπετρα, βρίσκεται κάτω από αψιδωτά κτισμένες πέτρες. Αριστερά και δεξιά έχει δομημένες εσοχές για ν’ ακουμπούν προφανώς αντικείμενα.
Η βρύση μπροστά από το Δημαρχείο η οποία, όπως προείπα, μεταφέρθηκε και ξαναδομήθηκε από τον Κώστα Φιλιππώνη με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, είναι φτιαγμένη από πελεκητό πετρομάρμαρο ορθογωνιασμένο. Τα τοιχία αριστερά και δεξιά της χούφτας καταλήγουν σε αψίδα. Πάνω από την χούφτα η λιθανάγλυφη επιγραφή «1863 8βριου», αριστερά και δεξιά παριστάνονται 2 κεφαλές που κατά τον αείμνηστο λαογράφο Κίτσο Μακρή, είναι οι μάστορες της βρύσης, λίγο ψηλότερα έχει το δικέφαλο αετό και τον σταυρό με χιαστί το ακόντιο και το σφουγγάρι επίσης τα αρχικά IC XC NI KA.
       Η βρύση μπροστά από τον προαύλιο χώρο του Τσοπότειου Δημοτικού Σχολείου είναι φτιαγμένη λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881. Λιτή κατασκευή που καταλήγει σε θόλο πάνω από την χούφτα, στην μετώπη ψηλότερα υπάρχει λιθανάγλυφη κορώνα που αντικαθιστά τον έως τότε δικέφαλο αετό και παραπέμπει στο Βασίλειο της Ελλάδος.




Βρύσες του 20ου αιώνα και τεχνίτες

Ντόπιοι μάστορες στο μεσοπόλεμο : Γιαννούκος Αργύρης, Κυριαζής Νάπας, Βλαχούτσος Κων/νος, Γιάννης και Γιώργος, Ανδρινός Γιάννης, Δημητρακόπουλος Δημήτρης, Παπαθανασίου Ν., Κούκος Γιάννης, Γαλής Γιάννης, Σουφλάρης Γιώργος.
Αυτό διήρκεσε μέχρι τον πόλεμο του 1940 και μέχρι το 1950. Μεσολάβησε ο βομβαρδισμός της Πορταριάς από Ιταλούς και η πυρπόληση της από τους Γερμανούς το 1944 με συνέπεια την καταστροφή πολλών αρχοντικών και σπιτιών. Οι σεισμοί του ’55 ήρθαν να συνεχίσουν την καταστροφή. Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση των Πορταριτών συνέτεινε ακόμη περισσότερο στην εγκατάλειψη. Η ανοικοιδόμηση άρχισε δειλά δειλά μετά τους σεισμούς.
Ντόπιοι τεχνίτες με γνώση και μεράκι κατασκεύασαν αρκετές βρύσες : ο Κώστας Φιλιππώνης, ο Στέλιος Σιώκος, ο Βασίλης Κούκος, ο Δημήτρης Δήμου, ο Νίκος Κοντοβάς, ο Ηλίας Φιλιππώνης, ο Μελέτης Ανδρινός, ο Σπύρος Ανδρινός, ο Σπύρος Διακουμής κ.α. Όλοι δημιούργησαν εκπληκτικές συνθέσεις δουλεύοντας κυρίως με προπανιώτικη πέτρα ή καναλιώτικη. Καθένας απ’ αυτούς με μεράκι, εφευρετικότητα έφτιαξε εκπληκτικές σε σχήμα και λειτουργικότητα βρύσες.   
Στα 1905 που κτίσθηκε το Νηπιαγωγείο Πορταριάς με δωρεά των Αδελφών Αθανασάκη «Σχεδιαγράμμασι Ι.Κ. Αργύρη», όπως αναφέρει η λιθοανάγλυφη επιγραφή, στον προαύλιο χώρο εντοιχισμένη στα περίτεχνα τοιχία της περίφραξης υπάρχει βρύση, στην οποία το νερό έβγαινε μέσα από το στόμα γλυπτής κεφαλής λιονταριού.
Βρύση ίδιας περιόδου είναι ανάμεσα στα Αρχοντικά Κανταρτζή και Ζούλια (όπου και το Μουσείο Πορταριάς). Είναι μαρμαρόγλυφη, χρονολογία κατασκευής 1908.
Λίγα χρόνια αργότερα φτιάχτηκε η βρύση της Αδάμενας, δωρεά του Δήμου Ζούλια. Όπως δε αναφέρεται στη διαθήκη του φτιάχτηκε σύμφωνα με το σχέδιο της βρύσης Ψάρι.
Ήδη στην Πορταριά από αρχές του αιώνα (20ου) υπάρχει δίκτυο ύδρευσης με χαλύβδινες σωλήνες. Αυτό βοήθησε ώστε κάθε σπίτι ν’ αποκτήσει νερό μέσα και έξω κάποια υπαίθρια βρύση. Τότε χτίσθηκαν πάρα πολλές βρύσες από ντόπιους μαστόρους σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και υλικών, κυρίως από πέτρα, μάρμαρο και τα περίφημα βολιώτικα τούβλα Τσαλαπάτα, φτιασιδωμένες με αψίδες, θόλους, εσοχές σε σωστές αναλογίες και ισομετρίες.
Χαρακτηριστικές βρύσες αυτής της περιόδου είναι της Αγίας Μαρίνας και μπροστά από το πάρκιγκ Βασσάνη που έγιναν με έξοδα του Αθλητικού και Πολιτιστικού Συλλόγου “Ορμίνιο” και σε πάρα πολλά σπίτια.
Στην πλατεία Ταξιαρχών στην δεκαετία του ’60 συγχρόνως με το «Ξενία» έγινε, εκτός από την εκ θεμελίων ανακατασκευή της εκκλησίας των Ταξιαρχών, και μια όμορφη βρύση. Το σχήμα και η δομή της αποτέλεσε πρότυπο για τους μαστόρους. Χαρακτηριστικό της είναι ότι στη μετώπη πάνω από την χούφτα έχει εντοιχιστεί ανάγλυφο κεραμικό που απεικονίζει τους Ταξιάρχες. Δυστυχώς αυτή τη στιγμή κινδυνεύει από παρακείμενη λεύκα, της οποίας οι ρίζες έχουν δώσει κλίση επικίνδυνη θυμίζοντας τον Πύργο της Πίζας.
Στο δρόμο που οδηγεί στον Άη Γιάννη λίγο πριν τον Κάραβο είναι οι δίδυμες βρύσες κτισμένες σε αναλημματικό τοίχο της Παιδικής Χαράς στο οικόπεδο Σακελλαρίδη, φτιαγμένες από την τότε Κοινότητα Πορταριάς το 1992-3, διαθέτουν δύο χούφτες στις οποίες τρέχει το γαργαροκρυσταλλένιο νερό της Μάννας.
Στα καλντερίμια, στις αμαξιτές, στις πλατείες των εκκλησιών και άλλων δημοσίων χώρων υπάρχουν πολλές βρύσες. Το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε σπίτι πλούσιο ή φτωχικό. Η καθεμία έχει κάτι το ξεχωριστό στο σχήμα, στο μέγεθος, στον τρόπο και στα υλικά κατασκευής. Απλές, απέριττες και ίσαμε να εξυπηρετούν τις ανάγκες, πολλές φορές ιδιοκατασκευής, έως σύνθετες και πλουμιστές φτιαγμένες από χρυσοχέρηδες μαστόρους.           
Μερικές βρύσες φτιαγμένες στην δεκαετία του ’50. Η βρύση στην πλατεία μπροστά από το ξενοδοχείο «Κρίτσα» φτιαγμένη προπολεμικά ανακατασκευάστηκε. Η δε εκροή του νερού γίνεται μέσα από μαρμάρινη κεφαλή λιονταριού που προϋπήρχε. Ίδια κατασκευή είναι κι αυτή μπροστά από το κατάστημα του Σκλείδη μόνο που έχει χούφτα για την εκροή του νερού.
Μια βρύση που έγινε με την λεγόμενη εθελοντική εργασία (αγγαρεία) του Σχεδίου Μάρσαλ το 1953 βρίσκεται στο παλιό καλντερίμι αυτό του Μεφσούτ στης Ισμήνης το σπίτι, νότια της Πορταριάς.
Κάτω από το νεκροταφείο και δίπλα στην Αγία Παρασκευή υπάρχει βρύση φτιαγμένη πριν πολλά χρόνια πιθανότατα με την μεταφορά του νεκροταφείου στη αυτή. Πάνω από τη χούφτα έχει εσοχές, ενώ ψηλότερα έχουν εντοιχιστεί κεραμικά διακοσμητικά πιάτα προφανώς σε νεότερη ανακαίνιση.
Αρκετές ακόμη βρύσες φτιαγμένες πριν το 1900, όπως αυτή κάτω από το Αρχοντικό Νικολαϊδη, στην Αγία Άννα, στο Καναλάκι, που ανακατασκευάστηκε, κατά τη διάρκεια της διάνοιξης του δρόμου από το Αρχοντικό Καταρτζή έως τις στροφές του παλιού αμαξιτού. Δυο βρύσες που “στέρεψαν” είναι στον αναλειμματικό τοίχο του προαυλείου της Αγίας Μαρίνας και στην οδό Ορμινίου.
Οι βρύσες της Πορταριάς αν μη τι άλλο δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο την άρρηκτη σχέση των νερών με τη ζωή του ανθρώπου και την εφευρετικότητα του για την καλύτερη αξιοποίηση, την χρηστική εκμετάλλευση μέσα από αισθητικές κατασκευές δεμένες με το φυσικό κάλλος του περιβάλλοντος χώρου.    


[1] Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΟΡΤΑΡΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου