Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΠΟΡΤΑΡΙΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ (ΕΠΙΜΕΤΡΟ 7) 19


7. ΠΟΡΤΑΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Παντού και πάντοτε, σε κάθε μικροκοινωνία, ξεχωρίζουν κάποιοι άνθρωποι με ιδιοτυπίες  στο χαρακτήρα τους.
Άλλοι από αυτούς αποτελούν περιπτώσεις ψυχοπαθολογικές, είναι, δηλαδή, οι «τρελοί του χωριού». Άλλοι παριστάνουν τους τρελούς, επιδιώκοντας το χειροκρότημα ή το βλέμμα. Κι άλλοι, με εκκεντρικότητες που, ουσιαστικά τους ταπεινώνουν, προσπαθούν να αναδείξουν την προσωπική τους, εσωτερική πάντοτε, ελευθερία.
Δεν είναι δυνατόν να καταγράψεις τη ζωή ενός μικρού τόπου, όπως στη δική μας περίπτωση, της Πορταριάς, χωρίς ν’ αναφερθείς στους τύπους, στους ανθρώπους που λοιδώρησαν τις συμβάσεις και τον καθωσπρεπισμό – και για το λόγο αυτό λοιδωρήθηκαν από τους συντοπίτες τους.
Ορισμένοι βέβαια από αυτούς, ούτε πήραν είδηση τι συνέβαινε γύρω τους. Έζησαν και πέθαναν παραδομένοι στο δικό τους όνειρο, σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο μάλλον όπως θα ‘θελαν εκείνοι να ‘ναι.
Κάποιοι πέρασαν στην Ιστορία και έγιναν θρύλοι. Όπως η Μαλιούφα, η Μαργαρίτα Μπασδέκη, η Μακρινιτσιώτισσα υπηρέτρια που, κυριολεκτικά, ανδρεία πολέμησε στους βράχους του Σαρακηνού κι έγινε ηρωίδα της περιοχής.
Άλλοι πάλι καθιερώθηκαν επειδή αγάπησαν αυτό που έκαναν με πάθος. Τέτοιοι ήσαν δημιουργοί όπως ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και η Χρυσούλα Ζώγια. Ο πρώτος πέρασε απ’ όλα τα χωριά του Πηλίου, πέρασε κι απ’ την Πορταριά όπου, ώς το 1944 που τα όμορφα αρχοντικά κάηκαν, άφησε σε πολλά από αυτά τα ίχνη του – θαυμάσιες τοιχογραφίες με σκηνές από την Ιστορία, τη Μυθολογία, τη λογοτεχνία, την κοινωνική και οικονομική ζωή. Η δεύτερη, που είχε καταγωγή πορταρίτικη, πρότεινε στη συμπεριφορά της, προς αποκρυπτογράφηση, τους δικούς της κώδικες, που ανέδειξαν  έναν υποκειμενικό κόσμο μοναδικό.
Πολλοί απ’ αυτούς υπήρξαν θαυμάσιοι άνθρωποι. Βοήθησαν τον κόσμο στην καθημερινότητα του. Έκαναν, αμισθί, ταπεινές δουλειές. Συμβούλεψαν, μιλώντας τη δύσκολη γλώσσα της αλήθειας, αδιαφορώντας για το πόσο και πόσοι είναι ικανοί να δεχθούν αυτή την αλήθεια.
Θελήσαμε σ’ ένα μικρό κεφάλαιο να παρουσιάσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς αποτελούν κομμάτι της ζωής του τόπου που μας απασχολεί. Ας μην αγνοηθεί κι ένας υφέρπων θαυμασμός για την τόλμη τους : Πάντα θαυμάζουμε όσους πηγαίνουν μακρύτερα από εμάς, τολμούν ό,τι δεν τολμήσαμε.
Η δυσκολία να συνταχθεί αυτό το κεφάλαιο βρίσκεται στους δικούς τους ανθρώπους. Οι συγγενείς βρίσκουν πως η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά τους αντανακλά στο δικό τους πρόσωπο. Και δεν θα ‘θελαν να τους μοιάζουν. Όμως δεν μπορούν να αρνηθούν τους δεσμούς, είναι σαν να κόβουν τις ρίζες τους.
Επικαλούνται λοιπόν την προσβολή μνήμης τεθνεώτων ή (το ακούσαμε και αυτό) … ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Αρκεί να μη γράψουμε την αλήθεια.
Αντί λοιπόν να περιγράψουμε τους ανθρώπους αυτούς, θα δώσουμε κάποιες ιστορίες από τη ζωή τους, απαλείφοντας, όπου μπορούμε, τα ονόματα τους ή χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα.
- Στο ίδιο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και Ιστορίες για πρόσωπα γνωστά ανά το Πανελλήνιο, για ανθρώπους που διέπρεψαν, είτε στα Γράμματα και τις Τέχνες, είτε στην ταπεινή τους δουλειά.
Ας ξεκινήσουμε με μια απ’ αυτές τις τελευταίες – τη μεταφέρουμε έτσι ακριβώς όπως την κατέγραψε ο μακαρίτης  Γιώργος Τσιμπανούλης, στο υπ. αριθ. 4 φύλλο της ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ (Ιανουάριος 1999).

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος κανόνας
- «Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας “Ράχη” έχει δοθεί το όνομα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε να αρκούσε, αυτό και μόνο, να εξηγήσει την ονοματοθεσία αυτή. Η αφορμή στο να δοθεί το όνομα του σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω :
Ο Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της “Ράχης”, απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο “Δεσποτικό”. Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος[1] Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.
Με την ευκαιρία αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1936, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά συνέβη, δεν το ξέρω. Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο λεγόμενος Μεγάλος Κανόνας. Βγήκε στην Ωραία Πύλη με το βιβλίο στο χέρι που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά. Διάβασε το πρώτο κι ήτανε έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιο άτομο,  που στεκότανε όρθιο από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου προχώρησε στο τρίτο και ο άγνωστος στο τέταρτο και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα, ο παππούς μου από μέσα από το βιβλίο και ο άγνωστος χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου. Και πρόσθετε ο παππούς μου : «Ήμουν και νέος παπάς…».
Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό. Έως ότου βγει έξω, ο άγνωστος είχε φύγει. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ο παππούς μου ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του Παπαδιαμάντη. Γιατί αυτός ήτανε ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις του, όπως ρώτησε κι έμαθε στη συνέχεια. Ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.
Να λοιπόν ότι το χωριό μας συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλ. Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης».

Ένα άλλο κείμενο του π. Τιμόθεου Χρήστου, δημοσιεύεται στο 5ο φύλλο – Απρίλιος 1992 – της Πορταριάς.
« … Ένα άλλο ιστορικό ντοκουμέντο είναι το φημισμένο ανά το πανελλήνιο τότε και γνωστό ως “κουμπιά της Αλέξενας”. Η φράση αυτή μένει σαν παροιμία σ’ όλη την Ελλάδα. Τότε η βιοτεχνία ήκμαζε στα χωριά, μια που ο Βόλος ήταν ένα απλό λιμάνι μ’ ένα φρούριο στα “Παλιά”. Η Αλέξενα επένδυε τα μεγάλα κουμπιά με μεταξωτό πανί σε διάφορες αποχρώσεις και ήταν περιζήτητα και στο εξωτερικό. Η Αλέξενα είναι η γιαγιά της Αφροδίτης Νικ. Μαρδέλη, η οποία θα μπορούσε να μας πει περισσότερα».

Αφηγήσεις πορταριτών
 
 - Απέναντι απ’ τη βρύση που βρίσκεται σήμερα στο κεντρικό πάρκινγκ έμεναν δυο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματα τους, θυμάμαι τα παρατσούκλια τους : “νανάκια”. Επειδή νανάκια ήταν. Κοντά, αδύνατα. Το ένα ήταν ξανθό, βαμμένα βέβαια τα μαλλιά, σε μια εποχή μάλιστα που δεν τα έβαφαν, και το άλλο μελαχροινό. Δεν ξέρω από πού ζούσαν, δεν είχαν ούτε φίλους, ούτε εχθρούς. Κανένας δεν γνώριζε τις ρίζες τους. Όταν έβγαιναν βόλτα άρχιζαν να μαλώνουν μεταξύ τους : “Εσύ φταις που δεν παντρεύτηκα” έλεγε η μια “ας παντρευόσουν” έλεγε η άλλη. “Εσένα ζήτησε ο γαμπρός συνέχιζε η πρώτη” κι η άλλη “μα τι να δει από σένα”.
Μετά την Κατοχή τις έχασα. Και κανένας δεν μας είπε τι απέγιναν.

- Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο πίσω μέρος της πλατείας έμεναν δυο άλλα “κορίτσια”. Δυο ηλικιωμένες αδελφές η Ελένη και η Μαριγώ. Είχαν έναν ανηψιό που δεν ήξεραν πώς να τον περιποιηθούν. Τσακώνονταν με τις ώρες για τον τρόπο που του έφτιαχναν το καφεδάκι του …..παιδιού ή το φαγητό. Και το «παιδί» ήταν 65άρης – δέκα χρόνια μικρότερος τους. Αυτές όμως ως το μεσημέρι μόνιαζαν. Έστω κι ας τους άκουγε όλο το χωριό στο τέλος θείες και ανηψιός κάθονταν στην αυλή και έπιναν το καφεδάκι τους. Την άλλη μέρα το πρωί (6-1 το μεσημέρι) πάλι από την αρχή.

- Τα βράδια μαζευόμαστε στο φράχτη της χήρας Π., σκύβαμε και την ακούγαμε να μιλάει : - “Έλα Δημητράκη μου να φάμε” κι απαντούσε  μόνη της – “Δεν πειράζει Ελένη, φάε μόνη σου. Δεν το βλέπεις ότι έχω δουλειά;” Κι αυτές οι ερωταποκρίσεις συνεχίζονταν επί χρόνια. Η καημένη (φυσιολογική καθ’ όλα) δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον θάνατο του άνδρα της, πλούσιου μπακάλη, που την άφησε και τον «συντηρούσε», μ’ αυτόν τον τρόπο, στη ζωή.

- Το όνομα του υπήρξε πασίγνωστο. Γόνος παλιάς οικογένειας της Πορταριάς είχε ένα χούι (ελάττωμα) που του ’δωσε το παρατσούκλι «Κνέλος». Υπήρξε αθεράπευτος λάτρης του ωραίου φύλου. Γι’ αυτόν όλες οι πορταρίτισσες ήσαν ερωτεύσιμες.
Κάποτε ζήτησε από την όμορφη Κούλα ραντεβού στην Ηλεκτρική. Και χάρηκε την απρόσμενη καταφατική της απάντηση. Και χάρηκε πιο πολύ το χάδι της στα μάγουλά του. Η Κούλα δεν τον άφησε να προχωρήσει πιο πολύ. «Αύριο» του είπε, «αύριο» κι εξαφανίσθηκε.
Ο Κνέλος όλο καμάρι για την νέα του κατάκτηση μπήκε στο καφενείο. Ξαφνικά άκουσε γύρω του γέλια. Οι φίλοι τον έδειχναν και ξεκαρδίζονταν. Κάποιος του ‘δωσε ένα καθρεπτάκι τσέπης, από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι δανδήδες της εποχής για να στρώνουν την χωρίστρα. Τι να δει ο έρμος; Τα μάγουλά του γεμάτα δακτυλιές.
Η Κούλα είχε φροντίσει να τα βάψει με φούμο πριν πάει στο ραντεβού τους.

- Η κόντρα ανάμεσα στους δυο τσαγγάρηδες της Πορταριάς του Γαρύφαλλου Δουκίδη και του Γρηγόρη Χαρακόπουλου διήρκεσε πολλά χρόνια. Αναφερθήκαμε ήδη σ’ αυτή. Εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες έβρισκαν εντούτοις κοινές την πρωϊνή, για το καφέ, και την βραδινή παρέα. Στην παρέα τους επίσης ο παπα Χαλκιαδόπουλος ο οποίος τιμούσε το τσίπουρο όσο το επέτρεπε το σχήμα του.

- Κάποια μέρα ο παπα Γιώργης ανέβαινε προς την Εκκλησία, λιγάκι φτιαγμένος. Στα τα μισά του δρόμου τινάχθηκε μπροστά του, απόγευμα ήταν, ο νεκροθάφτης του χωριού, ο Βαγγέλης. «Στοπ παπά μ’, δεν πας πουθενά» του φώναξε. Ο παπά Γιώργης του εξήγησε ότι ο Εσπερινός ήδη είχε καθυστερήσει. «Δεν πας πουθενά, συνέχισε ο Βαγγέλης. Και, να το ξέρεις, όπου και να βρεθείς, εγώ θα σε θάψω». Δεν ήθελε και λίγο ν’ ανάψει ο παπα Γιώργης : «Όχι ευλογημένε, εγώ θα σε διαβάσω στην Εκκλησία». Ο διάλογος συνεχίσθηκε επί ώρα, ενώ οι πιστοί είχαν συγκεντρωθεί και μουρμούριζαν κι ανησυχούσαν.
Τελικά έγινε του Βαγγέλη. Αυτός έθαψε τον παπά Γιώργη. Εκείνος έφυγε πολύ αργότερα.
- Ο Βαγγέλης ήταν άνθρωπος που έκρυβε χρυσή καρδιά. Είχε μια συμπεριφορά παλαβού, όμως  συμπονούσε τους φτωχούς και τους αδύνατους. Πολλές φορές απρόσκλητος και χωρίς να του τάξουν τίποτε, βοηθούσε στις μετακομίσεις και όταν πήγαιναν να τον πληρώσουν θίγονταν.
Είχε μια ειλικρινή γλώσσα, χωρίς καθωσπρεπισμούς και υποκρισίες.

- Κάποτε, όταν χτίζονταν στον Άη Γιάννη οι κατασκηνώσεις, ο Βαγγέλης βρίσκονταν στο φορτηγό του Φανούρη. Πρωί, έκανε κρύο κι ο Φανούρης μουρμούριζε συνεχώς γιατί ο άνθρωπος που περίμεναν, ένας μεγαλόσχημος επιθεωρητής, καθυστερούσε κι ο οδηγός είχε κι άλλη δουλειά : «Τον έτσι, τον αλλιώς, γιατί αργεί». Όταν ο επιθεωρητής φάνηκε ο Φανούρης μίλησε με ευγένεια : «Τι κάνετε κ. επιθεωρητά, καλημέρα σας». Ο Βαγγέλης τινάχθηκε και μίλησε σ’ άλλη γλώσσα : «Ρε έτσι, ρε αλλιώς, που ήσουνα ρε και ξεπαγιάσαμε απ’ το πρωί».
Είχε τρομερή μνήμη. Αναγνώρισε τον γράφοντα μετά από 35 χρόνια. Με πολύ δε ευαισθησία του επεσήμανε ότι δεν έπρεπε να πουλήσει το πατρικό του σπίτι και μάλιστα τόσο φθηνά.
Ο Βαγγέλης δένονταν με πρόσωπα και πράγματα. Ήταν η ζωντανή μνήμη της Πορταριάς, κατά κάποιο τρόπο η ψυχή της.

- Ένας απ’ τους περαστικούς  στο χωριό τύπους υπήρξε και ο Κλέαρχος. Ο Κλέαρχος είχε μια μοναδική ικανότητα: Δεν ξεδιψούσε ποτέ. Κάποιο καιρό άρχισε να εκμεταλλεύεται αυτή την ιδιοτροπία της φύσης του. Άρχισε να στοιχηματίζει : «Κλέαρχε έχεις ένα καρβέλι αν πιεις ένα μπουκάλι» κι είχε το καρβέλι. Άλλος του ‘ταζε κοκορέτσι για δυο μπουκάλια και έχανε το στοίχημα. Μια κοπελίτσα γλυκύτατη και αρκετά ματαιόδοξη του ζήτησε να πιει για χάρη της ένα κουβά νερό. Κι ο Κλέαρχος ήπιε τρεις κουβάδες.

- Άνθρωπος που έκανε τα πάντα για να ζήσει την οικογένεια της υπήρξε η Ιφιγένεια Γαλάνη, γνωστή ως  του Φιγέν’. Η Ιφιγένεια έφτιαχνε ωραιότατα γλυκά και τα πουλούσε στους παραθεριστές. Στα χρόνια της Κατοχής έπλεκε με καλαμποκόφυλλα παπούτσια. Στον πελάτη της η Ιφιγένεια υπήρξε πάντοτε ευγενική και αβρή. Μετά την αγορά του καρφίτσωνε μια γαρδένια στο πέτο.
- Ο δάσκαλος ρωτάει τα παιδάκια του Δημοτικού, που στεγάζονταν στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, στο Τσαξιρέϊκο (νύν Δημαρχείο), για το επάγγελμα του πατέρα τους:
-         Γεωργίου
-         Εργάτης, κύριε.
-         Νικολάου,
-         Κτηνοτρόφος, κύριε
-         Ζαφειρίου,
-         Τσαγγάρης, κύριε
-         Δημητρίου
-         Νοικοκύρης, κύριε.
Ο καημένος ο Δημητρίου (φανταστικό όνομα  πραγματικού ήρωα) άκουγε συνεχώς τον πατέρα του να αυτοπαινεύεται «Ιγώ ίμι νικοκύρς, ρε». 

Βασιλικόν
Ο κ. Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου μας διηγήθηκε μια ιστορία που με καμάρι για χρόνια ολόκληρα διηγούνταν και ο πατέρας του Γιώργος, ιδιοκτήτης του παλιού καφενείου «Κάραβος».
Κάποτε επισκέφθηκε, ως πρίγκιπας, το μαγαζί του ο άτυχος αργότερα βασιλιάς Αλέξανδρος, ο άνθρωπος που πέθανε από το δάγκωμα μιας μαϊμούς.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου τον περιποιήθηκε … βασιλικά. Του έφτιαξε αυγά ομελέτα με τηγανητά λουκάνικα και αγγουροσαλάτα. Ο Αλέξανδρος έμεινε κατευχαριστημένος. Τον κάλεσε στο τραπέζι του και του είπε ότι, μετά την επίσκεψή ενός εστεμμένου, έπρεπε να μετονομάσει το μαγαζί του από «Κάραβο» σε «Βασιλικόν».
Ο πανέξυπνος όμως Παπακωνσταντίνου είχε την ένσταση του: «Καλά, υψηλότατε, πέστε ότι το κάνω. Πέστε ότι αυτό τραβάει όσους λατρεύουν την οικογένειας σας. Οι άλλοι; Να χάσω από πελάτες όσους δεν συμπαθούν την βασιλεία; Γιατί θα υπάρχουν και αντίπαλοι σας πελάτες μου, έτσι δεν είναι;»
Ο πρίγκιπας θαύμασε την ετοιμότητα του Παπακωνσταντίνου, τον χαιρέτησε με εγκαρδιότητα και αποχώρησε.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλους ανθρώπους που έζησαν μια καταδική τους ζωή. Τις δυσκολίες για ένα τέτοιο εγχείρημα τις αναφέραμε στην αρχή του κεφαλαίου. Όπως αναφέραμε αλλού ανέκδοτα  απ’ τη ζωή του Ντούλια ή του Π. Καλοβρέχτη. Οι μικρές κορυφές του παγόβουνο είναι και μια πρόσκληση – πρόκληση, οι άνθρωποι που κατέγραφαν ή όσοι ακόμη θυμούνται να αναπτύξουν τα κεφάλαια αυτά, να γράψουν περισσότερα.
Εμείς δίνουμε το έναυσμα με την δική μας πρόταση.
Και κάτι ακόμη : Η προβολή των ιδιαιτεροτήτων που για τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί γίνονταν στόχος πειραγμάτων, δεν αναιρεί άλλες όμορφες πτυχές του χαρακτήρα τους. Για ορισμένους αναφέρονται αυτές – εκεί διαβάζει ο αναγνώστης τα πραγματικά τους ονόματα.
Αν υπήρχε εκ μέρους μας διάθεση σύνδεσης με τις ιδιοτροπίες τους, αν έμπαιναν δηλαδή δίπλα-δίπλα όλα,  μάλλον θα δυσαρεστούνταν οι απόγονοι – τουλάχιστον οι στερημένοι από χιούμορ.

            Γ.Τ.


[1] Προσωπικά δεν θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο όρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου