Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Πέρασαν τόσες νύχτες απ'τα ποιήματά μου.
Στην αρχή, τις καλοδεχόμουν,σαν τη σιγανή βροχή
που ποτίζει τα όνειρα των δέντρων.
Τους μιλούσα τρυφερά σα να'ταν παιδιά ή λουλούδια
Ύστερα πύκνωσαν
τόσο πολύ, που κόβονταν με το μαχαίρι,
οιμωγές άκουες
και φθαρμένες νότες γραμμοφώνων,στο τέλος τα πάντα
κατέληξαν ζόφος, μ'όλα τα συμπαρομαρτούντα,
με τη σιωπή, το άναστρο, το αξημέρωτο.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει  αυτό.
Κάποιες στιγμές,
στο κάτω-κάτω,είναι και η αιωνιότητα.











Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ ΘΥΜΗΤΑΡΙΑ
Τα βράδια,οι λυπημένοι πωλητές
τυλίγουν ένα δρεπάνι φεγγαριού.
Οι ποιητές χτενίζουν,νανουρίζοντας,τη λέξη,
κι ένα μικρό κι άσημο κυκλάμινο,φυτρώνει
πλάι σε κάθε θυμητάρι.
Ένα καιρό,τις νύχτες της αγρύπνιας, μετρούσα
αυτά τα θυμητάρια, ένθεν κακείθεν του δρόμου
ώς την Πορταριά.Άλλα τα θυμόμουν κι άλλων
κραύγαζαν οι ψυχές
"είμαι κι εγώ,εδώ"-τότε είχα μπει για τα καλά
στο λαβύρινθο του μεγάλου ύπνου

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ
Ανάμεσα στο
γράφω για να εκφράζομαι
και στο
γράφω για να διαβάζομαι
βρίσκεται,αθώοι μου, ο κακός λύκος.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

ΑΠΕΙΡΙΑ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ
Ένα ποίημα,κάθε ποίημα,έχει την ηλικία
της ανθρωπότητας και κάνει τον ανάλογο
χρόνο για να γραφτεί,γιατί σε κάθε ποίημα
χωρεί απειρία ψυχών,συν ένα εικονοστάσι,
απ'το οποίο κατεβαίνει ο Άγιος Φανούριος
με τα μαλλιά και τον κόρφο του γεμάτα νεραντζάνθια.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΣΑΝ ΕΝΑ ΔΡΕΠΑΝΙ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Κύριε,δος μας ό,τι δικαιούται ένα μεγάλο παιδί,
γιατί αυτό υπήρξαμε ανέκαθεν,
κουβαλούσαμε μεγάλα όνειρα,
για να τα κάψουμε,στις φωτιές του Άϊ-Γιάννη,
κι ύστερα κλαίγαμε
περπατούσαμε στις ράγες,μπροστά απ'τον κινούμενο
συρμό,
και το βράδυ έρχονταν γεμάτο
οιμωγές και κόκκινα σύννεφα.
Ναι,Κύριε, μεγαλώσαμε και μείναμε παιδιά,
με τα ποιήματά μας γεμάτα ομίχλες και κρύο,
μ'ένα άσπρο χιόνι
και τους μικρούς ανέμους στην τσέπη,
θυμήσου τα όλ' αυτά στην Κρίση,
Κύριε
Γιατί η μνήμη των παιδιών, είναι λειψή,
σαν ένα δρεπάνι φεγγαριού.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΜΕ ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΔΕΞΙΑ
Κι όταν,στιλπνή, της θάλασσας η επιφάνεια
πολύχρωμα θα σκορπάει της προκυμαίας τα φώτα
-θα'ναι ο καιρός που η αλκυόνη αποκοιμάται στο νερό-
απ'το Γαλατοδάσος θα φανεί  ο Ντίλαν Τόμας,
φουσκωμένος,όπως τα μπαλόνια των παιδιών που ιριδίζουν,
με τις τσέπες γεμάτες βιολέτες και κουδουνάκια,"τα ποιήματα
είναι κατασκευές, από λέξεις,να, το φεγγάρι, μια πέτρα που μυρίζει
υδρόθειο,το μπουκάλι που μου προμήθευσε ο Τζέρι,ένα μοναχικό
τραγούδι κι ο,πανάξιος μπροστά στα γουρουνάκια,λύκος",
αυτά θα λέει και θα βγάζει απ' την τσέπη του ένα ποίημα,
όπως ο ταχυδακτυλουργός το περιστέρι απ'το μανίκι,
ένα ποίημα που,εντός του,πολεμούν ο άγγελος,ο δράκος κι ο τρελός,
ο άγγελος στην καθαρότητα των λέξεων κι ο δράκος τα μπουκάλια
του Τζέρι-τρελός είναι ο ποιητής που νόμισε πως θ'άλλαζε τον κόσμο
παρόλο που η αλκυόνη εξακολουθεί να κοιμάται, ακόμη με το ράμφος δεξιά.





Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΛΙΓΟ ΠΡΙN ΠΕΣΟΥΝ
Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους,
θέλω να δω τον άγγελό μου,
να μείνουμε
μόνοι,
σ'ένα σύμπαν αχανές,
παρακαλώ ν'αποσυρθείτε, ζώντες τε και κεκοιμημένοι.
Θέλω να προσκυνήσω τις μεγάλες φτερούγες του,
στα πόδια του να καταθέσω ένα κλωνάρι πασχαλιάς,
να του ζητήσω συγγνώμη για τις ασυνέπειες μου
(πάντα υποσχόμουν ν' αλλάξω και πάντα ο ίδιος έμενα),
να δω πώς είναι, τέλος πάντων:
Ένα μικρό παιδί,
ο νεανίας που αστράφτει και προφέρει το "ουκ έστιν ώδε",
το άστρο της Βηθλεέμ;
-Εννοώ πώς είναι ο δικός μου,όταν
πέφτουν οι τίτλοι του τέλους-.
Πάντοτε με συντρόφευε και ουδέποτε μου 'δωσε
μια φωτογραφία του.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΙ ΣΒΉΝΕΙ Ο ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ
Συχνά ονειρεύομαι  ένα ανύπαρκτο εκκλησάκι
στην απέναντι μαγούλα
με τις μαυρισμένες εικόνες του
και τις,εξωτερικές, χιβάδες του ιερού,
τον κυρ Αλέξαντρο να ψάλλει,
μάλλον να άδει,
"τα υπέροχα τραγούδια του Θεού",κατά την Κούλα,
την κόρη
του μανάβη που "έπλεψε καλά"
κι ο παπα Νικόλας ο Ναξιώτης
της διάβασε την Ακολουθία των Νηπίων.

Έξω ανάβουνε,από φτέρη, οι φωτιές
και μακρυά, στο πέλαγο,κάποιοι να σώσουν
τη ζωή τους προσπαθούν.

Και σβήνει ο Πολυέλεος,μένει το ξυπνητήρι να χτυπάει
πλάι στο έκτυπο,της αχειροποίητης, Ιεροσολυμίτισσας,
ενώ,απ' το παράθυρο,φαίνεται η μαγούλα,
με τις αμυγδαλιές της ανθισμένες.




Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

ΛΕΙΠΕΙ Η ΙΔΕΑ
Κατασκευάζεις ένα νυχτερινό ντεκόρ, ξέρεις,
ουράνια σώματα και ζόφο, όμως,
όμως λείπει η ποιητική ιδέα,δεν εννοώ την πλοκή,
ούτε
την μυθικήν επιτυχία,αυτή ενδεχομένως
να υπάρχει
ως punctum,που θα'λεγε ο Ρολάν Μπαρτ,μια σταγόνα
αίμα το υποδηλώνει,αλλά
το πρώτο ποιητικό αίτιο.
Ο Ρίλκε παρουσίαζε τους αγγέλους κι ο Δαβίδ
τον Κύριο των πάντων,
εμείς τελούμεν εν αμηχάνω,πρέπει να βρεθεί κάτι
πέρα απ' τα σκηνικά που κουβαλούν με τις καμήλες τους
οι βεδουίνοι,
δεν είναι εύκολο,μα προσευχόμαστε ν' αναδυθεί
για να'ναι η κατασκευή μας
ποίημα.





Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015




ΤΙΣ ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΕΣ
"Νέον" τα μακρυά σου πόδια, χλωμά αναμμένο
κι η πόλη που, άχρωμη, πίστα τρεμουλιαστή, φεγγίζει
ξεφούσκωτο, σε στύλο, το φεγγάρι στέκει, κρεμασμένο,
αν πέφτει άστρο,απορώ, ή μάτι στα νερά,ανθίζει.

Μακριά, άδεια από επιβάτες, σφυρίζουνε τα τρένα
οι δρόμοι, πάντα σκοτεινοί και ξεχασμένοι
παράθυρα,που αργοσβήνουν ένα -ένα,
δείχνοντας ότι οι καιροί μας γεννηθήκαν πεθαμένοι.

Τα πόδια σου πατούν στο χτες, μια κιτρινόμαυρη αιθάλη,
τυλίγει τα ενύπνια των δέντρων και τη δόξα των βουνών
κι ανάμεσα ο ωραίος, ο δικός μας  ύπνος, αεί θάλλει
τραγούδια κυανά,τις τεθλασμένες των εντόμων, των πουλιών.




Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΚΟΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΟΥΚΑ
Εκτός απ'τα ραφεία, μου άρεσε κι εκείνος
ο πελώριος κούκλος του Παλούκα.
Δεν έκανε τίποτ' άλλο απ'το να κουνάει,
σε μιαν αέναη κατάφαση,το κεφάλι του.
Πιο πέρα,στον ίδιο δρόμο,άκουγες,στης Σώταινας,
βραχνά τραγούδια και γυαλικά που έσπαζαν
(απαγορευμένη για μας, τα παιδιά, περιοχή).
Και περιμέναμε το βράδυ,να γυαλίσουν
απ' τη βροχή,
οι άμαξες,
να γυαλίσουν τα σύρματα,οι επιγραφές
και οι ράχες των αλόγων,να πλησιάσουμε την πιάτσα,
βουλιάζοντας σε σάπια χρεμετίσματα.


ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΑΓΑΛΜΑ
Ο άνθρωπος εκείνος,
κρατούσε στα χέρια το ραγισμένο προσωπείο του
και περπατούσε στο δακρυσμένο λιβάδι του ουρανού.
Μιλούσε μόνος,
για την δόξα των αρχαίων ημερών,
τότε που η ιστορία γέμιζε τα κάδρα των προγόνων,
τότε που τα σύννεφα  έπεφταν,γύρω, σαν κορδέλες,
μιλούσε μόνος,
ενίοτε και με τους πεθαμένους του.

Γιατί, αυτό, εντέλει, είναι μοναξιά,
να'σαι έτοιμος,κάθε στιγμή,να γίνεις άγαλμα.


Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015


ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΚΙΖΟΥΜΕ;
Κι ύστερα, χτυπούν την πόρτα σου οι ποιητές
του μεσοπολέμου,ντυμένοι με φόρμες,κρατούν
καροτσάκια
γεμάτα εντελείς ρίμες και κραυγαλέα μέτρα, 
"από πού έρχεσθε" τους ρωτάς,
σου απαντούν "απ'το κύμα του χθες "και το
πριονίδι των ποιημάτων τους,συμπληρώνουν, είναι
για να ταΐσουν τα περιστέρια,τους εξηγείς ότι τα πουλιά
τρέφονται σήμερα από γωνίες ανοιχτών ποιημάτων-μερικά
τρώνε σπόρους-παραξενεύονται,
"δεν τα δουλεύετε τα τραγούδια;"
ρωτούν, "έχουμε εκατό φεγγάρια,
ο καθένας,στο κομοδίνο του,
τα βράδια τιναζόμαστε και καταγράφουμε τα όνειρά μας",
απαντούμε,
"δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε από υγρό τραγούδι, γι αυτό,
σ' αυτή την πόλη, θα βρείτε
περισσότερα άδεια τρένα και λιγότερα πουλιά, περισσότερο χάρτινο
πόνο και άδειες μέρες από τραγούδι,θα βρείτε τσελεμεντέδες ποιητικής
και πορώδεις καρδιές,ν'αντέχουμε,να μη σπάμε,στην παραλία
και τα μεγάλα δωμάτια που βλέπουν προς τη δύση,έχουμε
μαλακούς ωραίους κροτάφους,γιατί να τους τσακίζουμε;"









Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ
Σε ξεφτισμένες πόρτες,υπάρχουν ταμπελίτσες
-ξύλινες οι πιο πολλές-με το "επιστρέφω αμέσως",
αυτό,βέβαια,το "αμέσως" κρατάει κάμποσο
οι γυναίκες, με βλέμματα στο χρώμα της θάλασσας,
κάθονται σε μια καρέκλα και το περιμένουν αιώνες,
τα παιδιά, παίζουν το σαλίγκαρο στο χώμα
και στο απέναντι οικόπεδο, με τ'ασφοδίλια,δύει ο ήλιος.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ
Κι ήσαν μεγάλες οι ιδέες και τα όνειρά μας,τόσο που
σκεφτόμαστε να τα μεταφέρουμε και σ'άλλες καρδιές.
Ένα πρόβλημα είναι αυτή η μεταφορά, άραγε θα τα δεχτούν
οι άλλοι; Έτσι,χωρίς αντηρίδες και στηρίγματα,
στερεωμένα στα σύννεφα,πάνω απ'το δάσος με τους
κακούς παιδικούς μας λύκους;Να τα στείλουμε με επιστολές
ή με μποτίλιες στο πέλαγος,καλύτερα,νομίζω,είναι να κλάψουμε,
κρεμώντας τα επί των ποταμών Βαβυλώνος.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΤΟ "ΠΑΝΤΟΤΕ" ΙΣΧΥΕΙ
Τα ποιήματα υποτίθεται ότι τελειώνουν
μ'έναν αιφνίδιο θάνατο,
το άναμμα και το σβήσιμο ενός διάττοντα,
θυμίζουν το τέλος, στο ταξίδι του κοριτσιού με τα σπίρτα,
δεν υφίσταται πλαίσιο,άνω τελεία,
δευτερεύουσα πρόταση,το κουπί δε σπάει
στα πλευρά της θάλασσας
-εδώ που τα λέμε,τίποτε δεν τελειώνει
ούτε συ κι εγώ, αν δεν μας σταματήσουν,
και τότε,ακόμη, εξακολουθεί
η φορά,
τα τριαντάφυλλα ανθίζουν αργά,οι άνθρωποι περνούν
ο ένας στο όνειρο του άλλου,
μια υποδόρια κινητικότητα,
η βούληση του Αγίου Μαξίμου, είναι κίνηση
και η αγάπη
και λάθος τό 'γραψα,είμαστε, μονίμως,σκονισμένοι,
από την σύγκρουση των μετεωριτών.



ΓΙΑ Ν' ΑΠΟΓΕΙΩΘΕΙΣ
Στην αρχή δεν το παίρνεις καν είδηση,
δυο σταγόνες διάφανες,
πέντε λέξεις,όπως εκείνες
του Μαλαρμέ και του Βαλερί,κολυμπούν,
χρυσόψαρα
στο μεγακείμενο,

εσύ κοιτάζεις πάντοτε τη γυάλα,

η μουσική για αστέρια παίζεται με κρουστά,
και συνεχίζεις,

ξάφνου το αντιλαμβάνεσαι,

το καθαρό ποίημα έχει τελειώσει εδώ κι  αιώνες,
όλα τ'άλλα είναι έρμα,πού'πρεπε να πετάξεις,
για ν'απογειωθείς.




Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Η ΒΟΥΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
"Μέσαι δε νύκτες, παρά δ’ έρχεται ώρα,
εγώ δε μόνα καθεύδω", εκείνη έκλαιγε τον έρωτα,
θα μπορούσε να'ναι γόνιμη εγκατάλειψη ή θάνατος,
μα εγώ τί να πω,το πρόσωπό σου χάνεται άδειο
ή γεμάτο κενό,
"δέδυκε μεν α Σελάνα και Πληιάδες",θα μπορούσε να'ναι
ένας άλλος πόνος
καθώς χάνονται κι ανατέλλουν τα ουράνια σώματα
υπάρχουν πολλά
πέρα από τον έρωτα και το θάνατο,
αίφνης η σιγή,οι άνθρωποι σωπαίνουν,
δεν κυνηγούν καν τη βουή τους, οι ίδιες οι λέξεις
μιλούν όσο μια πέτρα που κάνει κύκλους
στο νερό,
τα ρήματα ισόβια μένουν του άνθους κάκτου,
τί να πεις σε μια μέρα,πώς να το πεις;




Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΚΕΙ
Δε θα΄ταν καλύτερα,αντί για μια θεωρία για την ποίηση,
να γράφουμε ποίηση;
Τα ποιήματα,εξ'άλλου, είναι σαν
ένας γενικός μαθηματικός τύπος
του Κόσμου,
δεν κατασκευάζονται,δεν ανακαλύπτονται
υπάρχουν,εκεί,
η γεροντοκόρη που σερβίριζε τη  μέντα,ένας άνεμος,
κυνηγούσε τα κλαδιά και τον εαυτό του,τα αρχικά Γ.Τ. στη βάση
της κολόνας,μια πονεμένη ιστορία του κυρ-Αντώνη,που
έκανε στ'Ανάπλι για φόνο,έφυγες, το επίθετο στιλπνός,
στην αναδίπλωσή τους, εκπληρούν γραμματικούς ποιητικούς
κανόνες,
το ποίημα,αν εκτεθεί στην ολότητά του,
αλλάζει,εξαιρετικά, τη μορφή του Κόσμου, γι αυτό
το κάνουμε σαΐτα και το πετούμε σε μια κυρία,που
δε ζει πλέον.













Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015


ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το ποίημα δεν γράφεται πάντα,
μπορεί
να κουρνιάσει και στη σιωπηλήν ευδία,
στο στοχασμό χωρίς μετείκασμα,
τότε που δεν συγκρατείς,
ούτε για τη στιγμή μιας Στιγμής,
τί
ακριβώς υπήρξεν αυτό που σε συνεπήρε,
μια ιδέα ή ένας άνθρωπος ή ένα κόκκινο καλοκαίρι,
έχω παρατηρήσει ότι ποιητές χαρακτηρίζονται
κυρίως
όσοι φουσκώνουν τα φεγγάρια των λέξεων,
δεν είναι ακριβώς έτσι,
ποιητές να πούμε κι όσους
σκαλίζουν μ'ένα ξινάρι, τις εύφορες ψυχές και
ζουν την ευλογία,όσους πόνεσαν κι όσους
ανακαλύπτουν το πρωί,στα σεντόνια τους,σταγόνες
από προσευχητάρια που έκλεισαν αδέξια,
ενώ στο κομοδίνο υπάρχει ακόμη ένα ποτήρι
κρύο νερό.





ΑΣΚΗΣΗ
Κι έτσι, ωραία συμβιβασμένοι, θα σβήσουν τ' αθώα πρόσωπά τους,
το καλωσόρισμα θ' αλλοιωθεί σ' αποχαιρετισμό,
μιαν έλλειψη που απομακρύνεται,ένα λευκοφαές κενό,
μοιραίοι, θα το δεχτούν, σ' ό,τι πιστέψαν όραμά τους.


Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΟΛΙ
Κράτησα
σ'ένα μικρό κουτί,
το χαμόγελό σου-
όλο το βράδυ φτερούγιζε,
λες και του'λειπε το πρόσωπό σου,
λες
και του'λειπε ένα χθες,
τα ποιήματα που σου διάβαζα,
ενώ ακούγαμε το κορίτσι με το κόκκινο βιολί.

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΓΡΑΨΕ
Προσπαθώ,μέσα σε σχήματα υπερβολικά, να βρω
το Θεό
ή μια κούνια που μας έφτανε στα σύννεφα,
γιατί η ποίηση δε διαθέτει μια σκοτεινή επιφάνεια,
είναι
καθρέφτης που σου ξαναπετάει το πρόσωπό σου,
σε υποχρεώνει να περπατήσεις παλιούς δρόμους,
είναι
η αισθητοποίηση του υπερούσιου,
γι αυτό,
πάντοτε να θυμάσαι το μουζίκο Μαρέι
και μια γυναίκα για την
οποία έκλαψες,να θυμάσαι τις γονυκλισίες και τους ανέμους,
τις υπέρλογες ισορροπίες,α,θα ήταν όλα εύκολα,αν οι λέξεις
δεν απαιτούσαν ένα ουράνιο τόξο στην άκρη τους, θυμήσου τα
όλα αυτά,
κι ύστερα
γράψε.





Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015



 ΛΕΥΚΟΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
Ένας νεαρός λιμοκοντόρος μπήκε στο πεδίο
καθώς, η μάνα και η θεία Ρίτα φωτογραφίζονταν,
κάτω από μια δέσμη φωτός,στον Άη Ταξιάρχη.
Τον είδαν όταν πήραν τη φωτογραφία-δεν τον ήθελαν,
"να τον αφαιρέσεις",είπαν στον Τόμη, το φωτογράφο,
κι εκείνος
σκέπασε το παιδί, μ'ένα κομμάτι πλατανόφυλλου.
Σκέπτομαι πως έχουμε δυο απουσίες πλέον,
κι ένα παρόν ερωτηματικό,
δεν μπορείς να πεις με σιγουριά "κι αυτός θα'χει πεθάνει",
αφού δεν ξέρεις ποιος υπήρξεν,
ίσως ήταν μικρός τότε,ένα παιδί ερωτευμένο
με την καλλονή θεία,
στα ενενήντα του μπορεί να'χει ξεχάσει,
το φύλλο έχει σίγουρα χαθεί,
έμεινε όμως ο λευκός χείμαρρος του φωτός,
στων πλατανιών το δάσος, που πάντα θα υπάρχει.




Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΙΝ;
Κι  ύστερα συνηθίσαμε να κλαίμε, όπως στα όνειρα
που θυμίζουν άσπρα σύννεφα,όπως
όταν μυρίζει ο αέρας πασχαλιές και βιολέτες.
Μας δόθηκε αυτό το προνόμιο,ένα βρεγμένο πρόσωπο,
πάνω στο σκοτωμένο χρόνο, είναι απόδειξη ότι υπάρχουμε.
Τί κι αν δεν μας ονομάζουν ποιητές, το αισθαντικό, πλέον, ergo
κατισχύει.Συνήθως,τα βράδια, κλαίνε και κάποιοι άλλοι,
δίπλα μας πρέπει να βρίσκονται, μα είναι δύσκολο
να τους διακρίνουμε, να 'ναι οι άγγελοί μας
ή όσοι έζησαν ένα μεγάλο πριν;





Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΘΑ 'ΜΟΥΝ ΕΞΗΝΤΑΤΡΙΩ ΧΡΟΝΩ
Γιατί ενυπνιάζομαι  πάντα την άμπωτη;
Ψες,
με τη βαρκούλα που είχαμε σκαλίσει σε κορμό
φοινικιάς,
κόλλησα πάλι στο βούρκο του Παλαιού
Λιμεναρχείου,ιταλικά καβούρια με τριγύριζαν
κι έβλεπα, στη ροτόντα του Φωταερίου που δε λειτουργούσε
εδώ και χρόνια,την Άννα την Κατσικού,αυτή
που φωνάζαμε,τα παιδιά, μάγισσα, ήθελα καθαρό νερό
να κολυμπήσω, ούτε λακουβίτσα δεν υπήρχε,
άμμος και πέτρες και βούρκος,μαμουνατζήδες
έσκυβαν τραγουδώντας βαριά λαϊκά,σα να φύτευαν
κόρες από κεραμίδι,μακριά φαίνονταν ένα
ατλαζένιο πανί,αλλά όσο, πλησίαζα, απομακρύνονταν
κι ύστερα,
το 'ξερα και στον ύπνο μου,
μόλις χτυπούσε το ξυπνητήρι,θα χάνονταν τα πάντα,
κι εγώ θα'μουν
εξηντατριώ χρονώ.




ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τώρα κατορθώσαμε να ερμηνεύσουμε τις φρυκτωρίες,
δεν μιλούσαν για τα αρχαία βουνά, ούτε
το τρενάκι του τουβλάδικου
που ανέβαζε το πρωί πηλό στον ουρανό και κατέβαζε παιδιά
και τραγούδια,
οι φωτιές στις κορφές είναι μια εποποιϊα του χρόνου
και χρόνος είναι μια απουσία,
μια τρυφερή αδειοσύνη,
πολλοί
ακούν αποσπάσματα απ'τις συμφωνίες 3 και 5 του Μάλερ,
η Βενετία που χάνεται.
Οι φρυκτωρίες, μιλούν για τον προσωπικό χρόνο που λιγοστεύει,
επιλέγουν το καλύτερο ανάμεσα στο "επιτέλους",
και το"δόξα σοι τω δείξαντι το φως",
επειδή, κατάνυξη δεν είναι ο ζόφος,
είναι
ένα σπουργίτι που τσιμπάει τα υπολείμματα των ποιημάτων,
δεν είναι
ο "δράκων ούτος όν έπλασας εμπαίζειν αυτή",
στα χείλη ακουμπάει μια μαβιά ηλιαχτίδα.




Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

ΑΟΡΑΤΟΙ
Καταντήσαμε το φεγγάρι, μπαλάκι του πινγκ-πονγκ-
κι όμως,
κυκλοφορούν, στον ουρανό, άπειροι ποδηλάτες,

τόσοι λαχειοπώλες,
κραυγάζουνε "κληρώνει",

αόρατοι,
ανάμεσα
στ'αστέρια.


Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΦΑΝΤΑΖΕΣΘΕ;
Μικρασιατών με Κουντουριώτου,πλάι στο χαλβατζίδικο,
υπάρχει ακόμη το σπίτι με το πλαίσιο μιας παλιάς ταμπέλας,
σας μιλάω για οίκημα μετασεισμικό-σχέδιο Παρασκευόπουλου,
"Αιχμαλωτίδης, ράπτης",έγραφε,κάποτε,καλλιγραφικά
κι εγώ σταματούσα,
δεν ξέρω τί με τραβούσε στα παλιά ραφεία,
ίσως το μαύρο σίδερο με τα καρβουνάκια,στην άκρη
του πεζοδρομίου ή η οσμή του μάλλινου,
ενδεχομένως και η πιθανότητα,
να γλιστρήσω σε μια δίπλα από ύφασμα
και να κοιμηθώ χίλια χρόνια,
φαντάζεσθε πόσα όνειρα θα είχα να  διηγηθώ στους επιγόνους;

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Θα'θελα να μουν ένα ταπεινό "μη με λησμόνει"
ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα αγαπημένης,
ένας λαϊκός χορός του Μπραμς,
που κυματίζει σε κρύα ευδία,
θα'θελα
ν'ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική του ουράνιου τόξου,
ιδιαίτατα,
να σβήνω με μια πελώρια γομολάστιχα, ό,τι πληγώνει
τα μάτια μου και βέβαια ν'αποκτήσω την ικανότητα να
διατάσσω τα πετροχελίδονα "φέρτε μου πίσω τα σπίτια
με τις ρετσινολαδιές και τους νεκρούς σκύλους που
δε σταμάτησαν,εντούτοις, να γαβγίζουν,
φέρτε μου την οσμή
του κυριακάτικου στιφάδου,όταν βλέπαμε τον πατέρα να
δένει την πετσέτα κι ακούγαμε τα νέα ταλέντα του Οικονομίδη".

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Το βράδυ μας φέρνει τ'αστέρια και τις νυχτοπεταλούδες
καθώς και τα ενύπνια που διασχίζουν οι πεθαμένοι μας,
μας επισκέπτονται και τους κερνούμε καρυδάκι γλυκό,
θυμόμαστε τα παλιά(εκείνοι κοιτάζουν ανυπόμονοι τα ρολόγια)
στα μαλλιά τους κρέμονται χαλκοπράσινα
σκουλαρίκια,κάνουν παράξενες ερωτήσεις,"πού ισορροπεί ο χρόνος;",
καλό είναι να μην τους απαντήσεις γιατί οι ερωτήσεις γίνονται
δυσκολότερες, "ποια είναι η σχέση του καιρού με την αιωνιότητα;",
αν σωπάσεις χάνονται σιγά-σιγά,ορισμένοι ξεχνούν τα φτερά τους
στον καναπέ,τα προβάρεις σαν ένα ζευγάρι παντούφλες και,ξαφνικά,
καταλαβαίνεις πως σύντομα θα'σαι κι εσύ στη θέση τους,θα περάσεις
στην άλλη πλευρά του καθρέφτη,θα μπεις στο όνειρο του συντρόφου σου.







Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ
Πριν κοιμηθούν τα εγγόνια, άναβε το καντήλι,
έκανε τις πενήντα στρωτές της μετάνοιες,και
τραβούσε,πλάι στο κρεββάτι,ένα κοντό σκαμνί,
να μη κουράζεται ο φύλακας άγγελος
που τα παράστεκε-
κάπου την έχω δει αυτή τη φωτογραφία,κάπου
τα'χω ακούσει αυτά,μα δε θυμάμαι,
δεν ήταν,πάντως, η δική μου γιαγιά-
αυτή, στην Κατοχή,
έπαιρνε, τη ανοχή της νύφης της, νύχτα,κρυφά,
ένα μπουκάλι λάδι,
απ'τη γαλιάγρια του σπαγγοραμένου αδελφού
και παρακάλαγε την Αγιαναργύτσα, καθώς
κατέβαινε το καλντερίμι
"για τα παιδάκια μου το κάνω",
κι η εξωτερική εικόνα συγκατένευε,
κουνώντας το κεφάλι.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ
Αγαπώ τα ποιήματα  που μιλούν για τρένα,
εκείνα που αγνοούν σταθμούς, βαμμένους
με το κιτρινόμαυρο χρώμα του καιρού,
τα ευπλόκαμα γυαλιστερά δέντρα του χειμώνα,
μια θάλασσα ολόγυμνη και τα κυκλάμινα των βράχων,
αγαπώ τα δακρυσμένα μάτια των αλόγων,
κι ένα μικρό
λυπημένο Χριστό,
καθώς περιμένει τη Μητέρα του
κάτω από μια χουρμαδιά,
να της μιλήσει-
εκείνη
"διετήρει πάντα τα ρήματα αυτού, εν τη καρδία αυτής".


Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΤΙ ΚΑΛΑ ΗΤΑΝ;
Η μοναξιά μου ανθίζει όπως ένα libertango,
νυχτερινόν και μπλε,
ασθμαίνον κι αφόρητα ρυθμικό,σαν το πέρυσι
που θυμήθηκες, "τί καλά που ήταν..." είχες πει.


ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΠΝΙΖΩ ΟΥΡΑΝΟ
Για όλα τα πράγματα υπάρχει ένα τέλος,
θα σταματήσω κάποτε να γράφω,όπως σταματούμε
να παίζουμε ρώσικη ρουλέτα,
το τελευταίο ποίημα θα μείνει ημιτελές,
ως ακατόρθωτο,
θ'αφήσω το μολύβι-
απ'τα δάχτυλά μου θ'ανεβαίνει
ένα παγωμένο γαλάζιο
σαν να καπνίζω ουρανό,
παρέα με όσους μπορούν,ακόμη,να κλαίνε.






Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

ΤΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΚΑΝΕ;
Τις βραδιές που ο Θωμάς ο Πολύχρονος,ο Μπαζιάνας
και οι άλλοι κανταδόροι,
στόλιζαν τις κιθάρες τους, πολύχρωμες κορδέλες,
εκείνος
τραγουδούσε,κατεβαίνοντας με τις αρβύλες τα καλντερίμια,
σαν νά ' τανε μουλάρι,τράκα-τρουκ, "αρχιφασίστεεες",
το φεγγάρι
φτερνίζονταν άηχα,"και κεφαλαιοκρατία",
αυτό το τελευταίο
το πρόφερε "κεφαλιοκρατιάαα",
ύστερα πήγαινε στο χειμωνιάτικο,με τη γάτα,
τον Πόπο,
μετρούσαν τις λίρες που είχαν στο εικόνισμα,
η μάνα μου,στον εμφύλιο, τους παρακολουθούσε,
απ'την κλειδαρότρυπα,
εγώ τον γνώρισα πολύ αργότερα.
να γυρίζει στα δάχτυλα
χαρτονομίσματα,μικροπωλητής σάπιων φιρικιών
στις λαϊκές,Κόρο τον φώναζαν,από εκείνο το
μακρόσυρτο "κεφαλαιοκρατίααα"του εμφυλίου,
αρβύλες καστανιέτες
και κορόνες,
κι έπειτα,ξαφνικά, έσβησε πάνω στον πάγκο,
"γιατί
δεν τον άφηνε ο Θεούλης",μου έλεγε  τον καημό του
ο Νίκος
ο γιος του,ογδόντα χρόνων έφυγε ο Κόρος,"ας τον άφηνε
να μετράει και να τραγουδάει,τί το κακό έκανε;".






Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

ΜΕ ΤΑ ΣΤΡΩΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Τα πουλιά,ως γνωστόν,ξεδιψούν με ουρανό,
κι αφήνουν, σε μας, το αίμα και τη μνήμη
που στάζουν,κυρίως, τα παλαιά σπίτια.
Ενίοτε,μας αφήνουν και τα ίδια τα σπίτια,
έρχονται οι κινηματογραφιστές τότε,
όσοι τυραννιούνται απ'την Ιστορία,
πιάνουν τους σβόλους του χρόνου και τους
τυλίγουν με σελιλόιντ,λένε "αυτό"-
μετά τη σεκάνς,
κοιτούν το ερείπιο και προσπαθούν ν' ανασυνθέσουν γραφίτες,
"ζήτω η ελευθ", τί να συνέβη στη συνέχεια;
Στο μεταξύ νυχτώνει,
ανάβουν οι πινακίδες των φροντιστηρίων,
μυρίζουν
οι χειμωνανθοί,
ένα ζευγάρι περπατάει κρατημένο απ'το χέρι,
με τα ταγάρια του και τα στρωτά παπούτσια.





Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ
Τα όνειρα εκείνης της εποχής ήσαν ασπρόμαυρα,
οι σιωπές και τα διαλείμματα το ίδιο,οι φυστικοστραγαλάδες
και ο ταξιθέτης,η μάνα κι ο πατέρας ασπρόμαυροι, το αγιόκλημα
κι ο μηχανικός στην καμπίνα του,το φεγγάρι λευκό
και ο ουρανός πάντα μαύρος,
μόνον η μουσική είχε χρώμα,
ένα
μπλε που ιρίδιζε πότε-πότε, και βρίσκαμε σ' εκείνο το κενό,
"η συνέχεια επί της οθόνης",όλο το κόκκινο
της ζωής που μας περίμενε.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΚΑΙ ΡΑΓΙΣΜΕΝΕΣ
Κι αν σας μιλώ για τα όνειρά μου
μ'ένα κλαδάκι ανθισμένης μυγδαλιάς,
είναι γιατί
οι λέξεις,
εύθρυπτες μου προσφέρθηκαν και ραγισμένες.

ΣΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΠΙΔΑ
Κι έτσι,τα βράδια, περπατώ στους βρεγμένους δρόμους
μ'ένα ποίημα να κουδουνίζει στην τσέπη,
σαν νικέλινο άστρο,
να γυαλίζουν οι γυμνοί βραχίονες των δέντρων,
βράδια  του γυρισμού
στην υγρή πατρίδα των ενυπνίων-
απόψε δε θα γράψω,
θα ταξιδέψω μόνο,προσέχοντας μη ξυπνήσω τον Ενδυμίωνα,
(μια χαρακιά
στη σελήνη).
Θα σηκωθεί ένας βιαστικός άνεμος και θα μου φέρει
τη μοναξιά
σαν μια μεγάλη,τελευταία ελπίδα.






Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Δεν είμαι ο μόνος λυπημένος εδώ,
στο σκοτάδι
δεν ξεχωρίζω ποιος κλαίει πλάι μου,
ίσως
να μην το μάθω ποτέ,
υπάρχουν τόσοι που σκέπασαν οι λάκκοι
της νύχτας,
στα ανοιχτά τους μάτια μετρούσα τα
σκουριασμένα αστέρια,κάπου εδώ γύρω
βρίσκονται,
δεν είμαι ο μόνος λυπημένος.





Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΟΔΟΣ ΛΑΠΙΘΩΝ
Ο θάνατος είναι ένας καλοκαιριάτικος αέρας
στην οδό Λαπιθών,
πλάι στα στεγνά συντριβάνια, με τους αθιγγανόπαιδες
και τις ανθισμένες τιλιές.
Είμαι κι εγώ εκεί,
ψάχνω ανάμεσα στις πλάκες και τις φωνές των κερδοσκόπων,
για τα αρχαία σου,
υγρά μαργαριτάρια.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΟ
Kι ύστερα χάθηκε η αυλή των Ψυγείων "Μουστακαλή",
τα φορτηγά με τις μανούβρες τους,οι εργάτες που φώναζαν
"έλα" και "πίσω" και "σιγά-σιγά",

εξαϋλώθηκαν,

το οικόπεδο
έγινε πολυκατάστημα,
με σιωπηλές εργάτριες και ταμίες,

κι έμεινα μόνος, στο κομμάτι του μαντρότοιχου
που δεν
γκρεμίστηκε,
έμεινα να πατώ στο σίδερο για να φτάνω
και ν' ακουμπώ στο μάγουλο την παλάμη,
για να σας διηγούμαι
τις ιστορίες ενός κόσμου που περνάει από μπροστά μου

(κάθε άνθρωπος ξετυλίγει μια γάζα,σα μπαλάντα,πίσω του,
όπου χωρούν τα παρελθόντα και τα μέλλοντα)

και να σας
τα αφηγούμαι,όπως οι γιαγιάδες πλέκοντας κοπανέλι,
μας έφεγγαν το δάσος με τα παραμύθια τους.


Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015


Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ
Ενίοτε, κάποια λέξη κινείται διαρκώς,
σαν τη σεισοπυγίδα του χιονιά, ή στέκει
στο ένα πόδι επί ώρες,
όπως ο πελαργός και το ορθογραφικό λάθος,
-punctum, κατά τον Ρολλάν Μπαρτ-
καταστρέφοντας τη σύνολη,
γαλήνια επιφάνεια
του κειμένου.


Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΤΕ ΚΟΡΝΙΖΑ
Κάποτε, τα πρόσωπα  μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας,
θ'αρχίζουν να κραυγάζουν,γιατί μας ξέχασε
ο χρόνος,
στηθήκαμε εδώ, σκούροι κάτω απ'το διαυγές φως,
επειδή μας υποσχέθηκαν αιωνιότητα, στηθήκαμε
όπως οι πελαργοί,
περιμένοντας ένα τοίχο,μια διήγηση προπάτορα,
"αυτός έφυγε από κακουχίες το 1897" ή κάτι παρόμοιο
μείναμε,δεκαετίες,διψασμένοι, νηστικοί,
ένα τοίχο ζητούσαμε και
τον επισκέπτη,
"καρυδάκι,ευχαριστώ δεν είμαι φίλος,ποιος
κρέμεται απέναντι,εκεί,πάνω απ'το παράθυρο;",
δεν αποκτήσαμε
παρά αυτό το μυγοδιάστικτο πλαίσιο κι ένα σκοτεινό κουτί,
από σοκολατάκια του '36,ούτε καν κορνίζα και μεγέθυνση.






ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΚΑΡΔΙΕΣ
Τρέφαμε τις φωτιές των ανοιξιάτικων αεροστάτων,
με πριονίδι από ποιήματα,στίχους ημιτελείς
πούπουλα λευκών περιστεριών,σπίθες από αστερισμούς,

και,
για
στουπί,
κρεμούσαμε

την παιδική μας καρδιά.



Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

ΑΚΙΝΗΤΙΝΔΑ
Κάποτε ψάχναμε,στη γραφή, λόγους αντισυμβατικούς,
ξέρετε
ανάποδα περισπώμενες,η Βασίλισσα του Νότου εγερθήσεται,
κι ύστερα ήλθαν τα μπλε φεγγάρια
και οι νύχτες των παιδικών μνημών,τα παιγνίδια που γέρασαν
με παράδοξα ονόματα: χαλκή μυία,ακινητίνδα,αποδιδρασκίνδα
πεντέλιθα,γεμίζαμε τετράδια με τα ονόματά τους,κι ύστερα
μια φίλη μου είπε-είναι ποίημα,μ'έκανε να κλάψω.
Τη θυμήθηκα, όταν άκουσα στο κιόσκι,απέναντι,την πανσπερμία
να καταθέτει τη γλώσσα που κουβάλησε σαν πατρίδα, κι αν
αποδιδρασκίνδα είναι το κυνηγητό και χαλκή μυία η τυφλόμυγα,
τότε
η ποίηση οφείλει να ταξιδεύει στη λέξη κι η τελευταία στο χωροχρόνο
σαν πατρίδα τρυφερή,σε "κάνει να κλαις",το αποκούμπι σου.








Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015


ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΜΑΝΙΑ ΤΩΝ 105
Nα σκάψω με τα νύχια,ψάχνοντας την προσωπική μου μυθολογία,
ψάχνοντας το παλιό γήπεδο,η μανιά πρωτοστατούσε στη
δίβαθμη κερκίδα,"α,ρε ψαρόμυαλ',"φώναζε τους αγχιαλίτες,
η μανιά του πατέρα,105,κοντά στο σημαιάκι του κόρνερ,
μωρέ
σας τα χω πει,
πώς ο γαμπρός της ο Πρίντζος,έκοβε φέτες
πάχους χιλιοστού,
"σκορδάδες" ήσαν οι ριζομυλιώτες-ανοίγει η πόρτα,
ο αέρας, δεν έρχεσαι πάλι-ένα βράδυ είχα ένα τηλεφώνημα,
κάποιος
έψαχνε να με βρει, το'χα κάνει διήγημα
"αυτή είναι ζωντανός άνθρωπος,όχι σαλατοπερσόνα
της Σ.Τ.,δεν  γράφω ολόκληρο τ'όνομα,0-0 το σκορ,
ο Γιαλατζής ήταν τότε φαντάρος,
ντρίμπλαρε και το βουνό που λένε,αυτός και,σ'άλλον αγώνα,
ο Μποτίνος,σας μιλώ για το παλιό γήπεδο του Ολυμπιακού,
τώρα
οικόπεδο με πολυκατοικία και βρωμόδεντρα,δίπλα το ποτάμι,
εφτά τσιγγάνοι εξωφυλαρούχοι ανέβαζαν την μπάλα,
εκεί, παλιότερα
η πλημμύρα έπνιξε κόσμο,0-0 και η μανιά με μια μαγκούρα έμβλημα
-πέθανε εκείνο το βράδυ.











ΤΑ ΜΟΝΟΠΕΤΡΑ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Υπάρχει κι ένας αέρας απαιτητικός,μαζεύει,από τα δάχτυλα,
τα μονόπετρα
των ακριβών μας τραγουδιών,μαζεύει τα άστρα
όσων απομακρύνονται, σκορπίζει τις παραμυθίες

"πρόκειται για κομήτες
θα τους βλέπετε συχνά",

γι αυτό ρέουν, εντός μας, με θαλάσσιους ρυθμούς τα όνειρα,
κι ό.τι μένει γυμνό,όπως
η μουσική άπνοια των τροπικών,
ό,τι χαράζει, στο στερέωμα, μια αρμόνικα,
οφείλουμε να το νιώσουμε
ως ουσία
του απερίγραπτου πόνου.










Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

ΒΙΟΛΕΤΕΡΑ
Κι αν καταλήξαμε στο συμπέρασμα
πως
επανάληψη δεν υφίσταται,εμείς θα προσπαθούμε,
θα βάζουμε ένα δίσκο παλιό στο γραμμόφωνο,
θα χορεύουμε, αγκαλιά μ'ένα σκουπόξυλο, τη Βιολετέρα,
είναι εύκολο,από κει και πέρα,να καλημερίσουμε
το σακάκι μας,
να χειροκροτήσουμε τα τριζάτα παπούτσια μας,
σαν σημαία μεσίστια να κρατήσουμε
ένα φύλλο εφημερίδας του '75,και τα δάκρυα για ποιον;
Είμαστε η Μπλανς Ντυμπουά και δωρίζουμε ένα φεγγάρι
από χαρτί,χωρίς πόθο αληθοφάνειας,
"το ψεύτικο σας προτείνω,το αληθινό πώς να το δεχτείτε;"
ή ο Σουήνη που πλένει τα πόδια του με σαμπάνια,
ο Φληβάς,σε καιρούς στέγνιας,αφού χόρτασε από θάλασσα,
δίψασε για ουρανό-όλοι διψούμε για ουρανό,όχι μόνον
οι πνιγμένοι-
έτσι μπορούμε να ξαναζήσουμε,
κατά κάποιο τρόπο.





ΛΟΓΟΥΣ ΩΔΩΝ
Τα δέντρα υποκλίνονται στο χρόνο που περνάει
μαζί μας,κι εσύ μου ζητούσες "λόγους ωδών",δεν είναι
ο έρωτας,είναι ο πόνος,κολληθείη η γλώσσα μου
τω λάρυγγί μου,εάν μη σου μνησθώ,κι οι ιτιές
με τους κρεμασμένους αυλούς και τις κιθάρες,

το ξέρω, σου'χα τάξει μια εκδρομή,
ανάμεσα στους αστερισμούς, το ταξίδι δεν έγινε,
κράτησα μόνο δυο κρίνα,τ'ανθισμένα σου μάτια.




Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

ΚΙ Ο,ΤΙ ΚΥΟΦΟΡΕΙ ΑΥΤΗ Η ΣΙΩΠΗ
Παραδόξως, εργαστήκαμε σκληρά
να αποποιηθούμε την ποίηση,
ως δώρο του αγγέλου μας,
γέμισε η ψυχή
σπασμένα νυχτερινά ομοιότυπα,καθρεφτάκια,
κόμπους ηλέκτρου,
άδεια πηγάδια,


η ποίηση είναι το απλό κι ανεπίστρεπτα φευγαλέο,
απερίγραπτο και υπερούσιο,άναρχο κι ατέρμον,
η σιωπή κι ό,τι κυοφορεί μυστικά αυτή η σιωπή


και δακρύζουμε με κάθε "ωσάν", τίποτε
δεν είναι το ίδιο με κάτι άλλο,
οι μυστικοί πατέρες θα μπορούσαν
να ερμηνεύσουν το τί,το γιατί και το πώς,

όμως εμείς κρατιόμαστε από ανθρωπομορφισμούς,
περιμένουμε να συνεχίσει ο Ιβάν Καραμάζωφ την ερμηνεία
του ποιήματός του,μ'όποια παραδοξολογία,αντί να ζήσουμε
το φιλί του Ιησού,ως κρατουμένου,στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή

και την απομάκρυνσή του, μέσα στη νύχτα.


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

 ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ
Η αλήθεια είναι πως οι ιδέες μας
έχουν στερέψει,σαν τα παλιά πηγάδια και τα τενάγη,
βούρλα φυτρώνουν αντί για νούφαρα,
όπως η ενύπνια θάλασσα
που όλο απομακρύνεται
και λες " μα εδώ κολυμπούσα παιδάκι,
τώρα ανέβηκε ο βυθός, μόνο πέτρες,φύκια και καβούρια",
έτσι,κι όταν στερεύουν οι ιδέες μας,πέφτει μια ομίχλη βαριά
μια σκοτεινιά,
οι ιδέες ήταν ένας κόκκινος βαθύς ήλιος
ήσαν οι ανοιξιάτικες ανεμώνες
που άναβαν ξαφνικά μπροστά σου σαν τα λαμπιόνια
στις παλιές αυλόθυρες,
ενώ τα πιτσιρίκια,μαζεμένα
κάτω από τοίχους γεμάτους ίσκιους,άκουγαν από 45αράκι,
τον "Μεγαλέξαντρο και το καταραμένο φίδι".

ΤΥΨΗ ΚΑΙ ΧΑΔΙ
Ο καθένας μας είναι ταυτόχρονα, στην καταγωγή, πηλός
και ουρανός, δυνάμει,
ο μεσονύχτιος ζόφος και το λαμπερό θερινό μεσημέρι,
ο χαμένος δεινόσαυρος και η τρυφεράδα των πουλιών,
τύψη και χάδι,
μια άσπρη πεταλούδα κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Είμαστε τόσα πράγματα μαζί,πόλοι μιας σφαίρας που γυρίζει,
χέρι του Κάιν που, σπάνια είναι η αλήθεια,
χαϊδεύει ένα μικρό,
ξυπόλυτο
Χριστό.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015


ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΜΠΑΛΑΙΟ ΜΠΑΛΟΝΙ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Ψάξαμε για αρχαία  καλοκαίρια,
στην άλω των νυχτερινών μας τραγουδιών
και στων γυμνών δέντρων
τον ύπνο.
Ψάξαμε για μια ποίηση άφατη, όσον η θάλασσα
που φιλοξενεί τα διάχυτα φώτα μιας προκυμαίας.
Ψάξαμε μάταια-
οι παιδικές λέξεις έχουν σταματήσει από χρόνια
να μιλούν,
τη μέρα
πέφτουν αργά σαν πούπουλα,
το βράδυ σβήνουν,
οι στύλοι των φάρων δεν πετούν πλέον υγρές κολώνες,
μονάχα σκοτεινά σκυλιά ξεσχίζουνε τη νύχτα
κι ένα παμπάλαιο μπαλόνι φεγγαριού,
σημαίνει τη μιαιφονία.






ADANSONIA DIGITATA
Η καλοσύνη είναι ένα κίτρινo πουλί
που πίνει ουρανό απ'τις παλάμες των αγγέλων,
και τραγουδάει για ό,τι έφυγε ενώ να καθίσει περιμέναμε,
στα κλαδιά μιας Adansonia digitata,
ενός μπαομπάμπ,
στη ρίζα του έχουν θαφτεί εφτά χιλιάδες ποιητές,
κι είν' τα τραγούδια τους που υψώνουμε παντιέρες,
απ'τον καιρό της υποβρύχιας βανίλιας ώς τις άδειες
παραλίες,
τις διασχίζουν δυο γάντια παιδικά,ένα κασκέτο
και το τύμπανο,
τη θάλασσα ρυτιδώνει ο βοριάς και την τρυπούν
υπάκουοι ναυτίλοι.





Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Κι όταν όλα συμπυκνωθούν σ'ένα ουράνιο
γαλάζιο,
τόσο όσο θα χωράει στων μανάδων μας
τις δαχτυλήθρες,τα ποιήματα μας
όταν θα μυρίσουν
πασχαλιά και αγιοκέρι,
τότε θα θυμηθώ πώς έσταξε
το τελευταίο σου δάκρυ-
βουβό σαν λυπημένη εκκλησιά,
πράο,όπως τα μάτια της Γλυκοφιλούσας,κι
ο χωρισμός θα μείνει,βέβαια,κοκάλινο τετελεσμένο
αλλά κάθε τραγούδι μας θ'ασπρίζει όσο τα νάματα
και θα φωτίζονται οι προθέσεις των παιδιών,
όταν τις νύχτες γίνονται άστρα.


ΓΛΥΚΥΤΑΤΕ ΜΟΥ,ΠΟΚΟΠΙΚΟ
Έχω ένα σημειωματάριο κάτω απ'το μαξιλάρι,
για κάποιες ιδέες που,τα βράδια, πετούν,σαν τα κουνούπια,
παρόλα αυτά, κάθε πρωί με βρίσκει,μ'ένα σφαγμένο
πετεινό στα χέρια,αναρωτιέμαι πού να πήγαν τα εξαίσια
όνειρά μου,πρέπει να τα τύλιξα σ'ένα μαντήλι καλαματιανό
ή να τα δώρισα στις επόμενες στιγμές, τώρα έχουμε βαρύνει,
πουθενά δεν ακούγονται τα νταούλια και οι πίπιζες των γύφτων
τέτοιες μέρες,άσε που τους ρομανάραμε, τότε μου'λεγαν "αυτοί
ίνι γκιφτ,ιμίς τσιγγάν'",μας έφαγε η πολιτική ορθότης, αδελφέ,
στο μνήμα του Ανεμοδουρά μια γλυπτή τηλεόραση,
δεν ανθίζει, πλέον,η λογοτεχνία πολτού,γλυκύτατέ μου Ποκοπίκο.







Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η ΛΕΞΗ
Κι ενώ,κάποτε χάθηκα σε μίας λέξης
τους μαιάνδρους,
παρόλ' αυτά,
δεν πίστεψα ότι θα μου' λειπεν ο προσανατολισμός.
Γιατί
η λέξη ήταν ξέσκεπη
κι έβλεπα τον ουρανό της σταθερά γαλάζιο
- αυτόν θα κοίταζα,
στα επόμενα χίλια τριακόσια  χρόνια,
ώσπου να βρω την έξοδο.

Ίσως και να συνήθιζα,να μη,πλέον, μου χρειαζόταν
η διαφυγή.




Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Ή ΑΡΑΧΝΗΣ ΠΕΠΛΟ
Ο χρόνος υφίσταται και ως στικτό,με παπαρούνες, χιόνι,
είναι,επίσης, ένα άλογο που καλπάζει τα μεσάνυχτα,
δείτε τον και σα σφαίρα πύρινη.
Κι ο άγγελός σου διασχίζει κάθε του Στιγμή
κι αέναα επάνω σου απλώνει τις φτερούγες
όσο,τουλάχιστον, κοιτάς,
προς το στιλπνά εβένινο παράθυρο,
κάτι που μοιάζει με ρωγμή,
κάτι, σα νεύρο φύλλου


ή αράχνης πέπλο.






Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015


-ΠΡΟΣΕΧΕ
O Σταύρος Τορνές, αποκοιμήθηκε στην καρέκλα,
κάτω απ'τον πλάτανο,στο φερώνυμο καφενείο της οδού
Κροκίου,στα Παλαιά Μαγαζεία του Βόλου, κι ονειρεύτηκε
μια πορεία στο χώρο και το χρόνο,ν'αναζητάει ένα άλογο.
Προσωπικά,ώς το προβλέψιμο τέλος,θα τοποθετούσα μια
συνάντηση με τον "Πορτοφολά" του Μπρεσόν,καθώς και
με το σκοτεινόν Εφέσιο,είναι ένα τρίο αχτύπητο,ιδιαίτερα ο
Ηράκλειτος,με τα μουσικά σπαράγματά του, λείπει μια
ολιστική διάθεση κι απ' τους τρεις, κι απ' τους
κινηματογραφιστές κι απ' τον προσωκρατικό,
α, στο δρόμο, θα
μπορούσαν να σώσουν τον Ρολάν Μπαρτ,από ατύχημα,
φωνάζοντάς του εγκαίρως την ίδια λέξη-πρόσεχε.





Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΟ
Το Κατίγκω παρουσιάσθηκε στην άκρη του πρασόκηπου
μ'ένα πιάτο κατσαμάκι στα χέρια,αυτό μπορείτε να το
μετονομάσετε και διακειμενικότητα,γιατί και πού βρισκόμουν
όταν έψαυαν αρχαίες φλέβες,ο Έζρα Πάουντ,δημιουργούσε
εξαιρετικά ψηφιδωτά,πρέπει από κάτω να υπάρχει το μονόχρωμο
χέρι των κατοίκων της ΚΑΤΑΗ, πολλοί φοβήθηκαν το πλήθος τους,
στο"Χειμωνιάτικο φως",κάποιος αυτοκτονεί απ'αυτό το φόβο ή
είναι η έλλειψη πίστης, πίστη στην απιστία,εν πάση περιπτώσει
το Κατίγκω φωνάζει το Χρυσάνθ' και το Μαργιολί,να μοιραστούν
το καλαμποκάλευρο,τα χειμερινά τους πουλιά είναι τα στούκας,πόσο
χαμαιλεοντίζουμε για να σωθούμε,ακόμη και στη λογοτεχνία-εκεί για
να σώσουμε τη γραφή.

ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ
Πώς θα περπατήσω και πάλι-
μόνος αυτή τη φορά-
τους ίδιους βραδινούς δρόμους,
όταν όλα χάνονται
κι εσύ, εξακολουθείς να φοράς
το ραγισμένο ύφος μιας πωλήτριας κουμπιών,
να κοιτάζεις τα γυμνά δέντρα, στο σκοτάδι,
και να σωπαίνεις...