ΕΠΙΜΕΤΡΟ
1. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑ [1]
Η Εκπαίδευση στην Πορταριά, στα πρώϊμα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως και στην προηγουμένη υστεροβυζαντινή περίοδο παρέχεται από τα μοναστηριακά συγκροτήματα της περιοχής. Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, φαίνεται όμως ότι ακολουθείται κι εδώ το πρότυπο της Εκπαίδευσης που ίσχυε για ολόκληρη την Ελλάδα: «Σχολείο κοινών γραμμάτων» συντηρούμενο από την δημογεροντία και στεγασμένο, τις περισσότερες φορές, σε εκκλησία ή μοναστήρι. Αυτά σε καιρούς μάλλον σκοτεινούς, στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα.
Ένα τέτοιο σχολείο βέβαια δεν μπορούσε να λειτουργεί διαρκώς ούτε να παρέχει οργανωμένη Παιδεία στα ελληνόπουλα. Τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική με βοηθήματα τα Εκκλησιαστικά βιβλία (Οκτωήχι, Ψαλτήρι, Αγία Γραφή).
Γραπτή αναφορά στην Εκπαίδευση της περιοχής έχουμε πολύ αργότερα, στον 18ο αιώνα, με την εμπορική ακμή της Πορταριάς.
Τότε εμφανίζεται το όνομα του Ιωακείμ, «κλεινού ρήτορος», όπως ο αναφέρει Σκιαθίτης Επιφάνιος Δημητριάδος:
«Τω όγδοω (1778) ήλαυνον εις Πορταρίαν
Ιωακείμ προς ρήτορα κλείνον λίαν
Παρ’ ω εδιδάχθην την λογικήν Δαμόδου
Γυμνασμάτων άλλα τε, ρητορικής τε εν μέρει.
Ο πατροΚοσμάς στην Πορταριά.
Το τετράστιχο μάλλον φανερώνει την ύπαρξη σχολείου κοινών γραμμάτων.
Ο Ουίλλιαμ Λήκ, ο γνωστός Άγγλος περιηγητής, καταγράφει την ύπαρξη σχολείου στην Πορταριά το 1809: «Υπάρχουν τώρα πέντε σχολεία στο Πήλιο για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας: στη Μακρινίτσα, Δράκεια, Πορταριά, Ζαγορά, Μηλιές» Το ίδιο επισημαίνει την ίδια εποχή και ο Αργύρης Φιλιππίδης.
Κατά την γνώμη μας θα ‘πρεπε να καταχωρηθεί εδώ και ένα απόσπασμα από το κείμενο ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ του μακαριστού π. Τιμόθεου Χρήστου, στην Εφημερίδα ΠΟΡΤΑΡΙΑ (φ. 5 Απρίλης 1992). Περισώζει μια σχετική προφορική παράδοση που οι νεώτεροι αγνοούμε.
Γράφει ο παπα Τιμόθεος μεταξύ άλλων : «…Η εφημερίδα θα ΄πρεπε να βγεί προ είκοσι ετών τουλάχιστον όταν ζούσαν οι γεροντότεροι που ήσαν φορτωμένοι με αναμνήσεις του παρελθόντος. Ο μακαρίτης ο απόστρατος κ. Βάσος γνώριζε πολλά ιστορικά για την Πορταριά. Μου είχε πεί πως από την Πορταριά είχε περάσει και ο πάτερ Κοσμάς ο Αιτωλός και μίλησε προφητικά πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, μ’ ένα πελώριο σταυρό που ήταν στημένη στον Κάραβο που είναι ο καταρράχτης, έναντι του σπιτιού του Παπαγιάννη. Εκεί είχε επαναλάβει τις προφητείες: Πως θα ‘ρθει καιρός που ο διάβολος θα μπεί σε ένα κουτί (τηλεόραση) και οι άνθρωποι θα πετάνε σαν τα πουλιά (αεροπλάνα) …».
Αν λοιπόν πέρασε ο πατροΚοσμάς από την Πορταριά, είναι σίγουρο πως το πρώτο που θα φρόντισε θα ήταν η δημιουργία σχολείου για τα παιδιά της περιοχής. Είχε την δύναμη και την ευλογία να υλοποιεί τις προτάσεις που έκανε στους σκλαβωμένους έλληνες.
Γραμματοδιδασκαλεία – αληλοδιδακτικά
Από τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου σχολεία, κυρίως της κατώτερης βαθμίδας, με τη βοήθεια της δημογεροντίας αλλά περισσότερο των ξενιτεμένων δωρητών. Τα σχολεία αυτά είναι είτε «κοινά», γνωστότερα ως «γραμματοδιδασκαλεία», είτε αλληλοδιδακτικά.
Γράφει για τα πρώτα ο διευθυντής των δημοτικών σχολείων στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα Ιω. Κοκκώνης:
«Εις τα των κοινών γραμμάτων σχολεία παραδίδεται μόνον ξηρά η ανάγνωσις είς τα οκτοηχοψάλτηρα κατά την παλαιάν εκείνην μέθοδον. Δι αυτής, αφ’ ού 5-6 ολόκληρα της ζωής των έτη κατατρίψωσιν οι παίδες, δεν δύνανται ουδ’ αυτό το αναγινώσκειν να μάθωσι, πολύ δε πλέον ν’ αποκτήσωσιν καμμίαν άλλην ιδέαν εκ των χρησίμων εις τον κοινωνικόν βίον μαθημάτων».
Και ήταν φυσικό κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι στόχος των μοναχών ήταν κυρίως να κατηχήσουν. Οι ίδιοι άλλωστε, κατά κανόνα, ήσαν αμέτοχοι της θύραθεν παιδείας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανάμεσα τους δεν υπήρχαν εκπληκτικά μορφωμένοι άνθρωποι – κυρίως όπου υπήρχε πρόσβαση σε αρχαία χειρόγραφα.
Τα αλληλοδιδακτικά σχολεία στηρίζονταν πάνω σε μια μέθοδο που ήλθε στην Ελλάδα από την Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Συστηματοποιήθηκε την εποχή του Καποδίστρια από τον Κοκκώνη.
Σύμφωνα με την μέθοδο αυτή, οι «πρωτόσχολοι», οι καλύτεροι δηλαδή μαθητές της τάξης, αναλάμβαναν ρόλο διδασκάλου. Βέβαια δεν ήταν και η καλύτερη μέθοδος. Λίγο πριν καταργηθεί θεωρείται ως «μηχανική διδασκαλία ετέρων παίδων, τυφλών τυφλούς οδηγούντων».
Στην Πορταριά αλληλοδιδάσκαλοι υπήρξαν, σύμφωνα με τον ακούραστο ερευνητή Δαυίδ Αντωνίου, οι Ιωάννης Αλβανός, Θωμάς Γιαννιός και Ιουλία Ρηγοπούλου.
Σε κάποια χωριά λειτούργησαν και τα ελληνικά σχολεία. Σ’ αυτά διδάσκονταν η αρχαία ελληνική γλώσσα. Τέλος λειτούργησαν και κάποια παρθεναγωγεία, σχολεία δηλαδή μόνο για κορίτσια.
Ως προσωπικό του ελληνικού σχολείου της Πορταριάς στα μετεπαναστατικά χρόνια αναφέρονται από τον Δαυίδ Αντωνίου οι : Ιωάννης Χατζηδήμος, ελληνοδιδάσκαλος γ΄ και Ιωάννης Ρ. Αντωνίου, ελληνοδιδάσκαλος β΄.
Οφθαλμός της Θετταλομαγνησίας η Πορταριά.
Στην Πορταριά στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούν : αλληλοδιδακτικό, παρθεναγωγείο και σχολαρχείο.
Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Δωρόθεος Σχολάριος (1858-1870) διαθέτει ετησίως για τα σχολεία της Πορταριάς ένα υπέρογκο ποσό (5.000 γρόσια, τα μισά από τα χρήματα που διέθετε για όλη τη Μητρόπολη) για την συντήρηση του Παρθεναγωγείου Πορταριάς που ο ίδιος ίδρυσε το 1866.
Την πληροφορία μας δίνει ο δάσκαλος-ερευνητής Ηρακλής Καραγιάννης ο οποίος καταθέτει και την δικαιολογία του Δεσπότη : «Θεωρούμεν την Πορταριά οφθαλμόν της Θετταλομαγνησίας, ως την Δημητριάδα οφθαλμόν της Θεσσαλίας»[2].
Την προσφορά της Εκκλησίας στην προεπαναστατική περίοδο δεν μπορεί κανείς να την υποτιμήσει. Ο Ν. Μάγνης το 1860 γράφει : «Ο μακαρίτης παπά Χατζ΄ Αθανάσιος ηγούμενος της μονής ταύτης (ενν. Ιωάννου Προδρόμου) μ΄ έλεγεν, ότι το προετοίμαζεν (ενν. μονστήρι), όταν έκαμνε τινάς επιδιορθώσεις, δια γυμνάσιον, αν η πατρίς μας συμπεριλαμβάνετο εις την ολομέλειαν της ελευθέρας Ελλάδος».
Ονόματα δασκάλων του τότε Σχολαρχείου Πορταριάς διασώζει ο Βαγγέλης Σκουβαράς : Κ. Χατζηδήμος, Γ. Γάκης (σχολάρχης), Ν. Νικολαϊδης, Αργ. Κανταρτζής.
Τον πρώτο μετεπαναστατικό χρόνο (1882) λειτουργούν, κατά τον Δαυίδ Αντωνίου στην Πορταριά ένα νηπιαγωγείο με 1 δάσκαλο και 43 μαθητές, ένα δημοτικό με 3 δασκάλους και 178 μαθητές, ένα παρθεναγωγείο με 2 δασκάλους και 165 μαθήτριες, ένα Ελληνικό με 2 δασκάλους και 47 μαθητές. Συνολικά τέσσερα σχολεία με 8 δασκάλους και 433 μαθητές.
Πέμπτη δηλαδή στη σειρά, μετά τον Βόλο, τη Μακρινίτσα, τη Ζαγορά και τον Άνω Βόλο – σε αριθμό μαθητών τουλάχιστον.
Ευεργέτες
Από τα χρόνια αυτά αρχίζουν να εμφανίζονται στην Πορταριά οι ευεργέτες που διαθέτουν δωρεές και κληροδοτήματα στον Δήμο Ορμινίου, αλλά και στην ιδιαίτερη τους πατρίδα (Πορταριά ή Κατηχώρι) για τη δημιουργία και συντήρηση σχολείων.
Οι Αθανασάκηδες, ο πατέρας Αθανάσιος και οι γιοι του Γεώργιος, Δημήτριος και Αλέξιος δημιουργούν και συντηρούν το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο και ο Νικόλαος Τσοποτός το Δημοτικό Σχολείο. Ήδη, από το 1846, ο Δημήτριος Πλατυγένης συντηρεί με την διαθήκη του το Ελληνικό Σχολείο. Αργότερα η Μαριγώ Μελάκη πλούσια μαία, ανεγείρει το Μελάκειο Παρθεναγωγείο. Τέλος, ο Δήμος Ζούλιας ιδρύει με διαθήκη του επαγγελματική σχολή.
Πέραν αυτών εμφανίζονται και οι δωρητές κληροδοτημάτων για υποτρόφους (Σφογγόπουλος) ή φροντίζουν τους άπορους μαθητές (Τσιμώνος, Χαρ. Καραγιάννη, Παν. Βασσάνης).
Πέντε σχολικά ιδρύματα
Ο Ηρακλής Καραγιάννης γράφει σχετικά :
«Το 1882 ο Ν. Πολίτης στην έκθεση του αναφέρει πέντε σχολικά ιδρύματα σε Πορταριά και Κατηχώρι, δίνοντας όμως μια θολή εικόνα της ταυτότητας τους. Με βάση την έκθεση του και στοιχεία του Δήμου Ορμινίου καταλήγουμε στην παρακάτω εκπαιδευτική εικόνα.
Α. Ελληνικό Σχολείο Πορταριάς : Συντηρείται υπό της κοινότητος εκ της δωρεάς Πλατυγένους.
Β. Πλήρες Δημοτικό Σχολείο, το οποίο από το 1883 στεγάζεται στο κτίριο που ανηγέρθη με δαπάνες Ν. Τσοποτού και που κατά την επίσκεψή του ανοικοδομούνταν.
Γ. Παρθεναγωγείο το οποίο είχε ιδρυθεί το 1866 και συντηρούνταν υπό της Κοινότητας.
Δ. Πλήρες Δημοτικό Σχολείο στο Κατηχώρι.
Ε. Νηπιαγωγείο στην Πορταριά σε ιδιόκτητη οικία, κληροδοτηθείσα, στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου.
Το 1883 κτίζεται από τον Νικόλαο Τσοποτό διώροφο οίκημα για την στέγαση Σχολείου Αρρένων και Σχολαρχείου.
Στο υπέρθυρο μπορούμε και σήμερα να διαβάσουμε την σχετική επιγραφή του ευεργέτη :
ΝΙΚΟΛΕΩΣ ΤΣΟΠΟΤΟΥ ΜΟΥΣΩΝ ΤΟΔ ΕΔΕΙΜΑΤΟ ΔΩΜΑ
ΦΙΛΤΑΤΗ ΕΚΤΙΝΩΝ ΘΡΕΠΤΑ ΠΑΤΡΙΗ ΠΡΟΦΡΟΝΩΣ
‘833
Μαθητολόγια
Από το 1887 υπάρχουν πλέον επίσημα στοιχεία λειτουργίας (Μαθητολόγια, Γενικός Έλεγχος, Βιβλίο Πιστοποιητικών Σπουδής, Ειδικός Έλεγχος) τόσο του πλήρους Δημοτικού Σχολείου Πορταριάς (δάσκαλος Κωλλάς Νικόλαος) όσο και του Ελληνικού Σχολείου Πορταριάς (βρίσκονται στο Αρχείο του 1ου Γυμνασίου Βόλου).
Στις αρχές του 20ου αιώνα εγγράφονται στο Μαθητολόγιο του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Πορταριάς οι εξής :
• Χαράλαμπος Κοσμάς επάγγελμα πατρός τέκτων
• Γεώργιος Διακουμής εργατικός[3]
• Νικόλαος Κουκουλιός ιχθυοπώλης
• Ιωάννης Τσίντζιας μεταξουργός
• Γεώργιος Σώκος εργατικός
• Νικόλαος Στρατηγόπουλος δημοδιδάσκαλος
• Στέφανος Μιλάνος παντοπώλης
• Νικόλαος Ριζοδήμος κτηματίας
• Νικόλαος Γαλής παντοπώλης
• Νικόλαος Ρεπανάς μεταξουργός
• Ιωάννης Καραθάνος μεταξουργός
• Δημήτριος Καραθάνος μεταξουργός
• Γεώργιος Βικιώτης ράπτης
• Ζήσης Καζαντζής σιδηρουργός
• Αντώνιος Παγωνάρης κτηματίας
• Ιωάννης Χατζηπαρίσσης εργατικός
• Δημήτριος Βούλγαρης καφεπώλης
• Αθανάσιος Καραθάνος μεταξουργός
• Βαΐτσης Καπλάνης εργατικός
• Νικόλαος Καλαποδάς καλαποδάς
• Στέφανος Ανδρίτσος υπάλληλος
• Κωνσταντίνος Πάλλας λεπτουργός[4]
• Αθανάσιος Βικιώτης κτηματίας
• Δημήτριος Χατζηδημητρίου, ορφανός εκ πατρός
• Αντώνης Κλειδωνάρης κλειθροποιός
• Νικόλαος Βαλατσός εργατικός
• Φίλιππος Κασλάρης εργατικός
• Νικόλαος Καπλάνης εργατικός
• Σπυρίδων Καρκαλάς υποδηματοποιός
• Αντώνιος Βαγδούτης, ορφανός εκ πατρός
• Αργύριος Γιαννούκος κτίστης
• Γεώργιος Φιλιππώνης υποδηματοποιός
• Τριαντάφυλλος Τσιαμπλαφέρης εργατικός
• Απόστολος Κορώνης εργατικός
• Τριαντάφυλλος Τσιμπανούλης εργατικός
• Νικόλαος Λάσκος εργατικός
Άλλα ονόματα μαθητών της περιόδου που αναφέραμε :
• Αθανάσιος Χατζηαναγνώστου
• Δημήτριος Κούκος
• Ιωάννης Αλεξίου
• Πανταζής Σούλτσας
• Χαράλαμπος Σαναλέρης
• Ιωάννης Γιακουμής
• Διαμαντής Παπαδιαμάντης (ανηψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)
• Πατάκος Κωνσταντίνος
• Δημήτριος Τριβελάς του Αθανασίου
• Αθανάσιος Κανάβας
• Νικόλαος Ναουμίδης
• Άγγελος Δρόσος
• Ιωάννης Μούχτης
• Δημ. Ευαγγελινάκης
• Κων/νος Μαρούσος
• Αντ. Ανδρινός
• Αθ. Καλοβάρας
• Κων/νος Πελεκάνος
• Δημ. Παγωνάρης
• Γεώργιος Πανόπουλος
• Φίλιππος Γιαννούκος
• Κωνσταντίνος Διακουμής
• Αντώνιος Τσιμωνίδης
• Ιάσων Κουρελάς
• Κωνσταντίνος Κουρελάς
• Απ. Κοντός
• Αγησίλαος Φέκκας
• Κων/νος Κατράνας
• Αργύριος Μανθογιάννης
• Θεόδωρος Ρουμελιώτης (γιος ιερέα)
• Σπύρος Μιλάνος
• Ιωάννης Καλαποδάς
• Κωνσταντίνος Καλαποδάς
• Ιωάννης Μπάϊλας (εγγονός του Γιαννάκη Μπάιλα του γιατρού)
• Ιωάννης Τσιάντος
• Γεώργιος Δημητριάδης
• Αθ. Καρκαλάς
• Παντελής Μανθογιάννης
• Κωνσταντίνος Πολύχρονος
• Δημήτριος Καρενάς
• Σπύρος Παραγιούτσικος
• Ιωάννης Κούκος
• Νικόλαος Τριανταλής
• Δημήτριος Κατσαρός
• Παντελής Παπανικολάου
• Ιωάννης Κοντός
• Νικόλαος Κωνσταντάς
• Θεόδωρος Τσανόπουλος
Κάποια χαρακτηριστικά, αστεία και σοβαρά:
• Υπάρχει μαθητής για τον οποίο στο επάγγελμα πατρός αναφέρεται το αόμματος.
• Ο Ιωάννης Αντωνίου Μούχτης είναι γιος του παπα-Αντώνη για τον οποίο γράψαμε ήδη.
• Τα επώνυμα πολλών Πορταριτών σημαίνουν και τα επαγγέλματά τους.
• Εμφανίζεται και ο Ζήσης Ζησάκης - επάγγελμα πατρός ιατρός.
• Ο καλύτερος βαθμός είναι 4 με άριστα το 5 (του Θεού;) και η καλύτερη διαγωγή η αρίστη.
• Υπάρχει μαθητής του οποίου η καταγωγή αναφέρεται ως Βλάχος.
• Ο πατέρας του Αδαμάντιου Παπαδιαμάντη, αδελφός του μεγάλου λογοτέχνη μας, υπήρξε γραμματικός, δηλαδή γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς. Πρέπει να πέθανε στην Πορταριά, επειδή η κόρη του που αναγράφεται το 1905 στο Μαθητολόγιο Θηλέων αναφέρεται ως ορφανή.
• Ο Δημ. Μαβρέλης (δεν υπάρχει στον πίνακα μας) υποβαθμίζεται στο Νηπιαγωγείο λόγω … αναστήματος .
• Αναφέρεται κάπου το επάγγελμα του … μάμμου.
• Το 1918 φοιτούν τρεις οθωμανοί ο Αλή Σαμπάχ Εφραίμ, ο Αλή Σελίμ Εφραίμ, ο Αλή Σελίμ Εφραίμ. Τόπος καταγωγής τους τα Γιάννενα.
Στο τέλος του χρόνου συντάσσεται πρακτικό όπου αναφέρονται : ο αριθμός των εγγεγραμμένων, ο αριθμός των φοιτησάντων, ο αριθμός των αποχωρούντων, ο αριθμός των προβιβαζομένων και ο αριθμός των απορριπτομένων.
Ενίοτε αναφέρεται και ο αριθμός όσων μετώκησαν ή πέθαναν.
Ο ερευνητής δάσκαλος Ηρακλής Καραγιάννης γράφει για το πλήρες Δημοτικό Σχολείο ή Σχολείο Αρρένων Πορταριάς.
«Αποτελεί την συνέχεια του αλληλοδιδακτικού σχολείου της προηγούμενης περιόδου. Στεγάσθηκε στο Τσοπότειο Σχολαρχείο. Με βάση το σωζόμενο αρχείο του από το 1887 μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την εξέλιξη του καθώς και τους εκπαιδευτικούς που υπηρέτησαν σ’ αυτό.
Από το 1929 συνενώνεται με το Σχολείο Θηλέων και λειτουργεί ως τετρατάξιο και κατόπιν ως τριτάξιο.
Στον Εμπορικό Οδηγό του 1915 φέρονται να υπηρετούν οι Διανελλίδης Δ. (διευθυντής), Κουμπούρης Γ. και Σουλικιάς Θωμάς. Ονόματα που αποθησαυρίζονται από δημοτικά έγγραφα της περιόδου 1904-1914 είναι : Κ.Ιωαννίδης, Διανέλος Τσικρικάς, Σπυρίδων Πρίφτης, Σπυρίδων Παππάς, Νικ.Αλβανός, Ανδρέας Μαχλέρης, Γεώργιος Παπανικολάου, Κ.Αντωνιάδης.
Από το αρχείο του Δημοτικού Σχολείου Πορταριάς, από το 1887 έως το 1900 φέρεται να διευθύνει το σχολείο ο Δ. Ν. Κωλλάς με πλούσια δράση στη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού (Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών - 12 Παραμύθια της Πορταριάς)».
Αυτόν τον Δημήτριο Κωλλά είχαμε βρει να αλληλογραφεί με τον λόγιο μοναχό Ζωσιμά Εσφιγμενίτη για την ακριβή ονομασία του Ορμινίου (Ορμίνιον ή Ορμένιον).
Μελάκειο - Αθανασάκειο
Το 1866 ιδρύθηκε το Παρθεναγωγείον Πορταριάς. Συστεγάσθηκε με το Νηπιαγωγείο Πορταριάς ως το 1902. Η μαία Μαριγώ Μελάκη με δωρεά της έκτισε ένα όμορφο κτίριο για τη στέγαση του – βρίσκονταν στην θέση του σημερινού δεύτερου πάρκινγκ μετά την πλατεία.
Ονόματα διδασκόντων που σώζονται : Ολυμπιάς Δράμεση και Αγγελική Επιφανίου, Σοφία Ζήζουλα, Αθηνά Ζούνη, Αγλαΐα Γιαννούκου, Αικατερίνη Μαγουλάκου, Βιργινία Παπαποστόλου.
Από το 1905 έως το 1907 ανεγείρεται το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο.
Γνωστοί νηπιαγωγοί οι Καλλιόπη Μπράνου και Κάκια Τριανταφύλλου (1915).
Στο Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο δέσποσε για περισσότερο από ένα αιώνα η νηπιαγωγός Αντιγόνη Κατσούρα. Η Αντιγόνη Κατσούρα γεννήθηκε στην Πορταριά στα τέλη του 19ου αιώνα. Σπούδασε στο Αρσάκειο για τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια διορίσθηκε στο αγαπημένο της χωριό. Από τα χέρια της πέρασαν εκατοντάδες πορταρίτες. Υπήρξε εποχή που φοιτούσαν στις δύο τάξεις του Νηπιαγωγείου 150 παιδιά. Δυναμική, δραστήρια, ιδιόρρυθμη αφιερώθηκε στην Εκπαίδευση ψυχή τε και σώματι. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ένα δεκαοχτάχρονο «αίσθημα» που είχε την απογοήτευσε τελικά.
Διατηρούσε το σχολείο πεντακάθαρο. Τα πάντα βρίσκονταν σε τάξη. Όταν ο Ιταλός διοικητής ζήτησε να το επιτάξει η Αντιγόνη τον ρώτησε αυστηρά αλλά ευγενικά αν πιστεύει ότι μπορεί ένας τέτοιος χώρος να γίνει στρατώνας. Εκείνος της απάντησε, εξ’ ίσου ευγενικά, ότι είχε απόλυτο δίκαιο και απέσυρε το στρατό του.
Στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου έσωσε κόσμο από ξυλοδαρμούς όταν καταπράυνε ή φοβέριζε όσους, από την παράταξη που πάντα υποστήριζε, είχαν άγριες διαθέσεις.
Έκανε παρέα με απλούς χωριάτες και με μορφωμένους που επισκέπτονταν το χωριό. Ελευθερόστομη, κέρδιζε τους συνομιλητές της με την ειλικρίνειά της, ό,τι κι αν έλεγε.
Συνταξιοδοτήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του ’60. Έκτοτε έζησε στην Πορταριά, κοντά στους αγαπημένους της συντοπίτες. Πέθανε στα 82 της χρόνια. [5]
Σχολή «Πανταζής Ζούλιας» …
Η Επαγγελματική – Οικοκυρική Σχολή Πορταριάς λειτουργεί αρκετά χρόνια ύστερα απ’ την δημοσίευση της διαθήκης του δωρητή Ζούλια (1913) για τον οποίο αναφέρουμε στο κεφάλαιο των ευεργετών – εκεί αναγράφεται και η διαθήκη του.
Στεγάζονταν, στο Αρχοντικό Ζούλια.
Υπάρχουν πληροφορίες για μεταστέγαση της κατά καιρούς και σ’ άλλα οικήματα.
Γνωστή επίσης είναι η περιπέτεια της Σχολής και του Κληροδοτήματος Ζούλια στη μεταξική δικτατορία. Τότε εζητείτο η συγχώνευση του Κληροδοτήματος και η αναστολή της λειτουργίας της Σχολής.
Στην Οικοκυρική Σχολή «Πανταζής Ζούλιας» διδάσκονταν σε πλήρες πρόγραμμα αρκετά μαθήματα οικοκυρικής. Βάση του προγράμματος υπήρξε η οικοτεχνία. Αυτή οδήγησε στη μετατροπή της σε Σχολή Ταπητουργίας Πορταριάς που λειτούργησε ως το 1969.
Υπήρχε σκέψη να μετατραπεί σε γεωπονική σχολή και αυτό προτάθηκε τον καιρό των προβλημάτων σε επιστολή της Κοινότητας Πορταριάς προς τον … «Εθνικόν Κυβερνήτην».
Ο Ηρακλής Καραγιάννης αναφέρει κάποιες πληροφορίες σχετικές με τη σχολή : «Την επέτειο του θανάτου του ιδρυτή οι μαθητές μετέβαιναν και κατέθεταν στεφάνι στο άγαλμα του στην περιοχή Ταξιαρχών της Πορταριάς. Κι ακόμη, συμπληρωματικά, πραγματοποιούνταν στη σχολή δραστηριότητες στα πλαίσια μιας γενικότερης επιμόρφωσης των κατοίκων, όπως αυτή των αγροτοπαίδων όπου μάθαιναν γεωπονικές αρχές και προωθούνταν νέες καλλιέργειες ποικιλιών».
Το σχολαρχείο
Στην Πορταριά λειτούργησε και Ελληνικό Σχολείο το οποίο μετά την Τουρκοκρατία ονομάζεται Σχολαρχείο. Συντηρείται από το Δήμο Ορμινίου.
Το Σχολαρχείο υπάρχει ως το 1929, στη συνέχεια μετατρέπεται σε Ημιγυμνάσιο. Το 1932 σταματάει η λειτουργία του.
Είναι γνωστοί οι ελληνοδιδάσκαλοι Ναυπλιώτης Ι. (σχολάρχης), Νότης και Φοντάνας.
Στην περίοδο που λειτουργούσε ως ημιγυμνάσιο δίδαξε σ’ αυτό ο γνωστός λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (συγγραφέας της «Αστροφεγγιάς», πλήθους δοκιμίων και ποιημάτων). Το 1908 ο Δήμος Ορμινίου κηδεύει δημοτική δαπάνη τον καθηγητή του σχολείου Διομήδη Πετρόπουλο[6].
Για το Σχολαρχείο Πορταριάς γράφει ο Γιώργος Τσιμπανούλης.
«... Στεγάζονταν στον επάνω όροφο του σημερινού σχολείου. Ανέβαινε κανείς σ’ αυτόν από μια εξωτερική πόρτα που βρίσκονταν στην πίσω (Β.Α.) πλευρά του σχολείου και από εκεί υπήρχε εσωτερική ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στον επάνω όροφο. Το Σχολαρχείο είχε τρείς τάξεις. Πρώτη, δεύτερη και τρίτη. Όταν τελείωνες την τρίτη τάξη μπορούσες να δώσεις εξετάσεις για να εισαχθείς στην πρώτη τάξη του τετρατάξιου Γυμνασίου.
Στο Σχολαρχείο Πορταριάς, κατά τα χρόνια 1925 – 1928, υπηρέτησαν οι παρακάτω καθηγητές: Βουγάς, Νικολάου, Κων. Γιαννακόπουλος, ένας καλόγερος, δεν θυμάμαι πως ήταν στο όνομα, ούτε στο επιθετό του, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο γνωστός κατόπιν ανά το Πανελλήνιον κριτικός και λογοτέχνης.
Ο Βουγάς ήτανε πολύ γέρος. Ο Νικολάου νέος, ομορφάνθρωπος, καλοντυμένος, αυστηρός, επιβάλλονταν στους μαθητές.
Το ίδιο κι ο Γιαννακόπουλος. Αυτός παντρεύτηκε πορταρίτισσα, την Άννα Γ. Πετούση και έκαμε σπίτι στην Πορταριά. Είναι κάτω απ’ το σπίτι του Απ. Χατζηαποστόλου και τώρα του Άγγελου Ζαφρατζά. Ο Νικολάου μετατέθηκε στην Αθήνα, μου φαίνεται στο Μαρούσι. Ο Γιαννακόπουλος στο Γυμνάσιο του Βόλου. Ο καλόγερος κατοικούσε στο σχολείο, σ’ ένα δωμάτιο που έβλεπε προς τον Βόλο. Μας έδερνε με την ψυχή του. Είχε μια βέργα και μας είχε μαλακώσει τα χέρια. Όταν χτυπούσε με την βέργα μας πατούσε με τις παντόφλες που φορούσε για να μη φεύγουμε. Δεν τον χωνεύαμε. Τον λέγαμε τραγόπαπα. Θυμάμαι ένα περιστατικό. Ήμασταν στην τρίτη τάξη του Σχολαρχείου. Όταν δίδασκε σε άλλη τάξη μικρότερη, μας υποχρέωνε να καθόμαστε κι εμείς στην τάξη και να παρακολουθούμε το μάθημα. Κάποτε, θέλεις για να τον πεισμώσουμε, θέλεις γιατί το θεωρούσαμε άχρηστο, συμφωνήσαμε ν’ απεργήσουμε τις ώρες αυτές και να φύγουμε απ’ το Σχολείο. Πήγαμε την άλλη μέρα και που σε σφάζει – που σε πονεί. Μόλις μπήκε στην τάξη μας σήκωσε μπροστά όρθιους. Είμασταν εγώ, ο Γιάννης ο Σκλείδης, ο αδελφός του Νίκου Σκλείδη, ο Τρύφων Κριτσίνης, ο Γιώργος Μαρδέλης, ο Δημ. Τράτσας ή Κουτσουνέλης, ο Νίκος Βικιώτης. Στην ίδια τάξη ήταν και κάποιος άλλος, ο Χρήστος Παπαποστόλου ή Ζαμάνης. Αυτός δεν απήργησε. Από δειλία. Σημάδεψε από τότε την μετέπειτα, κατά την Κατοχή, πορεία του[7]. Άρχισε από τον Γιάννη Σκλείδη. Αυτός θεωρήθηκε ως αρχηγός. Ύστερα ήταν ο Τρ. Κριτσίνης. Ύστερα οι άλλοι στη σειρά. Όπως συνήθιζε μας πατούσε στα πόδια με τις παντόφλες του κι άρχισε να μας χτυπάει έναν – έναν, μ’ όλη του τη δύναμη, σα λυσσασμένος. Πόσες ξυλιές φάγαμε…. Μας λύσσαξε στο ξύλο…
Αυτός ο καλόγερος λοιπόν κάποτε, δεν θυμάμαι ποια χρονιά, εξαφανίσθηκε από το χωριό. Χάθηκε, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας. Διαδόθηκαν κατόπιν πολλά για το ποιόν του, καθόλου καθαρό, όπως λέγανε, ότι δεν είχε πτυχίο καθηγητή, ότι κάτι έγραψαν σχετικά μ’ αυτόν οι εφημερίδες, έγιναν αποκαλύψεις και μόλις τις διάβασε αυτός το’ σκασε και χάθηκε. Ο Θωμάς ο δάσκαλος τα πήρε χαμπάρι αυτά και τα έλεγε. Φυσικά, όχι σε μας. Μικρά παιδιά είμασταν. Ποιος μας λογάριαζε; Αλλά και ποιόν ενδιέφεραν;
Το Σχολαρχείο της Πορταριάς καταργήθηκε από το Ημιγυμνάσιο που στεγάσθηκε κι αυτό στον ίδιο όροφο που ήτανε το Σχολαρχείο…»
Ο τελειόφοιτος του Σχολαρχείου Νίκος Σκλείδης θυμάται :
«Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν κανόνες … Κανόνες γραμματικής, αριθμητικής, φυσικής … Για να μάθεις το μάθημα έπρεπε να ξέρεις απ’ έξω τον κανόνα. Σήμερα δεν υπάρχουν πια κανόνες για τα παιδιά. Τότε μαθαίναμε τους κανόνες κι όσο να τους μάθουμε τρώγαμε και κάνα-δυο βεργιές. Δεν παθαίναμε τίποτε. Και να σας πω ένα πράγμα … Πριν από χρόνια, όταν ήμουν στην Κοινότητα (εννοεί Κατηχωρίου) έγινε μια … λαδιά στις εκλογές. Κι έπρεπε αμέσως να κάνουμε μια αναφορά. Πήραν οι άλλοι λοιπόν κι έγραψαν στην αρχή της αναφοράς : «Κύριε Ειρηνοδίκα …». Τους το λέω ότι κάνουν λάθος. Όχι έτσι, «Κύριε Ειρηνοδίκη …» να γράψετε τους λέω κι αυτοί επιμένουν στο δικό τους. Τότε τους λέω τον κανόνα : «Την κλητική εις –α έχουν τα λήγοντα εις – ης και τα λήγοντα εις –άρχης, -μέτρης, -τρίβης, -ώνης, -πώλης και –ώνης. Το δε όνομα Δεσπότης εις την κλητική αναβιβάζει τον τόνον». Κι αριθμητικό κανόνα να σας πω; «Το εμβαδόν του κύκλου ισούται με ακτίνα επί 3,14».
Τότε, στο Σχολαρχείο, άλλοι ήθελαν να σπουδάσουν γιατροί, άλλοι πολιτικοί μηχανικοί. Εμένα ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει γεωπόνο. Τι να τις κάνω τις σπουδές, του λέω, εγώ, δέκα κιλά ελιές να πουλήσω, θα βγάλω περισσότερα απ’ το μισθό του γεωπόνου. Στην τελευταία τάξη έμεινα μετεξεταστέος στα Γαλλικά. Λέω στον πατέρα μου … Θα σταματήσω … Τι με θέλεις … ξεναγό; Και σταμάτησα. Δεν πήρα πτυχίο.
Στα ελληνικά είχαμε τον κύριο Γιαννακόπουλο. Μας μάθαινε πολύ καλά τη γλώσσα και τις γνώσεις αυτές τις χρησιμοποίησα πολύ καλά, χρόνια ολόκληρα.
Θυμάμαι, όταν κάποιος Νομάρχης μας έβγαλε από το γραφείο του, εμένα και τους συμβούλους μου, πολύ αργότερα, έκανα μια αναφορά στον Υπουργό Λυκουρέζο στον οποίο έγραψα ότι «ο ρηθείς Νομάρχης με απέπεμψε σκαιότατα και είναι τούτο ιταμόν και ανοίκειον δια την θέσιν ήνπερ κατέχει».
Δεν πληρώναμε δίδακτρα. Πληρώναμε όμως τα βιβλία και μάλιστα πανάκριβα. Θυμάμαι ότι την «Ανατομία του Ανθρώπου» την αγόρασα με 7.000 δρχ. Πολλά λεφτά τότε. Δώδεκα λίρες. Εξακόσιες δρχ. είχε τότε η λίρα. Το ίδιο ακριβά ήταν και στα Πανεπιστήμια τα βιβλία. Οι φοιτητές έκαναν απεργία, θυμάμαι τον αδελφό μου, του είχαν σπάσει το κεφάλι. Τραγουδούσαν :
Το Πανεπιστήμιο θα κλείσει βρε παιδιά
Κι ο Λευτέρης θα κρατάει τα κλειδιά
Θα το ενοικιάσουμε να πάρουμε λεφτά
Ν’ αγοράσουμε βιβλία πιο πολλά
Ενοικιάζεται
Κι η Σύνοδος για τους φοιτητές δεν νοιάζεται
Ενοικιάζεται κι η Σύνοδος μαζί.
Δίναμε τότε εξετάσεις και στα δυο εξάμηνα. Κάναμε δυο διαγωνισμούς.
Στο Σχολαρχείο έρχονταν παιδιά, αγόρια και κορίτσια απ’ το Κατηχώρι, την Πορταριά, τις Σταγιάτες και τη Μακρινίτσα. Καμιά τριανταριά. Συνεχίζαμε, σπάνια σταματούσαμε. Αν λείπαμε έρχονταν φύλακας στο σπίτι να ρωτήσει.
Φοβάμαι ότι έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Σε λίγο δεν θα μπορούν να μιλούν και να γράφουν οι απόφοιτοι. Ρωτώ τα παιδιά : «Γιατί γιορτάζουμε τους Τρεις Ιεράρχες …» και με κοιτούν μ’ απορία. Ελάχιστοι ξέρουν ότι οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν μεγάλοι μαθητές στην Αθήνα.
Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητας ….».
Συρρίκνωση κι Αναβίωση
Στην εισήγηση του που έκανε στην Ημερίδα «Εκπαιδευτικές όψεις του Πηλίου» (Πορταριά 13 Μαΐου 2000) ο Ηρακλής Καραγιάννης δίνει μια εικόνα και των μεταβολών στα εκπαιδευτικά της Πορταριάς στην περίοδο 1940-1999.
«Την τελευταία περίοδο η Εκπαίδευση στην Πορταριά γνωρίζει συρρίκνωση, απόρροια της πληθυσμιακής και οικονομικής μεταβολής που διέρχεται. Την δεκαετία 1940-1999, το τριτάξιο Δημοτικό Σχολείο θα υποβιβαστεί σε διτάξιο (1948 Οικονόμου Ι.,Τσιμπλούλη Μαρία), ενώ το Νηπιαγωγείο λειτουργεί ως μονοτάξιο (Κατσιούρα Αντιγόνη). Την συγκεκριμένη περίοδο (1946-1948) στην Πορταριά φιλοξενείται και το Δημοτικό Σχολείο του ανταρτόπληκτου Κεραμιδίου.
Σημαντικά γεγονότα αυτής της περιόδου, η καταστροφή του Αθανασάκειου Νηπιαγωγείου, κατά τον εμπρησμό της Πορταριάς από τους Γερμανούς καθώς και ενός, μικρού ευτυχώς, τμήματος του αρχείου του δημοτικού Σχολείου. Από τότε το Νηπιαγωγείο θα συστεγασθεί στο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου.
Κατά τους σεισμούς (1955) το κτήριο του Δημοτικού Σχολείου θα δοκιμαστεί με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί ο όροφος του.
Η πορεία αυτή θα συνεχιστεί μέχρι την δεκαετία 1990-2000 με τον αριθμό των μαθητών μειωμένο και σταθεροποιημένο με μικρές αποκλίσεις στους 25-30 για το Δημοτικό Σχολείο και 7-12 για το Νηπιαγωγείο.
Το 1996 το Δημοτικό Σχολείο θα προβιβαστεί σε τριθέσιο και τον επόμενο χρόνο (1997) σε τετραθέσιο με την συγχώνευση των μονοθέσιων σχολείων Κατηχωρίου και Σταγιατών. Παράλληλα αρχίζει την λειτουργία του ως σχολείου διευρυμένου ωραρίου.
Το 1998 προβιβάζεται σε εξαθέσιο και μεταστεγάζεται στο Αρχοντικό Ζούλια (Μουσείο Πορταριάς) λόγω των εργασιών προσθήκης ορόφου και ανακαίνισης του κτηρίου και των χώρων του. Παράλληλα το Νηπιαγωγείο Πορταριάς μεταστεγάζεται σε ανακαινισμένο οίκημα (δωρεά Γόντικα).
Το 1999 το Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς επιστρέφει στην έδρα του, ανήκοντας όμως στην ομάδα των Πιλοτικών Ολοήμερων Σχολείων (27 στην Ελλάδα) έχοντας 56 (σ.σ. σήμερα φτάνουν τους 130) μαθητές και 16 (σ.σ. σήμερα ξεπερνούν τους 20) μόνιμους, ωρομίσθιους, υπερωριακά εργαζόμενους δασκάλους.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρονταν την τελευταία δεκαετία η συμβολή της Κοινότητας Πορταριάς και του Δήμου Πορταριάς σήμερα, όπως και του Συλλόγου Γονέων που ιδρύθηκε το 1978 στην σημερινή εικόνα της Εκπαίδευσης στην Πορταριά».
Αλλά από το 2000 μέχρι σήμερα έχουν συντελεσθεί αλλαγές επί τω βελτίω : Τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, , εγγράφονται από την ευρύτερη περιοχή, επιλέγοντας ένα σχολείο πειραματικό με αρκετά εργαστήρια, μικρά τμήματα, δασκάλους με όρεξη στη δουλειά τους και αγάπη για τα παιδιά.
Στο Δημοτικό Σχολείο γίνονται Ημερίδες και Συνέδρια – ορισμένα, όπως το Συμπόσιο Πληροφορικής, έχουν πλέον καθιερωθεί.
Επίσης πολύ καλή δουλειά γίνεται στο Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών όπου οι κυρίες Μαρία Βούλγαρη, Αποστολία Σκλείδη και Μαρία Μπέζου μαθαίνουν (παίζοντας) στα παιδιά που θέλουν να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Η Ιστορία από πηγές.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΥ ΟΡΜΙΝΙΟΥ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ[8]
►Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς
Προς τον κ. Πρόεδρον της Κοινότητας Πορταριάς
Ενταύθα
Έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι αύριον Κυριακήν 17ην τρέχοντος και ώραν 10 π.μ. και μετά την θείαν λειτουργίαν, τελείται εν τω σχολείω ημών σχολική εορτή επί τη λήξει των μαθημάτων και παρακαλούμεν όπως, ευαρεστούμενοι, τιμήσητε δια της παρουσίας υμών μετά του υφ’ υμών Συμβουλίου.
Εν Πορταριά τη 15 Ιουνίου 1934
Ο διευθυντής του Σχολείου
Θωμάς Σουλικιάς
►Ο Γεν. Επιθεωρητής της Δ΄
ΕΚΠ. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ
Εν Βόλω τη 15 Φεβρουαρίου 1934
Προς τον κ. Πρόεδρον της Κοινότητας Πορταριάς
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς κατόπιν της υπ’ αριθ. 5512 διαταγής του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Παιδείας όπως γνωρίσητε ημίν εάν υπό της διευθύντριας Μαριγώς Μηλάκη έχη συνταχθεί συμβόλαιον δωρεάς προς την Κοινότηταν Πορταριάς του οικήματος όπου πρότερον εστεγάζετο το καταργηθέν Ημιγυμνάσιον, εν καταφατική δε περιπτώσει αποστείλητε ημίν και αντίγραφον τούτου κεκυρωμένον εφ’ απλού χάρτου.
►Υπουργείον Θρησκευμάτων και Παιδείας
Τμήμα Τεχνικών Υπηρεσιών
Εν Αθήναις τη 27 Ιουλίου 1936
Προς
τον κ. Γενικόν Επιθεωρητήν της Δ΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας – Βόλου
Εις απάντησιν της υπ’ αριθ. 1178 ε.ε. υμετέρας αναφοράς γνωρίζομεν υμίν ότι συμφώνως τω άρθρω 5 του Ν.Δ. της 21/4/26 «περί ανεγέρσεως διδακτηρίων εν Αθήναις και Σχολών Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» και τη παραγράφω 6 του άρθρου 22 του νόμου 5019 «περί ιδρύσεως σχολικών ταμείων και σχολικών εφορειών» το Μηλάκειον διδακτήριον ανήκει κατά πλήρη κυριότητα εις την σχολικήν εφορείαν Πορταριάς. Η προς την Κοινότητα παραχώρησις τούτου θα ήτο δυνατή μόνον επί τη βάσει του άρθρου 57 του νόμου 5341, ούτινος όμως αι προϋποθέσεις δεν συντρέχουσιν άπασαι επί του προκειμένου.
Ο υπουργός
Γ.Λογοθέτης
Βόλος 15 Ιουνίου 1936
Προς:
Τον κ. Πρόεδρο της Κοινότητας Πορταριάς
Συμφώνως τη υπ’ αριθ. 28735 Διαταγή του Υπουργείου Παιδείας «όπως αι σχολικαί εφορείαι απευθυνθούν και ζητήσουν την αρωγήν των κ. κ. Δημάρχων και Προέδρων των Κοινοτήτων δια την προμήθειαν μορφωτικού κινηματογράφου,καθ’ όσον το κράτος αδυνατεί επί του παρόντος να συντελέση πλήρως είς του δια του μορφωτικού κινηματογράφου επιδιωκόμενου σκοπού».
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως ευαρεστούμενοι διαθέσητε εκ της υφ’ υμάς Κοινότητος ανάλογον χρηματικόν ποσόν υπέρ του σχολικού ταμείου του εντάυθα Γυμνασίου Αρρένων δια την αγοράν του απαραίτητου διδακτικού μέσου, διά την προμήθειαν του οποίου απαιτείται χρηματικόν ποσόν 50000 δραχμών, το οποίον ποσόν δεν δύναται να διαθέση εξ’ ολοκλήρου η σχολική εφορεία.
Ευελπιστούντες ότι θα τύχωμεν της προσηκούσης χρηματικής αρωγής, εκφράζομεν απείρους ευχαριστίας.
Μετ’ εξαιρετικής τιμής
Πρόεδρος της σχολικής εφορ.του Γυμνασίου αρρένων Βόλου.
(υπογραφή δυσανάγνωστη)
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Εν Πορταριά τη 23 Μαΐου 1936
ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ
Αριθ. Πρωτ. 90
Προς
Τον Κον προέδρον της Κοινότητας Πορταριάς Ενταύθα
Έχομεν την τιμήν να γνωρίσουμε υμίν, ότι αύριον Κυριακή 24 τρέχοντος και ώραν 5 μμ. τελούνται αι γυμναστικαί επιδείξεις των μαθητών και μαθητριών του σχολείου μας εις την πλατείαν Ταξιαρχών (στάδιο) και παρακαλούμεν όπως ευαρεστούμενοι, τιμήσητε ταύτας δια της παρουσίας υμών μετά του υφ’ υμάς Συμβουλίου.
Ο Διευθυντής του Σχολείου
ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ
Αριθ. Πρωτ. Δ.Υ.
ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ Εν Πορταριά τη 8ην Δεκεμβρίου 1938
ΒΟΛΟΥ
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Κοινότητος Πορταριάς
Ενταύθα
Έχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν ότι κατόπιν της υπ’ αριθ. 137 εγκυκλίου 2ου Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, πρέπει να οργανωθή ομάς σκαπανέων εκ των μαθητών των τριών ανωτέρων τάξεων του Σχολείου. Επειδή δε ως γνωστόν οι μαθηταί είναι άποροι και δεν δύνανται να διαθέσουν μηδέ το ελάχιστον χρηματικόν ποσόν διά στολήν, παρακαλώ υμάς όπως ψηφίσετε εις βάρος του προϋπολογισμού της Κοινότητας χρηματικόν ποσόν εξ οκτω (αριθ. 8.000) χιλιάδων δραχμών διά την κατασκευήν 36 στολών σκαπανέων.
Ο Διευθυντής του Σχολείου
Εν Πορταριά 12 Μαρτίου 1941
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Κοινότητας Πορταριάς
Ενταύθα
Έχομεν την τιμήν, εις απάντησιν του υπ’ αριθ. 273/10-3-1941 υμετέρου εγγράφου να γνωρίσωμεν υμίν ότι παραχωρούμεν μιαν των αιθουσών του κάτω πατώματος του υφ’ υμάς Σχολείον διά τη προσωρινή στέγασιν του Φυλακείου χωρ/κής Πορταριάς, προκειμένου να εκκενωθεί το Μηλάκειον Παρθεναγωγείον δια τας εργασίας της Ε.Ο.Ν.
Ο Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας
2.Η ΑΓΙΑ ΣΙΑΓΩΝ[9]
Ύστερα η γιαγιά ξεκαρδίζονταν. «Σαλογεδεών, έλεγε, Σαλογεδεών». Έβγαζα την ποδιά της Ρούλας κι έβγαινα στο σκοτεινό διάδρομο. Συνήθως η πρώτη πόρτα που περνούσα ήταν μισάνοιχτη και η Λαμπρινή χτένιζε, μπροστά στον καθρέπτη, τα κατσαρά της μαλλιά.
Εν έτει 1970 η γιαγιά Χρυσάνθη ήταν 82 χρονών, «γεννηθείς», όπως τόνιζε, κυνηγώντας όπως οι περισσότεροι το λάθος, το 1898. Σκέφτηκα ότι αν είχε ακούσει, όπως μας έλεγε, αυτό το «Σαλογεδεών» από τη γιαγιά της, θα αναφέρονταν σε κάποιον δια Χριστόν σαλό (επέμενε ότι ο Γεδεών ήταν καλόγερος) που έζησε ή πέρασε από το χωριό της, την Πορταριά, στα χρόνια περίπου της Επανάστασης. Τα παλαιότερα πρέπει να τα ‘χει σκεπάσει το χιόνι των ημερών και της επιτροχάδην αλλοίωσης των μύθων.
Κι άρχισα να ψάχνω. Όλοι στην αρχή που υποδείκνυαν τον νεωκόρο των Αγίων Αναργύρων, προστατευόμενο του μεγάλου παραμυθά παπα Αντώνη που πέθανε την ώρα της Θείας Λειτουργίας τον καιρό της Κατοχής. Αυτός ο νεωκόρος τάιζε τα ορφανά γατάκια και τα μάτια του ήταν μονίμως υγρά. Η αγιοσύνη του ήταν φανερή, όμως κανείς δεν μας μίλησε για «τρέλλα». Άλλωστε έπρεπε να φτάσω, γυρίζοντας πίσω, στα χρόνια της πεθεράς της Ματσίνας – αυτό υπήρξε το παρατσούκλι της μάνας της γιαγιάς μου.
Ο πρώτος που μου μίλησε για τον δια Χριστόν σαλό Γεδεών ήταν ο ευλαβής ψάλτης του Αγίου Νικολάου Πορταριάς ο κ. Ανδρέας Σώκος. Ενθουσιώδης : «Εδώ, εδώ πιο πάνω στην Αγία Κυριακή, υπάρχει η Αγία Σιαγώνα του. Την προσκύνησα κάποτε. Ζήτησα το κλειδί απ’ τ’ Αφρουδί τ’ Λιάμου. Το καταφιλούσα και με έπνιγε μια ευωδία σαν από τριαντάφυλλα».
Το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής βρίσκεται σε έναν ανήφορο αποπνοής από τα ερειπωμένα Θεοξένεια στην πλατεία. Αν σκαρφαλώσεις Άνοιξη, χάνεσαι μέσα σε πρασινάδες, και ευώδη χόρτα και βαθείς ψιθυρισμούς ναμάτων.
Ανέβηκα χειμώνα καιρό. Βιρβίλια κατσικίσια κυλούσαν πάνω από τα πόδια μου, ενώ ψηλά έκρωζε ένα γεράκι.
Την γριούλα δεν τη βρήκα. Μόνο έναν παράξενο φουστανελά συνάντησα καθώς κατέβαινα. Ισχνός, κρατούσε μια γκλίτσα κι όπως έψαλλε θριαμβικά το «Δόξα σοι το δείξαντι το φως» τον γνώρισα. «Καλή σου μέρα Άγιε», του φώναξα.
«Ταχ’ τιβιλίμ, τιβιλόμ», μου απάντησε στη γλώσσα που με ταχτάριζε ο παππούς Γαρύφαλλος, ο προϋπαντήσας το Μάιο του 1931 τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στον κήπο του Θεοξένεια με ένα «Ως ευ παρέστης, Ελευθέριε σοφέ».
Τον έχασα από τα μάτια μου στη στροφή, ενώ άνοιγε την πόρτα της Αγίας Κυριακής. Ύστερα σκέφθηκα ότι είχαμε 30 Δεκεμβρίου, μέρα του μαρτυρίου που κυνήγησε και, εν έτει 1818, πέτυχε.
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στην Κάπουρνα. Οι σημερινοί ονομάζουν το χωριό Γλαφυράς, δεν ξέρω γιατί λειαίνεται τόσο η ομηρική ονομασία. Πρώτος στη σειρά εφτά αδελφών ο Νικόλαος (αυτό ήταν το όνομα του) παιδί του Αυγερινού και της Κυράτζας.
Η άγρια φτώχεια εξουθένωσε την οικογένεια, έτσι ο μικρός Νικόλαος έπιασε δουλειά (να υπολογίζεται μόνο ένα στόμα λιγότερο) στο μπακάλικο του θείου του στο Βελεστίνο.
Επί διακόσια χρόνια περίπου τίποτε δεν άλλαξε σ’ αυτά τα μαγαζιά. Γράψαμε κι άλλα φορά για τα δεφτέρια και τα τσουβάλια με τα όσπρια, τις ζαρωμένες ελιές και τα κομμάτια του χαλβά. Τα βαρέλια του πετρελαίου πρέπει να έλειπαν. Στη θέση τους υπήρχε η ρακή και το κρασί. Εφημερίδες δεν έτριζαν, κι έξω, πάνω απ’ τα κεφάλια των ξυπόλητων παιδιών, έκρωζαν κιρκινέκια ή πετούσαν πετροχελίδονα με κόκκινη κοιλιά.
Ο Νικόλαος ήταν όμορφο παιδί. Κάποιος Αγαρηνός του Βελεστίνου σκέφθηκε ότι θα ταίριαζε ως ευνούχος στο χαρέμι του. Τον ζήτησε από τον θείο του, εκείνος στην αρχή αρνήθηκε, αλλά μπροστά στο φόβο της εξουσίας, τον παραχώρησε. Στους δύστυχους γονείς του παρήγγειλε ότι το παιδί έχει σίγουρο μέλλον.
Και θα ‘χε σίγουρο μέλλον ως Ιμπραήμ, επειδή οι Τούρκοι αυτό το όνομα του έδωσαν με την περιτομή. Το αγόρι βολεύτηκε στην τρυφή και για δύο μήνες χάρηκε την θαλπωρή του χαρεμιού.
Ένα πρωί, ξύπνησε έξαφνα με μια απορία κι ένα πόνο καρδιάς. «Γιατί το ‘κανα αυτό; Γιατί αρνήθηκα τον Χριστό μου;» σκεπτόταν. «Ποιόν Παράδεισο, ποιόν Ουρανό μου προσφέρουν οι καλές αυτές γυναίκες; Τα αρώματα τους θα γίνουν δυσωδία και οι ίδιες σκόνη. Και θα χαθώ κι εγώ μαζί τους».
Και γύρισε στους γονείς του.
«Και γύρισε στους γονείς του», έγραφα όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν τ’ Αφρουδί τ’ Λιαμ’. «Θέλετε να έρθετε να προσκυνήσετε τον Άγιο;» Πετάχτηκα πάνω. Ο ανήφορος δεν μου ‘κοψε αυτή τη φορά την ανάσα. Πετούσα. Το εκκλησάκι πεντακάθαρο και η κυρία Αφροδίτη μου ‘δειξε τις εικόνες των Αγίων. Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Φανούριος. Μου μίλησε και για ένα θαύμα που έζησε : «Κάποτε, την ώρα που κοιτούσα λυπημένη τον Άγιο Ευστάθιο κι έλεγα μέσα μου, πότε θα λειτουργήσουμε Άγιε τη μνήμη σου, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ένας παπάς, ένας γνωστός μου ψάλτης και παραθεριστές που μου είπαν, ήρθαμε να λειτουργήσουμε τον Άγιο Ευστάθιο. Κι απ’ τη χαρά μου πήδησα από την καρέκλα κι άνοιξα πόρτες και παράθυρα».
Σκέφθηκα ότι ο Άγιος Γεδεών μένει αλειτούργητος. Στάθηκα μπροστά στο λείψανο και την εικόνα του. Εδώ είναι ντυμένος μεγαλόσχημος μοναχός. Απορώ και με βλέπει. Η γριούλα έχει αποσυρθεί.
Κι ο Άγιος συνεχίζει μια ιστορία που είχε μείνει στη μέση. «Μη σου φαίνεται παράξενο. Τελικά, ύστερα από περιπέτειες σε τόπους άγνωστους, κατέληξα στη μόνη Καρακάλου, στο Άγιο Όρος. Εκεί και η μετάνοια μου. Επί 35 χρόνια έκλαια τις αμαρτίες μου. Με άκρα ταπείνωση και πένθος. Μα δεν μου έφθανε αυτό. Ήθελα να μαρτυρήσω. Πέταξα τα ράσα, φόρεσα ό,τι τρελό μπορούσα. Κυνηγούσα τις χανούμισσες στους δρόμους, μια φορά έριξα καφέ στο πρόσωπο του καδή. Τίποτε. «Άντε να χαθείς σαλέ», μου φώναζαν όλοι. Βλέπεις δεν καταλάβαιναν αυτό το ένδυμα της ταπείνωσης. Οι δια Χριστόν σαλοί ταπεινώνονται περισσότερο και από τη γη. Δεν επιτρέπουν ν’ αναγνωρισθεί ίχνος της αγιότητάς τους.
Κάποτε έφθασα στο ποθούμενο. Κυρίως με λυπήθηκαν όσοι κατάλαβαν τον πόνο μου. Ίσως και να βοήθησε το ότι χαρακτήρισα κασιδιάρη και σεληνιασμένο τον Προφήτη τους. Μ’ έπιασαν στον Τύρναβο. Με πόμπεψαν γυμνό, καθισμένο ανάποδα σε ένα γαϊδούρι. Κι ύστερα μου έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και με πέταξαν στο «αναγκαίο» του παλατιού. Γέμισε η αυλή κόσμο που ήλθε να με δει. Το αίμα να τρέχει μέσα στις βρωμιές και να συζητούμε πνευματικά με τους αδελφούς…».
Η φωνή έσβησε. Υπάρχει, πρέπει να υπάρχει μια περιπέτεια του Άγιου Λειψάνου. Πώς έφθασε η πριονισμένη σιαγόνα του στην Αγία Τριάδα;
Γύρισα να ρωτήσω τ’ Αφρουδί. Αμήχανος, την είδα να κρατάει ένα πιατάκι με καρύδι γλυκό.
Γλυκύτερο ήταν το χαμόγελο της ταπεινής γριούλας. Όμως την ευωδία του κυρ Ανδρέα, δεν την ένιωσα.
Γ.Τ.
3. ΒΡΥΣΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ[10]
του Γιάννη Γιακουμάκη
Το νερό, ύδωρ κατά τους αρχαίους, αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής και της ζωής γενικότερα στον πλανήτη μας, την γη. Το νερό ετυμολογικά είναι το «νεαρόν», δηλαδή το φρέσκο ύδωρ, το πόσιμο ύδωρ. Το σώμα του ανθρώπου άλλωστε αποτελείται πάνω από τα τρία τέταρτα του βάρους του από νερό. Αντίστοιχα τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της γης καλύπτονται από νερό (θάλασσες, λίμνες, ποτάμια). Τα ζώα και τα φυτά επίσης περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού.
Για τους αρχαίους λαούς, Έλληνες, Αιγυπτίους, Βαβυλώνιους, το νερό κυριαρχούσε στη ζωή και στις δραστηριότητες τους. Λατρεύτηκε σαν θεότης όπως οι ποταμοί Αχελώος και Νείλος, η λίμνη Αχερουσία, οι πηγές Κασταλία, Υπερώα, η θάλασσα του Κανδάνου (καντήλι Ευβοίας όπου είχε το βασίλειο η υδρόβια θεότης Ποσειδώνας). Μέσα από τη θάλασσα ξεπετάχτηκε η θεά Αφροδίτη, οι Νηρηίδες ήταν θεότητες του νερού, αλλά και άλλα ξωτικά θα λέγαμε, τόσο από την αρχαία εποχή Σειρήνες, γοργόνες και νεράιδες αργότερα φάνταζαν και τόνιζαν στη ζωή του ανθρώπου.
Το νερό τραγουδήθηκε από τους ανθρώπους και ιδιαίτερα από το λαό μας. Μιας και η χώρα μας περιβάλλεται από νερό κι έχει το μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμών απ’ όλη την Ευρώπη, εκατοντάδες δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στη θάλασσα και τ’ αλμυρό νερό, τα γαλήνια νερά, μα και τα φουρτουνιασμένα κύματά της, τα οποία αντιπαλεύουν οι ναυτικοί μας.
Θρύλοι και μύθοι, γνωμικά, ανέκδοτα, παρομοιώσεις, είναι ποτισμένα με αρκετό νερό, αθάνατο, ιαματικό, αλμυρό, ερωτικό, δηλητηριασμένο, αγιασμένο, μιαρό, θεραπευτικό, κακόχωλο, δροσερό, ξινό, καυτό, χλιαρό. Γνωμικά, φράσεις, τραγούδια «διαποτίζονται» με μπόλικο νερό, όπως : Πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό. Τον καπετάνιο του γλυκού νερού η θάλασσα τον πνίγει. Πιες νερό, κοίτα και τον Θεό. Το ‘μαθα νεράκι το μάθημα. Πίνει νερό στο όνομα του. Έκανε μια τρύπα στο νερό. Ήπιε τ’ αμίλητο νερό ή Ήπιε τ’ αθάνατο νερό. Πίνε νερό να ‘χεις το κεφάλι σου γερό. Τους μήνες που δεν έχουν ρο, το κρασί θέλει νερό. Νέρωσε το κρασί σου για να μη μετανιώσεις. Μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα μια φορά σπάει. Ο Φλεβάρης με νερό κουτσός μπήκε στο χορό. Θα μου κόψει το νερό απ’ τα πράσα. Έβαλα το νερό στ’ αυλάκι. Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντάει ο μύλος.
Πορταριά και νερό
Η ύπαρξη της Πορταριάς είναι άρρηκτα δεμένη με το νερό. Σίγουρα στους μυθικούς χρόνους ήταν Νηρηίδα και Δρυάδα συγχρόνως. Νύμφη προικισμένη από την φύση με άφθονα νερά που βοήθησαν στην ανάπτυξη πλούσιας δενδρώδους και θαμνώδους βλάστησης. Οι Νηρηίδες «Μάνα», πηγή με άφθονα νερά, «Αδάμενα» με θεραπευτικό νερό, το «Ψάρι» και άλλες μικρότερες πηγές πότιζαν τις ατέλειωτες συστάδες πλατανιών, καστανιών, οπωροφόρων και θαμνώδων δασών, δρόσιζαν τους μυθικούς Κενταύρους και στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας αραίωναν το δυνατό Πηλιορείτικο κρασί σε «οίνον κεκραμένον».
Οι Νηρηίδες και οι Δρυάδες «κύησαν και έτεξαν» το αρχαίο “Ορμίνιο”, ιδρυμένο από τον Αργοναύτη Όρμινο, εγγονό του Αιόλου. Αυτά υποστηρίζουν ο Γεωργιάδης, ο Τσοποτός και άλλοι ιστοριοδίφες και ιστορικοί. Αργότερα μετονομάσθηκε σε Άνω Δρυανούβαινα και στους έσχατους βυζαντινούς χρόνους σε Πορταριά (με πρώτη αναφορά σε Πατριαρχικό Συγγίλιο το 1273 ως Πορταριά). Πάντα τη συνόδευε στην ιστορία της το γαργαροκρυσταλλένιο προικιό της. Οι κάτοικοι αυξήθηκαν και πρόκοψαν. Έφτασε να γίνει πολυάνθρωπη κωμόπολις με πληθυσμό πάνω από τεσσερισήμισυ χιλιάδες κατοίκους στα 1881.
Βρύσες στην Πορταριά
Στην πρώτη οικιστική περίοδο του χώρου οι κάτοικοι έχτισαν τα σπίτια τους γύρω από τις πηγές, έτσι χωρίς κόπο είχαν το πολύτιμο αυτό αγαθό πρόχειρο για κάθε χρήση, να πιουν, να πλύνουν, να μαγειρέψουν αλλά και να ποτίσουν τα περιβόλια τους.
Με το πέρασμα ο οικισμός μεγάλωνε κι απλωνότανε, χρειάσθηκαν κάποια έργα με τα μέσα και τα υλικά που τότε διέθεταν. Τότε έγιναν κάποια αυλάκια, με εκμετάλλευση του επικλινούς εδάφους κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε το νερό να φθάνει σε όλο τον οικισμό αλλά και σε κτήματα και περιβόλια που υπήρχαν υψομετρικά χαμηλότερα. Έτσι οι οικισμοί Κατηχωρίου, Σταγιατών και Άνω Βόλου και ένα μέρος των κτημάτων τους αρδευόταν από την Μάννα.
Η ανάγκη για καθαρό πόσιμο νερό ανάγκασε τους κατοίκους να κατασκευάσουν τις πρώτες βρύσες πιθανότατα κατά τους έσχατους βυζαντινούς χρόνους. Κάθε μαχαλάς έφτιαχνε τις δικές του βρύσες, εκμεταλλευόμενος είτε κάποιες μικρότερες πηγές (Ψάρι, Πλατανάκι), είτε οδηγώντας το νερό μέσα σε κεραμιδένιους σωλήνες (κιούγκια) που ήταν εξέλιξη των βυζαντινών κεραμιδιών που χρησιμοποιούσαν παλιότερα. Οι πρώτες βρύσες (κρήνες) ήταν λιτές και στηρίζονταν απλώς σε μια λιθοδομή, η οποία στήριζε τον τελευταίο πήλινο σωλήνα που έφερνε το νερό από την πηγή σε κάθε γειτονιά.
Οι βρύσες ήταν για την εποχή εκείνη χώρος συνάντησης και κοινωνικών επαφών. Εκεί βρισκόντουσαν οι γειτόνισσες για να κουβεντιάσουν και να κάνουν την «κοινωνική κριτική», εκεί μαθαίνονταν τα νέα καλά ή άσχημα, εκεί αντάμωνε ο νιος τη νια και ρίχνανε τις πρώτες ερωτικές ματιές. «Σαν πας Μαλάμω μ’ για νερό στη βρύση θα σε καρτερώ» μας θυμίζει το υπέροχο δημοτικό τραγούδι. Γύρω απ’ αυτές πλέκονταν μύθοι και θρύλοι. Η αλησμόνητη ζωγράφος Χρυσούλα Ζώγια με ένα αφήγημά της αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο στ’ αερικά (νεράιδες) που παρουσιαζόντουσαν στη βρύση του Τσοποτού.
Βρύσες 18ου και 19ου αιώνα
Ελάχιστα δείγματα βρυσών που φτιάχτηκαν πριν το 1800 έχουμε σήμερα. Σίγουρα όμως υπήρχαν αρκετές οι οποίες ήταν ενσωματωμένες και λόγω του επικλινούς εδάφους, σε αναλημματικούς τοίχους(τοίχος που προστατεύει από κατολισθήσεις χωμάτων). Είναι φανερό πως πολύ πριν γίνει το υδροδοτικό δίκτυο υπήρχαν βρύσες σε κάθε γειτονιά για υδροληψία πόσιμου νερού. Σε λιθογραφία που δημοσίευσε ο Άγγλος περιηγητής Dowwel το 1803 δείχνει μια μεγάλη βρύση στεγασμένη με πολλούς κρουνούς. Προφανώς οι γυναίκες εκτός από το πόσιμο νερό εκεί έπλεναν και τα σκουτιά (ρούχα) στις πέτρινες λεκάνες που ήταν κάτω από τους κρουνούς.
Οι μάστορες που τις έφτιαχναν ήταν ντόπιοι τεχνίτες πέτρας. Από το 1850 περίπου, τότε που οι Αιγυπτιώτες –Πορταρίτες άρχισαν να χτίζουν τ’ αρχοντικά τους έφεραν Ηπειρώτες μαστόρους από τα Ζαγοροχώρια και την Πυρσόγιαννη που έφθαναν εδώ οργανωμένοι ιεραρχικά, αρχιμάστορες, πετράδες, χτιστάδες, κάλφες, (θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ένα σπουδαίο τεχνίτη τον Δήμο Ζουπανιώτη που άφησε άριστα δείγματα δουλειάς σ’ ολόκληρο το Πήλιο και στην Πορταριά) και αναλάμβαναν το χτίσιμο των σπιτιών, των παράσπιτων και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Έτσι χτίστηκαν στ’ αρχοντικά πολλές βρύσες. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι η βρύση Τσοποτού η οποία αναστηλώθηκε το 1983 επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη από την Εφορεία Νεώτερων Χρόνων και η βρύση που σήμερα βρίσκεται μπροστά στο Δημαρχείο και η οποία έχει μεταφερθεί με ενέργειες του Δημάρχου Βασίλη Κοντορίζου από το σπίτι της Λαμπρινής Δόμπα. Την μεταφορά επιμελήθηκε ο Πορταρίτης μάστορας Κώστας Φιλιππώνης.
Η βρύση Τσοποτού είναι στεγασμένη με ξύλινη σκεπή καλυμμένη με Πηλιορείτικες πλάκες. Το πίσω μέρος της τετράκλιτης σκεπής στηρίζεται στο λιθοδόμημα της βρύσης, ενώ το μπροστινό στηρίζεται σε στρόγγυλες λίθινες κολώνες που έχουν λιτά πέτρινα κιονόκρανα σε πρισματικό τετράπλευρο με αντεστραμμένη τη βάση. Η σύνδεση του τοιχίου με τις κολώνες με λιθόκτιστες αψίδες. Η χούφτα είναι από πελεκητή μαρμαρόπετρα, βρίσκεται κάτω από αψιδωτά κτισμένες πέτρες. Αριστερά και δεξιά έχει δομημένες εσοχές για ν’ ακουμπούν προφανώς αντικείμενα.
Η βρύση μπροστά από το Δημαρχείο η οποία, όπως προείπα, μεταφέρθηκε και ξαναδομήθηκε από τον Κώστα Φιλιππώνη με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, είναι φτιαγμένη από πελεκητό πετρομάρμαρο ορθογωνιασμένο. Τα τοιχία αριστερά και δεξιά της χούφτας καταλήγουν σε αψίδα. Πάνω από την χούφτα η λιθανάγλυφη επιγραφή «1863 8βριου», αριστερά και δεξιά παριστάνονται 2 κεφαλές που κατά τον αείμνηστο λαογράφο Κίτσο Μακρή, είναι οι μάστορες της βρύσης, λίγο ψηλότερα έχει το δικέφαλο αετό και τον σταυρό με χιαστί το ακόντιο και το σφουγγάρι επίσης τα αρχικά IC XC NI KA.
Η βρύση μπροστά από τον προαύλιο χώρο του Τσοπότειου Δημοτικού Σχολείου είναι φτιαγμένη λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881. Λιτή κατασκευή που καταλήγει σε θόλο πάνω από την χούφτα, στην μετώπη ψηλότερα υπάρχει λιθανάγλυφη κορώνα που αντικαθιστά τον έως τότε δικέφαλο αετό και παραπέμπει στο Βασίλειο της Ελλάδος.
Βρύσες του 20ου αιώνα και τεχνίτες
Ντόπιοι μάστορες στο μεσοπόλεμο : Γιαννούκος Αργύρης, Κυριαζής Νάπας, Βλαχούτσος Κων/νος, Γιάννης και Γιώργος, Ανδρινός Γιάννης, Δημητρακόπουλος Δημήτρης, Παπαθανασίου Ν., Κούκος Γιάννης, Γαλής Γιάννης, Σουφλάρης Γιώργος.
Αυτό διήρκεσε μέχρι τον πόλεμο του 1940 και μέχρι το 1950. Μεσολάβησε ο βομβαρδισμός της Πορταριάς από Ιταλούς και η πυρπόληση της από τους Γερμανούς το 1944 με συνέπεια την καταστροφή πολλών αρχοντικών και σπιτιών. Οι σεισμοί του ’55 ήρθαν να συνεχίσουν την καταστροφή. Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση των Πορταριτών συνέτεινε ακόμη περισσότερο στην εγκατάλειψη. Η ανοικοιδόμηση άρχισε δειλά δειλά μετά τους σεισμούς.
Ντόπιοι τεχνίτες με γνώση και μεράκι κατασκεύασαν αρκετές βρύσες : ο Κώστας Φιλιππώνης, ο Στέλιος Σιώκος, ο Βασίλης Κούκος, ο Δημήτρης Δήμου, ο Νίκος Κοντοβάς, ο Ηλίας Φιλιππώνης, ο Μελέτης Ανδρινός, ο Σπύρος Ανδρινός, ο Σπύρος Διακουμής κ.α. Όλοι δημιούργησαν εκπληκτικές συνθέσεις δουλεύοντας κυρίως με προπανιώτικη πέτρα ή καναλιώτικη. Καθένας απ’ αυτούς με μεράκι, εφευρετικότητα έφτιαξε εκπληκτικές σε σχήμα και λειτουργικότητα βρύσες.
Στα 1905 που κτίσθηκε το Νηπιαγωγείο Πορταριάς με δωρεά των Αδελφών Αθανασάκη «Σχεδιαγράμμασι Ι.Κ. Αργύρη», όπως αναφέρει η λιθοανάγλυφη επιγραφή, στον προαύλιο χώρο εντοιχισμένη στα περίτεχνα τοιχία της περίφραξης υπάρχει βρύση, στην οποία το νερό έβγαινε μέσα από το στόμα γλυπτής κεφαλής λιονταριού.
Βρύση ίδιας περιόδου είναι ανάμεσα στα Αρχοντικά Κανταρτζή και Ζούλια (όπου και το Μουσείο Πορταριάς). Είναι μαρμαρόγλυφη, χρονολογία κατασκευής 1908.
Λίγα χρόνια αργότερα φτιάχτηκε η βρύση της Αδάμενας, δωρεά του Δήμου Ζούλια. Όπως δε αναφέρεται στη διαθήκη του φτιάχτηκε σύμφωνα με το σχέδιο της βρύσης Ψάρι.
Ήδη στην Πορταριά από αρχές του αιώνα (20ου) υπάρχει δίκτυο ύδρευσης με χαλύβδινες σωλήνες. Αυτό βοήθησε ώστε κάθε σπίτι ν’ αποκτήσει νερό μέσα και έξω κάποια υπαίθρια βρύση. Τότε χτίσθηκαν πάρα πολλές βρύσες από ντόπιους μαστόρους σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και υλικών, κυρίως από πέτρα, μάρμαρο και τα περίφημα βολιώτικα τούβλα Τσαλαπάτα, φτιασιδωμένες με αψίδες, θόλους, εσοχές σε σωστές αναλογίες και ισομετρίες.
Χαρακτηριστικές βρύσες αυτής της περιόδου είναι της Αγίας Μαρίνας και μπροστά από το πάρκιγκ Βασσάνη που έγιναν με έξοδα του Αθλητικού και Πολιτιστικού Συλλόγου “Ορμίνιο” και σε πάρα πολλά σπίτια.
Στην πλατεία Ταξιαρχών στην δεκαετία του ’60 συγχρόνως με το «Ξενία» έγινε, εκτός από την εκ θεμελίων ανακατασκευή της εκκλησίας των Ταξιαρχών, και μια όμορφη βρύση. Το σχήμα και η δομή της αποτέλεσε πρότυπο για τους μαστόρους. Χαρακτηριστικό της είναι ότι στη μετώπη πάνω από την χούφτα έχει εντοιχιστεί ανάγλυφο κεραμικό που απεικονίζει τους Ταξιάρχες. Δυστυχώς αυτή τη στιγμή κινδυνεύει από παρακείμενη λεύκα, της οποίας οι ρίζες έχουν δώσει κλίση επικίνδυνη θυμίζοντας τον Πύργο της Πίζας.
Στο δρόμο που οδηγεί στον Άη Γιάννη λίγο πριν τον Κάραβο είναι οι δίδυμες βρύσες κτισμένες σε αναλημματικό τοίχο της Παιδικής Χαράς στο οικόπεδο Σακελλαρίδη, φτιαγμένες από την τότε Κοινότητα Πορταριάς το 1992-3, διαθέτουν δύο χούφτες στις οποίες τρέχει το γαργαροκρυσταλλένιο νερό της Μάννας.
Στα καλντερίμια, στις αμαξιτές, στις πλατείες των εκκλησιών και άλλων δημοσίων χώρων υπάρχουν πολλές βρύσες. Το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε σπίτι πλούσιο ή φτωχικό. Η καθεμία έχει κάτι το ξεχωριστό στο σχήμα, στο μέγεθος, στον τρόπο και στα υλικά κατασκευής. Απλές, απέριττες και ίσαμε να εξυπηρετούν τις ανάγκες, πολλές φορές ιδιοκατασκευής, έως σύνθετες και πλουμιστές φτιαγμένες από χρυσοχέρηδες μαστόρους.
Μερικές βρύσες φτιαγμένες στην δεκαετία του ’50. Η βρύση στην πλατεία μπροστά από το ξενοδοχείο «Κρίτσα» φτιαγμένη προπολεμικά ανακατασκευάστηκε. Η δε εκροή του νερού γίνεται μέσα από μαρμάρινη κεφαλή λιονταριού που προϋπήρχε. Ίδια κατασκευή είναι κι αυτή μπροστά από το κατάστημα του Σκλείδη μόνο που έχει χούφτα για την εκροή του νερού.
Μια βρύση που έγινε με την λεγόμενη εθελοντική εργασία (αγγαρεία) του Σχεδίου Μάρσαλ το 1953 βρίσκεται στο παλιό καλντερίμι αυτό του Μεφσούτ στης Ισμήνης το σπίτι, νότια της Πορταριάς.
Κάτω από το νεκροταφείο και δίπλα στην Αγία Παρασκευή υπάρχει βρύση φτιαγμένη πριν πολλά χρόνια πιθανότατα με την μεταφορά του νεκροταφείου στη αυτή. Πάνω από τη χούφτα έχει εσοχές, ενώ ψηλότερα έχουν εντοιχιστεί κεραμικά διακοσμητικά πιάτα προφανώς σε νεότερη ανακαίνιση.
Αρκετές ακόμη βρύσες φτιαγμένες πριν το 1900, όπως αυτή κάτω από το Αρχοντικό Νικολαϊδη, στην Αγία Άννα, στο Καναλάκι, που ανακατασκευάστηκε, κατά τη διάρκεια της διάνοιξης του δρόμου από το Αρχοντικό Καταρτζή έως τις στροφές του παλιού αμαξιτού. Δυο βρύσες που “στέρεψαν” είναι στον αναλειμματικό τοίχο του προαυλείου της Αγίας Μαρίνας και στην οδό Ορμινίου.
Οι βρύσες της Πορταριάς αν μη τι άλλο δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο την άρρηκτη σχέση των νερών με τη ζωή του ανθρώπου και την εφευρετικότητα του για την καλύτερη αξιοποίηση, την χρηστική εκμετάλλευση μέσα από αισθητικές κατασκευές δεμένες με το φυσικό κάλλος του περιβάλλοντος χώρου.
του Βασίλη Κοντορίζου
Ιεροψάλτης δεν σημαίνει να γνωρίζεις άριστα την βυζαντινή μουσική ή να είσαι απαραίτητα καλλίφωνος. Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να νιώθεις αυτό που κάνεις, να ζείς την μαγεία των Ακολουθιών της Εκκλησίας, να αισθάνεσαι δέος και συγκίνηση όταν ψάλλεις τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής και ευφορία – χαρά, όταν βροντοφωνάζεις απ’ το ψαλτήρι το «Χριστός – Ανέστη».
Τέτοιους ψαλτάδες, η Πορταριά ευτύχησε να έχει, στο κοντινό μας παρελθόν και στις δύο Εκκλησίες. Τόσο στον Άγιο Νικόλαο, όσο και στους Αγίου Αναργύρους.
Πολλοί από μας τους παλαιότερους Πορταρίτες θυμούνται τον αείμνηστο ΤΡΥΦΩΝΑ ΚΡΙΤΣΙΝΗ, ράφτη στο επάγγελμα, και δεξιό ψάλτη των Αγίων Αναργύρων. Ο Τρύφων, ήταν αδελφικός φίλος του μακαριστού παπα – Γιώργη Χαλκιαδόπουλου και μόνιμη παρέα του στο τσιπουράκι το οποίο και οι δύο τιμούσαν – ιδιαίτερα στο μπακάλικο του Κόκκαλη. Ο Τρύφων ήταν ένας έντιμος καλοκάγαθος άνθρωπος και πολύ μεγάλο πειραχτήρι. Πολλά ήταν τα ευτράπελα που διαδραματίσθηκαν την εποχή εκείνη, μέσα και έξω από τον Ι.Ναό των Αγίων Αναργύρων.
Κάποτε, έφυγαν από το μπακάλικο του Κόκκαλη, παππάς και ψάλτης, μετά από την σχετική «τσιπουροκατάνυξη», για την Εκκλησία, προκειμένου να τελέσουν κάποια εσπερινή ακολουθία. Το βιβλίο της Εκκλησίας αναφέρει ότι ο ψάλτης λέει: «Κύριε ελέησον – Κύριε ελέησον – Κύριε ελέησον, πάτερ άγιε ευλόγησον». Ο Τρύφων όμως, αφού είπε τρείς φορές το «Κύριε Ελέησον» σταμάτησε. Τότε ο παππά – Γιώργης φωνάζει απ’ το Ιερό «πάτερ άγιε ευλόγησον». Τσιμουδιά ο Τρύφων. «πάτερ άγιε ευλόγησον» ο παππά – Γιώργης, σιγή ο Τρύφων. Βγαίνει στην Ωραία Πύλη ο παππάς, «πάτερ άγιε ευλόγησον» και ο Τρύφων: «Σιγά να μη σε πώ και Άγιο….». Κόκκαλο ο παππάς. Το περιστατικό αυτό δείχνει το πόσο αγαπημένοι φίλοι ήσαν οι δυό αυτοί εξαίρετοι άνδρες, που δεν δίσταζαν να πειράζονται μεταξύ τους, ακόμη και μέσα στην Εκκλησία, χωρίς όμως να τους λείπει ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοεκτίμηση. Ήσαν αχώριστοι, φρόντιζε και βοηθούσε ο ένας τον άλλον και δεν τολμούσε να κατηγορήσει κανείς τον ένα μπροστά στον άλλον. Ελπίζω ότι στον Παράδεισο, όπου βρίσκονται και οι δύο, θα συνεχίζουν να κάνουν παρέα και να αλληλοπειράζονται.
Ένα άλλο ευτράπελο περιστατικό, για το οποίο έχω προσωπική εμπειρία, συνέβη στο μπακάλικο του μακαρίτη Κ.Βλάχου (αυτό που σήμερα έχει ο Β. Χρυσόμαλλος). Πρωταγωνιστής βέβαια ο Τρύφων.
Κάθονταν λοιπόν η γνωστή παρέα στο μοναδικό τραπεζάκι του μπακάλικου κι’ έπιναν τα τσιπουράκια τους. Μαζί τους και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Ήταν η εποχή που είχα εκλεγεί για πρώτη φορά Πρόεδρος της Κοινότητάς μας και ήμουν τότε 27 ετών. Πλησίασα για να μπώ στο μπακάλικο και μόλις με πήρε είδηση ο Τρύφων απ’ την διπλανή πόρτα, λέει στον πατέρα μου. «Γιάννη, σβύσε αμέσως το τσιγάρο, έρχεται ο Πρόεδρος».
Ο πατέρας μου, παρόλο που αντελήφθη το αστείο του Τρύφωνα και για να συνεχιστεί η πλάκα, αντέδρασε. Τότε ο Τρύφων του λέει «Γιατί ρε, άμα ήταν παππάς, δεν θα του φλιούσης του χερ’…;».
Ο συγχωρεμένος Κώστας Κουτσινάκας διετέλεσε επί αρκετά χρόνια ο μοναδικός ψάλτης των Αγίων Αναργύρων. Ιερέας, βέβαια, ο μακαριστός παπα- Γιώργης Χαλκιαδόπουλος και νεωκόρος του Ναού η αείμνηστη Αντωνία Μανθογιάννη. Την αναφέρω εδώ διότι η Αντωνία έπαιξε κι αυτή σημαντικό ρόλο στις σχέσεις παπά – ψάλτη και ψάλτη – νεωκόρου.
Ο Κώστας λοιπόν, ήταν τυφλός εκ γενετής. Έψαλλε τις ακολουθίες, είτε αποστήθους είτε με το βιβλίο με τις τρυπούλες, το λεγόμενο σύστημα Μπράϊγ. Η σοβαρή αυτή έλλειψη της αίσθησης της όρασης αντικαθίστατο από τις άλλες αισθήσεις. Είχε οξύτατη ακοή και οξύτατη αφή. Καταλάβαινε αμέσως με ποιόν μιλούσε, όχι μόνο από τη φωνή του ( εκεί δεν του ξέφευγε κανείς ) αλλά και από τον βηματισμό του ακόμη. Ήταν αδύνατο να τον ξεγελάσει κάποιος με τα χαρτονομίσματα, γιατί τα αναγνώριζε με την αφή.
Το τυπικό της Εκκλησίας το γνώριζε άριστα, αλλά, κι αν κάπου είχε έλλειψη, λόγω της αναπηρίας του, είχε την αμέριστη συμπαράσταση του παπα – Γιώργη. Έλα όμως που ο παπα – Γιώργης ήταν μεγάλο πειραχτήρι…Έβαζε λοιπόν την Αντωνία να κάνει διάφορες παρατηρήσεις στον Κώστα και τον Κώστα να κάνει το ίδιο στην Αντωνία, έτσι προέκυπτε ένας τρικούβερτος καβγάς μεταξύ τους, ενώ ο παπα – Γιώργης τους κοιτούσε από μακρυά με το αθώο χαμόγελο του και το πανέξυπνο βλέμμα του.
Ο Κουτσινάκας εκτός από ψάλτης των Αγίων Αναργύρων, ήταν και «επιχειρηματίας». Κάθε Κυριακή, μετά το τέλος της λειτουργίας, άνοιγε τον πάγκο με το…στραγαλάδικο, απέναντι από την Αγία Μαρίνα.
Την εποχή εκείνη, η μόνη διασκέδαση για μας τους νέους, ήταν η βόλτα από την πλατεία μέχρι το άγαλμα του Ζούλια. Το χαρτζιλίκι ελάχιστο, ίσα – ίσα για στραγάλια από τον Κουτσινάκα, κι αυτά όχι για όλους.
Έτσι ο Κώστας έκανε χρυσές δουλειές.
Όταν έκλεινε το ΄΄μαγαζί΄΄ , έψαχνε να βρει την παρέα για κανένα κρασάκι. Πρέπει να πούμε ότι ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος, καλόψυχος και διασκέδαζε με το κέφι του τους φίλους του.
Μετά την σχετική κρασοκατάνυξη άρχιζε το τραγούδι ( ήταν η αδυναμία του Κουτσινάκα ), υστερούσε όμως εκεί, δεν τον βοηθούσε η φωνή του. Τόσο πολύ φάλτσα τραγουδούσε, που ανάγκαζε τον φίλο μας, καλαμπουρτζή της παρέας, Λάκη Μανώλη να του λέει ΄΄Κώστα σταμάτα, έτσι που τραγουδάς θα τρομάξεις τις προβατίνες και θα βγάλουν τα παλούκια΄΄.
Αυτός ήταν ο Κώστας Κουτσινάκας ψάλτης – επιχειρηματίας και καλός φίλος. Οι παλαιότεροι τον θυμούμαστε με πολύ αγάπη, ήταν τα χρόνια τέτοια που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έκαναν παρέα, διασκέδαζαν με τα μικρά, τα ασήμαντα για την σημερινή εποχή, μοναδικά όμως για τότε.
Ο Γιώργος Καζαντζής διετέλεσε επί σειρά ετών αριστερός ψάλτης του Αγίου Νικολάου. Το δεξιό ψαλτήρι κρατούσε μονίμως ο Ανδρέας Σιώκος και στη συνέχεια – μέχρι σήμερα – ο Στέλιος Σιώκος.
Ιερείς, που εγώ θυμάμαι να λειτουργούν στον Αϊ Νικόλα, με ψάλτη τον Γιώργο Καζαντζή, ήταν ο μακαριστός πατέρας Παναγιώτης Γεραμπίνης και ο πατήρ Τιμόθεος. Ο Γιώργος Καζαντζής ήταν γείτονας μου. Το σπίτι του είναι αυτό που κληρονόμησε η κόρη του η Καίτη.
Σύχναζε, μέχρι το 1960, που έκλεισε, στο μαγαζί του πατέρα μου και επιδίδονταν στο αγαπημένο του σπορ, το τάβλι. Το τάβλι για τον Γιώργο, δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα του, ήταν πάθος.
Όχι πως αν έχανε, θα καταστρεφόταν χάνοντας χρήματα. Για το λουκούμι έπαιζαν όλοι. Έπρεπε όμως απαραιτήτως να κερδίσει. Είναι όμως δυνατό αυτό; Ζάρι είναι, πολλές φορές ευνοεί και τον ατζαμή ακόμη. Βέβαια με τους ατζαμήδες, ο Γιώργος απαξιούσε να παίξει, ήθελε δυνατούς ταβλαδόρους, καθόσον αυτοαποκαλείτο ΄΄πρύτανης΄΄. Όταν όμως έχεις τέτοια σιγουριά και έπαρση, δεν έχεις ψυχραιμία και επομένως κάνεις λάθη και στο τέλος χάνεις την παρτίδα.
Ο Γιώργος όμως ακόμη κι όταν έχανε, έλεγε στον αντίπαλο : ΄΄Εσύ τρως το λουκούμι, αλλά εγώ κέρδισα΄΄ και είχε τα επιχειρήματα του. ΄΄Έκανες λάθος στο 6-5, δεν έπρεπε να παίξεις έτσι. Αυτά μόνον οι ατζαμήδες τα κάνουν, αλλά ατζαμής δεν είσαι κι εσύ;… Τι περιμένεις;΄΄
Αδύνατον όμως και να θέσει κανείς ΄΄εν αμφιβόλω΄΄ τα όσα ισχυριζόταν. Κάποτε δούλευε, με άλλους πορταρίτες μαζί, στην καθαριότητα των δρόμων. Οι εργάτες τότε, έκαναν διακοπή για φαγητό στις 12 το μεσημέρι και συνέχιζαν την εργασία τους το απόγευμα. Κατά τις 11, ο Γιώργος σταματάει την εργασία του και ετοιμάζεται για φαγητό.
- Γιατί σταμάτησες Γιώργο; Είναι 11 ακόμη, του λέει ο επικεφαλής του συνεργείου και του δείχνει το ρολόι του.
- Όχι 12 είναι, απαντάει ο Γιώργος.
- Ρε παιδιά ποιος έχει ρολόι, τι ώρα είναι;
- 11, του απάντησαν οι άλλοι.
- Όχι 12, επιμένει ο Γιώργος. Τα ρολόγια σας δεν πηγαίνουν καλά.
- Όλα;
- Όλα.
- Κι από πού εσύ συμπεραίνεις ότι είναι 12;
- Καλά δεν ακούσατε τον κόκορα που λάλησε; Κουφοί είστε;
Αριστερός ψάλτης ο Γιώργος και κόντεψε να βρει τον μπελά του, στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
Τον έσωσε όμως η ευστροφία του και η ετοιμότητα του.
Άκουσε ένας από τα αποσπάσματα αριστερός ψάλτης και του επιτέθηκε αγρίως.
- Αριστερός;
- Μα … ψάλτης.
- Δεν έχει σημασία, αφού είσαι αριστερός … στο Λόχο.
Οδηγείται, σπρωχνόμενος στο Λόχο, στο κτήριο Σπυρίδη. Κατά καλή του τύχη διασταυρώνεται με τον Λοχαγό ( έναν εξαίρετο άνθρωπο από τα Λεχώνια, Λεμονίδη Γιώργο ονόματι )
- Γιατί τον φέρατε αυτόν;
- Είναι αριστερός … ψάλτης.
- Είσαι αριστερός ρε;
- Όχι κύριε Λοχαγέ, δεξιός είμαι.
- Καλά, πως γίνεται αυτό; Ποιο ψαλτήρι κρατάς;
- Το ψαλτήρι που βρίσκεται στα δεξιά του παπά όταν βγαίνει στην Ωραία Πύλη.
Γέλασε ο Λοχαγός με την εξυπνάδα του Γιώργου και έδωσε εντολή να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Ίσως οι νεότεροι αναγνώστες μας, να βρουν κάποια υπερβολή στο επεισόδιο. Δεν είναι όμως έτσι, πρόκειται για αυθεντική ιστορία. Οι παλαιότεροι που έζησαν εκείνες τις μαύρες μέρες, θα με δικαιολογήσουν και ίσως να έχουν να διηγηθούν κι άλλα περιστατικά, ακόμη πιο ευτράπελα ή τραγικά. Ο Γιώργος Καζαντζής, ήταν πραγματικός επαγγελματίας ψάλτης. Ήξερε το τυπικό της Εκκλησίας καλύτερα από όλους. Γνώριζε καλά την βυζαντινή μουσική και ήταν πάντοτε συνεπής στις Εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Κάποτε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Αγίου Νικολάου, αποφάσισε να αγοράσει 30 καρέκλες και ψάθες για το δάπεδο του Ναού.
Ο Γιώργος, έκανε τη σκέψη, πως για να αγοράζουν έπιπλα κλπ, θα πει πως τους περισσεύουν χρήματα. Αμέσως έρχεται σε συνεννόηση με τον δεξιό ψάλτη και ζητούν από τους επιτρόπους αύξηση μισθού, εισπράττοντας την άρνηση ΄΄ ομοφώνως΄΄ του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Εκείνος που πληροφορήθηκε από τους πρώτους το πάθημα των ψαλτάδων του Αγίου Νικολάου, ήταν ο Τρύφων Κριτσίνης, ψάλτης κι αυτός, των Αγίων Αναργύρων. Ο Τρύφων γελούσε κάτω από τα μουστάκια του με το φιάσκο που έπαθαν οι συνάδελφοι του. Ξύπνησε μέσα το χιουμοριστικό του - έπρεπε να βρει τρόπο να τους πειράξει … Και βρήκε. Σκάρωσε τον παρακάτω στίχο:
Ο Καζαντζόπουλος και ΣΙΑ
ζητά λεφτά από την Εκκλησία
κι αυτοί αγοράζουνε καρέκλες
και παραγγέλνουνε χαλιά.
Πω, πω τι συμφορά
που ‘παθε η Εκκλησία
από τους ψάλτες του απάνω μαχαλά.
Κι άλλα πολλά, ανάλογα στιχάκια, κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη, σχετικά με τους ψαλτάδες και τον Γιώργο Καζαντζή. Εμπνευστής των περισσοτέρων ο Τρύφων. Ένα από αυτά που διέσωσε και αναφέρεται στον εγωιστικό χαρακτήρα του Γιώργου Καζαντζή είναι και το εξής:
Χαίρε Καζαντζή πανθαύμαστε
της Πορταριάς ο φωστήρ
της Ελένης ο σύζυγος
του Αλέκου ο τρίδελφος
και του Ανδρέα ( Σιώκου ) ο αντίπαλος
της Εκκλησίας ο τυπάριος
και του Ανδρέα ο Λαμπαδάριος
Αυτός ήταν ο μακαρίτης Γιώργος Καζαντζής. Όλοι οι παλαιότεροι Πορταρίτες τον θυμούνται με πολύ συμπάθεια και ο καθένας έχει και μια προσωπική ιστορία να διηγηθεί, όπου πρωταγωνιστής ήταν ο Γιώργος.
Η συνέχεια των ψαλτάδων της Πορταριάς ανήκει στην οικογένεια Σιώκου. Πρώτος ο Ανδρέας, μετά ο Στέλιος και ακολουθεί ο Γιώργος.
Εκκολαπτόμενος ιεροψάλτης και ο εγγονός Στέλιος ο οποίος δεν είναι μόνος. Στα αντίφωνα έχει τον θαυμάσιο ψάλτη Γιώργο Βαρώτα.
Για αυτό δεν θα συνεχίσουμε την έρευνα, ευχόμενοι ολόψυχα στους εν ενεργεία ψαλτάδες της Πορταριάς, να ζήσουν πολλά – πολλά χρόνια και να απολαμβάνουμε τις υπέροχες φωνές τους στα ψαλτήρια των εκκλησιών μας.
5. ΤΟ «ΘΕΟΞΕΝΙΑ» ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ[12]
Απομαγνητοφώνηση Γ.Τ.
Το «Μέγα Θεοξένεια» κτίσθηκε από τους αδελφούς Αθανασάκη το 1898[13]. Δεξιά στην αυλή υπήρχε κομμωτήριο – κουρείο, ανεξάρτητο από το υπόλοιπο μέγαρο. Το κτίσμα σώζεται ερειπωμένο. Στην αυλή υπάρχει ακόμα η αγριοκαστανιά, 100 χρόνων και πάνω. Μπροστά στην είσοδο βρίσκονταν μια όμορφη πέργκολα με σουηδικό ξύλο και τέσσερις μεγάλες κολώνες. Στο κυρίως ξενοδοχείο: Η κύρια είσοδος κι ένα μικρό θυρωρείο δεξιά. Δεξιά και το μεγάλο σαλόνι του ξενοδοχείου, μ’ ένα πιάνο πανάκριβο για την εποχή – ένα από τα λίγα έπιπλα που δεν καταστράφηκε – και μια επίπλωση σκαλιστή.
Όλα τα σερβίτσια ήταν ασημένια. Μαχαίρια, πιρούνια, πιατέλες που σερβίρανε, κανάτες για τον καφέ ή το τσάι, ψωμιέρες. Μόνον τα πιάτα δεν ήταν ασημένια, κι αυτά είχαν έλθει ειδική παραγγελία, από εργοστάσιο της Βαυαρίας, το μεγαλύτερο στη Γερμανία. Υπήρχε ειδική επιγραφή γι’ αυτό. Εγώ τέτοια έχω καμιά διακοσαριά ακόμη, διάφορα. Όταν έτρωγαν οι Ιταλοί, τον καιρό που είχαν επιτάξει το ξενοδοχείο, στην άκρη του τραπεζιού κάθονταν ο Διοικητής, αντιφασίστας, με τον οποίο γίναμε πολύ φίλοι, παρακολουθούσε τους στρατιώτες του κι εγώ περνούσα απέναντι. Δίπλα στο πιάνο υπήρχε ραδιόφωνο με το οποίο, εκείνη την ώρα έπιανα Λονδίνο. Αριστερά στο βάθος ήταν ο μπουφές. Για να μείνεις στο «Θεοξένεια» ήθελες τουλάχιστον 30 χρυσές λίρες τη βραδιά. Έτρωγαν «φουλ πανσιόν», επειδή τότε δεν έκαναν δίαιτα. Ο μεσημέρι τρία πιάτα οπωσδήποτε και δύο το βράδυ. Σούπα, ψάρι, φρούτα, γλυκά και το πρωί αυγά και μπέικον. Το βράδυ στις 10 άρχιζε στο μπαρ να παίζει η ορχήστρα. Η ορχήστρα ήταν του Μαυραντώνη. Χόρευαν χορτάτοι ως τις 12 κάθε βράδυ. Αριστερά στην είσοδο υπήρχε ένα μεγάλο ασανσέρ, αυτό που γνωρίζετε με το κουβούκλιο και το πλέγμα. Μόνο που λειτουργούσε με μανιβέλα. Δεξιά στο βάθος ήταν η σκάλα. Ανέβαινες εφτά σκαλιά ως τα γραφεία της επιχείρησης κι άλλα έξι ως τον πρώτο όροφο. Υπήρχαν δύο όροφοι από 16 δωμάτια. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τουαλέτες ανά δωμάτιο έτσι θεωρήθηκε μεγάλη πολυτέλεια που το Θεοξένεια διέθετε έξι τουαλέτες σε κάθε όροφο. Μαζί με τα ερμάρια για τα σεντόνια, όλα λινά. Στο βάθος αριστερά ήταν η κουζίνα και η λάντζα, δίπλα μια αποθήκη με σαμπάνιες, κρασιά και κονιάκ. Το Άσυλο Βόλου έδινε μια γιορτή το Δεκαπενταύγουστο, όπου έβρισκες όλα τα κρασιά, τις σαμπάνιες και τα, σπάνια τότε, ουίσκι…
Ιωσήφ Δασκαλάκης
τελευταίος Διευθυντής του «Θεοξένεια» το 1944
Οι κυρίες χόρευαν κι έπαιρναν μέρος σε διαγωνισμούς πρωτότυπους. Θυμάμαι ότι για το διαγωνισμό καλύτερης τουαλέτας, μια κυρία που πήρε το πρώτο βραβείο, είχε ένα φόρεμα φτιαγμένο ολόκληρο από γαρδένιες…
Θωμάς Πολυχρόνου
Πήγαμε με τους γονείς μας να δούμε τα «Καλουτάκια». Η μάνα μου φορούσε μια μακριά τουαλέτα. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι. Έβαλα τα κλάματα.
Ελένη Τσίγκρα
… Δεκαπενταύγουστο ήταν το ’39 που ξοδεύτηκαν 150 σαμπάνιες, 20 Ουάιτ βέμπελ και περφέξιον ουίσκι, 15 μπουκάλες κονιάκ «Κούτσικο» του Βόλου, πασίγνωστο τότε στην Ευρώπη. Στο βάθος, δεξιά, υπήρχαν δύο τουαλέτες μικρές και μια μικρή γκαρνταρόμπα. Στο υπόγειο κουζίνες, αποθήκες, βοηθητικοί χώροι. Εδώ έρχονταν συχνά ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον έφερνε ο Σπυρίδης, του οποίου το σπίτι το βλέπετε δίπλα και ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών του Βενιζέλου. Από το 1936 έως τον πόλεμο θυμάμαι ότι ο Βενιζέλος έρχονταν σχεδόν κάθε χρόνο. Έμεινε από μια εβδομάδα έως και εικοσιπέντε μέρες.
Ιωσήφ Δασκαλάκης
Έστησαν μια εξέδρα … Και ο παππούς σου, που ήξερε γράμματα, ας έκανε τον τσαγκάρη τον προσφώνησε «Ως ευ παρέστητε Ελευθέριε, σοφέ».
Ελένη Τσίγκρα
Από εδώ πέρασε και ο Τσαλδάρης και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ως διάδοχος ο Παύλος. Επίσης ο συγγενής του Αθανασάκη Κοσμαδόπουλος[14] κ.α.
Ιωσήφ Δασκαλάκης
Κι όπως ο Κωνσταντίνος έτρωγε μακαρονάδα ακούσθηκε ένας Πορταρίτης να φωνάζει: «Μπήξε διάδοχε, μακαρονάδα»
Θωμάς Πολυχρόνου
Είχαν στρώσει χαλιά από τα πρώτα σκαλοπάτια της πλατείας ως το ξενοδοχείο. Είχαν φορέσει στολές στους Αλεξανδρίδηδες, τους ταξιτζήδες.
Κυριαζής Κουνάρας
Στην Κατοχή πέρασα μια περιπετειώδη, αλλά όμορφη ζωή, επειδή λόγω του νεαρού της ηλικίας δεν φοβόμουν. Πρώτα το επιτάξανε οι Ιταλοί. Έμενε εδώ ένα Σύνταγμα, μ’ έναν συνταγματάρχη Μορτοράνο κι ένα φίλο που έκανα εγώ μετά, τον Μάριο Μπελίνι. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι αγαπούσαν την Ελλάδα. Ο μεν συνταγματάρχης είχε δώσει εντολή να δίνουν στους φτωχούς πανιότες από το φούρνο και με τα άρβυλα του στρατού υπόδησε όλους τους ηλικιωμένους. Αυτή ήταν η αιτία που τουφεκίστηκε ο Μορτοράνο. Με τον κ. Μπελίνι είμαστε πολύ φίλοι ακόμη, τώρα είναι πολύ άρρωστος στο νοσοκομείο. Ο Κλειδωνάρης, ο Νίκος ο Πετούσης, ο Σταύρος ο Κατράνης, ο Σταύρος ο Αλεξανδρίδης κι εγώ κάναμε εδώ την πρώτη ΕΠΟΝ. Με τους Ιταλούς καλά περνούσαμε, ήρθε όμως μετά η συνθήκη του Μπαντόλιο, όλοι οι νέοι κάναμε μια μεγάλη παρέλαση ως τον Άγιο Κωνσταντίνο του Βόλου. Αλλά δυστυχώς μετά από τρεις μέρες κατέφθασαν 40 αυτοκίνητα Ες-Ες από την Λάρισα. Ήλθαν ως εδώ με τα πόδια κι έκαψαν ζωντανό τον Φιλιππώνη, την ώρα που χτυπούσε την καμπάνα να φύγουμε. Εκείνη η εποχή ήταν πολύ δύσκολη, επειδή οι Ες-Ες ήταν αδίστακτοι.
Ιωσήφ Δασκαλάκης
Όταν σκότωσαν τον Φιλιππώνη, στον Άη Ταξάρχη, μπροστά στο καμπανάκι που χτυπούσε για να ειδοποιήσει το χωριό, έδωσαν διαταγή να περάσει όλο ο χωριό, μπροστά στο πτώμα, να δει το νεκρό και να παραδειγματιστεί. Πρώτη φορά έβλεπα καμένο άνθρωπο. Δεν θα το ξεχάσω αυτό το θέαμα.
Ελένη Τσίγκρα
Στη Μάνα στρατοπέδευε ένα τάγμα από αντάρτες. Ανεβαίνοντας οι Γερμανοί, για να πάρουν το τελευταίο τάγμα που είχαν στο Πλιασίδι, έδωσαν μια διαταγή «να μη μας πειράξει κανένας για να μη πειράξουμε κανένα». Την ώρα που έφευγαν, στρίβοντας τον Ταξάρχη, δύο αντάρτες από το νεκροταφείο τους έριξαν δύο ριπές. Αμέσως κατέβηκαν απ’ τα αυτοκίνητα, γύρισαν στο χωριό και το έκαψαν όλο.
Ιωσήφ Δασκαλάκης
Γ.Τ.
6. ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΕΣ Η ΝΟΙΚΙΑΣΤΑΔΕΣ
Οι νοικιαστάδες άρχιζαν να καταφθάνουν στην Πορταριά από το μεγαλοβδόμαδο, με το πρώτο πρασίνισμα της πηλιορείτικης φύσης. Από την Μεγάλη Δευτέρα οι νοικοκύρηδες άρχιζαν να καθαρίζουν το σπίτι που θα νοίκιαζαν. Αν το σπίτι ήταν μονόροφο καθαρίζονταν ο όροφος για τους νοικιαστάδες. Η οικογένεια έμενε στο ισόγειο ή στο παράσπιτο – ένα μικρό σπιτάκι που υπήρχε στο βάθος του κήπου.
Κάποια στιγμή άκουγαν τους νοικιαστάδες να ανεβαίνουν. Τους οδηγούσαν ο Μπάμ και ο Φστάνας, οι αχθοφόροι του χωριού που γίνονταν ενίοτε και μεσίτες. Ο Φστάνας μάλιστα συνεταιρίζονταν με τον Σπύρο τον Τζαννέτο. Ο τελευταίος πρέπει να ήταν ο κλασσικός τύπος του πολυτεχνίτη. Εκτός από τα νοίκια είχε ανοίξει με τον Τόμη τον φωτογράφο (Καραζαφείρη) και το κεντράκι «οι δορυφόροι»[15] στο κτίσμα που σήμερα βρίσκεται το σπίτι του Δημ. Κόκκαλη.
Οι νοικιαστάδες ήσαν οι άνθρωποι που όχι μόνο μύριζαν από μακριά το σπίτι που ήταν έτοιμο αλλά εύρισκαν και τα κατάλληλα με το βαλάντιο των παραθεριστών σπίτια. Ήξεραν, επί παραδείγματι, ότι τα χαμηλά σπίτια ήταν εύκολα στην πρόσβαση των ασθενών ανθρώπων που θα παραθέριζαν εκεί, όμως ήξεραν και πώς θα πρεπε να παινέσει τον «άλλον αέρα» που είχαν τα ψηλότερα, είτε ανέβαινες ως εκεί με σκάλες είτε από καλντερίμι.
Οι παραθεριστές ή νοικιαστάδες ήσαν οικογένειες απ΄τον κάμπο πλούσιες, αλλά και από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη και από το Εξωτερικό, κυρίως από την Αίγυπτο. Κάποια μέλη τους ήταν άρρωστα από ελονοσία ή από φυματίωση. Αυτά εύρισκαν τον ξερό αέρα του καλοκαιριού της Πορταριάς, σαν φάρμακο ακριβό. Οι νοικοκυραίοι βέβαια φοβόντουσαν τις μεταδοτικές αρρώστιες γι’ αυτό και τηρούσαν σχολαστική καθαριότητα κι απομάκρυναν τα παιδιά τους: «Θυμάμαι ότι είχαμε μια οικογένεια απ’ τη Θεσσαλονίκη και τρώγαν στην αυλή έξω κι εγώ πήγαινα εκεί κοντά κι ο αδελφός μου με μάλωνε. Και φώναζα- το θυμόνταν η μητέρα μου ύστερα και μου το ‘λεγε-«μαμά, δεν μ’ αφήνει ο Γιώργος να πάω να μου δώσει ή κυρία…..παντάμ καρπούζι…» Και κυρία και παντάμ (δηλαδή μαντάμ).
Άλλη κυρία είχε πυρετό από ελονοσία. Τη θυμάμαι να μένει μόνη στην άκρη της αυλής σκεπασμένη μ’ ένα χράμι κι όταν έπεφτε ο ήλιος μας φώναζε από μακριά: «Θαλά καθίσω ακόμα λιγάκι εδώ στην αυλή, να σας κάνω παρέα, αλλά έχω θερμασιά, θα πάω να κουκλωθώ (κουκουλωθώ)».
Ανέβαιναν στη Μάννα, έναν όμορφο περίπατο τότε. Ανέβαιναν για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα ιδιαίτερα τα παιδιά. Υπήρχαν βέβαια και τα φάρμακα, κυρίως με την εμφάνιση του κινίνου αντιμετωπίσθηκε η ελονοσία. Μάλιστα οι άρρωστοι νοικιαστάδες κουβαλούσαν μαζί τους το πικρό χάπι τους και το έπιναν σε συγκεκριμένες ώρες. Κάποιοι από αυτούς θεραπεύονταν είτε από τα φάρμακα είτε από το κλίμα, κάποιοι πέθαιναν στο χωριό και γύριζαν πίσω περίλυποι οι συγγενείς τους.
Γίνονταν και παζάρια για το κλείσιμο των σπιτιών:
«Η μητέρα μου άρχιζε απ’ τις πέντε και κατέβαινε στις τέσσερις, στον τρίτο νοικιαστή που έβλεπε, στις τρεις και μερικές χρονιές παίρναμε και δύο χιλιάδες –αλλά είχαν αξία. Και μόλις τα παίρναμε αυτά τα δύο χιλιάρικα, τότε κατέβαινε η μητέρα μου με τον πατέρα μου στο Βόλο, παίρναμε το σιτάρι για όλη τη χρονιά, περνούσαμε ως το άλλο καλοκαίρι, πληρώναμε τον θείο της μητέρας μου, τον Σίμο απ’ το Κατηχώρι, λάδι για όλη τη χρονιά, που το βάζαμε σ’ ένα πιθάρι και το σκεπάζαμε με δέρμα. Κάποτε μάλιστα τυλίγονταν στο πιθάρι ένας λαφιάτης, ξέρεις το φίδι με τα κέρατα, που δεν το πειράζαμε γιατί ήταν το φίδι του σπιτιού. Και μαζί με τα ψώνια που έκαναν στο Βόλο οι γονείς μου παίρναν κι ένα τόπι κάμποτο πανί, με το οποίο μας έφτιαχνε η γιαγιά εσώρουχα».
«Ήταν μια πολύ καλή κυρία . Ήταν τότε 52 χρόνων με τον άντρα της συνταξιούχο. Αυτός ο άντρας της, ο Δημήτρης Υμέναιος, εργάζονταν σε μια εταιρία στην Αίγυπτο… αυτή με τα βαπόρια…το Σου…Σουέζ. Έρχονταν συνεχώς στο σπίτι μας. Άλλη μια κυρία απ’ την Αθήνα ήταν σύζυγος εφοπλιστού, η κυρία Ψιακή. Είχε και υπηρέτρια. Όταν ήλθαν την πρώτη χρονιά με τον άντρα της πήγαν στο «Θεοξένια». Την επόμενη χρονιά είχε πεθάνει το παιδάκι της και της ερχόνταν άσχημα να πάει στο «Θεοξένια», ήθελε σε μας. Το δεύτερο παιδάκι της ήταν αδύνατο, φοβόταν, γι’ αυτό και το τάιζε όλη μέρα. Μαγείρευε τρία φαγητά την ημέρα. Έφαγε όλη η γειτονιά, είχαμε φτωχούς εκεί πάνω στην Αγία Κυριακή, τρώγαν όλοι οι φτωχοί από τα φαγητά που έφτιαχνε. Η κυρία Ψιακή, στο τέλος του καλοκαιριού πήρε δύο οκάδες, η νταντά πήρε εφτά οκάδες. Και το παιδάκι που ήθελαν να δυναμώσουν δεν πήρε ούτε δράμι».
Ανάμεσα στις οικογένειες των νοικιαστάδων και των νοικοκυραίων αναπτύσσονταν όπως είπαμε σχέσεις φιλικές. Ορισμένοι είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που τους φιλοξενούσαν. Έτρωγαν από τα φαγητά τους, τους έλεγαν τα μυστικά τους.
«Εκείνα τα χρόνια οι νοικιαστάδες έρχονταν κυρίως από τον κάμπο, για να αναπνέουν καθαρό αέρα και να γλυτώνουν από την ελονοσία.
Μαζί τους κουβαλούσαν τις προμήθειες όλων των μηνών. Σκόρδα, κρεμμύδια, πατάτες, ζυμαρικά ακόμη και κονσέρβες. Έμεναν στην Πορταριά από τον Ιούλιο (ή τα μέσα Ιουνίου) έως τον Σεπτέμβριο.
Θυμάμαι κάποιον κύριο που έφερνε δύο κοριτσάκια δώδεκα και δεκατριών χρόνων. Έμεναν στη γειτονιά, εδώ πιο πάνω.
Είχε τόση εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που τους νοίκιαζαν το σπίτι ώστε μαζύ με τα δικά τους παιδιά, τα ‘παιρναν μαζύ τους σε εξοχές, έκαναν μαζύ βόλτες και εκδρομές.
Όταν έφθανε ο καιρός των σχολείων, ο κύριος αυτός γύριζε κι έπαιρνε πίσω τα παιδιά, ευχαριστώντας τους νοικοκυραίους. Κι αυτό γίνονταν για χρόνια.»
Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Οι αρρώστιες που ταλαιπώρησαν τόσο κόσμο έχουν σχεδόν εξαφανισθεί. Τα φάρμακα και οι αποξηράνσεις κατάργησαν την ελονοσία, τα αντιβιοτικά μείωσαν στο ελάχιστο την φυματίωση.
Τα μεγάλα σανατόρια, του Στρατηγόπουλου και του Καραμάνη, έκλεισαν, ερειπώθηκαν, χάθηκαν.
Ταυτόχροναι μειώθηκαν οι αποστάσεις και ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
Ο τουρισμός αντικατέστησε τον παραθερισμό. Σήμερα υπάρχουν τουρίστες που με τα αυτοκίνητά τους αλλάζουν συνεχώς τόπο. Δεν μένουν σ’ ένα κατάλυμμα.
Όπου βρεθούν αναζητούν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, αν δεν καταλύουν σε ξενοδοχεία ή ξενώνες.
Έτσι, οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αλλάζουν τις τιμές. Μια βραδιά διανυχτέρευσης κοστίζει όσο ένας μήνας παραθερισμού – εντούτοις όλοι διαθέτουν για τις διακοπές τους αυτά τα χρήματα.
Παρ’ όλα αυτά σώζεται μια εκδήλωση απ’ τα παλιά: Η Παράκληση για τους παραθεριστές που γίνονταν στον Άγιο Νικόλαο, συνεχίζεται κάθε καλοκαίρι έως και σήμερα, την Κυριακή του Πηλιορείτικου Γάμου.
Έλειψαν βέβαια οι εκδηλώσεις στα κέντρα, οι διαγωνισμοί για την «μίς παραθερίστρια», οι χοροί προς τιμήν των φιλοξενουμένων.
Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν βελτιώνονται κατ’ ανάγκην ανάλογα με τις παρεχόμενες στον πελάτη υπηρεσίες.
Γ.Τ.
7. ΠΟΡΤΑΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Παντού και πάντοτε, σε κάθε μικροκοινωνία, ξεχωρίζουν κάποιοι άνθρωποι με ιδιοτυπίες στο χαρακτήρα τους.
Άλλοι από αυτούς αποτελούν περιπτώσεις ψυχοπαθολογικές, είναι, δηλαδή, οι «τρελοί του χωριού». Άλλοι παριστάνουν τους τρελούς, επιδιώκοντας το χειροκρότημα ή το βλέμμα. Κι άλλοι, με εκκεντρικότητες που, ουσιαστικά τους ταπεινώνουν, προσπαθούν να αναδείξουν την προσωπική τους, εσωτερική πάντοτε, ελευθερία.
Δεν είναι δυνατόν να καταγράψεις τη ζωή ενός μικρού τόπου, όπως στη δική μας περίπτωση, της Πορταριάς, χωρίς ν’ αναφερθείς στους τύπους, στους ανθρώπους που λοιδώρησαν τις συμβάσεις και τον καθωσπρεπισμό – και για το λόγο αυτό λοιδωρήθηκαν από τους συντοπίτες τους.
Ορισμένοι βέβαια από αυτούς, ούτε πήραν είδηση τι συνέβαινε γύρω τους. Έζησαν και πέθαναν παραδομένοι στο δικό τους όνειρο, σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο μάλλον όπως θα ‘θελαν εκείνοι να ‘ναι.
Κάποιοι πέρασαν στην Ιστορία και έγιναν θρύλοι. Όπως η Μαλιούφα, η Μαργαρίτα Μπασδέκη, η Μακρινιτσιώτισσα υπηρέτρια που, κυριολεκτικά, ανδρεία πολέμησε στους βράχους του Σαρακηνού κι έγινε ηρωίδα της περιοχής.
Άλλοι πάλι καθιερώθηκαν επειδή αγάπησαν αυτό που έκαναν με πάθος. Τέτοιοι ήσαν δημιουργοί όπως ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και η Χρυσούλα Ζώγια. Ο πρώτος πέρασε απ’ όλα τα χωριά του Πηλίου, πέρασε κι απ’ την Πορταριά όπου, ώς το 1944 που τα όμορφα αρχοντικά κάηκαν, άφησε σε πολλά από αυτά τα ίχνη του – θαυμάσιες τοιχογραφίες με σκηνές από την Ιστορία, τη Μυθολογία, τη λογοτεχνία, την κοινωνική και οικονομική ζωή. Η δεύτερη, που είχε καταγωγή πορταρίτικη, πρότεινε στη συμπεριφορά της, προς αποκρυπτογράφηση, τους δικούς της κώδικες, που ανέδειξαν έναν υποκειμενικό κόσμο μοναδικό.
Πολλοί απ’ αυτούς υπήρξαν θαυμάσιοι άνθρωποι. Βοήθησαν τον κόσμο στην καθημερινότητα του. Έκαναν, αμισθί, ταπεινές δουλειές. Συμβούλεψαν, μιλώντας τη δύσκολη γλώσσα της αλήθειας, αδιαφορώντας για το πόσο και πόσοι είναι ικανοί να δεχθούν αυτή την αλήθεια.
Θελήσαμε σ’ ένα μικρό κεφάλαιο να παρουσιάσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς αποτελούν κομμάτι της ζωής του τόπου που μας απασχολεί. Ας μην αγνοηθεί κι ένας υφέρπων θαυμασμός για την τόλμη τους : Πάντα θαυμάζουμε όσους πηγαίνουν μακρύτερα από εμάς, τολμούν ό,τι δεν τολμήσαμε.
Η δυσκολία να συνταχθεί αυτό το κεφάλαιο βρίσκεται στους δικούς τους ανθρώπους. Οι συγγενείς βρίσκουν πως η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά τους αντανακλά στο δικό τους πρόσωπο. Και δεν θα ‘θελαν να τους μοιάζουν. Όμως δεν μπορούν να αρνηθούν τους δεσμούς, είναι σαν να κόβουν τις ρίζες τους.
Επικαλούνται λοιπόν την προσβολή μνήμης τεθνεώτων ή (το ακούσαμε και αυτό) … ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Αρκεί να μη γράψουμε την αλήθεια.
Αντί λοιπόν να περιγράψουμε τους ανθρώπους αυτούς, θα δώσουμε κάποιες ιστορίες από τη ζωή τους, απαλείφοντας, όπου μπορούμε, τα ονόματα τους ή χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα.
- Στο ίδιο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και Ιστορίες για πρόσωπα γνωστά ανά το Πανελλήνιο, για ανθρώπους που διέπρεψαν, είτε στα Γράμματα και τις Τέχνες, είτε στην ταπεινή τους δουλειά.
Ας ξεκινήσουμε με μια απ’ αυτές τις τελευταίες – τη μεταφέρουμε έτσι ακριβώς όπως την κατέγραψε ο μακαρίτης Γιώργος Τσιμπανούλης, στο υπ. αριθ. 4 φύλλο της ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ (Ιανουάριος 1999).
Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος κανόνας
- «Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας “Ράχη” έχει δοθεί το όνομα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε να αρκούσε, αυτό και μόνο, να εξηγήσει την ονοματοθεσία αυτή. Η αφορμή στο να δοθεί το όνομα του σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω :
Ο Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της “Ράχης”, απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο “Δεσποτικό”. Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος[16] Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.
Με την ευκαιρία αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1936, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά συνέβη, δεν το ξέρω. Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο λεγόμενος Μεγάλος Κανόνας. Βγήκε στην Ωραία Πύλη με το βιβλίο στο χέρι που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά. Διάβασε το πρώτο κι ήτανε έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιο άτομο, που στεκότανε όρθιο από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου προχώρησε στο τρίτο και ο άγνωστος στο τέταρτο και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα, ο παππούς μου από μέσα από το βιβλίο και ο άγνωστος χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου. Και πρόσθετε ο παππούς μου : «Ήμουν και νέος παπάς…».
Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό. Έως ότου βγει έξω, ο άγνωστος είχε φύγει. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ο παππούς μου ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του Παπαδιαμάντη. Γιατί αυτός ήτανε ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις του, όπως ρώτησε κι έμαθε στη συνέχεια. Ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.
Να λοιπόν ότι το χωριό μας συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλ. Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης».
Ένα άλλο κείμενο του π. Τιμόθεου Χρήστου, δημοσιεύεται στο 5ο φύλλο – Απρίλιος 1992 – της Πορταριάς.
« … Ένα άλλο ιστορικό ντοκουμέντο είναι το φημισμένο ανά το πανελλήνιο τότε και γνωστό ως “κουμπιά της Αλέξενας”. Η φράση αυτή μένει σαν παροιμία σ’ όλη την Ελλάδα. Τότε η βιοτεχνία ήκμαζε στα χωριά, μια που ο Βόλος ήταν ένα απλό λιμάνι μ’ ένα φρούριο στα “Παλιά”. Η Αλέξενα επένδυε τα μεγάλα κουμπιά με μεταξωτό πανί σε διάφορες αποχρώσεις και ήταν περιζήτητα και στο εξωτερικό. Η Αλέξενα είναι η γιαγιά της Αφροδίτης Νικ. Μαρδέλη, η οποία θα μπορούσε να μας πει περισσότερα».
Αφηγήσεις πορταριτών
- Απέναντι απ’ τη βρύση που βρίσκεται σήμερα στο κεντρικό πάρκινγκ έμεναν δυο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματα τους, θυμάμαι τα παρατσούκλια τους : “νανάκια”. Επειδή νανάκια ήταν. Κοντά, αδύνατα. Το ένα ήταν ξανθό, βαμμένα βέβαια τα μαλλιά, σε μια εποχή μάλιστα που δεν τα έβαφαν, και το άλλο μελαχροινό. Δεν ξέρω από πού ζούσαν, δεν είχαν ούτε φίλους, ούτε εχθρούς. Κανένας δεν γνώριζε τις ρίζες τους. Όταν έβγαιναν βόλτα άρχιζαν να μαλώνουν μεταξύ τους : “Εσύ φταις που δεν παντρεύτηκα” έλεγε η μια “ας παντρευόσουν” έλεγε η άλλη. “Εσένα ζήτησε ο γαμπρός συνέχιζε η πρώτη” κι η άλλη “μα τι να δει από σένα”.
Μετά την Κατοχή τις έχασα. Και κανένας δεν μας είπε τι απέγιναν.
- Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο πίσω μέρος της πλατείας έμεναν δυο άλλα “κορίτσια”. Δυο ηλικιωμένες αδελφές η Ελένη και η Μαριγώ. Είχαν έναν ανηψιό που δεν ήξεραν πώς να τον περιποιηθούν. Τσακώνονταν με τις ώρες για τον τρόπο που του έφτιαχναν το καφεδάκι του …..παιδιού ή το φαγητό. Και το «παιδί» ήταν 65άρης – δέκα χρόνια μικρότερος τους. Αυτές όμως ως το μεσημέρι μόνιαζαν. Έστω κι ας τους άκουγε όλο το χωριό στο τέλος θείες και ανηψιός κάθονταν στην αυλή και έπιναν το καφεδάκι τους. Την άλλη μέρα το πρωί (6-1 το μεσημέρι) πάλι από την αρχή.
- Τα βράδια μαζευόμαστε στο φράχτη της χήρας Π., σκύβαμε και την ακούγαμε να μιλάει : - “Έλα Δημητράκη μου να φάμε” κι απαντούσε μόνη της – “Δεν πειράζει Ελένη, φάε μόνη σου. Δεν το βλέπεις ότι έχω δουλειά;” Κι αυτές οι ερωταποκρίσεις συνεχίζονταν επί χρόνια. Η καημένη (φυσιολογική καθ’ όλα) δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον θάνατο του άνδρα της, πλούσιου μπακάλη, που την άφησε και τον «συντηρούσε», μ’ αυτόν τον τρόπο, στη ζωή.
- Το όνομα του υπήρξε πασίγνωστο. Γόνος παλιάς οικογένειας της Πορταριάς είχε ένα χούι (ελάττωμα) που του ’δωσε το παρατσούκλι «Κνέλος». Υπήρξε αθεράπευτος λάτρης του ωραίου φύλου. Γι’ αυτόν όλες οι πορταρίτισσες ήσαν ερωτεύσιμες.
Κάποτε ζήτησε από την όμορφη Κούλα ραντεβού στην Ηλεκτρική. Και χάρηκε την απρόσμενη καταφατική της απάντηση. Και χάρηκε πιο πολύ το χάδι της στα μάγουλά του. Η Κούλα δεν τον άφησε να προχωρήσει πιο πολύ. «Αύριο» του είπε, «αύριο» κι εξαφανίσθηκε.
Ο Κνέλος όλο καμάρι για την νέα του κατάκτηση μπήκε στο καφενείο. Ξαφνικά άκουσε γύρω του γέλια. Οι φίλοι τον έδειχναν και ξεκαρδίζονταν. Κάποιος του ‘δωσε ένα καθρεπτάκι τσέπης, από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι δανδήδες της εποχής για να στρώνουν την χωρίστρα. Τι να δει ο έρμος; Τα μάγουλά του γεμάτα δακτυλιές.
Η Κούλα είχε φροντίσει να τα βάψει με φούμο πριν πάει στο ραντεβού τους.
- Η κόντρα ανάμεσα στους δυο τσαγγάρηδες της Πορταριάς του Γαρύφαλλου Δουκίδη και του Γρηγόρη Χαρακόπουλου διήρκεσε πολλά χρόνια. Αναφερθήκαμε ήδη σ’ αυτή. Εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες έβρισκαν εντούτοις κοινές την πρωϊνή, για το καφέ, και την βραδινή παρέα. Στην παρέα τους επίσης ο παπα Χαλκιαδόπουλος ο οποίος τιμούσε το τσίπουρο όσο το επέτρεπε το σχήμα του.
- Κάποια μέρα ο παπα Γιώργης ανέβαινε προς την Εκκλησία, λιγάκι φτιαγμένος. Στα τα μισά του δρόμου τινάχθηκε μπροστά του, απόγευμα ήταν, ο νεκροθάφτης του χωριού, ο Βαγγέλης. «Στοπ παπά μ’, δεν πας πουθενά» του φώναξε. Ο παπά Γιώργης του εξήγησε ότι ο Εσπερινός ήδη είχε καθυστερήσει. «Δεν πας πουθενά, συνέχισε ο Βαγγέλης. Και, να το ξέρεις, όπου και να βρεθείς, εγώ θα σε θάψω». Δεν ήθελε και λίγο ν’ ανάψει ο παπα Γιώργης : «Όχι ευλογημένε, εγώ θα σε διαβάσω στην Εκκλησία». Ο διάλογος συνεχίσθηκε επί ώρα, ενώ οι πιστοί είχαν συγκεντρωθεί και μουρμούριζαν κι ανησυχούσαν.
Τελικά έγινε του Βαγγέλη. Αυτός έθαψε τον παπά Γιώργη. Εκείνος έφυγε πολύ αργότερα.
- Ο Βαγγέλης ήταν άνθρωπος που έκρυβε χρυσή καρδιά. Είχε μια συμπεριφορά παλαβού, όμως συμπονούσε τους φτωχούς και τους αδύνατους. Πολλές φορές απρόσκλητος και χωρίς να του τάξουν τίποτε, βοηθούσε στις μετακομίσεις και όταν πήγαιναν να τον πληρώσουν θίγονταν.
Είχε μια ειλικρινή γλώσσα, χωρίς καθωσπρεπισμούς και υποκρισίες.
- Κάποτε, όταν χτίζονταν στον Άη Γιάννη οι κατασκηνώσεις, ο Βαγγέλης βρίσκονταν στο φορτηγό του Φανούρη. Πρωί, έκανε κρύο κι ο Φανούρης μουρμούριζε συνεχώς γιατί ο άνθρωπος που περίμεναν, ένας μεγαλόσχημος επιθεωρητής, καθυστερούσε κι ο οδηγός είχε κι άλλη δουλειά : «Τον έτσι, τον αλλιώς, γιατί αργεί». Όταν ο επιθεωρητής φάνηκε ο Φανούρης μίλησε με ευγένεια : «Τι κάνετε κ. επιθεωρητά, καλημέρα σας». Ο Βαγγέλης τινάχθηκε και μίλησε σ’ άλλη γλώσσα : «Ρε έτσι, ρε αλλιώς, που ήσουνα ρε και ξεπαγιάσαμε απ’ το πρωί».
Είχε τρομερή μνήμη. Αναγνώρισε τον γράφοντα μετά από 35 χρόνια. Με πολύ δε ευαισθησία του επεσήμανε ότι δεν έπρεπε να πουλήσει το πατρικό του σπίτι και μάλιστα τόσο φθηνά.
Ο Βαγγέλης δένονταν με πρόσωπα και πράγματα. Ήταν η ζωντανή μνήμη της Πορταριάς, κατά κάποιο τρόπο η ψυχή της.
- Ένας απ’ τους περαστικούς στο χωριό τύπους υπήρξε και ο Κλέαρχος. Ο Κλέαρχος είχε μια μοναδική ικανότητα: Δεν ξεδιψούσε ποτέ. Κάποιο καιρό άρχισε να εκμεταλλεύεται αυτή την ιδιοτροπία της φύσης του. Άρχισε να στοιχηματίζει : «Κλέαρχε έχεις ένα καρβέλι αν πιεις ένα μπουκάλι» κι είχε το καρβέλι. Άλλος του ‘ταζε κοκορέτσι για δυο μπουκάλια και έχανε το στοίχημα. Μια κοπελίτσα γλυκύτατη και αρκετά ματαιόδοξη του ζήτησε να πιει για χάρη της ένα κουβά νερό. Κι ο Κλέαρχος ήπιε τρεις κουβάδες.
- Άνθρωπος που έκανε τα πάντα για να ζήσει την οικογένεια της υπήρξε η Ιφιγένεια Γαλάνη, γνωστή ως του Φιγέν’. Η Ιφιγένεια έφτιαχνε ωραιότατα γλυκά και τα πουλούσε στους παραθεριστές. Στα χρόνια της Κατοχής έπλεκε με καλαμποκόφυλλα παπούτσια. Στον πελάτη της η Ιφιγένεια υπήρξε πάντοτε ευγενική και αβρή. Μετά την αγορά του καρφίτσωνε μια γαρδένια στο πέτο.
- Ο δάσκαλος ρωτάει τα παιδάκια του Δημοτικού, που στεγάζονταν στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, στο Τσαξιρέϊκο (νύν Δημαρχείο), για το επάγγελμα του πατέρα τους:
- Γεωργίου
- Εργάτης, κύριε.
- Νικολάου,
- Κτηνοτρόφος, κύριε
- Ζαφειρίου,
- Τσαγγάρης, κύριε
- Δημητρίου
- Νοικοκύρης, κύριε.
Ο καημένος ο Δημητρίου (φανταστικό όνομα πραγματικού ήρωα) άκουγε συνεχώς τον πατέρα του να αυτοπαινεύεται «Ιγώ ίμι νικοκύρς, ρε».
Βασιλικόν
Ο κ. Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου μας διηγήθηκε μια ιστορία που με καμάρι για χρόνια ολόκληρα διηγούνταν και ο πατέρας του Γιώργος, ιδιοκτήτης του παλιού καφενείου «Κάραβος».
Κάποτε επισκέφθηκε, ως πρίγκιπας, το μαγαζί του ο άτυχος αργότερα βασιλιάς Αλέξανδρος, ο άνθρωπος που πέθανε από το δάγκωμα μιας μαϊμούς.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου τον περιποιήθηκε … βασιλικά. Του έφτιαξε αυγά ομελέτα με τηγανητά λουκάνικα και αγγουροσαλάτα. Ο Αλέξανδρος έμεινε κατευχαριστημένος. Τον κάλεσε στο τραπέζι του και του είπε ότι, μετά την επίσκεψή ενός εστεμμένου, έπρεπε να μετονομάσει το μαγαζί του από «Κάραβο» σε «Βασιλικόν».
Ο πανέξυπνος όμως Παπακωνσταντίνου είχε την ένσταση του: «Καλά, υψηλότατε, πέστε ότι το κάνω. Πέστε ότι αυτό τραβάει όσους λατρεύουν την οικογένειας σας. Οι άλλοι; Να χάσω από πελάτες όσους δεν συμπαθούν την βασιλεία; Γιατί θα υπάρχουν και αντίπαλοι σας πελάτες μου, έτσι δεν είναι;»
Ο πρίγκιπας θαύμασε την ετοιμότητα του Παπακωνσταντίνου, τον χαιρέτησε με εγκαρδιότητα και αποχώρησε.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλους ανθρώπους που έζησαν μια καταδική τους ζωή. Τις δυσκολίες για ένα τέτοιο εγχείρημα τις αναφέραμε στην αρχή του κεφαλαίου. Όπως αναφέραμε αλλού ανέκδοτα απ’ τη ζωή του Ντούλια ή του Π. Καλοβρέχτη. Οι μικρές κορυφές του παγόβουνο είναι και μια πρόσκληση – πρόκληση, οι άνθρωποι που κατέγραφαν ή όσοι ακόμη θυμούνται να αναπτύξουν τα κεφάλαια αυτά, να γράψουν περισσότερα.
Εμείς δίνουμε το έναυσμα με την δική μας πρόταση.
Και κάτι ακόμη : Η προβολή των ιδιαιτεροτήτων που για τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί γίνονταν στόχος πειραγμάτων, δεν αναιρεί άλλες όμορφες πτυχές του χαρακτήρα τους. Για ορισμένους αναφέρονται αυτές – εκεί διαβάζει ο αναγνώστης τα πραγματικά τους ονόματα.
Αν υπήρχε εκ μέρους μας διάθεση σύνδεσης με τις ιδιοτροπίες τους, αν έμπαιναν δηλαδή δίπλα-δίπλα όλα, μάλλον θα δυσαρεστούνταν οι απόγονοι – τουλάχιστον οι στερημένοι από χιούμορ.
Γ.Τ.
8. ΑΠΟ ΤΑ ΜΗΤΡΩΑ ΑΡΡΕΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΜΙΝΙΟΥ
Το δημοτολόγιο είναι το παλαιότερο δημοτικό βιβλίο της Πορταριάς. Αρχίζει από το 1882 και περιλαμβάνει όλες τις οικογένειες των, τριών τότε, ενοριών της Πορταριάς (Αγίου Νικολάου, Ταξιαρχών, Αγίων Αναργύρων). Το βιβλίο δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Μετά από μια απαραίτητη συντήρηση του θα εκδοθεί σε ειδικό τόμο και στη συνέχεια θα εκτεθεί στο Μουσείο Πορταριάς.
Εδώ καταχωρίζουμε τα παλαιότερα Μητρώα Αρρένων (έτη 1889-1890) του Δήμου Ορμινίου. Πολλοί πορταρίτες θα βρουν εδώ τις ρίζες τους.
Γεννηθέντες το 1889
Αναστασίου Ρήγας, Βουρουλιάς Διομήδης, Βαγδούτης Αργύριος, Βικιώτης Αθανάσιος, Βαλατσιός Νικόλαος, Γιαννούκος Δημήτριος, Γερογιάννης Ιωάννης, Γραμματικός Βασίλειος, Γιαννούκος Αργύριος, Γκολέκας Ιωάννης, Γρηγορόπουλος Αθανάσιος, Γαϊτανάς Αριστείδης, Δρόσος Βαϊτσης-Χαρίλαος, Δινιλάβας ή Καπλάνης Βαϊτσης, Δουλδούρας Απόστολος, Ευαγγελινάκης Σπυρίδων, Ευσταθίου Ευστάθιος, Ζωγαλής Κωνσταντίνος, Θάνος Νέστωρ, Ιωάννου Κωνσταντίνος, Καλτσογιάννης Απόστολος, Καραθάνος Απόστολος, Κουρελάς Κωνσταντίνος, Κορώνης Απόστολος, Κοντοπαναγιώτου Γεώργιος, Κατράνας Κωνσταντίνος, Κλειδωνάρης Απόστολος, Κατεργάρης Παντελής, Καπουρνιώτης Αντώνιος, Κωνσταντίνου Απόστολος, Καπετανιάς Αργύριος, Λιάτσικας Δημοσθένης, Λάλος Νικόλαος, Μουράτης Σταύρος, Μαλαχιάς Ιωάννης, Μανθογιάννης Αθανάσιος, Ματσάγγος Κωνσταντίνος, Μαλάτος Σταύρος, Ματσάγγος Οδυσσέας, Ματραπάζης Δημήτριος, Μπαλατσός Βλάσιος, Μαυραϊνός Δημήτριος, Μεργιαλής Δημήτριος, Πανάγος Νικόλαος, Πλαϊράς Δημήτριος, Παπανικολάου Ηλίας, Παπουτσής Ιωάννης, Παπαποστόλου Απόστολος, Πεχλεβάνος Δημήτριος, Παπαδόπουλος Ιωάννης, Παγωνάρης Νικόλαος, Ρεπανάς Νικόλαος, Σουλτάνος Ευάγγελος, Σούλτσιας Πανταζής, Σαρρηγιάννης Νικόλαος, Τσιμπανούλης Τριαντάφυλλος, Τακτικός Αλέξιος, Τσιγκλιφύσης Νέστωρ, Χειρογιώργος Ανδρέας, Χειρογιώργος Ιωάννης, Χράπαλος Σταύρος, Χατζηδημητρίου Δημήτριος, Χατζηδημητρίου Απόστολος
Γεννηθέντες το 1890
Ανδρινός Αντώνιος, Ανδρίτσος Στ., Ασβεστάς Ιωάννης, Ανδρεάδης Απόστολος, Βλαχούτσος Γεώργιος, Βαγδούτης Σταύρος, Διακουμής Ζήσης, Διακουμής Ηλίας, Δημητρέλης Αναστάσιος, Ευαγγέλου Γεώργιος, Ζανόπουλος Θωμάς, Ζαφραντζάς Άγγελος, Ζάχος Δημήτριος, Ζάχος Νικόλαος, Θέος Παρίσης, Κανάβας Δημήτριος, Κουρελάς Απόστολος, Κομοίρης Νικόλαος, Κοντοπαναγιώτης Γεώργιος, Καουνάς Ιωάννης, Καρκαλάς Αθανάσιος, Κατσούρας Νικόλαος, Κωνσταντάς Δημήτριος, Καρούτσος Δημήτριος, Κεφαλάς Βασίλειος, Καραγιάννης Αντώνιος, Καπουρνιώτης Αντώνιος, Κεφαλάς Θωμάς, Κατσούδας Δημήτριος, Κουρκουβέλης Ζήσης, Κουρμπίλης Α., Λιάπης Νικόλαος, Λιμπαντός Νικόλαος, Λιάμος Κωνσταντίνος, Λάζος Ανδρέας, Μπράνος Κωνσταντίνος, Μέμος Αντώνιος, Μακρυγιάννης Χρ., Ματσάγκος Δημήτρης, Μακρυγιάννης Σπυρίδων, Μαλάτος Κωνσταντίνος, Ξοϊδής Αθανάσιος, Παπαδημητρίου ή Τσαμπασλέρης Τριαντάφυλλος, Παραγιούτσικος Σπυρίδων, Παπατριανταφύλλου Φιλήμων, Παπαποστόλου Απόστολος, Πάλλας Θεόδ., Παπαγγελής Αθανάσιος, Παγωνάρης Αντώνιος, Πανάς Κωνσταντίνος, Σαμαράς Βασίλειος, Στεργίου Στέργιος, Σουσουρής Σπυρίδων, Σπανός Νικόλαος, Τσιμτζελές Χαράλαμπος, Τριανταφύλλου Στέφανος, Τσίρος Ιωάννης, Ταχτικός Θεόδωρος, Τουφεξής Κωνσταντίνος, Τσιανάκας Ευστάθιος, Τσιλαφόγλου Αναστάσιος.
Τα μητρώα αρρένων του Δήμου Ορμινίου τυπώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όπως φαίνεται απ’ τα βιβλία Πρακτικών του Δήμου.
Γ.Τ.
9. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΚΥΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ[17] ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ
Γράφουν : Κούλα Τσακτίρη-Γαλάνη, Αικατερίνη Δασκαλοπούλου, Αφροδίτη Παπακωνσταντίνου-Λιάμου
Η Πορταριά συνεχίζοντας την πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί με την ενασχόληση των κατοίκων της τόσο στη γεωργία, καλλιεργώντας αμπέλια και μήλα, όσο και με την ανάπτυξη της οικοτεχνίας που άνθησε πολύ ειδικότερα στους τομείς κατεργασίας δερμάτων, τα γνωστά «ταμπάχανα», βυρσοδεψία, στην καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και στην επεξεργασία του μεταξιού στην κατασκευή «μπρισιμιών». Αργότερα σ’ αυτές τις δραστηριότητες προστέθηκε ο τουρισμός με πολύ μεγάλη κίνηση. Αυτές οι δραστηριότητες έκαναν την Πορταριά να σφύζει από ζωή και δύναμη.
Η χαρά αυτής της δημιουργικής διάθεσης των κατοίκων της Πορταριάς, ενέπνευσε και τον αξέχαστο Δήμο Ζούλια να ιδρύσει την Οικοκυρική Σχολή Πορταριάς για την διατήρηση αυτής της δραστηριότητας, που αν δεν την διέκοπτε ο πόλεμος, σίγουρα θα είχε να προσφέρει πολλά στην οικονομική αλλά και πολιτιστική ζωή της Πορταριάς.
Η Σχολή Οικοκυρικής ιδρύθηκε το 1937 και ήταν διετούς φοιτήσεως. Διευθύντρια της Σχολής ήταν η Μαριγώ Κοπελάκη και δασκάλες, που δίδασκαν κοπτική – ραπτική, κέντημα και αργαλειούς ήταν η Αθανασία Αγαπητού και η Αγγελική Αγγελάκη. Τη διοίκηση της Σχολής είχε πενταμελής επιτροπή. Στη σχολή εκτός από τα τεχνικά, κέντημα, αργαλειός, ράψιμο, διδάσκονταν και οικιακή οικονομία.
Η στολή των μαθητριών της Σχολής ήταν μαύρες ποδιές με άσπρες ζώνες και άσπρους γιακάδες – κολαρίνα, με κεντημένο στο αριστερό μέρος της ποδιάς το μονόγραμμα κάθε μαθήτριας. Στη σχολή φοιτούσαν 60 μαθήτριες. Ας μας συγχωρέσουν όσες δεν μπόρεσε η ασθενική μας μνήμη να αναφέρει : Μαρία Παπαβέργου, Τούλα Κοσμά, Τούλα Βλάχου, Αφροδίτη Λιάμου, Κούλα Τσακτίρη, Αικατερίνη Δασκαλοπούλου, Ασπασία Πολυχρόνου, Αλίκη Κοντοπαναγιώτη, Βασιλική Καραζαφείρη, Βασιλική Τσιγλιφή, Αθηνά Νοχού, Αλεξάνδρα Διακουμή, Ισμήνη Ζημέρη, Κούλα Κάρκαλου, Ελένη Καζαντζή, Κούλα Πάρνου, Καίτη Καλαμογιώργου, Λαυρεντία Κόκκοτα, Λούλα Ζαβαλιάγκου, Κατίνα Κατσαρού, Ελένη Ντίνα, Συραγούλα Κοντοβά, Σωτηρία Πεταλά, Ειρήνη Δούκα, Ελένη Χαδούλη, Μαρία Τσιτσέ.
Η σχολή τον πρώτο χρόνο λειτούργησε στην οικία Χατζηπανταζή. Το δεύτερο χρόνο στο οίκημα Μαφούνου, για την εκπαίδευση δε των μαθητριών της σχολής υπήρχαν δύο αργαλειοί και πέντε μηχανές για ράψιμο και κέντημα.
Τα μαθήματα που μας παρέδιδαν ήταν ράψιμο με γεωμετρία, κέντημα μηχανής, κέντημα στο χέρι, υφαντική, πλέξιμο στο χέρι, πλέξιμο με σαΐτα. Η γνώση που αποκτήσαμε από τις παραπάνω τέχνες μας βοήθησε πολύ να φτιάχνουμε κάλτσες, πουλόβερ κ.ά. για το στρατό μας στη διάρκεια του πολέμου 1940-41, αλλά και στη μετέπειτα ζωή μας, και πρέπει να πούμε πως μας στήριξε σημαντικά.
Στην αρχή μας έδιναν υλικά από τη Σχολή, κλωστές, ύφασμα, νήματα και τα εργόχειρα παρέμεναν στη Σχολή. Αργότερα όσες ήθελαν, έκαναν εργόχειρα με δικά τους υλικά ώστε στο τέλος της χρονιάς να μένουν δικά τους.
Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς ήρθε από τη Θεσσαλονίκη μια επιτροπή για να βραβεύσει τα καλύτερα εργόχειρα της Έκθεσης που διοργανώσαμε.
Το πρώτο βραβείο πήραν τρία κορίτσια που είχαν τα ωραιότερα εργόχειρα.
Η Κούλα Τσακτίρη, η Αικατερίνη Δασκαλοπούλου και η Αλίκη Κοντοπαναγιώτη. Επίσης εκείνο το καλοκαίρι είχε έρθει στην Πορταριά ο τότε Διάδοχος Παύλος με τη σύζυγο του Φρειδερίκη. Το συμβούλιο της Σχολής αποφάσισε να προσφέρει το καλύτερο εργόχειρο.
Όμως προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των γονιών του κοριτσιού και του συμβουλίου για ποιο όνομα θα γραφόταν στο εργόχειρο. Το συμβούλιο ήθελε της Σχολής, οι δε γονείς του κοριτσιού και τελικά το εργόχειρο δεν δόθηκε ως δώρο.
Στο τέλος της φοίτησης πήραμε και πτυχίο αποφοίτου της Οικοκυρικής Σχολής Πορταριάς. Οι αναμνήσεις χάνονται στα ξένοιαστα εφηβικά χρόνια όπου τα γέλια και τα τραγούδια τράνταζαν την οικοκυρική σχολή.
«Κάτι με τραβά κοντά σου μα δεν ξέρω τι …» τραγουδούσαμε πιασμένες χέρι – χέρι στο σχόλασμα.
Ήταν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μας με τα άφθονα γέλια και τραγούδια, που γέμιζαν την ψυχή μας δημιουργική διάθεση.
Στις 25 Μαρτίου γινόταν παρέλαση με ταμπούρλα μέχρι τον Άγιο Ταξιάρχη όπου καταθέταμε στεφάνι στο άγαλμα Ζούλια που ήταν και ο ευεργέτης της Σχολής, καθόσον άφησε το κληροδότημα να μαθαίνουν τέχνες τα κορίτσια.
Τα χρόνια αυτά θα τα θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία.
Αργότερα με την κήρυξη του πολέμου διαλύθηκε η σχολή και δεν λειτούργησε ποτέ. Με την Κατοχή χάθηκαν τα πάντα. Τα λίγα εργόχειρα που είχαν μείνει ή λεηλατήθηκαν ή κάηκαν και μας έμειναν μόνο οι αναμνήσεις. Αν μετά τον πόλεμο η Σχολή επαναλειτουργούσε θα είχε να προσφέρει πολλά στην οικιακή οικονομία και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη του χωριού.
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ
του π. Αντωνίου Κούρια
Στην κωμόπολή μας υπηρέτησε ως εφημέριος της ενορίας Αγίου Νικολάου Πορτριάς από τη 29-1-1957 μέχρι τις 24-2-1970, ένας πραγματικά εκλεκτός κληρικός ο πρωτοπρεσβύτερος Τιμόθεος Χρήστου.
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν πλήρης ημερών (79 ετών) όταν εκοιμήθη εφέτος, στις 23 Μαρτίου 2005. Η κοίμηση του μας λύπησε πολύ γιατί ο π. Τιμόθεος δεν ήταν καθόλου τυχαίος και συνηθισμένος κληρικός, άσχετα αν πέρασε από τη ζωή αυτή χωρίς να αφήσει τα, κατά κόσμον, βαρύγδουπα στίγματά του, αυτά τα στίγματα που επιδιώκαν να αφήσουν πίσω τους σαν υστεροφημία για το πρόσωπό τους, κάποιοι κενοί περιεχομένου και ματαιόδοξοι άνθρωποι. Ο π. Τιμόθεος ήταν πράγματι ταπεινός και γι αυτό ήταν ουσιαστικός. Αλλά πέρα από την ταπείνωση, η οποία πρέπει να κοσμεί τον κάθε άνθρωπο και κυρίως τον κάθε κληρικό, ο π. Τιμόθεος διακρίνονταν και για άλλες βασικώτατες αρετές, όπως τιμιότητα, πραότητα, ειλικρίνεια. Η αέρινη, ντελικάτη μορφή του και το ενγένει εξωτερικό του παρουσιαστικό φανέρωναν και εξωτερίκευαν το βάθος και τον φιλοσοφικό στοχασμό που έκρυβε μέσα του. «Οία η μορφή, τοιάδε και η ψυχή», καθώς γράφει ο Πλάτων. Αυτό βέβαια μπορεί να μην ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα ακριβώς. Στην περίπτωση όμως του π. Τιμοθέου Χρήστου, ο Πλάτων επαληθεύεται.
Κάτι επίσης σημαντικό που τον κοσμούσε ήταν η ευθυκρισία. Με βάση αυτή την αρετή, σαν εκκλησιαστικός άνδρας, αξιολογούσε τα σύγχρονα γεγονότα της Εκκλησίας και με παρρησία υπέβαλλε γόνιμες προτάσεις για κάθε σχετική περίπτωση, με γνώμονα πάντοτε και αφετηρία την ακράδαντη πίστη του στο Θεό αφ’ ενός και την αγάπη του προς την Εκκλησία, την οποία επί σαράντα περίπου χρόνια, υπηρέτησε πιστότατα, μέχρι την συνταξιοδότηση του.
Ο π. Τιμόθεος υπήρξε και συγγραφέας, καθότι είχε και αυτό το τάλαντο εκ Θεού. Θέλησε και με αυτόν τον τρόπο – πέρα από το κήρυγμα που καλλιέργησε εποικοδομητικά – να μεταδώσει τα μηνύματα του Θεού στους συναθρώπους του γιατί πίστευε ότι με την κατανόηση των ευαγγελικών νοημάτων μπορούμε να κρίνουμε αξιολογικά και τα σύγχρονα δρώμενα.
Όμως δεν ήταν μονόπλευρος, μονολιθικός και μονομερής. Γι αυτό, πέρα από τις θεολογικές του ενασχολήσεις, δεν παρέλειψε να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του και για άλλα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο, γράφοντας βιβλία για τη ζωή και τον πολιτισμό, αρχαίο και νέο, της γενέτειρά του, της Ηπείρου, ακόμη και για το Ασημοχώρι Κονίτσης, στο οποίο γεννήθηκε και το οποίο υπεραγαπούσε. Έγραψε ακόμη και ποιητικές συλλογές για τις οποίες βραβεύτηκε.
Μετά την συνταξιοδότησή του, βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με κάποια άλλα πράγματα κάπως περισσότερο καθημερινά. Συμμετέσχε σαν μέλος του Δ.Σ. του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ε.) και στην Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών. Εμφανίστηκε επίσης σε αρκετές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές για εκκλησιαστικά ή κοινωνικά θέματα, στις οποίες ο λόγος και η γνώμη του ακουγόντουσαν με σεβασμό.
Η ζωή του π. Τιμοθέου Χρήστου υπήρξε μεστή γόνιμης προσφοράς . Από όποια θέση εφημεριακή και μη και αν πέρασε άφησε έντονα τα ίχνη της παρουσίας του, υπηρετώντας δύο πράγματα πιστά: την Εκκλησία αφ’ ενός και τον άνθρωπο αφ’ ετέρου.
Άφησα για το τέλος αυτού του σημειώματος κάποια βιογραφικά στοιχεία του μακαριστού π. Τιμοθέου Χρήστου γιατί στην αξία ενός ανθρώπου δεν προστίθεται τίποτε από αυτά. Δεν έχει καμμία ιδιαίτερη σημασία το πού και πότε γεννήθηκε κάποιος ή το πότε έφυγε από τον κόσμο αυτόν. Εκείνο που καταξιώνει ή απαξιώνει τον καθένα είναι το πώς ο ίδιος πορεύτηκε στη ζωή αυτή και το τι αφήνει πίσω του. Για την ιστορία λοιπόν και μόνο αναφέρω ότι ο π. Τιμόθεος Χρήστου γεννήθηκε στο 1926 στο Ασημοχώρι Κονίτσης Ηπείρου. Υπηρέτησε ως έγγαμος ιερέας κατ’ αρχήν σε ακριτικές μακεδονικές μητροπόλεις και εν συνεχεία ήρθε με μετάθεση στην Ι.Μητρόπολης Δημητριάδος. Εδώ υπηρέτησε σε κάποιες ενορίες μεταξύ των οποίων και στην ενορία Αγίου Νικολάου Πορταριάς επί 13 έτη.
Στα 1985 μετατέθηκε στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών όπου υπηρέτησε σαν εφημέριος στον Άγιο Νικόλαο Ραγκαβά της Πλάκας Αθηνών. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκε το 1996.
Γράφει η Παλαιά Διαθήκη: «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι.» Και ο π. Τιμόθεος ανήκει, πιστεύουμε, σ’ αυτούς.
Η ΑΥΛΗ ΜΕ ΤΙΣ ΝΤΑΛΙΕΣ
Της Δήμητρας Κοντορίζου - Τσιάντου
Όταν ο βασιλέας Παύλος επισκέφθηκε την Πορταριά, τα παιδιά του χωριού παρατάχθηκαν στο δρόμο. Τα σχολειά ήταν κλειστά και το καθήκον των μικρών μαθητών ήταν να ράνουν με λουλούδια τη βασιλική άμαξα. Όλα όμορφα, καθαρά και ηλιόλουστα, με τα λουλουδάκια στα χέρια τους και τη χωρίστρα ολόισια. Η άμαξα πέρασε, τα παιδάκια έραναν με τα λουλουδάκια τους τον βασιλιά. Ο μπαμπάς μου, μικρός μπόμπιρας ντυμένος με στρατιωτική στολή –η γιαγιά μου έτσι τον έντυνε στις επίσημες περιστάσεις, είχε δε πολλές στολές που τις έραβε μόνη της- πήρε στα χεράκια του τη μεγάλη ντάλια από την αυλή μας και την πέταξε με χάρη …στη μούρη του μεγαλειώτατου, ο οποίος έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και δεν έβγαλε κιχ…
Φαντάζομαι πως θα σκέφτηκε, παιδί είναι, τι να το κάνεις!!!
Την ιστορία αυτή την ακούω από τότε που γεννήθηκα. Το πρώτο δείγμα αντίστασης στη ζωή του μπαμπά μου, ακολούθησε το πρώτο ποίημα που μου έμαθαν. Εκείνο που με υπερηφάνεια με έβαζε να λέω «έξω φωνή» η θεία μου η Ρούλα στο μπακάλικο του Ανηλιώτη.
«Ο βασιλιάς θε να ‘ρθει
να πιάσει το σπαθί
να πάρει και το φτυάρι
σκατά να κουβαλεί»
Με το «ο βασιλιάς θε να ‘ρθει να πάρει το σπαθί», οι φιλοβασιλικοί θαμώνες κρυφογελούσαν με ικανοποίηση για να τους τα χαλάσει το grand finale μου.
Πολύ αργότερα τις Πρωτοχρονιές που δεχόμασταν για τη γιορτή του μπαμπά κάναμε πάλι φινάλε στη βραδιά με τον Νίκο τον Παγωνάρη όπου τραγουδούσαμε όλα τα αντάρτικα. Και βρόνταγε ο Όλυμπος και άστραφτε η Γκιώνα και συ λαέ βασανισμένε μη ξεχνάς τον Ορωπό, και πέσατε θύματα αδέλφια εσείς. Αυτά ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. Βλέπετε ο παππούς είχε βγει από νωρίς στο βουνό.
Μια άλλη ιστορία που άκουγα πολύ συχνά ήθελε τους Γερμανούς να τον ψάχνουν στο σπίτι μας. Βέβαια όλοι ήταν συνενοημένοι να τους πουν ότι ο παππούς είχε πάει στον κάμπο. Μαζί και ο 4χρονος τότε μπαμπάς μου.
«Ο επικεφαλής τους ήταν τεράστιος, με κείνα τα μάτια τα γαλάζια τα γερμανικά» λέει ο πατέρας μου «και τις μαύρες γυαλιστερές μπότες του. Έτσι τεράστιος έσκυψε πάνω μου και μου έκρυψε τον ήλιο».
- Πού είναι ο πατέρας σου αγοράκι
- Στον κάμπο.
Έλεγε στον κάμπο αλλά το πρόβλημα ήταν πως έδειχνε το βουνό, αφού κατά κει τον είδε να πηγαίνει.
- Πού
- Στον κάμπο
Με την ίδια συνοδευτική κίνηση κατά το βουνό.
- Τι λέει το παιδί κυρά μου. Πού είναι ο άντρας σου τέλος πάντων στο βουνό ή στον κάμπο
- Στον κάμπο είναι. Πού να ξέρει μωρό παιδί κατά που να δείξει. Μπερδεύεται.
Το πίστεψε, δεν το πίστεψε δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άκρη πάντως δεν έβγαλε.
Εκεί στην αυλή μας στην Πορταριά, με τις πολύχρωμες ντάλιες, με το άρωμα της γαρδένιας, χαϊδεμένη, πολυαγαπημένη εγγονή, ανηψιά και κόρη, πέρασα τα πιο όμορφα χρόνια που μπορεί να έχει ένα παιδί.
Ο παππούς ο Γιάννης, στα 80 του να κάθεται μακαρίως σε μια καρέκλα και η γιαγιά μου η Δήμητρα αεικίνητη να βρίσκει χρόνο για παραμύθια.
Ο παππούς να καταδικάζει στην εσχάτη των ποινών και να εκτελεί τον κόκορα γιατί τόλμησε να με τσιμπήσει και η γιαγιά να σκαρφαλώνει στην κρεβατιά για να μου φέρει τα πρώτα σταφύλια. Οι τρεις παραθερίστριες αδερφές - κάποιας ηλικίας τότε που τις θυμάμαι εγώ- στις οποίες νοικιάζαμε κάποια δωμάτια από το σπίτι μας να μου συνθέτουν τραγούδι και να μου το τραγουδούν και η Ρούλα να με τριγυρνά σ’ όλο το χωριό και να με καμαρώνει.
«Κι ο παππούς σου ο Γιαννάκης
που σε αγαπά πολύ
καμαρώνει όλη μέρα
τη μικρή του εγγονή….»
Πηγαίναμε στο κομμωτήριο της Ρούλας, αδερφής του πατέρα μου, όπου ανακάτευα τα μανό της –τάχα πως βοηθούσα- και όλες οι πελάτισσες (ξένες παραθερίστριες κυρίως) άφηναν πουρμπουάρ στο κομμωτριάκι.
Εκεί στην αυλή μας ράψαμε και την Πηλειορίτικη στολή μου, γαλάζια με κόκκινο κοντογούνι και αυτοσχέδιο φέσι με διπλή ασημένια φούντα. Μ’ αυτή τη στολή έγινα 5χρονο παρανυφάκι στον Πηλειορίτικο γάμο.
Τη γαλάζια μου στολή τη φορούσα κάθε χρονιά μέχρι που μου μίκρυνε και αντικαταστάθηκε με άλλες στολές, ώσπου πολλά χρόνια αργότερα φόρεσα και τη στολή της νύφης.
Η πομπή του γάμου ξεκινά ακόμη από την αυλή μας. Φορτώνουμε τις θηκιαστές με τα προικιά στα άλογα, κερνάμε μπακλαβά, γεμίζουμε τις φτσέλες με τσίπουρο, βοηθάμε τα μπρατίμια με τα λευκά τους μαντήλια. Με τις όμορφες ντάλιες μας στολίζουμε τα άλογα και το φλάμπρο. Το έμβλημα του γάμου. Δύο καλάμια ενώνονται σε σχήμα σταυρού, με ένα κατακκόκινο μήλο στη μέση και ένα μαντήλι με χρυσές άκρες να κυματίζει στο αεράκι.
Η πομπή ξεκινά με τα όργανα να παίζουν τις γαμήλιες πατινάδες κι εμείς ακολουθούμε χορεύοντας και τραγουδώντας.
Ακόμα και τώρα κάποιο μικρό παρανυφάκι χορεύει φορώντας τη γαλάζια μου στολή.
Τα καλοκαίρια της εφηβείας μου, στην Πορταριά έβγαλα και το πρώτο μου χατζηλίκι. Στις κατασκηνώσεις του Ερυθρού Σταυρού, εκεί που οι γυναίκες του Συνεταιρισμού έχουν το εργαστήριό τους και παρασκευάζουν τα υπέροχα παραδοσιακά γλυκά τους, έκανα την πρώτη μου δουλειά.
Ο τεράστιος πλάτανος στη μέση της κατασκήνωσης έχει ακούσει πολλά τραγούδια, έχει δει πολλές βραδιές ψυχαγωγίας, έχει μάθει πολλά μυστικά γύρω από τη φωτιά. Αυτή η κατασκήνωση έχει μεγαλώσει παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό αφού φιλοξενούσε τα μέλη των αποστολών των Φεστιβάλ χορού, που γίνονται κάθε καλοκαίρι στο χωριό.
Τα καλοκαίρια όμως έφευγαν γρήγορα. Οι σκηνές μαζεύονταν. Το χώμα άρχιζε να μυρίζει βροχή, ξύλο, κάστανο, τζάκι. Οι ντάλιες μας μαραίνονταν. Εμείς φεύγαμε για να ξεχειμωνιάσουμε στο Βόλο, για να επιστρέψουμε τα Χριστούγεννα. Το σπίτι μας να μυρίζει μήλο και η γιαγιά που από χρόνια έχει «φύγει» να νομίζω πως θα καθίσει πάλι στο «καμαράκι» της για να πιάσει από κει που αφήσαμε το παραμύθι μας.
-Όχι γιαγιά δεν το λες καλά.
-Μπρε γιέ μ’ αφού το ξερεις καλύτερα
-Γιαγιά, κορίτσι είμαι.
Συνηθισμένος αυτός ο μεταξύ μας διάλογος. «Γιαγιά πες μου πάλι για τα καλλικαντζαράκια» της έλεγα και μου έλεγε την ιστορία της φίλης της που την πέτυχαν «εδώ πιο κάτω στο καλντρίμ» και της έδωσαν έναν ασημένιο δίσκο να κερνάει. Κέρναγε εκείνη, χόρευαν αυτοί, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε, έγιναν αυτοί καπνός, της έμεινε της κυράς ο δίσκος, ο ασημένιος. «Αν τους συναντήσεις δεν πρέπει να τους μιλήσεις. Θα σου πάρουν τη λαλιά»… κι αδύνατον να κοιμηθώ εγώ μη τυχόν και κατέβει κανείς άσχημος μαλλιαρός καλλικάντζαρος από το τζάκι.
Κούρνιαζα λοιπόν στην κόκκινη φλοκάτη της, χάϊδευα και την πάντα της με την παράσταση των γυναικών στη βρύση του χωριού και αποκοιμιώμουν. Εκείνη τη φλοκάτη είχε πάρει στα χέρια της κι έτρεχε στο βουνό σ’ έναν από τους βομβαρδισμούς το ’40. Την κρατούσε σφιχτά όσο κι αν της φώναζαν να την πετάξει αφού κατακκόκινη όπως ήταν έδινε στόχο στα εχθρικά αεροπλάνα. Πώς όμως θα ζέσταινε το παιδί χειμώνα καιρό…
Τις φλοκάτες μας τις μαζεύαμε την άνοιξη και τα πρώτα λουλούδια της αυλής μας προορίζονται για τον Επιτάφιο.
Μεγάλη Πέμπτη με μυρωδάτα κεριά, μιγκέδες και πανσέδες για το στεφάνι της Παναγιάς, οι μωβ κορδέλες να μου πλακώνουν την ψυχή και η προσμονή της Ανάστασης να μας ελαφραίνει την καρδιά. Οι γυναίκες να στολίζουν τον Επιτάφιο, ξυλόγλυπτο, βαρύ, εκατόχρονο με τις ντάλιες μας στην κορυφή. Την επομένη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή στην περιφορά του Επιταφίου κεράκια – πυγολαμπίδες να γυρνούν σ’ όλο το χωριό. Εμείς με τις σχολικες ποδιές ή με τις στολές μας να περιμένουμε το «έραναν τον Τάφο» για να ράνουμε με πέταλα ανοιξιάτικα τον Επιτάφιο και όλοι μαζί να υποφέρουμε με το Θείο Δράμα.
Στην Ανάσταση με τα καλά μας να περιμένουμε το πρώτο φως και να προσπαθούμε πεισματικά κόντρα στον άνεμο να το φέρουμε στο σπίτι με τη λαμπάδα της νονάς. Με το πρώτο απ’ τα αυγά που βάφαμε τη Μεγάλη Πέμπτη η γιαγιά με «σταύρωνε» και με λαδάκι τα γυαλίζαμε. ΄Ετσι έκανε και φέτος μια άλλη γιαγιά –η μάνα μου- με τη δική της εγγονή.
Την Κυριακή του Πάσχα όλο το χωριό περνάει ακόμη και τώρα από το σπίτι μας.
Άλλωστε στα χωριά η ιστορία γράφεται στις αυλές….
Για μένα η Πορταριά είναι οι ρίζες μου.
Στον Αη Νικόλα, εκεί που έπαιζα με τα παιδιά του χωριού, εκεί που ξενυχτούσα τη Μ. Πέμπτη, προσευχήθηκα ένα Πάσχα για τη ζωή του πατέρα μου. Κι ο Αη Νικόλας με άκουσε.
Στον Αη Νικόλα παντρεύτηκα ένα υπέροχο καλοκαιρινό απόγευμα, στην ίδια εκκλησία που παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Εκεί βάφτισα και το παιδάκι μου, την 3χρονη τώρα πια Εύα μου που αγαπάει την Πορταριά όσο εγώ.
Κρατάω το απαλό χεράκι της στα δικά μου και της δείχνω τα λουλούδια μας. Στην αυλή μας τρέχει και γελάει, ακόμα ένα παιδί στα τόσα που μεγάλωσαν εκεί. Όταν μεγαλώσει λίγο ακόμη θα της μιλήσω για τους ανθρώπους που αγάπησα. Θα της δείξω που ήταν το καφενείο του παππου-Γιάννη, θα της πω και μερικές από τις ιστορίες της γιαγιάς-Δήμητρας.
Στα ματάκια της μετά από λίγα χρόνια θα περιμένω να δω τη χαρά που θα φοράει μια παρόμοια στολή με της μάνας της για να κρατήσει το μπαρμπερομάντηλο και να χορεύει με τα άλλα μπρατιμάκια στον Πηλειορίτικο γάμο. Τώρα βλέπω σε κείνη τον εαυτό μου. Πολυαγαπημένη εγγονή, κόρη και ανηψιά που μεγαλώνει στην αυλή με τις ντάλιες.
Αυτή είναι η δική μας Πορταριά.
Αυτή ελπίζω να είναι και η δική σας. Γεμάτη χρώματα, αρώματα, ήχους από γάργαρα νερά, καμπάνες Ανάστασης, πατινάδες γάμου, δροσερά καλοκαίρια.
Γεμάτη φωνές, ζωές ανθρώπων που αγαπούν και απολαμβάνουν τη ζωή σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο.
Ιούνιος 2005
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Miclosish Fr – Muller Jos – Acta et Diplomata Graeca
- Απ. Παπαθανασίου, Η Μαγνησία και το Πήλιο στον Ύστερο Μεσαίωνα (1204-1423).
- Απ. Παπαθανασίου, Οι Μελισηνοί Κτίτορες Ιερών Μονών.
- Αρχαία Δημητριάδα – Η διαδρομή της στο χρόνο. Εκδόσεις ΔΗΚΙ.
- Βαγγ. Σκουβαράς, Από τον Λειμώνα της Παράδοσης - Πηλιορείτικα Β’.
- Βαγγ. Σκουβαράς, Κίτσος Μακρής, Αρχαιολογικός και Ιστορικός Οδηγός Μαγνησίας.
- Βόλος – ένας αιώνας.
- Εκπαιδευτικές όψεις του Πηλίου – Πρακτικά Ημερίδας.
- Εν Βόλω, περιοδικό.
- Θεσσαλία – Τύπος του Βόλου, εφημερίδες.
- Ιστορία Βόλου και Αγιάς, Γιάννη Κορδάτου.
- Κεκαυμένος, Στρατηγικόν.
- Λυτά έγγραφα αρχείου Πορταριάς.
- Ν. Τσιρογιάννης, Το ημερολόγιο ενός παππού.
- Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου 1956.
- Πρακτικά της Κοινότητας Πορταριάς.
- Πρακτικά του Δήμου Ορμινίου 1882-1915.
- Προμηθέας, Περιοδικό Τ. Εσφιγμενίτη
- Το 54ο Σύνταγμα, Γρηγόρη Ρέντη.
ΒΙΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ
1. Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΟΝΟΜΑΖΕΙ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΡΤΑΡΙΑ (4-20)
2. Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (21-49)
3. ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ – 1900-1920 (50-69)
4. ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ- Ένα ήρεμο διάλειμμα (70-96)
5. ΚΑΤΟΧΗ .. Αληθινό σενάριο (97-133)
6. ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ : Επί τας πηγάς (134-146)
7. ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (147-167)
8. ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΝΤΟΡΙΖΟΥ (168-176)
9. ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ 3ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ (177-179)
ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ
1. ΠΟΡΤΑΡΙΤΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ – ΔΩΡΗΤΕΣ (181-202)
2. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑ (203-216)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
1. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑ (218-237)
2. Η ΑΓΙΑ ΣΙΑΓΩΝ (238-241)
3. ΒΡΥΣΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ (242-248)
4. ΟΙ ΨΑΛΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ (249-254)
5. ΤΟ «ΘΕΟΞΕΝΙΑ» ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (255-258)
6. ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΕΣ Η ΝΟΙΚΙΑΣΤΑΔΕΣ (259-262)
7. ΠΟΡΤΑΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (263-270)
8. ΑΠΟ ΤΑ ΜΗΤΡΩΑ ΑΡΡΕΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΜΙΝΙΟΥ (271-272)
9. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΚΥΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ (273-275)
10. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ (276-277)
11. Η ΑΥΛΗ ΜΕ ΤΙΣ ΝΤΑΛΙΕΣ (278-282)
12. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (283)
[1] Βασικό βοήθημά μας τα Πρακτικά της Ημερίδας «Εκπαιδευτικές Όψεις του Πηλίου».
[2] «Από τον λειμώνατης Παράδοσης» του Βαγγγ. Σκουβαρά.
[3] Ενν. εργάτης γής
[4] Ενν. επιπλοποιός
[5] Οι πληροφορίες προέρχονταν από την ανηψιά της Ελένη (Νουνούκα) Πετροπούλου.
[6] Πρακτικά του Δήμου.
[7] Ευγενικός πάντα ο Γ. Τσιμπανούλης αναφέρεται υπαινικτικά και ακροθιγώς στην ιστορία του Ζαμάνη.
[8] Λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς.
[9] Το διήγημα δημοσεύθηκε στην εφημ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ
[10] Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΟΡΤΑΡΙΑ.
[11] Δημοσιευμένο σε τρείς συνέχειες στην εφημερίδα «Πορταριά».
[12] Δημοσιεύθηκε στην Εφημ. ΠΟΡΤΑΡΙΑ
[13] Από την αφήγηση του τελευταίου διευθυντή του Θεοξένια Ιωσήφ Δασκαλάκη. Σε διαφημίσεις, εφημερίδες και Οδηγούς αναφέρεται το 1905 ως έτος έναρξης της λειτουργίας του ξενοδοχείου.
[14] Ενν. τον διάσημο ζωγράφο Κοσμαδόπουλο, αδελφό του τραπεζίτη που συγγένεψε με τους Αθανασάκηδες.
[15] Οι δορυφόροι ήσαν οι δύο συνέταιροι. Το όνομα φυσικά το πήραν από τους δορυφόρους που πρωτοέμπαιναν τότε σε τροχιά. Ο σημαντικότερος ήταν ο ρωσικός με το πασίγνωστο σκυλάκι, την Λάϊκα.
[16] Προσωπικά δεν θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο όρος.
[17] Από την εφημερίδα ΠΟΡΤΑΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου