Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΠΟΡΤΑΡΙΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ (ΕΠΙΜΕΤΡΟ 2) 14


2.Η ΑΓΙΑ ΣΙΑΓΩΝ[1]

Ύστερα η γιαγιά ξεκαρδίζονταν. «Σαλογεδεών, έλεγε, Σαλογεδεών». Έβγαζα την ποδιά της Ρούλας κι έβγαινα στο σκοτεινό διάδρομο. Συνήθως η πρώτη πόρτα που περνούσα ήταν μισάνοιχτη και η Λαμπρινή χτένιζε, μπροστά στον καθρέπτη, τα κατσαρά της μαλλιά.
Εν έτει 1970 η γιαγιά Χρυσάνθη ήταν 82 χρονών, «γεννηθείς», όπως τόνιζε, κυνηγώντας όπως οι περισσότεροι το λάθος, το 1898. Σκέφτηκα ότι αν είχε ακούσει, όπως μας έλεγε, αυτό το «Σαλογεδεών» από τη γιαγιά της, θα αναφέρονταν σε κάποιον δια Χριστόν σαλό (επέμενε ότι ο Γεδεών ήταν καλόγερος) που έζησε ή πέρασε από το χωριό της, την Πορταριά, στα χρόνια περίπου της Επανάστασης. Τα παλαιότερα πρέπει να τα ‘χει σκεπάσει το χιόνι των ημερών και της επιτροχάδην αλλοίωσης των μύθων.
Κι άρχισα να ψάχνω. Όλοι στην αρχή που υποδείκνυαν τον νεωκόρο των Αγίων Αναργύρων, προστατευόμενο του μεγάλου παραμυθά παπα Αντώνη που πέθανε την ώρα της Θείας Λειτουργίας τον καιρό της Κατοχής. Αυτός ο νεωκόρος τάιζε τα ορφανά γατάκια και τα μάτια του ήταν μονίμως υγρά. Η αγιοσύνη του ήταν φανερή, όμως κανείς δεν μας μίλησε για «τρέλλα». Άλλωστε έπρεπε να φτάσω, γυρίζοντας πίσω, στα χρόνια της πεθεράς της Ματσίνας – αυτό υπήρξε το παρατσούκλι της μάνας της γιαγιάς μου.
Ο πρώτος που μου μίλησε για τον δια Χριστόν σαλό Γεδεών ήταν ο ευλαβής ψάλτης του Αγίου Νικολάου Πορταριάς ο κ. Ανδρέας Σώκος. Ενθουσιώδης : «Εδώ, εδώ πιο πάνω στην Αγία Κυριακή, υπάρχει η Αγία Σιαγώνα του. Την προσκύνησα κάποτε. Ζήτησα το κλειδί απ’ τ’ Αφρουδί τ’ Λιάμου. Το καταφιλούσα και με έπνιγε μια ευωδία σαν από τριαντάφυλλα».
Το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής βρίσκεται σε έναν ανήφορο αποπνοής από τα ερειπωμένα Θεοξένεια στην πλατεία. Αν σκαρφαλώσεις Άνοιξη, χάνεσαι μέσα σε πρασινάδες, και ευώδη χόρτα και βαθείς ψιθυρισμούς ναμάτων.
Ανέβηκα χειμώνα καιρό. Βιρβίλια κατσικίσια κυλούσαν πάνω από τα πόδια μου, ενώ ψηλά έκρωζε ένα γεράκι.
Την γριούλα δεν τη βρήκα. Μόνο έναν παράξενο φουστανελά συνάντησα καθώς κατέβαινα. Ισχνός, κρατούσε μια γκλίτσα κι όπως έψαλλε θριαμβικά το «Δόξα σοι το δείξαντι το φως» τον γνώρισα. «Καλή σου μέρα Άγιε», του φώναξα.
«Ταχ’ τιβιλίμ, τιβιλόμ», μου απάντησε στη γλώσσα που με ταχτάριζε ο παππούς Γαρύφαλλος, ο προϋπαντήσας το Μάιο του 1931 τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στον κήπο του Θεοξένεια με ένα «Ως ευ παρέστης, Ελευθέριε σοφέ».
Τον έχασα από τα μάτια μου στη στροφή, ενώ άνοιγε την πόρτα της Αγίας Κυριακής. Ύστερα σκέφθηκα ότι είχαμε 30 Δεκεμβρίου, μέρα του μαρτυρίου που κυνήγησε και,  εν έτει 1818, πέτυχε.
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στην Κάπουρνα. Οι σημερινοί ονομάζουν το χωριό Γλαφυράς, δεν ξέρω γιατί λειαίνεται τόσο η ομηρική ονομασία. Πρώτος στη σειρά εφτά αδελφών ο Νικόλαος (αυτό ήταν το όνομα του) παιδί του Αυγερινού και της Κυράτζας.
Η άγρια φτώχεια εξουθένωσε την οικογένεια, έτσι ο μικρός Νικόλαος έπιασε δουλειά (να υπολογίζεται μόνο ένα στόμα λιγότερο) στο μπακάλικο του θείου του στο Βελεστίνο.
Επί διακόσια χρόνια περίπου τίποτε δεν άλλαξε σ’ αυτά τα μαγαζιά. Γράψαμε κι άλλα φορά για τα δεφτέρια και τα τσουβάλια με τα όσπρια, τις ζαρωμένες ελιές και τα κομμάτια του χαλβά. Τα βαρέλια του πετρελαίου πρέπει να έλειπαν. Στη θέση τους υπήρχε η ρακή και το κρασί. Εφημερίδες δεν έτριζαν, κι έξω, πάνω απ’ τα κεφάλια των ξυπόλητων παιδιών, έκρωζαν κιρκινέκια ή πετούσαν πετροχελίδονα με κόκκινη κοιλιά.
Ο Νικόλαος ήταν όμορφο παιδί. Κάποιος Αγαρηνός του Βελεστίνου σκέφθηκε ότι θα ταίριαζε ως ευνούχος στο χαρέμι του. Τον ζήτησε από τον θείο του, εκείνος στην αρχή αρνήθηκε, αλλά μπροστά στο φόβο της εξουσίας, τον παραχώρησε. Στους δύστυχους γονείς του παρήγγειλε ότι το παιδί έχει σίγουρο μέλλον.
Και θα ‘χε σίγουρο μέλλον ως Ιμπραήμ, επειδή οι Τούρκοι αυτό το όνομα του έδωσαν με την περιτομή. Το αγόρι βολεύτηκε στην τρυφή και για δύο μήνες χάρηκε την θαλπωρή του χαρεμιού.
Ένα πρωί, ξύπνησε  έξαφνα με μια απορία κι ένα πόνο καρδιάς. «Γιατί το ‘κανα αυτό; Γιατί αρνήθηκα τον Χριστό μου;» σκεπτόταν. «Ποιόν Παράδεισο, ποιόν Ουρανό μου προσφέρουν οι καλές αυτές γυναίκες; Τα αρώματα τους θα γίνουν δυσωδία και οι ίδιες σκόνη. Και θα χαθώ κι εγώ μαζί τους».
Και γύρισε στους γονείς του.
«Και γύρισε στους γονείς του», έγραφα όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν τ’ Αφρουδί τ’ Λιαμ’. «Θέλετε να έρθετε να προσκυνήσετε τον Άγιο;» Πετάχτηκα πάνω. Ο ανήφορος δεν μου ‘κοψε αυτή τη φορά την ανάσα. Πετούσα. Το εκκλησάκι πεντακάθαρο και η κυρία Αφροδίτη μου ‘δειξε τις εικόνες των Αγίων. Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Φανούριος. Μου μίλησε και για ένα θαύμα που έζησε : «Κάποτε, την ώρα που κοιτούσα λυπημένη τον Άγιο Ευστάθιο κι έλεγα μέσα μου, πότε θα λειτουργήσουμε Άγιε τη μνήμη σου, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ένας παπάς, ένας γνωστός μου ψάλτης και παραθεριστές που μου είπαν, ήρθαμε να λειτουργήσουμε τον Άγιο Ευστάθιο. Κι απ’ τη χαρά μου πήδησα από την καρέκλα κι άνοιξα πόρτες και παράθυρα».
 Σκέφθηκα ότι ο Άγιος Γεδεών μένει αλειτούργητος. Στάθηκα μπροστά στο λείψανο και την εικόνα του. Εδώ είναι ντυμένος μεγαλόσχημος μοναχός. Απορώ και με βλέπει. Η γριούλα έχει αποσυρθεί.
Κι ο Άγιος συνεχίζει μια ιστορία που είχε μείνει στη μέση. «Μη σου φαίνεται παράξενο. Τελικά, ύστερα από περιπέτειες σε τόπους άγνωστους, κατέληξα στη μόνη Καρακάλου, στο Άγιο Όρος. Εκεί και η μετάνοια μου. Επί 35 χρόνια έκλαια τις αμαρτίες μου. Με άκρα ταπείνωση και πένθος. Μα δεν μου έφθανε αυτό. Ήθελα να μαρτυρήσω. Πέταξα τα ράσα, φόρεσα ό,τι τρελό μπορούσα. Κυνηγούσα τις χανούμισσες στους δρόμους, μια φορά έριξα καφέ στο πρόσωπο του καδή. Τίποτε. «Άντε να χαθείς σαλέ», μου φώναζαν όλοι. Βλέπεις δεν καταλάβαιναν αυτό το ένδυμα της ταπείνωσης. Οι δια Χριστόν σαλοί ταπεινώνονται περισσότερο και από τη γη. Δεν επιτρέπουν ν’ αναγνωρισθεί ίχνος της αγιότητάς τους.
Κάποτε έφθασα στο ποθούμενο. Κυρίως με λυπήθηκαν όσοι κατάλαβαν τον πόνο μου. Ίσως και να βοήθησε το ότι χαρακτήρισα κασιδιάρη και σεληνιασμένο τον Προφήτη τους. Μ’ έπιασαν στον Τύρναβο. Με πόμπεψαν γυμνό, καθισμένο ανάποδα σε ένα γαϊδούρι. Κι ύστερα μου έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και με πέταξαν στο «αναγκαίο» του παλατιού. Γέμισε η αυλή κόσμο που ήλθε να με δει. Το αίμα να τρέχει μέσα στις βρωμιές και να συζητούμε πνευματικά με τους αδελφούς…».
Η φωνή έσβησε. Υπάρχει, πρέπει να υπάρχει μια περιπέτεια του Άγιου Λειψάνου. Πώς έφθασε η πριονισμένη σιαγόνα του στην Αγία Τριάδα;
Γύρισα να ρωτήσω τ’ Αφρουδί. Αμήχανος, την είδα να κρατάει ένα πιατάκι με καρύδι γλυκό.
Γλυκύτερο ήταν το χαμόγελο της ταπεινής γριούλας. Όμως την ευωδία του κυρ Ανδρέα, δεν την ένιωσα.


Γ.Τ.


[1] Το διήγημα δημοσεύθηκε στην εφημ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ

2 σχόλια: