Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΙ Ο ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ


                                   
                                    ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΙ Ο ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ

             “Τσικ”, έξυσε το νυχάκι του παράμεσου πάνω στον αντίχειρα και ο μικρός δεν κατάλαβε από πού ήλθε ο θόρυβος, από το στόμα του κουρέα ή από τα δάχτυλά του. “Μια ψείρα ήταν… με γεια σου, λεβέντη” είπε ο κουρέας. Ο πιτσιρίκος σταμάτησε να θαυμάζει τα δεκάδες είδωλα ενός αγνώριστου, ολόγυμνου πλέον κεφαλιού του, είδωλα που παρήγαγαν οι δυο κατέναντι ανισοϋψείς καθρέφτες. Κοίταξε τον πατέρα που διάβαζε εφημερίδα στον καναπέ κι εκείνος του έγνεψε να σηκωθεί. Ο κουρέας είχε πλησιάσει το ραφάκι με τις γυάλες. Άλλες περιείχαν τριανταφυλλόνερο κι άλλες βδέλλες που στριφογύριζαν. “Είχαμε βάλει κάποτε μια από αυτές στο πόδι της μαμάς”  θυμήθηκε το παιδί. “Την έβλεπα πώς φούσκωνε κι έκλαιγα”.
             “Έρχεται το Κύκνος, όπου να’ναι” είπε ο πατέρας ενώ πλήρωνε τον κουρέα. “Φεύγουμε ”. O μικρός κατσούφιασε. Αν και γνώρισε ότι κάποτε θα έρχονταν η στιγμή της αναχώρησης, ένιωσε άσχημα.  Περνούσε πολύ όμορφα εκεί, στα οικόπεδα με τις μικρές πηγές που το νερό τους κόχλαζε. Στις πηγές αυτές, εκτός από τα αυγά που του έδινε η μαμά, έβραζαν, με το Γιάννη το φίλο του, και τις ακρίδες που καπάκωναν με τη φούχτα στα, κάτασπρα από το αλάτι, οικόπεδα. Είχαν ανοίξει εστιατόριο και πουλούσαν τις βραστές ακρίδες και τις πασχαλίτσες στα κορίτσια. Δεν τις πουλούσαν, τσάμπα τις έδιναν. Έτσι για να τους χαμογελούν τα κορίτσια αργότερα,  στα Σαράντα Πλατάνια, στο δάσος όπου άκουγαν, αλλά ποτέ δεν έβλεπαν, τους δρυοκολάπτες.
            Βέβαια, και η επιστροφή με το “Κύκνος” θα ήταν όμορφη. Θα φυσούσε αεράκι στο κατάστρωμα, εκείνος  θα ακουμπούσε το κεφάλι στο παραπέτο και θα κοιτούσε τη μπλε θάλασσα. Η θάλασσα θα  άνοιγε ξαφνικά, σα να τραβούσε κάποιος φερμουάρ, και  δελφίνια θα τινάζονταν στον αέρα. Θα έρχονταν κοντά, πολύ κοντά στο πλοίο και θα έπαιζαν μαζί του. Ο κόσμος θα μαζεύονταν στην άκρη για να τα παρακολουθήσει και να τα χειροκροτήσει. Αυτό τουλάχιστον είχε  συμβεί με τον ερχομό τους. Γιατί να μη ξαναγίνει;
            Χαιρέτισαν με τον πατέρα και βγήκαν. Κατέβηκαν στην προκυμαία. Εκεί, στα παγκάκια του μικρού πάρκου, ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος που περίμενε με βαλίτσες και τσάντες, ξεχώρισαν τη μητέρα και τους άλλους. Μια μεγάλη χαρούμενη παρέα. Κάποιοι ήσαν γείτονές τους, ανάπηροι πολέμου οι περισσότεροι, με τις οικογένειές τους. Είχαν αποφασίσει να περάσουν μαζί τις διακοπές τους στη λουτρόπολη. Άλλοι ήσαν φίλοι που γνώρισαν στο Κέντρο Λουτροθεραπείας, στον υπαίθριο κινηματογράφο ή στην παραλία.
             Όλη η παρέα κατευθύνθηκε στο μικρό καφενείο, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Κάθισαν στα  τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Πλάι σε έναν ακκορντεονίστα. με μαύρα γυαλιά που κοίταζε προς τη θάλασσα. Ο μικρός πρόσεξε στην ταμπέλα το παράξενο όνομα του καταστήματος: ΝΕΚΥΙΑ. Ρώτησε τον πατέρα του τι σημαίνει  η λέξη κι εκείνος του απάντησε με ένα χαμόγελο που μάλλον δήλωνε άγνοια.
            Κάποιος χάιδεψε το παιδί στο κεφάλι και “ με γεια το κούρεμα” του ευχήθηκε. Ήταν ο Τάκης, ένα φοβικό  γεροντοπαλίκαρο της παρέας. Κάποτε, την ώρα που περνούσε έξω από το  σπίτι που είχαν νοικιάσει όλοι μαζί, μια εξόδιος πομπή-. κηδεύονταν ένα παλικάρι που είχε πνιγεί, ανοιχτά της “ζεστής θάλασσας”, ενός σημείου  στο οποίο έπεφταν τα νερά των θερμών πηγών- ο Τάκης χώθηκε κάτω από το ντιβάνι. “Μη”, τσίριζε “ μη, μακριά από μας”. Κι έμεινε εκεί, στο σκοτάδι, έως τη στιγμή που τον βεβαίωσαν γελώντας οι άλλοι, ότι πέρασε ο χάρος, δεν είχε πια κανένα φόβο.
            Τώρα, ο Τάκης ήταν ευτυχισμένος γιατί θα ξανάφευγαν. Θα ξαναγύριζε στην αυλίτσα του παμπάλαιου πέτρινου σπιτιού του, με την μαδημένη ουασιγκτώνα να σημαδεύει τον ουρανό και την καθησυχαστική μεσημεριάτικη γκρίνια των ορνίθων. Ήταν ευτυχισμένος, επειδή απομακρύνθηκε ο το μαύρος  ιππότης με το δρεπάνι
            Ο πατέρας  έδειξε στο βάθος. Το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι. Το πλήθος κινήθηκε προς την προκυμαία, μαζεύοντας μπόγους και βαλίτσες. Κάποιοι αγκαλιάστηκαν.
            Το αγόρι κοίταξε και αυτό προς τη θάλασσα.
             Ένιωθε παράξενα. Ένας μικρός αέρας  φυσούσε εντός του. Είδε  μόνο το πάνω μισό του  πλοίου κι ένιωσε να πετάει. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να έρχεται από μακριά. Σαν να τον προειδοποιούσαν για κάποιον ακαθόριστο κίνδυνο. Μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος του μιλούσε και τί του έλεγε. Σκιές αεικίνητες τον τύλιγαν. Περπατούσε σε μια  γη ωχρή, ανάμεσα σε μοβ λουλούδια .
            Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν.
             Το αγόρι έπεσε σπαράζοντας στην προκυμαία. Ο πατέρας έχωσε τα δάχτυλά του στο στραβό στόμα του παιδιού ενώ η μάννα κάθονταν στα πόδια του για να σταματήσει τους σπασμούς. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε περίεργος.
             “Δεν είναι τίποτε” φώναξε η μάνα. “Σύνδρομο Ε”, καλυμμένα εξήγησε, για να μη προφέρει τη φοβερή λέξη, “δεν είναι τίποτε , σε δυο λεπτά θα του έχει περάσει”.
            Ο τυφλός ακκορντεονίστας σηκώθηκε.
            Το πλοίο σφύριξε.