Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΤΟΥ '62

ΣΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΦΟΡΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΥΦΛΕΣ

Σκαρφαλώναμε στο μαντρότοιχο με τα βρύα
Που όριζε την αυλή του εργοστασίου παγοποιίας.
Αυτοκίνητα,πίσω του, έκαναν μανούβρες,
Φορτωμένα με πάγο και χειμερινά φρούτα
Κι άκουγες των εργατών τα "έλα"και τα"κόψε"..

Κάποτε, στο μεγάλο υπόστεγο, είδαμε ένα μπαλόνι
Που άρχισε τα χαρακτηριστικά, σιγά-σιγά, να παίρνει
Του ήρωα του καραγκιόζ μπερντέ, του Μορφονιού.

Πλησίαζαν Απόκριες.
Κι είχαμε, να εκπροσωπεί τη γειτονιά μας,άρμα.

2ας Νοεμβρίου, έγινε η παρέλαση του Καρναβάλου
Χάσαμε δεκάδες-στην κοσμοπλημμύρα-σοκολάτες.

Τον καμαρώσαμε όμως το Μορφονιό μας
"Ουίιτ" να νεύει το κεφάλι.

Α,ρε κόσμημα της Νεάπολης του 1962...

Συναντηθήκαμε, καθ' ύπνους, το ίδιο βράδυ.
Τρομακτικός, μια κι είμαστε οι δυο μας τώρα.
Με κυνηγούσε-κι όπως σ' όλους τους εφιάλτες-
Φορούσα τις παντούφλες του πατέρα.

Σκέφτομαι πως από τα χρόνια εκείνα
Μου'μεινε να κοιτώ πίσω από τοίχους
Με γιασεμιά και σαύρες ωδικές
Και να σας αφηγούμαι των επέκεινα ιστορίες.







Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΕΣΒΗΣΑ ΜΕ ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ

ΦΤΕΡΟ ΥΠΕΡΦΥΛΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
Εκείνοι είναι που απομακρύνονται
Ή εμείς;

Πιστέψαμε σ' ένα σταθερό σημείο αναφοράς
-Τούτη την αποβάθρα-
Κι αποδείχτηκε σύννεφο.

Έτσι κι εγώ, έσβησα με γομολάστιχα το στοχασμό
Και ξανάρχισα να σας μιλώ
Για τους μικρούς νυχτερινούς κήπους,
Που κρέμονται στο λεπίδι του φεγγαριού
Με τις κλωστές ανάσες
Των πουλιών και των εντόμων.


Και μη μου θυμίζετε
Ότι αυτή δεν είναι Ποίηση αρρενωπή.

Κάθε ποίημα είναι φτερό
Υπέρφυλου αγγέλου.









Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ


ΣΤΙΣ ΠΕΛΩΡΙΕΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΕΣ
Τραγουδούμε
Για να κρέμονται πάντοτε τα ενύπνια
Από τις πελώριες βλεφαρίδες των κοριτσιών,
Για να πληρώνεται το κενό της λύπης
Με των γαλαξιών τη μουσική.
Τραγουδούμε για να περάσουμε
Όσο πιο ανώδυνα και τρυφερά
Το θάνατο,
Το χωρισμό της θεϊκής πνοής απ'τον πηλό.
Κάθε μας ποίημα είναι μια μαύρη οπή
Που γυρίζει ανάποδα το χρόνο.
Φυτεύει στα χέρια μας φυσοκάλαμα και φούρκες
Σβούρες χρωματιστές, μισότουβλα,
Μας μαθαίνει, απ' την αρχή, αρχαία παιγνίδια
Κάνει τα δάχτυλά μας ανεμώνες
Και μικρά γαλάζια πουλιά.
Κάθε μας ποίημα είναι οβολός
Για τον βαριεστημένο βαρκάρη.
Προσωπικά, γεμίζω το τραγούδι μου με πράγματα
Ανώφελα για τους πολλούς κι ακατανόητα
Όπως γέμιζε το χαζοΦταλιώ την αυλή της
Με τενεκέδες,λάστιχα,πλαστικές
Παζαριώτικες πεταλούδες και καμινέτα
Και κατασκεύαζε μ'αυτά κάστρα και πύργους
Για τον εισβολέα.
Είχε μια λογική ο θηλυκός εκείνος Φάλσταφ
Που έκρυβε, σε τόνους λίπους,
Μια παιδική καρδιά.










Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ο πατέρας έγραφε τα δικά του ποιήματα
Με μολύβι,σε μπακαλοδέφτερο:
"Χταποδάκι ξηρό,δράμια εκατό,δραχμές 1,70".
Ύστερα, οι οφειλέτες έφευγαν γι άλλες γειτονιές
Ή πετούσαν ψηλά,
Όπως τα καναρίνια του Κρεμαστά, όταν του ξέφευγαν
Κι αναπαύονταν λαχανιασμένα στις μαρκίζες.

-Γαμώτο, έλεγε αυτός.
Εμείς τον πειράζαμε:
-Αύριο θα κελαηδούν οι γάτες του Συνοικισμού
Και του κουβαλούσαμε νερό να τα καταβρέξει.

Όσοι έφευγαν άφηναν στο τραπέζι μισό εικοσπεντάρι τσίπουρο.
Το' πινε ο Αντρέας ο φωτογράφος και χόρευε τη μαντουβάλα
Για να τον μιμηθούμε εμείς, να πιάσει την πόζα.

Είχαμε,λίγα χρόνια πριν,στη βαλίτσα με τα παλιά έγγραφα
Την ποιητική συλλογή του πατέρα:
Σκορδάς 35 δρχ,ποίημα πεινασμένο
Ελένη 70 δράμια ταραμά ,νηστήσιμο
Ποίημα δανδή-Σαλονικιός, σαπούνι πράσινο και γλυκερίνη.
Κάποιο πρωί που διαβάζαμε το δεφτέρι,
Ανελήφθη κι εκείνο αργά-αργά στους ουρανούς.

Κι έτσι καταλάβαμε ότι παντού νοσταλγούν οι άνθρωποι.















Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ

ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ
Τα τραγούδια μου έχουν ημερομηνία λήξης-
Ύστερα γίνονται πράσινοι παπαγάλοι,
Μ'ακουμπούν στα φτερά τους και με ταξιδεύουν.
Με φτάνουν ώς την άλλη πλευρά του πληκτρολόγιου.
Δεν ξέρω τί υπάρχει πιο πέρα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο πέρα
Και δε μ'ενδιαφέρει ένας κόσμος
Που δεν είναι γεμάτος από φως,
Όπως οι λέξεις
Που σας χαρίζω.


Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΕΙΧΕΣ ΔΙΚΙΟ, ΗΤΑΝ Ο ΑΛΝΤΕΜΠΑΡΑΝ
Kάθε βράδυ, η πόρτα χτυπάει.
Τον αναγνωρίζω αυτό τον ήχο:
Είναι ένα δειλό,τρεμουλιαστό ποίημα
Που θέλει να μου κάνει παρέα.
Του ανοίγω,καλησπερίζει, κάθεται άβολα
Στην άκρη του ντιβανιού.
Ρωτάω τ' όνομά του και κοκκινίζει,
Όπως ένα κορίτσι. Σταυρώνει τα χέρια
Στα γόνατα και μου δείχνει το παράθυρο
-Ο Αλντεμπαράν;ρωτάει
-Όχι,ο Σείριος,απαντώ.
Ύστερα σωπαίνουμε κι οι δυο.
Ξέρω ότι τα νυχτερινά ποιήματα
Αγαπούν τις σιωπές.
Αγαπούν τις μεγάλες παύσεις.
Κυρίως,θέλγονται απ' τους αποχωρισμούς.
Γι αυτό, όταν, ύστερα από λίγο,
Το ποίημα σηκώνεται απ'το ντιβάνι,
Δεν το παρακαλώ-μείνε λίγο ακόμη.
Του ανοίγω την πόρτα.
Μόνο, για να μη το πικράνω-είχες δίκιο,διορθώνω
-Ήταν ο Αλντεμπαράν το τρεμίζον άστρο.








ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΤΩΝ ΓΑΙΟΣΚΩΛΗΚΩΝ
Κι αν(όπως το διετύπωσε ο φίλος ποιητής)
"Ο πήχης κείτεται πλέον στο χώμα",
Ας μη ξεχνούμε των γαιοσκωλήκων την δουλειά:
Λαγούμια ανοίγουν, η γη βουλιάζει
Και το όριο το χοϊκό γίνεται απεραντοσύνη,
Έγχρωμα καταλήγει κι ανθηρά
Ουρανός.
Οι ποιητές του άτεχνου ελαχίστου
Βρίσκουνε, σκάβοντας, διαμάντια
Ό,τι οραματίσθηκαν χωρίς να αγγίξουν,
Δίχως να τα κερδίσουνε οι λεξιστές
Οι επαναστάτες των ονείρων
Που κυνηγούσαν τους κανθάρους
Θεωρώντας τους αστέρια΄
Που φορούσαν το τίποτε για κασκόλ
-Όλα έχουν ένα τρόπο να διατυπωθούν-
Ή
Όπως έλεγε ο ταπεινός παππούς μου
Αγόραζαν για φανάρια τις κωλοφωτιές.


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΑΔΕΙΑ ΟΣΟΝ Η ΣΤΙΓΜΗ
Κι απομείναμε με μιαν ανοιχτή αγκαλιά,
Απέραντη, όπως η θάλασσα
Κι άδεια
Όσον η Στιγμή.
Φάνηκαν τότε να' ρχονται
Οι παιδικοί μας φίλοι,
Με το κεφάλι κάπως γυρτό,
Κλωτσώντας ένα τενεκέ
Ή
Σφυρίζοντας,νωχελικά,χορούς του Μπραμς.
(Απρόβλεπτη εμφάνεια,
Κάτι σαν των αγαλμάτων τη ρητορεία).
Μια φούρκα στο δεξί κρατούσαν χέρι
Και στ' άλλο, κομήτη αναμμένο
Που κραύγαζε θριαμβικά:
"Γι αυτό υπάρχει ο μέγας ουρανός-

Για να βιώνετε την επανάκαμψή μας
Σε κάθε διάψευση των μενεξέδων".







Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΥ ΔΙΕΥΘΕΤΕΙ ΤΟΥΣ ΓΑΛΑΞΙΕΣ


ΕΔΩ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Τώρα,κοντά στο τέλος,
Απ'την αφετηρία μακρυά,
Εδώ στον τόπο της γραφής,
Και της σοφίας,
Κρατάω σημειώσεις
Για το μεγάλο χέρι του Θεού
Που αστερισμούς διευθετεί και γαλαξίες.
Aκούω των γρύλων τα Ανοιξαντάρια,
Των αηδονιών τον Προοιμιακό.

Οι νύχτες σβήνουν την αυθυπαρξία
Και τραγουδούν την Ποίηση.

(Τώρα,κοντά στο τέλος,
Απ' την αφετηρία μακρυά,
Εδώ, στον τόπο της γραφής
Και της σοφίας).

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΟΠΩΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕ ΔΙΑΡΚΩΣ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ


ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΤΟ'ΓΡΑΦΕ
Υπάρχουν ποιητές που συναντιούνται
Με την Ποίηση
-Αλλιώς θα το'γραφε ο Γκίνσπεργκ-
Όσον οι σεισοπυγίδες με τα χελιδόνια.
Κι όμως το τραγούδι είναι πάντα εκεί,
Ψάλλει το Θεό του όσον υπάρχει.
Εμείς τρελλαινόμαστε σαν τους τενεκεδένιους
Ανεμοδείχτες.
Πιάνουμε στα βραχέα των προθέσεών μας
Τα παράσιτα του μπιγκ μπαγκ
Που φτάνουν καθυστερημένα στο ραντεβού τους,
Όπως μια γυναίκα που άλλαζε συνεχώς
Στον καθρέφτη
Προσωπεία.
Όπως τα παιδιά που συζητούσαν για πεταλούδες
Ενώ άναβε ο Πολικός.




Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Μ' ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΡΕΒΥΘΙΑ

ΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΡΜΗΚΟΦΑΓΟ ΤΟΥ ΝΤΑΛΙ
Το ΄ποίημα δεν είναι ένας πολιτευτής
Που και τους ξένους τους προσφωνεί πατριώτες.
Είναι τα εύλαλα χείλη των ευσεβών-
Αναζητητέα απανταχού της γης-
Που το
Εδώ και τώρα
Προφέρουν.


Κάποτε,αίφνης, ένα ποίημα παράπεσε
Βελούδινα αποκοιμήθηκε
Στο κατάστημα υφασμάτων των αδελφών Αρβανίτη,
2ας Νοεμβρίου και Παγασών.
Και ξύπνησε μετά από δέκα χρόνια
Στο στόμα της τρελής Σαλώμης
Που,αδέσποτη, ανέβηκε στο νάρθηκα της Μεταμόρφωσης
Μ'ένα πιάτο ρεβύθια.

Γι αυτό το φωνάζω
Οι στίχοι
Είτε για την ομίχλη μιλούν
Είτε για το μηρμυκοφάγο του Νταλί
Θέλουν κράτημα τρυφερό
Όπως ένα βρέφος, ένα πουλί,ένα κυκλάμινο.














ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΚΟΙΜΟΥΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΟΥΜΕ

ΝΑ ΝΑΥΑΓΗΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ

Τελευταία,ενυπνιάζομαι συχνά τους πεθαμένους
Δεν κρατούν μια βαλίτσα στο χέρι-
Αντίθετα,
Φορούν εκείνο το χαμόγελο της οικείωσης
Που μεταφράζεται, περίπου, ως
"Ειμαστε μαζύ, τί καλά,τίποτε δεν άλλαξε.
Μπορείς να ακούσεις,μαζύ μας
Τα  ηδύλαλα κρυφά αηδόνια
Να λουστείς σε μικρούς απριλιατικους υετούς

Να ναυαγήσεις το καράβι μας και να σωθούμε.

Η μόνη διαφορά μας είναι οτι
Εμείς δεν κοιμούμαστε για να σε δούμε
Να'ρχεσαι από το βάθος
Ενός θλιμμένου χωματόδρομου
Με δάφνες λευκορόδινες στα πεζοδρόμια".










Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΕΜΑΘΑΝ ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΝ


ΚΙ Ο ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΝΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙ ΕΝΑ ΣΑΜΑΛΙ

Όταν πέσει το σκοτάδι,
Επισκέπτομαι
Τα παλαιά, των παιδικών μου χρόνων
Τα θερινά τα σινεμα-
Σήμερα γκαράζ, ασβεσταριές ή πάρκινγκ.
Ψάχνω φθαρμένους ήρωες, φιστικοστραγαλάδες,
Το θείο τον Κώστα το μηχανικό,
Να του ζητήσω να βάλει εμπρός τη μηχανή,
Να ζωντανέψει η γυμνή και μακρινή  Αστέρω
Κι ο Αυλωνίτης να με κεράσει ένα σάμαλι,
Η Κολοβίνα ν'απειλεί τον πρωταγωνιστή
"Πρέπει να το πάρεις το κορίτσι, το' ταξες".
Τίποτε δε ζωντανεύει, μόνο νυχτερίδες
Τινάζουν, απ' το πέτο μου, σκόνη των διαττόντων
Και, μ' ένα τσικ, πετούν
Προς το απέναντι φωτισμένο παράθυρο,
Εκεί, που γέροντες
Έμαθαν να ξεχνούν
Μ' ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι.




ΜΕΤΡΑΕΙ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙΑ


ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ

Κάτω απ' την παλαιά αγορά
Εκεί που με τον Τιμολή και το θείο Θανάση
Πλέκαμε γλισχρά σκόρδα-
Έξω κουδούνιζαν τα μπίσμαρκ και τα γκόρεκ
Κι η αθυρόστομη χοντρο Στέλλα,
Μετρούσε περπατώντας τις φούσκες του καφέ-
Υπήρχε μια βυζαντινή εκκλησιά:
Αποκαλύφθηκε μετά την κατεδάφιση του κτίσματος.

Στο ιερό της της ένας άγιος γονατιστός
Μετράει ακόμη άπειρα κομποσχοίνια
Τα δύσκολα να βγάλουνε φτερά
Και να πετάξουν προς τη δύση.



Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ,ΘΑ ΣΑΣ ΓΕΛΑΣΩ

ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΑΝ ΟΙ ΟΜΦΑΛΟΣΚΟΠΟΙ
Ωραία...Το πιάνουμ'εξαρχής
Μια που δεν το πρόσεξαν
Στην πολιτεία των ομφαλοσκόπων,
Αυτών που μιλούν για το ανήκουστο στρογγυλό
Του ποιήματος,
Της αφασικής καρδιάς του:

Το χάδι που συναντούσε στήθη
Γηρασμένα και χορταριασμένα,
Καλίγραμμα και νεανικά,
Στήθη αγαλμάτων και κοριτσιών-
Αυτό ντε, που τούδωσαν μια διεύθυνση
Και τελικά την έχασε (θυμηθήκατε;)
Ακούμπησε στην παλάμη ενός ζητιάνου
Που το δώρισε σ'ένα σκυλί.
Το τελευταίο τ'ακούμπισε
Σ'ένα παιγνίδι παιδικό
Κρυφτό ήταν ή κυνηγητό...
Δεν είμαι σίγουρος, θα σας γελάσω.




ΚΙ ΟΤΑΝ ΕΣΒΗΝΑΝ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΑ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ
Οι παλαιοί ποιητές
Ακουμπούσαν τους στίχους τους
Στην ποδιά της βρύσης
-Για να παραμένουν δροσεροί
Κι όταν έσβηναν στο νερό
Τα πεφταστέρια.
Χάρασσαν πάνω τους
Τα ονόματά τους,
Μ' ένα κέρμα ή ένα σουγιά
Κι ύστερα τα κουβαλούσαν,
Τα μοίραζαν,φετούλες, στον κόσμο.



Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

ΑΠΟΝΤΕΣ ΑΠ'ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Διασχίζουμε τη λύπη,μοναναχικά τρένα,
Με το μηχανοδηγό νεκρό στην καμπίνα
Κι ένα φεγγάρι λεπίδι, στο παράθυρο.
Εμείς, φυσικά, είμαστε απόντες
Απ'τη ζωή μας,
Ή-τουλάχιστον-
Ανεπαίσθητοι,
Όπως τα φώτα της απέναντι ακτής,
Όπως ο ύπνος των παιδιών
Στις γωνιές του παραμυθιού τους
Ή
Ο φρύνος
Που κολυμπάει, αόρατος, στους κοασμούς του.





Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΕΙΧΑΝ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΛΥΠΗΜΕΝΟΥ ΣΚΥΛΟΥ


Τα παλαιά λεωφορεία
Είχαν τη βλέμμα λυπημένου σκύλου.
Ανέβαιναν τους χωματόδρομους
Ασθμαίνοντας μ'ένα
Τικόφ- τικόφ-τικόφ.
Οι επιβάτες τους δε γνώριζαν τα ρευστά,
Σαν αυγά μελάτα, ρολόγια του Νταλί.
Δε μετρούσαν χρόνο,ζούσαν περιπέτειες
Παρόμοιες μ' εκείνες του Ταρζάν
Και του Ποκοπίκο.
Στο κέλευσμα του εισπράκτορα
"Τα κεφάλια μέσα..."έβριζαν τη γυναίκα τους
Ή
Τραγουδούσαν"επεράσαμ' όμορφα...όμορφα..όμορφα"
Μύριζαν βακαλάο και τρυφερό νυχτερινό ουρανό.
Πολλές φορές, συνέχιζαν,
Έκαναν ευθεία την καμπύλη.
Γι αυτό σήμερα μετρούμε τις στάσεις
Με αρχαία θυμητάρια.





Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ
Τα τελευταία καλοκαίρια οι λέξεις βαραίνουν
Ιδρώνω, όταν τις σηκώνω τα μεσημέρια.
Κάποτε με βοηθούσαν στη μεταφορά
Οι κινούμενες χαρακιές στο ταβάνι,
Τότε που οι πλανόδιοι τρυπούσαν τον ύπνο των παιδιών
Και μια αγωνία-αν οι στιγμές πάντοτε θα μυρίζουν
Ναρκίσσους και γιασεμιά-
Έγερνε μαζύ με το χέρι στο κρεββάτι,
Τότε που δεν επιθέταμε την κλειδούχο λέξη
"Ευάριθμος"
Στον Καιρό:
Όλα ήσαν αστραφτερά σαν το φεγγάρι
Ή
Το τραγούδι της γυναίκας γυναίκας που αγαπήθηκε.



Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

"ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ" - Η τελευταία συλλογή διηγημάτων μου

"ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ" - Η τελευταία συλλογή διηγημάτων μου
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων μου  με τίτλο "ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ".

Το βιβλίο διατίθεται ελεύθερα για κατέβασμα σε όλους από 

ΚΙ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΑΡΑ

ΟΤΑΝ Θ'ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Φορώ μιαν έκλειψη.
Κι είναι εύκολο-
Γιατί η έκλειψη στέκεται εύκολα,
Μπροστά στη θάλασσα,
Κάτω από τις ιτιές,
Εκεί που ο Κρεμαστάς ακουμπούσε το ποδήλατό του
Με την επιγραφή
"Συνάδελφοι, αν μ'αγαπάτε
Ποδήλατο μη μου ζητάτε".
Σήμερα είναι μια απουσία ο ίδιος.
Η θάλασσα,βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει
Με τους γλάρους και τα καβούρια της.
Θα υπάρχει κι όταν θα ξεχασθούν οι λέξεις-
Μάλλον όταν θ'αδειάσουν
Όπως τα νοήματα από προθέσεις 
Και τα καφενεία
Από το βουητό τους.
Όταν θα ξεφορτωθούν τα παιδιά
Τα χαϊμαλιά τους
Κι οι γέροντες τα πικρά τους τσιγάρα.
Φορώ μιαν έκλειψη
Ή είμαι εγώ που έχω αναληφθεί
Στα ράμφη των χελιδονιών;

ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ


ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Οι λέξεις που έφθασαν από μακρυά,
Πέρα απ' τα όρια της θάλασσας,
Έμεναν σιωπηλές.
Σκεφθήκαμε ότι ήταν η κούραση
Της σιωπής τους η αιτία.
Γι αυτό κτίσαμε καινούργια τραγούδια
Από λάσπη και πέτρες,
Τη μορφή γελωτοποιών και βασιλιάδων
Τους δώσαμε
-Για να διασκεδάσουμε λιγάκι-
Και περιμένουμε,
Ν' ανοίξουν το στόμα τους
Να τιναχθούν από μέσα
Ανθισμένα
Ηλιοτρόπια.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΟΥΣΙΩΝΕΙΣ ΣΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΚΟΑΣΜΟΙ ΣΤΑ ΤΕΝΑΓΗ
Να ξανακούσω και πάλι τους κοασμούς στα τενάγη,
Κύριε,
Μεγάλωσε μέσα μου η κινουμένη στίξη των γυρίνων.
Να ακολουθήσω τις τεθλασμένες
Παλαιών προθέσεων μου.
Μεγάλωσα και πρέπει
Κύριε,
Να ζήσω την παιδική μου ηλικία-
Να κυνηγήσω με απόχες αστερισμούς,
Να γλυστρήσω σε βρύα απρόβλεπτων ενυπνίων.
Όσους λείπουν να φιλοξενήσω
Στο δωμάτιο με τις αιθρίες
Και τους πολύχρωμους χαρταετούς.

Κύριε,
Έλα πρώτος Εσύ.
Δε θα σου ζητήσω να ψαύσω τον τύπων των ήλων
Θα σε γνωρίσω από τα μάτια-
Χωρούν την πίκρα όλου του κόσμου
Και την αλλάζουν σε χαμόγελο.
Στα χέρια σου των ταπεινών κρατάς
Το στεναγμό
Και τον μετουσιώνεις σε τραγούδι.

ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΙΠΠΟΚΑΜΠΩΝ
Εκείνα τα χρόνια
Κάθε έντιμος άντρας,
Έχτιζε μια τενεκεδένια παράγκα
Κι ύστερα πέθαινε από καρκίνο.
Να γιατί οι μικροί ιπόκαμποι
Δεν είχαν μυστικά
Απ' τις γυναίκες με το βιολετί βλέμμα
Που κοίταζαν σιωπηλές, επί ώρες,
Τη θάλασσα.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΖΕΙ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΗΜΙΦΩΣ


ΖΕΙ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΗΜΙΦΩΣ
Τοποθετώ ένα ποίημα στη γυάλα
Και περπατώ στις γειτονιές,
Ενώ παιδιά τρέχουν ξοπίσω μου,
Φωνάζοντας:
"Πρόσεχε,
Το χρυσόψαρο είναι η καρδιά σου".
Τοποθετώ ένα τριαντάφυλλο στο πέτο
Ξεχνάω τα παιδιά.
Μα δε μ'αφήνουνε οι ποιητές
Με τις μεζούρες τους και τις καρφίτσες
Να κοιμηθώ:
"Αφαίρεσε τα φώτα"ψιθυρίζουν
"Το ποίημα είναι ένα ψαράκι,
Κόκκινα τροπικό
Και αδηφάγο.
Ζει στο υδάτινο ημίφως".



Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

ΣΚΟΡΠΙΖΟΥΝ ΠΙΣΩ ΤΟΥΣ ΥΓΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Όταν οι ποιητές κλείνουν τα μάτια,
Τα μαλλιά τους γεμίζουν νυχτερίδες
Που σημαδεύουν τους καθρέφτες,
Μέσα από τ'ανοιχτά παράθυρα.
Όταν οι ποιητές κοιμούνται,
Φυτρώνουνε, στο στόμα τους, πανάρχαια φιλιά
Κι ένα τραγούδι σταματάει κι αρχίζει πάλι.
Όταν οι ποιητές διαβαίνουνε τα δάση,
Σκορπίζουν πίσω τους υγρά αστέρια
Και τρυφερές μουσικές μαντολίνου-
Έτσι που να μη χάσουνε το μονοπάτι,
Να σώσουν την πριγκήπισσα από το δράκο
Και τα χειρόγραφά τους απ' τον άνεμο.

ΝΑ 'ΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Μπλε εντονότερο δε βρίσκεις ότι υπάρχει-
Μόνο σε τρυφερή θάλασσα, ευδίων ημερών αλκυονίδων
Πεδίο υγρά απέραντο, χωρίς πικράλμυρη αλισάχνη
Μόνο μ' ένα, στην επιφάνεια, αείστρωτο αντιφέγγισμα ρυτίδων.

Κοντά μας ταξιδεύει εσμός πολύχρωμων ναυτίλων
Ή το κεφάλι σκάει λιπαρόχηνας, μ΄ένα στο ράμφος ψάρι
Βάρκες ανεβοκατεβαίνουνε- κυρίες στο χορό-  με χάρη
Και πέφτει απ' τον ουρανό, λευκό σύννεφο πτίλων.

Όλα είναι ωραία και μουσικά,
Σα καλοκαιρινή ημέρα.
Μόνο στη σκεψη αναδεύεται η σκιά
Πως στου χειμώνα
Βρισκόμαστε ακόμη την καρδιά.
Δε βλέπουμε πιο πέρα-
Με τα υγρά φεγγάρια του στο χέρι
Να'ρχεται να μας τραγουδάει το καλοκαίρι.






ΑΙΣΙΟΔΟΞΑ ΤΥΦΛΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΕΝΑ ΕΚΛΕΙΠΟΝ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ένα ποίημα που περπατάει στην ομίχλη
Σφυρίζοντας
"Δεν είναι τίποτε, τα χειρότερα έχουν περάσει",
Είναι ένα αισιόδοξα τυφλό ποίημα:
Επειδή οι φάροι ξένων στίχων ερευνούν
Τη σκοτεινή πλευρά του προσώπου μας-
Και θα το ανακαλύψουν το ναυάγιο.
Θα βρουν τον άνθρωπο που κρατάει
Ένα εκλείπον φεγγάρι
Και χρησιμοποιεί
Τ' όνομά μας.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ 
Αγαπώ κάθε παράξενη σκηνή διανυκτερεύοντος φαρμακείου
«Ποντίκια είπατε;» ο υπάλληλος νυστάζει πίσω από
πολύχρωμες γυάλες.
«Ναι, ξέρετε, οι αρουραίοι» ο πελάτης είναι ωχρός
«…καταβροχθίζουν τα χειρόγραφά μου».
Ο πελάτης είναι ωχρός και φοράει γυαλιά.
«Μμ, πάρτε το μυοθνήξ. Αντιαλλεργικό. Δεν προκαλεί
γαστρίτιδα».
Ακούγεται ο κούκος του ρολογιού.
«Πρόκειται για εξόχως εμβριθή τρωκτικά αγαπητέ μου κύριε».
Οι πολύχρωμες γυάλες περιέχουν κολώνια.
Ο πελάτης ζυγίζεται.
Κι άξαφνα «…έχουν τάσεις εξπρεσσιονιστικές».
Πλησιάζει την πόρτα. «Εννοείται τα χειρόγραφά σας;»
Ανοίγει την πόρτα. «Εννοώ τα ποντίκια. Καληνύχτα».
Αγαπώ κάθε ωχρόν άνθρωπο που φοράει γυαλιά
και τριγυρίζει έρημους βραδινούς δρόμους
έχοντας στην τσέπη ένα φακελλάκι ανώφελο μυοθνήξ.


(Για τους καινούργιους φίλους)

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ






      Η ΒΙΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Η Λόλα, μια παλαιά μου γειτόνισσα( Ρίτσα ήταν το όνομα που σε κάποιους είχε δηλώσει ως βαφτιστικό της, αλλ΄αμφιβάλλω αν κι εκείνο υπήρξε πραγματικό),είχε μια μάνα, μια γριούλα υπερβολικά σκυφτή και πάντα χαμογελαστή.
Η γυναικούλα αυτή διατηρούσε μονίμως την έκφραση του ανθρώπου που, μυστικά, συνομιλεί με τη μάνα γη- προς αυτή μόνο της επέτρεπε μια βαριά κύφωση της να νεύει.
Όταν σε συναντούσε, περπατώντας από το σπίτι της έως την ελιά του Μποχώρη, το μοναδικό δέντρο της γειτονιάς, τραγουδώντας σμυρναίικα τραγούδια, όταν σε συναντούσε, σε χαιρετούσε και πρότεινε να σε φιλοξενήσει “στη βίλα της, στην Κηφισιά”. Κι όταν έβλεπε, κοιτάζοντας πλάγια και πάνω, την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου, έκανε μια μικρή υπόκλιση και “ιδού, περάστε” έλεγε κι ανέβαινε αόρατα σκαλοπάτια, άνοιγε, χωρίς το παιδικό τσιγκλιδόν ανύπαρκτες πόρτες, σου πρόσφερε αέρινες καρέκλες και σε κερνούσε νεραντζάκι γλυκό, εκεί στη μέση του δρόμου, πλάι στα αποσιωποιητικά της σβουνιάς που άφηναν τα άλογα, μαζί με τα χρεμετίσματα και τις επί ώρες αιωρούμενες φωνές των πλανοδίων.
Από την κόρη της βέβαια μάθαμε ότι, με την καταστροφή της Σμύρνης, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σε ένα τσιγκομαχαλά της Κοκκινιάς. Τότε έπαθε, συμπλήρωνε η Λόλα.
Αυτή ήταν και η μόνη τρέλα που είχε. Σ΄ όλα τα άλλα βρίσκαμε τη συμπεριφορά της απόλυτα λογική και φυσική.
Όσο τη γνωρίζαμε βέβαια, επειδή, τον περισσότερο καιρό, έμενε κλεισμένη στο σπίτι της κόρης της.
Η Λόλα είχε σίγουρα πατήσει τα πενήντα, διέθετε ημιμύστακα και ήταν παντρεμένη με τον εικοσιοχτάχρονο σμηνίτη Βλάση, αγνώστου και τότε, επωνύμου.
Δεν θυμάμαι γιατί την προσαγορεύμαμε με εκείνο το όνομα. Ίσως άρεσε στην ίδια, ίσως στον άντρα της, ως χαϊδευτικό. Τώρα που το σκέφτομαι- σ΄ εκείνη την ηλικία, ακόμη κι αν μου το΄ λεγες δεν θα το καταλάβαινα- ίσως να αποτελούσε δημοφιλές ψευδώνυμο, από εκείνα που γράφονται σε πόρτες σπιτιών με κόκκινα φανάρια. Δεν το λέω αυθαίρετα αυτό. Τη χαρακτήριζε μια ελευθεριότητα συμπεριφοράς, με εκφράσεις που έκαναν τις άλλες γειτόνισσες να τινάζονται, όσες την άκουγαν για πρώτη φορά- η οποία τις περισσότερες φορές ήταν και η τελευταία- ή να ξεροκαταπίνουν, οι ελάχιστες που την είχαν πλέον συνηθίσει.
Έμεναν με ενοίκιο σ΄ ένα δωματιάκι με μια μεγάλη δίφυλλη, καφετιά πόρτα που άνοιγε κατευθείαν στο δρόμο.
Το κυρίως σπίτι βρίσκονταν στο βάθος μιας αυλής χωρίς χαραγμένο κήπο, ένα οικόπεδο δηλαδή, πνιγμένο στα αγριολούλουδα, μαργαρίτες και ανεμώνες και “του κούκου το ψωμί”. Εκείνα τα χρόνια, περνούσαμε το χαμηλό πορτάκι και ψάχναμε εκεί για μαρουδίτσες και ακρίδες.
Αυτή την πόρτα βλέπαμε να περνάει βιαστικά το “ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής”, όπως τους έλεγε- δεν ξέρω για ποιο λόγο-η μάνα μου. Με κατεβασμένο το κεφάλι, ανασηκώνοντας τους γιακάδες των πελώριων παλτών που συνήθιζαν, ακόμη και φθαρμένα, να φορούν τότε.
Πράγματι κρύβονταν. Γιατί και από ποιους το γνωρίσαμε αργότερα. Εκείνοι δήλωναν ότι “θα έπρεπε να προσέχουν την υπηρεσία του Βλάση”, επειδή δεν επιτρέπονταν οι γάμοι των στρατιωτικών, κάτω από κάποια ηλικία- δεν γνωρίζω αν ισχύει ακόμη αυτή η απαγόρευση.
Ο γάμος τους έγινε με άκρα μυστικότητα και με κουμπάρο τον πατέρα μου, που αναλάμβανε όλες τις “δύσκολες αποστολές”, στον Προφήτη Ηλία Αλυκών, ένα μικρό ξωκκλήσι , πάνω σε ένα λόφο, απέναντι από τα τείχη που έχτισε στην περιοχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής για να προστατεύσει την πόλη που πήρε το όνομά του.
Ανεβαίναμε συχνά στο εκκλησάκι. Θυμάμαι κάποιους μαγικούς εσπερινούς, με τις παλιές εικόνες να χάνονται σε σύννεφα λιβανιού στα Ανοιξαντάρια.
Φτάναμε στην κορυφή του λόφου από ένα μονοπάτι που θύμιζε φίδι που λιάζεται, ξαπλωμένο μέσα σε φραγκοσυκιές και θυμάρια. Αριστερά απλώνονταν η θάλασσα και μπροστά παλαιά Εθνική οδός Βόλου- Αθηνών τραβούσε προς το λόφο του Σωρού. Στον ανήφορο, βλέπαμε από ψηλά να ανεβαίνουν μακρύκαρα, σούστες και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Αθηνών. Αυτά ήσαν τα μόνα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε.
Σ΄ ένα στρογγυλό κουτί από σοκολατάκια του 1938 όπου , κατά παράδοση, φυλάμε τις παλιές φωτογραφίες, υπάρχει, ασπρόμαυρα απαθανατισμένη σε μυγοδιάστικτο πλαίσιο, η έξοδος του ζευγαριού από το ναΐσκο. Οι λίγοι καλεσμένοι κοιτάζουμε προς τη δύση. Μόνον ο Γιώργος, ο Αράπης, συνομήλικος μου, κουρεμένος με την ψιλή, με παντελονάκι έως τα γόνατα, είναι στραμμένος προς τα αριστερά και, γονατιστός, μοιάζει να παίζει βόλους με τα κυπαρισσόμηλα του προαυλίου.
Υποθέτω ότι οι υπόλοιποι θαυμάζουμε τα χρυσάφι του δειλινού στην κορυφή Παλατάκι. Στις αιθρίες, κυρίως της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, στην αργή του τσουλήθρα, ο ήλιος βυθίζεται εκεί, αφήνοντας πίσω του όλες τις ανταύγειες του ωχρού και του κόκκινου. Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν προσέχει το ζευγάρι, καμιά κοπελίτσα της παντρειάς δεν κοιτάζει “πόσο όμορφη είναι η νύφη”. Ακόμη κι ο Βλάσης, λίγο σκυφτός, φαίνεται να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει κάτι. Η Λόλα βλέπει κατευθείαν στο φακό, χωρίς όμως να καμαρώνει.
Μόνον η μάνα της, λίγο πιο σκυφτή απ΄ ό,τι τη θυμάμαι, με ολάνοιχτα χέρια, δεξιώνεται ήδη τους καλεσμένους στη βίλα της Κηφισιάς.
Με την εγκατάστασή τους, ως νόμιμου πλέον ζευγαριού, η Λόλα και ο Βλάσης όρισαν τις σχέσεις τους με τους γείτονες, υπολογίζοντας ως ανισοσκελή κι αντεστραμμένη τη γνωστή λογιστική: Λαβείν ναι, δούναι όχι. Ευχαρίστως έτρωγαν από τα σκεπασμένα πιάτα της σπιτονοικοκυράς τους, της Αρετής, εύκολα ζητούσαν δανεικά από τη χοντροΕυτυχία, την πιο καλόκαρδη γυναίκα στο “Συνοικισμό Αναπήρων” – έτσι ονομάζονταν πομπωδώς η επικράτειά μας, τα δυο τετράγωνα με τα πέντε, όλα κι όλα, σπίτια. Το μπακαλοδεύτερο του πατέρα μου, που σώζονταν ως τον καιρό της πλημμύρας στη Νεάπολη, μαρτυρούσε ότι η καθημερινή, βερεσέ, τροφοδοσία τους περιλάμβανε αυγά ημέρας, ξηρά χταπόδια, ελιές θρούμπες και ρετσινάτο κρασί χύμα.
Όλοι τα βοηθούσαν “τα καημένα τα παιδιά”.
Κι εκείνοι ζητούσαν, δέχονταν κι επεδίωκαν αυτή τη βοήθεια. Χωρίς όμως να προσφέρουν. Ούτε καν τις ελάχιστες πληροφορίες οι οποίες, σε κάθε μικροκοινωνία, επιτρέπουν την οικείωση μέρους του ζωτικού χώρου του άλλου, έτσι ώστε να λειτουργεί η κοινότητα..Nα χαίρονται, δηλαδή, οι πάντες με τη χαρά του ενός και να καθίσταται κοινή η ατομική θλίψη.
Ή (επειδή δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων) να συμβαίνει και το αντίθετο: Η πίκρα του ενός να αποτελεί πηγή αγαλλίασης εκείνων που στενοχωρούνται με τη στιγμιαία ευδαιμονία του.
Απαγόρευαν κάθε εισβολή στο μικρόκοσμό τους. Όταν ο άντρας της έφευγε με το πρώτο λεωφορείο για το αεροδρόμιο, εκείνη έπιανε το κέντημά της. Συχνά, συνήθως όταν γύριζε από τη δουλειά του, συντρόφευε τις δυο γυναίκες η Αντριάνα, ο μοναδικός εν Ελλάδι τραβεστί εκδοροσφαγέας. Φαλακρός, με αλογοουρά, μακρύ φουστάνι και ματωμένες γαλότσες. Στην επιλογή του πιστεύω ότι βοήθησε και το ότι, συν τοις άλλοις, ήταν και κωφάλαλος.
Η Λόλα μιλούσε ακόμη και σε μας τα παιδιά. Έμπαινε στα παιγνίδια μας. Με τη βέρα της παίζαμε τo “που ΄ντο, που΄ ντο το δαχτυλίδι”.

Κάποια μέρα, η δίφυλλη καφετιά πόρτα παρέμεινε κλειστή. Ένας σκύλος γεύτηκε το περιεχόμενο του σκεπασμένου πιάτου που ακούμπησε η σπιτονοικοκυρά στο κατώφλι της. Ο άντρας της όμως, άνθρωπος της πιάτσας, που ΄χε δει κάποιες ύποπτες κινήσεις, ρώτησε κι έμαθε από τον περιπτερά ότι, όχι μόνο ο Βλάσης δεν πήγε στη δουλειά του αλλ΄ αντίθετα, οι τρεις νοικάρηδές του, κρατώντας δυο μεγάλες βαλίτσες, πήραν το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα.
Χωρίς να διστάσει άνοιξε, με το δεύτερο κλειδί που κρατούσε, την πόρτα. Το δωμάτιο άδειο. Τα σανίδια μόνο των ντιβανιών, ένα δοχείο νύχτας, κάλτσες και παλιές εφημερίδες.
“Τα ενοίκια μου” φώναξε ο σπιτονοικοκύρης κι ειδοποίησε τον πατέρα μου και την χοντροΕυτυχία που γνώριζε ότι “είχαν να λαβαίνουν”. Όλοι μαζί αποφάσισαν να κυνηγήσουν τους λαθροφυγάδες με ταξί.

Τους πρόλαβαν στον ανήφορο του Μπράλου. Ο ταξιτζής έκοψε, κορνάροντας, μπροστά στο λεωφορείο. Κατέβηκαν ο οδηγός, οι τρεις καταζητούμενοι αλλά και κάμποσοι περίεργοι επιβάτες.
Κι εκεί, στο σαματά που ακολούθησε μέσα στην ομίχλη και τρόμαξε ανθρώπους και όρνεα, η “παθημένη” απομακρύνθηκε λίγο. “ Ελάτε, ελάτε, χωράτε όλοι στη βίλα μας, ελάτε κι εσείς καλοί μου άνθρωποι”, τσίριξε για να ακουστεί, δείχνοντας τους επιβάτες που είχαν κατεβεί. “Να ανοίξω και το χρηματοκιβώτιο- να, πάρτε, πάρτε τα λεφτά σας κι εσείς”, συνέχισε να μοιράζει σ΄ όλους αόρατο πλούτο. “Εμείς δεν είμαστε μπαταξήδες”.






Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΑΠΟΣΩΣΤΡΕΣ ΕΓΙΝΑΝ ΚΥΡΙΕΣ


ΗΔΥΜΟΛΠΑ ΜΙΝΥΡΙΣΜΑΤΑ
"Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον" απεφθέγξατο
Ο κυρ Αλέξανδρος.
Στο ένα χέρι κρατούσε
Ηδύμολπα μινυρίσματα πτηνών,
Ψάλλοντας τον "πολυέλεον", στα εννιάμερα της Παναγιάς
Που το' χε τάμα-
Μ'ένα αγκάθι στη φτέρνα
Κι ένα κερί στο άλλο χέρι.΄
"Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον.
Εσείς πού καταντήσατε την ομορφιά...
Να φοβάσθε το θάνατο και να μη βρίσκετε
Ένα θαλασσόξυλο να περάσετε εις την μικράν νήσον
Την Ουρανίτσα την αυτόχειρα,
Να μη περιμένετε ιώδη άνθη να ευωδιάσουν στον τάφο της-
Κι αν ξύλο τι ανακαλύψετε
Σεις το χτυπάτε
Ως τάλαντον να ήτο.
Οι αποσώστρες έγιναν κυρίες.
Στο μοναστήρι της Καισαριανής
Δεν αγιάζει τα νερά η περιστέρα
Τα ξόδια των νηπίων
Δεν αξιώνονται της τρυφεράς ακολουθίας,
Ούτε ψυχαί
Το έλαιον πίνουν από ακοίμητον,
Επί ημέρας τεσσαράκοντα,
Κανδήλας.
Κι εμάς, τους παλαιούς,εις επετείους
Μας τεμαχίζετε, ως λαμπριάτικα αρνία
Κι ως ψάλτες, κατ'αποκοπήν,κακοφωνείτε
Τα γλυκύτατα τραγούδια του Θεού.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

ΤΙΝΑΖΕΤΑΙ Η "ΜΙΚΡΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ"

ΦΕΤΕΣ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το κουτί
Δεν περιέχει σοκολατάκια του 1938
Όπως, τουλάχιστον,γράφει στο καπάκι.
Όταν το αναποδογυρίζεις,
Πέφτουν αραιά όπως τα πέταλα της αχλαδιάς
Ή
Σαν εκείνους τους χνουδάτους ακανθόσπορους,
Τους "κλέφτες",
Που ταξιδεύουνε σε προκυμαίες
Και περιβόλια,
Φέτες ασπρόμαυρου θανάτου:
Εδώ, ο πατέρας
Σε κρεββάτι του παλιού 401 Σ.Ν.
Της Δεινοκράτους,
Μοιάζει ν'ακούει τις ιαχές-που λένε- των φιλάθλων
(Έστω έναν μοναχικό να διαλύει τη γραμματική
Μ' ένα "διέλυσέ τους αγόρι μου...")
Απ' το παλιό γήπεδο της Λεωφόρου.
Ο ποιητής με ναυτικά υποκλίνεται
Για ν άπαγγείλει,στρογγυλός σα φρύνος,
Τον "Φαγά".Εξετάσεις του '60.
Κι ακόμη
Μοτοσυκλέττες με βάρκα
Πασχαλιές ανθισμένες, οι γάτες της ζωής μας
Άνδρες με καπαρντίνες
Γυναίκες με φούστες πλισέ
Που ξεκινούν για το σινε-Πάνθεον,
Να κλάψουν και να γελάσουν με τους "Δοσατζήδες".
Όταν ανοίξεις το στρογγυλό κουτί
Τινάζεται η "Μικρή νυχτερινή μουσική",
Όπως συμβαίνει όταν
Χασμάται ένα κενοτάφιο.

ΟΤΑΝ ΤΡΕΛΛΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΕΜΟΔΕΙΧΤΕΣ

ΓΕΜΙΖΕ ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ
Έκανε τούμπες κι αστείες γκριμάτσες
Μπροστά στις γυναίκες
Που κοιτούσαν, μέ βλέμμα μαβί, τη θάλασσα.
Μάζευε τα στιγμιαία χαμόγελά τους
Όσα ράγιζαν κι έπεφταν
Στο χώμα
Και γέμιζε μ'αυτά τις τσέπες
Και τον κόρφο του-
Όπως τα παιδιά μαζεύουν άστρα και κοχύλια,
Όπως οι ερωτευμένοι χαράσσουν καρδιές,
Για να' χουν μια παρηγοριά
Τις βραδιές που τρελλαίνονται οι ανεμοδείχτες
Κι αγαπάς αφόρητα ό,τι δε σου φανερώθηκε,
Κι ανακαλύπτεις μια δεύτερη ζωή σου
Στο σκοτάδι.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

ΨΑΧΝΩ ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΟ ΤΟ ΝΤΕΦΙ


ΕΣΤΗΣΕ ΕΝΑ ΤΣΑΝΤΗΡΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ
Εκείνη τη λιπόσαρκη αρκούδα
Που στο παράγγελμα υπάκουε
"Κι τώρα η βασίλισσα τα κοιμηθεί",
Τη βλέπω κάθε έναστρη βραδυά
Ξαπλωμένη στον ουρανό.
Την εγκατέλειψε ο αρκουδιάρης,
Μπήκε σ' ένα πράσινο Ντάτσουν,
Έχτισε δίπατο σπίτι παρδαλό-
Στην άκρη του πελώριου κήπου
Έστησε ένα τσαντήρι.
Εκεί ξαγρυπνάει με τα εγγόνια του.
Τους αφηγείται ιστορίες παλαιές
Για τη γιαγιά τους που'ναι εκεί ψηλά.
Κι εγώ απόμεινα μονάχος
Μ'έναν στο χέρι οβολό
Ψάχνοντας το ανάποδο το ντέφι.



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΑ ΦΥΤΡΩΣΕΙ ΑΚΑΙΡΑ

ΚΑΘΕ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Κάθε ποίημα είναι μια σπηλιά
Που μέσα της ενεδρεύει ένας έρωτας.
Το μισό βέβαια του έρωτα το ονομάζουν θάνατο
Και έχουν δίκιο.
Κάθε ποίημα είναι μισός θάνατος
Που έμαθε να σωπαίνει
Μη τυχόν και προδοθεί.
Οι λέξεις του ματαιώνουν άστρα και θάλασσες-
Οι σιωπές του ματώνουν μάτια και άνθη.
Μη φυτεύετε στους κήπους σας ποιήματα:
Η μουσική τους θα φυτρώσει άκαιρα-
Δε θα τη φορέσουν ούτε οι ίδιοι
Οι ποιητές.

ΥΣΤΕΡΑ ΤΡΩΩ ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ


ΚΟΛΛΟΥΝ ΣΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΧΑΡΤΟ
"Εντάξει" λέω,κάθε φορά-
"Δεν ξαναγράφω παραθετικά".
Ύστερα τρώω μια σοκολάτα
Και χαιδεύω το πληκτρολόγιο:
"Η σύνθεση"απαντάει εκείνο
"Αυτή η νέα ποιότητα, δεν προϋποθέτει
Μια αφύπνιση-όχι παρέλαση-
Ένα περιπαθές σκίρτημα, ερωτικό
Θέσης κι αντίθεσης;".
Και ξαναπέφτουν τα φεγγάρια
Κι οι ακριβοί μας κεκοιμημένοι
Κολλούν στα δάχτυλα και το χρυσόχαρτο.

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

ΚΑΤΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΜΗΤΗ
Γέρασα ώσπου να ξαναδώ τον ουρανό
Ένα μπουκέτο βραδινά λουλούδια,
Να πιάσω στις τσέπες μου-
Μαζύ με φλούδες φυστικιών-
Αρχαία παιγνίδια ολοζώντανα:
Το κρυφτό, το κυνηγητό και τα σκλαβάκια.
Να κρυφθώ και πάλι πίσω απ'τον κορμό
Της εκατόχρονης ελιάς,
Κυνηγώντας ένα βλέμμα που, συνήθως, μ'αγνοούσε.
Να κάνω τον σπήκερ, να παριστάνω το Μανέλη
Όταν γέμιζε τις τσέπες με ελιές ή παραπατούσε.
Ο Χρόνος επαναξιώνει τα πράγματα-
Άσε όσους κυνηγούν το "εφικτό"και το μεγάλο-
Σκύψε στο μπλε λουλουδάκι της Ανοιξης
Την σύνοψη αυτή του σύμπαντος,
Ελόγησέ το,
Όπως μας ευλογούσε η γιαγιά
Όταν κατηφορίζαμε τη λεωφόρο.
Κι όταν διαλέγεις τους συμπαίκτες
Να μη ξεχάσεις το μικρό Χριστό
Που κάθεται
Όλος μάτια,
Πλάι στις μυρτιές
Κάτω ακριβώς απ' τον κομήτη.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΝ ΝΙΚΟΛ

ΜΟΝΟΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Από τ' αναβρυτήριο των λέξεων
Τινάχτηκε μια πεταλούδα.
Ο νευρωτικός πεζογράφος την ονόμασε Νικόλ,
Την τοποθέτησε
Ανάμεσα στο τίποτε και το πουθενά
Κι άρχισε να της πλέκει ένα κασκόλ.
Ο υπερφίαλος ποιητής έσπασε την απόχη του 
Έβγαλε το καπέλο,
Υποκλίθηκε
Και με μια μαύρη καρφίτσα
Την πέρασε στο πέτο.
Μόνο ένα παιδί είπε "Αυτή
Είναι μια ωραία άσπρη πεταλούδα
Που τινάχτηκε από τ' αναβρυτήριο των λέξεων-
Τί καλά, θα' χω ένα φίλο
Να παίζω το κρυφτό".


 

ΑΥΤΑ Τ' ΑΧΤΕΝΙΣΤΑ ΠΕΥΚΑ

ΦΙΜΩΣΕ ΤΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ ΜΟΥ
Ένα ποίημα περπατάει αργά
Πλάι σε μιαν ατσάλινη θάλασσα-
Κάτω απ'τη βροχή.
"Ο Χρόνος- μουρμουρίζει-
Αυτός ο είναι ο βιαστής και κλέφτης:
Άδειασε τις στέρνες μου
Από κούφιους πουλιών σκελετούς
Που ανακάλυπταν τα παιδιά
Και κραύγαζαν- ελάτε να δείτε.
Ο Χρόνος θόλωσε τους ήλιους
Και τα τριζόνια μου φίμωσε.
Παρηγοριά μου άφησε
Αυτά τ'αχτένιστα πεύκα
Όσα κλαίνε ρετσίνι τ'απογεύματα
Απ'τις εγχάρακτες καρδιές
Το τέλος σημαίνοντας των ερώτων-
Ο Χρόνος
Που κρύβεται στη φωλιά του σκορπιού
Στου ποντικιού τη μουσούδα".




 

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

ΒΙΟΛΕΤΙΑ ΟΠΩΣ Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Η Άνοιξη(κατ'ακριβείς πληροφορίες)θά'ρθει
Με μια θάλασσα στα χέρια,
Έρημη θάλασσα και σιωπηλή
Ώπως τα σκληρά πορτραίτα στους τοίχους. 
Θα' ναι κυκλική τούτη η εποχή-
Το τέλειο θα σημαίνει και το μηδέν.
Και βιαστική, όσον όλοι οι κυνηγημένοι,
Με χαίτη από σωρείτες που κρύβουν κι εμφανίζουν
Λέξεις, μικρές νεράιδες και σειληνούς 
Επιστολές και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Η Άνοιξη θα κυοφορεί πανηγύρια
Με νταούλια και πίπιζες
Και ιποκάμπους που εμμέσουν τα παιδιά τους.
Μη με κατηγορήσετε ότι παρέλειψα τα άνθη:
Κοιτάξτε τα δάχτυλά σας,
Δείτε τις ρίζες και τα πέταλά τους-
Μυρίστε τα τραγούδια που παίζουν
Ατέρμονα τραγούδια βιολετιά
Πιο βιολετιά κι από την προσμονή των αγγέλων.


 

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΞΕΧΝΟΥΝ ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

ΦΑΝΑΡΑΚΙΑ ΧΑΡΤΙΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Τί γίνεται,καλέ μου Χέλντερλιν, όταν οι ποιητές
Προτιμούν να κοιμηθούν;
Τα παιδιά που υπήρξαν κάποτε οι ίδιοι
Γίνονται φαναράκια χάρτινα παραμυθιού
Κι αναβοσβήνουν σαν τους φάρους
Για πλοία που  ποτέ δε θα φανούν.
Οι σιτοπώλαι μαζεύουν στη χούφτα τους διάττοντες.
Τους παίζουν στους πεσσούς,φτηνοί παπατζήδες,
Κούφιοι,ελιοτικά αχυρένιοι, άνθρωποι
Που κοστίζουν την ανομβρία των ματιών
Εκεί, στις όχθες Λεμάν ή στη Βαβυλώνα
Όπου παίζονται και χάνονται οι αυτοκρατορίες
Επειδή η κυρία προτίμησε τον Μπέρναρντ
Από τη σοφίτα με τα βιβλία.
Οι ελέφαντες ξεχνούν όταν οι ποιητές κοιμούνται
Οι γεναριάτικες γάτες σωπαίνουν.
Αντί για άνθη η μικρή γαζία
Τινάζει βλέφαρα και ποντικοουρές.
Γι αυτό δεν πρέπει να σωπάσουνε οι ποιητές.
Για να' χουν οι τρελοί τον ανεμοδείκτη τους.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΟΧΙ Ο ΤΖΕΠΕΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΗ ΚΟΥΚΛΑ


ΣΑΡΚΑ ΦΘΟΓΓΩΔΗΣ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ
Μέτρησα πέντε "ωσάν" στο ποίημα.
Να το πω με ειλικρίνεια-
Δε ζωντανεύω τα άδεια κελύφη
Τις αποξηραμένες χελώνες,
Τα αρχαία λουλούδια,
Τις λέξεις:
Παρομοιάζω.
Όμως- που να πάρει-το αίμα τους
Θέλω να νιώσω να χτυπάει:
Μια της ζωής τους επιβεβαίωση,
Η δική μου καρδιά
Να γίνει και δική τους.
Να' μαι εγώ ο ίδιος
Το τραγούδι.
Όχι
Ο Τζεπέτο με την ιδιόρρυθμη κούκλα
Αλλ ο γεννήτορας
Σάρκας
Φθογγώδους
Και ζωντανής. 


ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΩΝ

ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΚΟΥΜΠΙΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τα ποιήματα φυτρώνουν πάνω σε πέτρες
Όπως τα φινοπωρινά λουλούδια,
Τρίζουν όπως τα τσέρκια
Στις παλάμες των παιδιών.
Η ανάσα τους μυρίζει βρεγμένο χώμα.
Μας χαιρετούν όπως οι ίσκιοι της κληματαριάς
Τις νύχτες που τρελαίνονται οι ανεμοδείχτες
Και ανασταίνονται παλαιολιθικά τσουκ μποξ.
Τα ποιήματα είναι το ψωμί και το κρεμμύδι
Των νεκροδείπνων,
Τα όνειρα του Σταύρου Τορνέ και τ'αναμμένα κεράκια,
Τα εικονίσματα που τινάχθηκαν απ' το νερό
Όπως τα δεφίνια, με το σπάσιμο των κουμπιών
Της θάλασσας.
Χωρούν αυτόχειρες και ωδικές τοιχοσαύρες
Το αιώνιο κορίτσι που ισορροπεί βραδινόν ανανά
Σα στάμνα στο κεφάλι.
Τα ποιήματα δεν τελειώνουν-
Όπως τα παθήματα των μαρτύρων:
Έρχεται κάποιος, στο τέλος
Και τους παίρνει το κεφάλι
Ν'απαλλαγουν κι ο ποιητής κι ο αναγνώστης,


 

ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ


ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ

Ψάχνω τον Λούκυ- Λουκ, τον χάρτινο ιππότη.
Σκίτσο μ’ ηλιομπαλώματα, μια θύμηση υγρή.
Στα είκοσι έγγραφα πως χάθηκεν η νιότη
(σαν έφυγε). Δεν πίστευα πως θα χαθεί
του ερωτικού μου ο εκτελεστής παιάνα,
των «πάντα θα», του «σ’ αγαπώ», του «Άννα».

Λέγαμε για τους Ντάλτον και πολλές φορές
τις ηρωικές του παίρναμε πόζες.
Ήταν η Αννούλα μοναχά τις Κυριακές
όταν της πρόσφερα στον κήπο μας μιμόζες

Πιστεύω ότι θα βρω τον Λούκυ δίχως άλλο.
Θα τον κεράσω κόκα – κόλα και τσιγάρο.
Πριν στο «γιατί φθάσουμε να χωρίσουμε»
Απλά θα μου μιλήσει:»Ας καπνίσουμε».


ΓΙΑΤΙ ΡΑΜΦΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

ΤΑ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ
Από το παράθυρο,
Άστραφτε στο εικονοστάσι,
Η Επιβατιανή Αγία Παρασκευή.
Μελετούσες την αρχιτεκτονική του μπλε
Στα ρούχα της
(Ενώ η γαλήνη έσπαγε
Απ' τα Κεκραγάρια και τα Ανοιξαντάρια)
Το απόλυτο, στα μάτια της, του πόνου.
Αυτή την ώρα,
Στο Μπαξέ Τσιφλίκ, τα παιδιά
Αναρωτόνταν αν οι λοβοί των αυτιών τους
Είναι πιο σκληροί απ' τα νεράτζια
Ή γιατί ραμφίζονται τα περιστέρια.
Κι αργότερα
Μετά τη μετοικεσία στην Αγριά
Ο Γιώργος Τσίγκρας γονάτιζε,
Δέονταν μπροστά στο εικόνισμα
Να περπατήσει πάνω στη θάλασσα.
Έστω λίγα βήματα-
Όπως ο Πέτρος.

ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Εκείνες οι ηδύπικρα αχνές
του πάρκου μ’ έχουν φυλακίσει αλλέες.
Ειδή μου και ψυχή στο Χθές
που κάλυψαν ημέρες νέες-
ώς να πεθάνουνε κι αυτές.

Έψαχνα με λαχτάρα στην υγρή τη χλόη
στις μαργαρίτες δίπλα, στην αλόη
κι άναβε εντός μου η ελπίδα και η πίστη
ότι θα βρώ
χλωμά χλωρό
νεράτζι να προσφέρω τη καλλίστη

από των κοριτσιών που σεργιανούσαν τον χορό.

Καμιά
θέα
της γειτονιάς δεν μου ‘πε «Ευχαριστώ -
να η Ελένη»
Τρώες να οδηγήσω πλέον δεν μπορώ.
Κι αυτό το ποίημα μου απομένει
άθλιο δοκίμιο για τον Καιρό.




(Από τα περυσινά μου)






 






































Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΝΑ ΜΗ ΚΡΥΩΝΕΙΣ,ΘΕΕ

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΡΟΣΙΖΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας
Μη μνησθής,Κύριε.
Πήγαινε λίγο πιο πίσω:
Τότε
Που φορούσα στεφάνια από πυγολαμπίδες
Και δρόσιζα τα δάχτυλα των αγίων,
Όταν ανάβανε
Απ' τις ευχές
Υπέρ του σύμπαντος Κόσμου...
Τότε
Που βοηθούσα τα πουλιά
Ένα πουκάμισο να σου υφάνουν,
Να μη κρυώνεις
Εκεί ψηλά που βρίσκεσαι
Κι ακούς τους στεναγμούς μας.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΩΔΙΝΑΣ

Θ'ΑΝΘΙΣΟΥΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ποιήσεως ωδίνας μην επιλάθη.
Όμως, από τους εκατό,
Κράτησε πέντε στίχους.
Τους άλλους σπείρε τους
Σε χώμα τρυφερό-
Θα'ρθει μια Άνοιξη
Και θα ανθίσουνε τραγούδια.

Ν'ΑΝΕΒΑΣΕΙ ΠΗΛΟ,ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΔΕΝ ΧΑΝΟΝΤΑΙ
Μαζεύοντας, όπως ο Κοντορεβυθούλης,
Τα ιώδη πέταλα της μουσικής
Ενός τυφλού ακκορντεονίστα,
Φτάνεις κάποτε
Στη μαγική χώρα
-Επικράτεια ενός δρόμου όλη κι όλη-
Που ονομάζεται "Παιδική ηλικία".
Εκεί τα κορίτσια πάντα σου χαμογελούν
Κι οι νεκροί δεν χάνονται-
Κατεβαίνουν μάλιστα στον αγώνα
Των παντρεμμένων με τους ανύπαντρους,
Ενώ απ' το καφενείο του Τάκου
Ακούγεται απ' το τσουκ μποξ
Το "ρολόι,κομπολόι".
Οι αγριόχηνες βρέχονται
Από τον κόκκινο ήλιο
Και το μικρό τρενάκι του Τσαλαπάτα
Ανεβαίνει στον ουρανό,
Ν'ανεβάσει πηλό στο Θεό
Να κατεβάσει παιδιά και τραγούδια.