Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΠΟΡΤΑΡΙΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ (ΒΙΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ 3-4)


3. ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ – 1900-1920

Η πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα σημαδεύτηκε από μεγάλα γεγονότα. Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου χύνεται αίμα πολύ, ισχυροποιείται  εντούτοις το εθνικό κράτος στην Ευρώπη και ανακατανέμονται οι σφαίρες επιρροής των μεγάλων. Στην Ελλάδα ζούμε τον θρίαμβο των Βαλκανικών Αγώνων. Η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, η Ήπειρος γίνονται πάλι ελληνικές. Η πατρίδα μας αποκτά ισχύν αρχαία. Εμφανίζεται ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλάει στην Αθήνα μπροστά σε 100.000 ανθρώπους. Εγκαινιάζεται η πρώτη Ελληνική Δημοκρατία.
Στη Ρωσία ξεσπά η Επανάσταση των μπολσεβίκων. Οι Τσάροι χάνουν την εξουσία κι ένας  νέος ηγέτης, ο Λένιν εμφανίζεται. Θα σημαδέψει την Ιστορία τούτη η εξέγερση όμως θα παγιωθεί σε καθεστώς, που με την σειρά του κάποτε θα καταρρεύσει.
Στην εικοσαετία αυτή συμβαίνει το απίθανο. Βυθίζεται ο «αβύθιστος» Τιτανικός παρασύροντας στο βυθό εκατοντάδες ψυχές.
Πεθαίνουν ο Ερρίκος Ντυνάν, ο ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού και ο Λέων Τολοστόι, ο συγγραφέας της «Άννας Καρένινα» και της «Ανάστασης».
Νωρίτερα οι αγρότες στο Κιλελέρ είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των τσιφλικάδων. Το χωριό έγινε το αιματοβαμμένο σύμβολο της αντίστασης των καταπιεσμένων.
Η Ιταλία θρήνησε στους σεισμούς της 200.000 νεκρούς. Οι νεότουρκοι ανέτρεψαν τον Κιαμήλ Πασά και ξεκίνησαν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Ο φανατισμός τους οδήγησε σε σφαγές Ελλήνων και Αρμένιων, σε γενοκτονία των Ποντίων.[1]
Λίγο μακρύτερα βρίσκονται τα ζήτω και τα ουαί της εκστρατείας της Μικράς Ασίας, αυτή η αιμορραγούσα ακόμη και σήμερα εθνική πληγή.







Οι μύλοι και το καθαρόν νερόν

Η Πορταριά στις αρχές του 20ου αιώνα έχει αρχίσει να χάνει την προηγούμενη  αίγλη της. Δεν αποτελεί πια το εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο της ανατολικής Θεσσαλίας όπως, χρόνια πριν, τότε που, όπως έγραφαν γεωγράφοι σαν τον Αργύρη Φιλιππίδη «εις την Δημητριάδα (δηλαδή τον Βόλο) πριν 40 χρόνια δεν ήξεραν τι ήθελε να πει φάμπρικα. Εδώ εις την Πορταριάν άρχισαν να δουλεύουν τα μετάξια, γαϊτάνια, μπρισίμια, μαντήλια και άλλα».
Ο συγγραφέας αναφέρεται στο περίφημο παζάρι της Πορταριάς, για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Το παζάρι αυτό, την εποχή του Φιλιππίδη, είναι το «μεγαλύτερον από της Λάρισσας». Ο ίδιος λόγιος γεωγραφεί την Πορταριά ως τόπον όπου υπάρχουν «επιστήμονες εις τας Τέχνας (χειροτεχνίας) διαφόρων ειδών, οι μύλοι και το καθαρόν νερόν».
Βέβαια οι μύλοι και το καθαρόν νερόν υπάρχουν ακόμη, λειτουργούν για το λίγο στάρι της περιοχής. Με το νερό λειτουργούν ακόμη ντριστέλλες και γαλιάγριες (ελαιοτριβεία).
Η Πορταριά από τις 3 Ιουλίου του 1883 αποτελεί όπως είδαμε μέρος του Δήμου Ορμινίου μαζί με το Κατηχώρι.

Μια κοντινή μετανάστευση

Από το 1883 όμως ως το 1901, ο πληθυσμός του χωριού συρρικνώνεται: Από 4.179 ψυχές που είχε τότε, έφθασε τους 972 άρρενες και 1123 θήλεις. Έπεσε δηλαδή κάτω στο μισό.
Το 1881 ο Δήμος Παγασαίων είχε 5.908 κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα όμως γίνεται μια μεγάλη κώμη σε αντίθεση με τα χωριά του Πηλίου, που αραιώνουν σε πληθυσμό.
Αιτία είναι μια μετανάστευση, των Πορταριτών κυρίως, προς την νέα πόλη του Βόλου που με αλματώδεις ρυθμούς ξεφυτρώνει πλάι στον λόφο των Παλαιών – του Κάστρου όπως ονομάζονταν τότε - παρ’ όλο που το Κάστρο είχε γκρεμισθεί, όπως και τα περισσότερα σπίτια των Τούρκων που είχαν αποχωρήσει. Έμεναν μόνο χαρακτηριστικά κτίσματα όπως το λουτρό και το τζαμί, κάποια σπίτια υπήρχαν ως το τέος της εισοκαετίας. Υπήρχε  ακόμη ένα μέρος του τείχους  της βορινής πλευράς.
 Η μετανάστευση που προαναφέραμε μπορεί σήμερα να φαίνεται υπερβολική,  να χρήζει εισαγωγικών. Τι είναι η μισή ώρα, άντε τα τρία τέταρτα ή η μία ώρα που χρειάζονταν τα αμάξια για να φθάσουν από το Βόλο στην Πορταριά;
Κι όμως η κατάσταση ήταν αλλιώτικη. Ο δρόμος βέβαια που κατασκεύασε ο Βασσάνης με τις 300.000 δραχμές, ποσό υπέρογκο το οποίο  άφησε με τη διαθήκη του για τον σκοπό αυτό, ο δρόμος που περνώντας από την Άλλη Μεριά έφθανε στην Επισκοπή (σώζεται σήμερα ως αγροτικός δρόμος) χωρούσε άνετα τα αμάξια και τα κάρα κι αργότερα τον ΑΕΤΟ, το πρώτο αυτοκίνητο, όμως δεν τα διασφάλιζε από μια πληγή της εποχής, την ληστεία.

Ο Ντούλιας

Οι ληστές, κυρίως η συμμορία του περιβόητου Ντούλια, παραφύλαγαν μέσα στις λόχμες,  τρομοκρατούσαν και λεηλατούσαν τους εμπόρους που ανεβοκατέβαιναν. 
Για τον λόγο αυτό ως το 1895 οι Πορταρίτες έμποροι είχαν τα μαγαζιά τους στα Παλαιά Βόλου, τα Παλαιά Μαγαζεία, και τα Σαββατοκύριακα ανέβαιναν μετά μυρίων προφυλάξεων στα σπίτια τους.
Όμως, πριν το τέλος του 19ου αιώνα, εγκαθίστανται στο Βόλο και η κώμη της Πορταριάς αλλάζει όψη. Μένουν σ’ αυτή μόνο τα παλαιά αρχοντικά όπως γράφει στο βιβλίο του «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» ο Νικόλαος Γεωργιάδης:
«Βραδύτερον δε, ότε εγνώσθη εις το εξωτερικό ο λιμήν του Βόλου, οι κάτοικοι της Πορταριάς κατήλθον εκ των πρώτων εκεί και, δια την νοημοσύνην και φιλεργίαν των, προήχθησαν εις ικανόν βαθμόν ευημερίας. Στερούμενοι δε επαρκών κτημάτων, επεδόθησαν ενωρίς και εις την βιομηχανίαν και ουχί ευτελές ήτο το εν τω χωρίω εισαγόμενον χρηματικόν ποσόν εκ της κατασκευής μεταξωτών γαϊτανίων. Αλλά δυστυχώς από τινων ετών η χρήσις αυτή περιωρίσθη, η επικρατούσα βιομηχανική κίνησις εξηλείφθη και μετ’ αυτής και η ευημερία αυτού, καθότι και οι ευπορώτεροι των κατοίκων συνωκίσθησαν εις την νέαν πόλιν του Βόλου. Η πριν ακμάζουσα Πορταριά κατέστη ήδη άσημος, μη διατηρούσα εκ της προτέρας αυτής λάμψεως ή τας ωραίας οικοδομάς …».
Αν υπολογίσουμε ότι η πρώτη έκδοση της «ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ» του Νικολάου Γεωργιάδη έγινε το 1880 στο Βόλο, από το τυπογραφείο Ι. Ν. Δομέστιχου, με εκδότη τον Κ. Παρασκευόπουλο, τότε είναι σίγουρο ότι η φθίνουσα πορεία για την Πορταριά είχε αρχίσει νωρίτερα, εκτός αν η συγκεκριμένη παράγραφος έχει προστεθεί στην δεύτερη έκδοση του έργου το 1894 – είναι η μόνη που έχουμε υπόψη μας.
Τους λόγους της «συνωκίσεως» δεν τους αναφέρει ο συγγραφέας. Φανταζόμαστε ότι εκτός από την αύξηση της κίνησης του λιμανιού του Βόλου, μεγάλο ρόλο έπαιξε και η διάθεση του Ντούλια και της παρέας του να έχουν οπωσδήποτε μερίδιο από το «όχι ευτελές εισαγόμενον χρηματικόν ποσόν…».

Ο Δήμος Ορμινίου στο 20ο αιώνα

Στις αρχές του 20ου αιώνα, λοιπόν, Δήμαρχος Παγασών (αργότερα έγινε Παγασαίων και, τη επιμονή κυρίως του Κίτσου Μακρή, πολύ αργότερα Βόλου) είναι ο προαναφερθείς Νικόλαος Γεωργιάδης, Πορταρίτης απ’  την πλευρά της μητέρας του, τύπος ιατροφιλόσοφου, μουσικός, λόγιος, συγγραφέας, γεωγράφος, θερμός αγωνιστής, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Ας αναφερθούν και οι υπόλοιποι δήμοι της Επαρχίας Βόλου του Νομού Λαρίσης :
Δήμος Νηλείας, Δήμος Φερών, Δήμος Βοίβης, Δήμος Ιωλκού,
Δήμος Ορμινίου, Δήμος Μηλεών, Δήμος Σπαλάθρων, Δήμος Αφετών,
Δήμος Σηπιάδος, Δήμος Αιαντίου, Δήμος Μυρεσίου, Δήμος Κισσού,
Δήμος Ζαγοράς.
Ο Δήμος Ορμινίου, όπως είπαμε περιλάμβανε τα χωριά Πορταριά και Κατηχώρι. Έχει πλέον Δήμαρχο τον Ιωάννη Βασσάνη. Το υπόλοιπο Δημοτικό Συμβούλιο :
Πάρεδροι :
Κωνσταντίνος Σαμαρίδης
Σταύρος Σέγκλιας ή Σίγκλιας
Αντώνης Πετούσης
Δημήτρης Πολυχρονίδης
Δημοτικοί Σύμβουλοι :
Τριαντάφυλλος Ανδρεάδης
Θεόδωρος Γκέκος
Νικόλαος Σκλείδης
Γεώργιος Γεωργούδης
Αντώνιος Τριβελάς
Ιωάννης Χατζηπανταζής
Νικόλαος Νικολαϊδης
Κωνσταντίνος Ζαγκλής
Νικόλαος Βρόντης
Νικόλαος Μπρισίμης
Ιωάννης Κουρκουβέλης
Αθανάσιος Βλαχλής.


Το Δημοτικό Συμβούλιο Ορμινίου

Το Δημοτικό Συμβούλιο έχει αρκετές αρμοδιότητες. Επικυρώνει τα πρακτικά των Κοινοτικών Συμβουλίων, τα οποία απασχολούνται με όλα σχεδόν τα τοπικά θέματα, εκτός ορισμένων, όπως ο καθορισμός του δημοτικού φόρου επί των τιμών των «ωνίων», ο οποίος το 1900 έφθανε το 2% επί των τιμών, ο διορισμός αγροφυλάκων και αμπελοφυλάκων και η αντιμισθία του καθενός. Επίσης αποφασίζει σε περιπτώσεις που οι κτηματίες ή φορείς δεν τα βρίσκουν για την  επιλογή προσώπων.
Για την είσπραξη του δημοτικού φόρου υπεύθυνος είναι ειδικός εισπράκτορας ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία του ύστερα από διαγωνισμό «ενοικιάσεως του φόρου».
Αναφέρονται σε παλαιότερα πρακτικά (1886) τα ονόματα του Δημητρίου Γερογιάννη, υποψήφιου εισπράκτορα και του Περικλή Χατζάκου – ως εγγυητή : «Ο Δημήτριος Γερογιάννης προσήνεγκεν δια την ενοικίασιν του φόρου επί γεωμήλων και σταφυλών δραχμάς 1.260 (χιλίας διακοσίας εξήκοντα)».
  Επίσης το Δημοτικό Συμβούλιο φροντίζει για τα Δημοτικά Σχολεία. Βέβαια τις πρώτες αποφάσεις τις παίρνουν τα Κοινοτικά Συμβούλια, όμως ύστερα από παρέμβαση του Δημοτικού Συμβουλίου, οι αποφάσεις αυτές μπορούν να ακυρωθούν, όπως η περίπτωση μιας πράξης του Κοινοτικού Συμβουλίου Κατηχωρίου για την πληρωμή δημοδιδασκάλου που ακυρώνεται από το Δημοτικό Συμβούλιο Ορμινίου «γιατί αντιβαίνει στον νόμο» - Συνεδρίαση ΝΑ, πρακτ. ΡΘ’86.
  Τα Κοινοτικά και τα Δημοτικά Συμβούλια συνεδριάζουν μια ή δυο φορές το μήνα, κάθε φορά για ένα ή δύο σημαντικά θέματα. Για κάθε θέμα (κανόνας ανεξαίρετος) αποφασίζουν ομόφωνα και κάθε θέμα καταγράφεται χωριστά στα πρακτικά.
Συνεδριάζουν τα απογεύματα της Κυριακής. Ας μη ξεχνούμε ότι η εβδομάδα τότε είχε έξι εργάσιμες μέρες, με πλήρες … δωδεκάωρο και βάλε. Ας φαντασθούμε τους άνδρες τυλιγμένους τα κυριακάτικα ρούχα τους, ακριβά τις περισσότερες φορές, μια που ήσαν επιφανείς και πλούσιοι οι πρόκριτοι, να σκύβουν σ’  ένα τραπέζι, κάτω απ’  την εικόνα του Χριστού και ενώ ο ήλιος πέφτει, να κουβεντιάζουν έργα όπως η δημιουργία των πρώτων φούρνων (κλιβάνους τους ονόμαζαν) ή τον καλύτερο τρόπο απόδοσης του Κοινοτικού Χανίου της Αγίας Άννας ή για την αξιοποίηση δεκάδων δωρεών για τις οποίες θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο.
Ο γραμματέας βουτάει μια παλιά, ασημένια πέννα (δωρεά κι αυτή) στο μελανοδοχείο και με δυσανάγνωστα γράμματα συντάσσει τα πρακτικά, σ’  ένα χοντρό τετράδιο.
Ο ερευνητής «βγάζει τα μάτια του», όμως αν ψάξει στις «σερπατίνες» καλά, παίρνει πολύτιμες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια που γίνεται να στερεοποιηθεί η πηγή «Μάννα», να χτιστεί το φρέαρ της, όχι πάντως με τσιμέντο, ύστερα από μια κακοκαιρία που εξαφάνισε το νερό της το 1908.[2]
Ο Δήμος Ορμινίου υδρεύεται από άλλες πηγές, όμως συχνά, εκείνο τον καιρό αναφέρονται ζημιές στο Κοινοτικό Συμβούλιο Πορταριάς και λαμβάνονται αποφάσεις για τον χαρισμό του ενοικίου στα καφενεία της περιοχής του Καράβου, επειδή με την απώλεια του νερού μηδενίστηκε η δουλειά τους.
Ταυτόχρονα σχεδόν με την στερεοποίηση, που εμποδίζει τις εσωτερικές κατολισθήσεις, αρχίζει το 1909 η κατασκευή του υδραγωγείου, του πρώτου δηλαδή υδροδοτικού συστήματος. Εργολάβος είναι ο Ευθύμιος Γκούνης και εργάτες Πορταρίτες όπως ο Φιλιππώνης με τον Καζαντζή με γερμανικούς σωλήνες που κατήργησαν τα κιούγκια. Μάλιστα, επειδή δεν υπήρχαν τότε οι οξυγονοκολλήσεις οι σωλήνες κούμπωναν, με λάσπη και μολύβι στους αρμούς.

Μέγα Εμπόριο

«Η Πορταριά είναι εκ των ωραιοτέρων χωρίων του Πηλίου έχει ωραίας και υψηλάς οικίας, καθότι, προτού ο Βόλος καταστεί το Εμπορικό Κέντρο της Θεσσαλίας, διενηργείτο μέγα εμπόριο εν Πορταριά, εν η συνήρχοντο ου μόνον εκ της Θεσσαλίας αλλά και εκ της Ηπείρου και Μακεδονίας προς αγοραπωλησίαν».
Ο άγνωστος συντάκτης του Εμπορικού Οδηγού Βόλου – Πηλίου – Αλμυρού[3] έχει αντιγράψει σχεδόν την παραπάνω περικοπή από την «Θεσσαλία» του Γεωργιάδη.
Κι ακολουθεί η περιγραφή του τόπου :
«Κείται επί ανωφερούς οροπεδίου, υπό την υψηλοτέραν κορυφήν του Πηλίου, “Πλιασίδι” καλουμένην. Διαρρέεται υπό των διαυγών υδάτων του Κραυσίδωνος, όστις πηγάζει ¼ της ώρας υπέρ το χωρίον, παρά την θέσιν “Μάννα”».
Τώρα πότε λέγονταν Κραυσίδων το Μέγα Ρέμα ή το ρέμα της «Μάννας» στην Πορταριά και πόσο διαυγής είναι ο Κραυσίδων, όπως όλα τα ποτάμια άλλωστε, αυτό είναι άλλο θέμα.
«Πέντε λεπτά της ώρας υπέρ την Πηγήν κείται η μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ήτις είναι εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη, κελλία δε τινά αυτής επισκευάσθηκαν, δαπάναις του κ. Αλεξίου Αθανασάκη».
Το μοναστήρι είναι η Ι. Μ. Τιμίου Προφήτου Προδρόμου που κτίσθηκε τον 13ο αιώνα από τον άρχοντα της Δημητριάδος Νικόλαο Μελλισηνό. Ήταν γυναικείο μεγάλο μοναστήρι, κοντά στο ανδρικό της «Οξείας Επισκέψεως» που βρίσκονταν στη Μακρινίτσα και όπου μόνασε ο ίδιος ο άρχοντας, όπως και ο πατέρας του κατά την συνήθεια των αρχόντων του βυζαντινού μεσαίωνα. Στο μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου μόνασαν η μητέρα του και η σύζυγος του.
Πράγματι το 1909, ο Αλέξιος Αθανασάκης, ο μεγάλος αυτός ευεργέτης της Πορταριάς, αλλά και της ευρύτερης Μαγνησίας (ας μη ξεχνούμε ότι υπήρξε ο ιδρυτής του Μουσείου του Βόλου), διόρθωσε τα κελιά του μοναστηριού και αναστήλωσε τον μεγάλο πύργο.
Το μοναστήρι αυτό υπήρχε ως το 1955. Τον καιρό της Κατοχής τα κελιά του προφύλαξαν τους Πορταρίτες οι οποίοι, φοβούμενοι τους βομβαρδισμούς, γέμιζαν χαράδρες και σπήλαια.
Ο  νυν Δήμαρχος Πορταριάς κ. Βασίλης Κοντορίζος θυμάται τους δικούς του να τον τραβούν μέσα στα κελιά, την ώρα που πανηγύριζε, ενώ έβλεπε από ψηλά τον βομβαρδισμό από τους συμμάχους του γερμανικού στόλου στο λιμάνι του Βόλου.
Το μοναστήρι υπήρχε κι επιπλέον είχε αρκετά μετόχια, κτήματα με καστανιές και μηλιές. Στη δεκαετία 1910-1920 αρκετές από τις εκτάσεις που έμειναν αναξιοποίητες πουλήθηκαν για κοινωφελείς σκοπούς – βρίσκονταν κυρίως στο  ανατολικό Πήλιο.
Το ωραίο μνημείο γκρεμίζεται μεταπολεμικά. Σίγουρα θα ‘πρεπε να υπολογισθεί η ιστορική αξία του. Σ’  εποχή ευμάρειας, σίγουρα κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο να συμβεί.
Όμως στα ζοφερά μετεμφυλιακά εκείνα χρόνια, ελάχιστα υπολογίζονταν αυτά. Η κατασκήνωση που χτίσθηκε στη θέση του έσωσε πολλά παιδάκια απ’  το θάνατο απο πείνα. Κι ίσως ελάχιστοι να σκέφτηκαν ότι η κατασκήνωση μπορούσε να δημιουργηθεί σ’  άλλο σημείο της περιοχής και να γίνει μια προσπάθεια αναστήλωσης των ερειπωμένων κελιών. Ευτυχώς σώθηκε το καθολικό, το οποίο βέβαια απ’  τον καιρό των Μελλισσηνών είχε αναστηλωθεί πολλές φορές, με τελευταία στον 19ο αιώνα, από τον μοναχό Παϊσιο.

Ο αμαξωτός του Βασσάνη

Η Πορταριά συνδέεται «δι’  αμαξιτής οδού, μήκους 12,5 χιλιομέτρων» με τον Βόλο. Πρόκειται για έργο που γίνεται με δωρεά του Παντελή Βασσάνη, επιφανούς τέκνου της Πορταριάς, ο οποίος, πάνω στα χνάρια παλαιού μονοπατιού, έφτιαξε ένα θαυμάσιο, για τα μέτρα της εποχής εκείνης, δρόμο.
Ο δρόμος αυτός άρχισε να κατασκευάζεται το 1894, από τον λόφο της Επισκοπής προς την Πορταριά. Από την Επισκοπή και πάνω είναι ο ίδιος δρόμος που χρησιμοποιείται και σήμερα. Ως την Επισκοπή έφθανε μέσω Άλλης Μεριάς κι αυτό επειδή ο Βασσάνης ήθελε να φτιάξει δρόμο που να συνδέει απευθείας την Πορταριά με τον Βόλο. Φαίνεται ότι είχε την απαίτηση να βοηθήσουν και οι Ανωβολιώτες και οι Ανακασιώτες για την κατασκευή του κι εκείνοι αδυνατούσαν ή δεν ήθελαν. Για τον δρόμο αυτό ο Παντελής Βασσάνης δώρισε το υπέρογκο για την εποχή εκείνη ποσό των 500.000 δραχμών.
Επίσης ο Βασσάνης έκανε και μια σειρά από άλλες δωρεές, που συνεχίζουν και οι επίγονοι : Αγοράζονται με χρήματα τους οι σιδηροσωλήνες για την κατασκευή του πρώτου υδροδοτικού δικτύου του χωριού.
Δωρεές εκείνα τα χρόνια κάνουν και οι Αθανασάκηδες (Αθανάσιος, Αλέξιος, Γεώργιος, Δημήτριος). Εκτός από το Νηπιαγωγείο που ιδρύουν, προσθέτοντας και 100 λίρες του πατέρα τους Αθανασίου, πλακοστρώνουν την Κεντρική πλατεία.
            Ο Δήμος Ζούλιας χτίζει Δημοτικό και Κοινοτικό κατάστημα στον Άγιο Νικόλαο.
            Οι ευεργέτες της Πορταριάς θα μας απασχολήσουν σε ειδικό κεφάλαιο, όμως για την εποχή που ιστορούμε μπορούμε να πούμε πως ήσαν αρκετοί. Εκτός από τους Αθανασάκηδες, τον Πλατυγένη, τον Σφογγόπουλο, τον Τσιμώνο υπάρχουν δωρεές και κληροδοτήματα ασήμων, όχι μικρότερης αξίας.
            Η Χαρίκλεια Καραγιάννη, για παράδειγμα, πρόσφερε  στην Κοινότητα Πορταριάς  ένα σπίτι που είχε στο Βόλο  με τον όρο να πουληθεί να αγορασθεί ένα κρεοπωλείο στην Κεντρική Πλατεία Πορταριάς, με τα κέρδη του οποίου θα αγόραζαν βιβλία οι άποροι μαθητές. [4]Επίσης ο συντάκτης του Οδηγού μας αναφέρει ότι υπάρχουν στην Πορταριά σχολεία κτισμένα ή λειτουργούντα δαπάναις πορταριτών.
            Το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο, το Τσοπότειο Ελληνικό Σχολείο, το Μηλάκειο ή Μελάκειο Παρθεναγωγείο είναι κάποια από αυτά.

            Το 1911 ξυπνά στο χωριό ο φόβος για την χολέρα που αλλού  θέριζε.
            Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γιατροί ειδικοί, νοσηλευτικά μέσα, φαρμακευτικά σκευάσματα.
            Συνιστάται απόλυτη καθαριότητα. Οι εργάτες του Δήμου Ορμινίου καθαρίζουν όλα τα αυλάκια – ας μη ξεχνούμε ότι μεταφέρονταν μ’αυτά και πόσιμο νερό, μιά που το «υδραγωγείο της Μάννας», εκείνο τον καιρό κατασκευάζονταν.
            Φαίνεται όμως ότι τελικά η επιδημία δεν ήλθε. Αντίθετα το 1917 η ασιατική γρίππη απλώθηκε στην περιοχή. Οι γιατροί αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση. Η θανατηφόρα πανδημία αφήνει πολλά θύματα – βρέφη κυρίως και γέροντες.
            Δήμαρχος εκείνη την εποχή είναι ο Νικόλαος Ριζοδήμος.
            Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου ο Δημήτριος Κολοβίνος[5].
            Ταμίας (εισπράκτωρ) ο Απόστολος Βλάχος.
            Πάρεδροι οι : Δημήτριος Αξελός
                                    Δημήτριος Βρόντης
                                    Ηλίας Κουκιάδης
                                    Γεώργιος Σέγκλιας
            Δημοτικοί Σύμβουλοι: Δημήτριος Βλαχούτσος
                                                Ζήσης Γαϊτανάς
                                                Ιωάννης Γαλλής
                                                Σπύρος Κασινάκης
                                                Γεώργιος Ματραπάζης
                                                Σοφοκλής Μπρισίμης
                                                Αργύρης Παπαδήμος
                                                Ζήσης Πορλίγκης
                                                Απόστολος Χατζηϊωάννου
                                                Ιωάννης Χράπαλος[6]

Τρεις ενορίες

            Όπως βλέπουμε μέσα σε μιά δεκαετία έχει αλλάξει όλη η Δημοτική Αρχή. Νέοι είναι και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι.
            Πρόεδρος της Κοινότητας Πορταριάς είναι ο Αντώνης Τριβελάς
                        Μέλη οι :        Ιωάννης Ριζοδήμος
                                                Κωνσταντίνος Τσίρος
                                                Δημήτρης Τσιμπανούλης
                                                Κωνσταντίνος Χατζηϊωάννου
            Το χωριό διαιρείται σε τρείς ενορίες.. Οι αντίστοιχες εκκλησίες που λειτουργούν κάθε Κυριακή είναι ο Άγιος Νικόλαος, οι Αγίοι Ανάργυροι και οι Ταξιάρχες (ή ο Άη Ταξιάρχης όπως έλεγαν οι πορταρίτες χαρακτηριστικά).
            Επίτροπος ιερέας ο παπα  Αντώνης Μούχτης, πρωθιερέας ο παπα Βασίλης Ρουμελιώτης και οι ιερείς οι π. Αργύρης Αμερικάνος, Ιωάννης Ζωγράφος, Δημήτρης Κλειδωνάρης.[7]
            Ας τους δούμε από πιό κοντά, όσο μας επιτρέπει ο καιρός που μεσολαβεί, που θολώνει τις αναμνήσεις των γεροντότερων και διασκεδάζει (σκορπίζει) το στέρεο των παραδόσεων.

Ο παπά Αντώνης Μούχτης

            Ο παπα Αντώνης ο Μούχτης ήταν προεστώς στους Αγίους Αναργύρους. Είχε ένα χριστιανό τέλος, σαν αυτό που εύχονταν επί χρόνια στη Θ. Λειτουργία. Πέθανε μέσα στο Ιερό.
            Αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά, με κάθε ευκαιρία τα μάζευε γύρω του, όπως ο Χριστός. Φαίνεται ότι έβλεπε σ’ αυτά το πρότυπο του Ιησού Χριστού και υπάκουε στην εντολή του : «Γίνετε σαν εκείνα για να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». Επίσης είχε το χάρισμα της αφήγησης. Διηγούνταν όμορφα παραμύθια, σε μικρούς και μεγάλους. Τα παραμύθια αυτά τα συγκέντρωσε σε βιβλίο ο εγγονός του, μακαρίτης πια, Γιώργος Τσιμπανούλης και τα εξέδωσε η Κοινότητα Πορταριάς.
            Στην εισαγωγή του βιβλίου αναφέρεται ένα μικρό βιογραφικό του : «Γεννήθηκε στην Πορταριά το 1855 από φτωχούς γονείς. Τον πατέρα του (που τον φώναζε αφέντη) τον έλεγαν Γιάννη και την μητέρα του Αναστασία. Έμαθε την τέχνη του καρεκλά, ξενιτεύθηκε στην Οδησσό και εργάσθηκε σε εμπορικό γραφείο. Εκεί έμαθε, το 1881, την απελευθέρωση της πατρίδας του. Έγινε παπάς το 1880, περνώντας από το στάδιο του αναγνώστη. Είχε παντρευτεί ήδη με την Γαρουφαλιά Κατσαντώνη».

Διώκτες και Λιτανείες

            Ο παπα Βασίλης του Άη Νικόλα πήρε μέρος σε πολλές λιτανείες, κυρίως για την προστασία από την ακρίδα που έπεφτε συχνά εκείνα τα χρόνια. Υπήρχε μάλιστα και δια νόμου διορισμός «διωκτών ακρίδων», ανθρώπων που εμμίσθως κυνηγούσαν όλη την ημέρα, με μεγάλες κλάρες, τα έντομα από τις καλλιέργειες. Όταν τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο οι άνθρωποι, όπως γίνεται συνήθως, θυμόντουσαν τον Θεό και ξεκινούσαν εν πομπή, με τους ιερείς και τις εικόνες μπροστά και πίσω τον λαό, σε λιτανείες.
            Το ίδιο γίνονταν και σε χρόνους ανομβρίας.
            Υπάρχουν αφηγήσεις γερόντων οι οποίοι μιλούν για θαύματα. Οι ακρίδες σηκώνονταν κι έπεφταν στη θάλασσα κατά την διάρκεια της λιτανείας.
            Δεν γνωρίζουμε πού λειτουργούσαν ο π. Αργύριος Αμερικάνος, ούτε ο π. Δημήτριος Ζωγράφος.
            Ο παπα Ζωγράφος πάντως ονομάσθηκε έτσι λόγω των αγιογραφιών που ιστορούσε από τις αρχές του 20ου αιώνα. Πρέπει να διέθετε και ειδικά εργαστήρια για την κατασκευή φορητών εικόνων, με το ψευδώνυμο Ζωγραφίδης.
            Ας μη ξεχνούμε ότι εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι, ευλαβέστατοι, συντηρούσαν σ’ ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού τους, εικονοστάσια. Στον φτωχό παπά της εποχής εκείνης θα έφερνε σίγουρα μια ανακούφιση οικονομική η τέχνη αυτή.
            Υπάρχουν στην Πορταριά ακόμη εικόνες υπογεγραμμένες με το όνομα  Ζωγράφος. Η εικόνα της Αγίας Μαρίνας, στην ομώνυμη εκκλησία είναι μία από αυτές.

Η Παναγία ορίζει

            Μια που αναφερθήκαμε προηγουμένως σε θαύματα ας μη λησμονηθεί η καταγραφή ενός «σημείου» που έχει περάσει με την παράδοση σ’ όλους τους πορταρίτες – προσωπικά δεν έχουμε διαβάσει τίποτε σχετικό.
            Είναι ο ορισμός των συνόρων ανάμεσα στις Κοινότητες Πορταριάς και Μακρινίτσας από ένα αλλόκοτο φίδι που, βγαίνοντας από την Παναγίτσα (το εκκλησάκι που τιμάται στο όνομα της Θεοτόκου και του Αγίου Συμεώνος, κοντά στο Κλειστό Διαδημοτικό Γυμναστήριο Πορταριάς – Μακρινίτσας), πέρασε ανάμεσα από συμπλεκομένους κατοίκους των δύο χωριών και τους χώρισε.
            Πότε έγινε το θαυμαστό γεγονός δεν γνωρίζουμε. Όμως γνωρίζουμε ότι μεταξύ 1908 και 1911 συχνότατα οι πορταρίτες και οι μακρινιτσιώτες καταφεύγουν  στα δικαστήρια για ανακαθορισμό των συνόρων τους. Συχνά αλλάζουν δικηγόρους, ανακαλύπτουν νέους μάρτυρες, τους αποζημιώνουν και τους τροφοδοτούν για τα μακρινά (τότε) ταξίδια στη Λάρισα, όπου εκδικάζονταν κατ’ έφεσιν οι υποθέσεις. Εξετάζονταν μάρτυρες από «μακρινά» χωριά, από  την Αγριά και την Δράκεια.[8]
            Η δημιουργία του Κλειστού Γυμναστηρίου αλλά και το, υπό κατασκευήν, Διαδημοτικό Αποχετευτικό Δίκτυο δείχνουν ότι τα χρόνια εκείνα έχουν περάσει, οι συμπεριφορές  έχουν αλλάξει, ίσως και οι καρδιές των ανθρώπων να έχουν μαλακώσει. Κι αυτό είναι ένα άλλο  θαύμα.

Πόλεμος

Στις 28 Ιουνίου του 1914 ανησυχία και δέος απλώνεται στην Ευρώπη, όταν ένας Σέρβος εθνικιστής δολοφονεί στο Σεράγεβο τον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, διάδοχο του αυστριακού θρόνου.
            Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος εκρήγνυται και εξαπλώνεται στην Ευρώπη. Η Ελλάδα συμμετέχει στο πλευρό της Αντάντ.
            Τα φοβερά αυτά γεγονότα, όπως και, λίγα χρόνια πριν, οι βαλκανικοί πόλεμοι, η πτώση της Θεσσαλονίκης, της Κορυτσάς, του Μπιζανιού, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου του Α’ στη Θεσσαλονίκη συζητούνται στα καφενεία της Πορταριάς.
            Η Πορταριά εκείνη την εποχή έχει τα εξής καφενεία:
·        Α. Βλαχούτσου
·        Κων. Διακουμή
·        Σπ. Μούχτη
·        Γ. Παπακωνσταντίνου
·        Αφών Σκλείδη [9]
Τα καφενεία αυτά βρίσκονται στην Κεντρική Πλατεία, στην Πλατεία Αγίου Νικολάου και στην Ράχη.
Τα πιό γραφικά καφενεδάκια είναι του Σπύρου Μούχτη, που, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Κέντρο «Ξένιος», βλέπει απ’ την βεράντα του τον Βόλο με το λιμάνι του και τον Παγασητικό με τα ιστιοφόρα καïκια και τα μεγαλύτερα πλοία.
Τα κέντρα του Παπακωνσταντίνου και του Παπαποστόλου βρίσκονταν στον Κάραβο.
Δεν αποκλείεται, μεταξύ των πελατών του Μούχτη, να βρίσκονταν οι εκ Πορταριάς απόμαχοι ναυτικοί και ψαράδες – επειδή υπήρχαν και τέτοιοι επαγγελματίες στην Πορταριά. Αναφέρονται στο δημοτολόγιο και στα μαθητολόγια των πρώτων, μετά την απελευθέρωση, σχολείων. Επιπλέον υπάρχουν, ακόμη και στον μεσοπόλεμο, έγγραφα του Λιμεναρχείου Βόλου, με τα οποία ζητείται η απογραφή των ναυτικών της Πορταριάς.
Στον κατάλογό μας  δεν υπάρχουν τα καφενεία, για τα οποία υφίσταται έγκριση του Κοινοτικού Συμβουλίου το 1910. Φαίνεται ότι έκλεισαν ή δεν είχαν ακόμη αποπερατωθεί. Για τα καφενεία αυτά είχαν πάρει άδεια οι:
·        Μίνως Δαμασιώτης, πλατεία Αγίου Νικολάου
·        Σπ. Κασινάκης, πλατεία Παζάρι (Κεντρική)
·        Σπ. Κασινάκης, πλατεία Ράχη
Επίσης, την ίδια χρονιά,  αποφασίζεται η εγκατάσταση κλιβάνου (φούρνου) σε κελί του Αγίου Νικολάου. Ο φούρνος αυτός, του Δημ. Δημητρόπουλου, υπήρχε για πολλά χρόνια.
Τα καφενεία του Παπαποστόλου και του Παπακωνσταντίνου επισκέπτονταν κυρίως οι παραθεριστές της Πορταριάς, οι πελάτες του «Θεοξένεια» και των ενοικιαζομένων σπιτιών, οι οποίοι αναζητούσαν, ανεβαίνοντας ψηλότερα στο βουνό, καθαρό και ξηρό αέρα.
Για τους παραθεριστές θα μιλήσουμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.
Τα μόνα ξενοδοχεία που υπάρχουν εκείνο τον καιρό είναι το «Μέγα Θεοξένεια» και το  «Άνεσις». Αργότερα χτίσθηκαν τα ξενοδοχεία του Μαρούσου και του Μαρδέλη.

Ο θεός … Ακραίας

Τους καφετζήδες του Κάραβου, επισκέπτονταν και πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, όσοι διανυχτέρευαν στο «Θεοξένεια». Στην πρωϊνή τους βόλτα έπιναν τον καφέ τους, συζητώντας με τον καφετζή ο οποίος είχε λύσεις και προτάσεις για όλα τα θέματα. Απόψεις για την καθημερινή ζωή και τα προβλήματα της αλλά και προτάσεις  για την εξωτερική πολιτική και την διοίκηση. Σίγουρα ο καφετζής θα μιλούσε και για τις αρχαίες πέτρες που έψαχναν τότε στα μέρη της Πορταριάς.
Πράγματι, εκείνο το καιρό, ο Αρβανιτόπουλος ζητούσε το ιερό του θεού..... Ακραίαντα, έτσι το έλεγαν, ακόμη και οι μορφωμένοι.
Πρόκειται, φυσικά, για το βωμό του Ακραίου Διός (όπου ακραίος σημαίνει κορυφαίος, αυτός που βρίσκεται στην κορυφή).
Οι βραδινοί επισκέπτες του καφενείου παρατηρούσαν από ψηλά το ελάχιστο πράσινο του Βόλου, άκουγαν την φωνή του γκιώνη ή κάποιον μακρινό λύκο.
Καμιά φορά άκουγαν και τη φωνή του Ζήση Ασκητή, του γαλακτοπώλη, ο οποίος διαφήμιζε για πολλά χρόνια τα γιαουρτάκια του: «Εδώ τα υπέροχα.......». Γιαούρτι χωριάτικο σε πήλινο κεσέ, που επιστρέφονταν για να μη χρεωθεί.  [10]
Εκείνη την ώρα άναβαν οι λαμπτήρες με το ασθενικό φως, από το Ηλεκτροκίνητο Εργοστάσιο (την Ηλεκτρική) του Αλεξίου Αθανασάκη. Ο ηλεκτροφωτισμός των δρόμων έγινε από τον Κοσμαδόπουλο τόσο στο Βόλο, όσο και στην Πορταριά. Η Ηλεκτρική Εταιρεία Βόλου δημιουργείται βέβαια πρώτη, όμως λίγα σπίτια έχουν ρεύμα ηλεκτρικό ενώ η Πορταριά που ακολουθεί ηλεκτροδοτείται στο μεγαλύτερο μέρος της.
Στην Πορταριά υπάρχουν το 1914   60 λαμπτήρες, ενώ στον Βόλο ακόμη ανάβουν γκαζοφάναρα και λάμπες.[11]

Αίμα στους Εθνικούς Αγώνες

Οι άνθρωποι στα καφενεία συζητούν για τους πολέμους, τις νίκες και τις απώλειες. Το χωριό της έχει ήδη προσφέρει αίμα στην απελευθέρωση της υπόδουλης Ελλάδας. Στους νεκρούς των Βαλκανικών πολέμων θα προστεθούν και όσοι έπεσαν ένδοξα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Υπάρχουν ακόμη νεκροί και στον άδοξο πόλεμο του 1897. Ο κατάλογος των φονευθένων στους Εθνικούς Αγώνες είναι μακρύς:
-         Κατσαρός Αντώνιος σκοτώθηκε στο Τουλού Μπουάρ το 1922
-         Γιαννούκος Δημήτριος  Λαχανά 1913
-         Μελιτζανάς Δημήτριος, πέθανε από κακουχίες στη Λάρισα  1922
-         Καρούτσος Δημήτριος   Σαραντάπορο  1912
-         Κόκκοτας Νικόλαος       1921
-         Μαρούσος Στέφανος   Κιλκίς   1913
-         Τσιμπανούλης Θεόδωρος  πέθανε από κακουχίες   1913
-         Μαρούσος Νικόλαος  Αϊδίνιον  1919
-         Λιάμος Φίλιππος  Τουλού Μπουάρ    1922
-         Στυλιανού Ιωάννης       1920
-         Μαλλιαρός Απόστολος πέθανε από  κακουχίες   1920

Ο κατάλογος αναφέρει και τους αιχμαλώτους και τους αγνοουμένους.
- Κοσμάς Κοσμάς  κλάσεως 1900
- Βεριτίνας Δημήτριος  1900
- Κούκος Κωνσταντίνος  1916
- Δράκος Αλέξανδρος 1901
- Κωλλάς Ιωάννης 1916
- Δημήτριος Στυλλιανός 1919
- Εμμανουήλ Δημήτριος 1894
- Σούλτσας Πανταζής 1910
- Κωνσταντάς Κωνσταντίνος 1914
- Λιάκος Κωνσταντίνος 1903
- Μαυραϊνός Απόστολος 1906
- Πανάγος Γεώργιος 1902
- Χατζηπαρίσσης Ιωάννης 1912
- Αναστασόπουλος Γεώργιος 1903
- Βαλατσός Προκοπ. 1918
- Βλάχος Απόστολος 1896
- Βάιλας Κωνσταντίνος
- Μαυραϊνός Κωνσταντίνος 1919 [12]

Σχολεία του Δήμου

Δύσκολα χρόνια. Και στην Πορταριά και γενικά στην πατρίδα μας δύσκολα.
Ο Δήμος Ορμινίου και η Κοινότητα Πορταριάς συντάσσουν καταλόγους απόρων για βοήθεια, εγγράφουν στα σχολεία με δικά τους (ή και με δωρητών) έξοδα άπορους μαθητές.
Οι πόροι τους βέβαια είναι οι πρόσοδοι από τα κοινοτικά καταστήματα, τα καφενεία δηλ. που αναφέραμε, το Χάνι της Αγίας Άννας, τα κτήματα των εκκλησιών και των μοναστηριών. Πολλές φορές, όταν τα κτήματα αυτά δεν αποδίδουν, όπως τα μετόχια της Μονής Προδρόμου, τα εκποιούν.
Ελπίζουν επίσης να κερδίσουν κάποια χρήματα αγοράζοντας λαχεία του Εθνικού Στόλου. Είναι ένας όμορφος τρόπος να ενισχύεται το ναυτικό μας στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ήταν το «δίλεπτο της χήρας» η φτωχή εισφορά των μικρών Κοινοτήτων στην πατρίδα.
Ο Δήμος Ορμινίου φρόντιζε επίσης και τα σχολεία του. Το Δημοτικό Αρρένων, το Δημοτικό Θηλέων.
Λειτουργούσαν  επίσης το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο, το Τσοπότειο Ελληνικό, το Μηλάκειο Παρθεναγωγείο – σχολείο που δημιούργησαν οι ευεργέτες του χωριού.
Η Μαριγώ Μηλάκη πεθαίνει το 1909  και η Κοινότητα αποφασίζει να καταθέσει στεφάνι στη σορό της.
Για τον δάσκαλο Διομήδη Πετρόπουλο, που πεθαίνει την ίδια εποχή υπάρχει απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου να γίνει η  κηδεία του δημοτική δαπάνη.
Στο Δημοτικό Σχολείο αρρένων διδάσκουν οι Δ. Διανελλίδης (διευθυντής), Γεωργ. Κουμπούρας και Θωμάς Σουλικιάς.
Στο Δημοτικό Σχολείο Θηλέων δασκάλες είναι η Ολυμπιάς Δράμπεση και η Αγγελική Επιφανείου.
Στο Νηπιαγωγείο δίδασκαν και πληρώνονταν από τους κληρονόμους Αλεξιου Αθανασάκη οι δασκάλες Καλλιόπη Μπράνου και Κάκια Τριανταφύλλου.

Η Αγγελική η δασκάλα

Θ’ αναφερθούμε σε ειδικό Κεφάλαιο στην Εκπαίδευση. Υπάρχουν πάντως ένα σωρό χαριτωμένες αφηγήσεις γηραιών πορταριτών με επεισόδια της ζωής των μοναχικών αυτών ανθρώπων, που ζούσαν χιλιόμετρα μακριά απ’ τα σπίτια τους με τη λαχτάρα της προσφοράς. Μια τέτοια ιστορία είναι ο ρομαντικός και ανεκπλήρωτος έρωτας του Θωμά Σουλικιά για κάποια δασκάλα την Αγγελική (ίσως Επιφανείου). Η τελευταία ίσως δεν έμαθε ποτέ πως ο δάσκαλος την αγαπούσε πλατωνικά. Ίσως και να παντρεύτηκε αργότερα. Το έμαθε όμως όλο το χωριό και οι πορταρίτες, πειραχτήρια όπως πάντα, τον παρωδούσαν σ’ένα τραγουδάκι της εποχής:
Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα
Στου Σοϊλέ τη σκάλα
Και ήλθε και με ξύπνησε
Η Αγγελική η δασκάλα.
Σοϊλές ονομάζονταν ο σπιτονοικοκύρης της Αγγελικής.
Το τραγουδάκι αυτό ακούγονταν κι όταν ο Θωμάς έφθασε σε μεγάλη ηλικία, πήρε σύνταξη και τιμούσε τα καφενεία και τα  μπακάλικα της περιοχής.


Τα μπακάλικα
Εκείνα τα χρόνια και τα μπακάλικα ήσαν τόπος συγκέντρωσης και κουβέντας, όπως και τα καφενεία. Μ’ ένα τραπεζάκι, δυό καρέκλες κι ένα σανιδένιο πάγκο, λειτουργούσαν προσφέροντας και τσίπουρο και κουβέντα.
Φανταζόμαστε ότι εκείνοι ο μπακάληδες ήσαν όσοι πρωτοστάτησαν σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας προς την Κυβέρνηση, όταν στα μισά της εικοσαετίας κυρήχθηκε παράνομη η απόσταξη τσίπουρου από ιδιώτες.
Οι παντοπώλες της εποχής εκείνης είναι κοινωνικοί και πολυπράγμονες.
Ο Ι.Κ.Γαλλής σ’ ένα του γράμμα που βρέθηκε στα λυτά έγγραφα του Αρχείου του Δήμου Πορταριάς (Δήμου Ορμινίου – Κοινότητα Πορταριάς) υποστηρίζει με απόλυτη σοβαρότητα ότι ο Ρήγας Φεραίος ..... κατάγονταν από την Πορταριά.
Ένας άλλος γνωστός μας από τις ιστορίες της Ζώγια είναι ο Ι. Μαρδέλης. Η Χρυσούλα μιλάει για το μπακάλικο αλλά και την περιπέτεια του γιού και της νύφης του που χώρισαν για να καλογερέψουν.
Οι υπόλοιποι μπακάληδες το 1911:
-         Γαλλής Κωνσταντίνος
-         Δασκαλόπουλος Αθ.
-         Δημητρίου Στέφανος
-         Κασινάκης Γουλ.
-         Κατσιάνος Γ.
-         Κλάψα αφοί
-         Μηλιόρδος Αδ.
-         Ξανάρης Γ.
-         Τριανταφύλλου Δημ.
-         Τσιμπανούλης Κ.

Μπακαλοδέφτερα

Τα τεφτέρια όπου σημείωναν τα χρεωστούμενα, τα λεγόμενα μπακαλοδέφτερα διασώζουν τις διατροφικές συνήθειες και τη δίαιτα της εποχής. Να τι ζητούν οι πελάτες:
-         Βούτυρο ακαθάριστον, καθαρισμένον – Γλυκάνισον και μαραθόσπορον.
-         Γλώσσας καπνιστάς – ζάχαριν εις κόνιν – ζαχαρικά λουκούμια
-         Κανέλλα με την οκάν – κρόμμυα – οκταπόδι ξηρόν.
-         Κουκουνάρια, λεπτοκάρυα – Τυρόν εις κεφάλι – Τυρόν εις τουλούμια.
Άλλοι επαγγελματίες που περιλαμβάνονται στον Εμπορικό οδηγό είναι οι αλευροπώλες, οι βαρελοποιοί, οι κρεοπώλες, οι σανδαλοποιοί, οι πεταλωτήδες....
Όλοι πουλούσαν τα προϊόντα τους στους κατοίκους της Πορταριάς καθημερινά - και στο παζάρι της Πέμπτης σ’ όλους τους Θεσσαλούς.

Τοκιστές και σουλατσαδόροι

Μέσα στο πανδαιμόνιο της Κεντρικής Πλατείας, τις φωνές, τα παζάρια, τα χρεμετίσματα, τους βιαστικούς βρακάδες, τους νωθρούς φεσοφόρους, έβλεπες κάποιους ανθρώπους που γλιστρούσαν σχεδόν μ’ ένα αλλόκοτο ντύσιμο κι έμοιαζαν να μην έχουν κάτι στο νού τους. Φορούσαν μισοριγμένο το σακκάκι κι είχαν το δεξί παπούτσι πατημένο στη φτέρνα, κωλοπατ’ τό.
Ήταν ένα συνθηματικό ντύσιμο των τοκογλύφων της εποχής. Όσοι έμεναν από λεφτά τους έβλεπαν και δειλά – δειλά τους πλησίαζαν.
Από την αμφίεση αυτή και το βολτάρισμα έμεινε η έκφραση «τοκιστής και σουλατσαδόρος». Επειδή τοκιστές ονομάζονταν οι ...... παρατραπεζίτες των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο Νικ. Σκλείδης και ο Νικ. Τσιμώνος είναι δύο από αυτούς.
Ένας τρίτος, ο Ματσός ή Αλεξίου, αυτοκτόνησε το 1900 επειδή φοβόταν ότι το «κακό σπυρί» που είχε βγάλει στο πόδι του θα κολλούσε τα παιδιά του. Ο γιατρός Νικ. Νικολαΐδης δεν μπόρεσε να τον πείσει για το αντίθετο.
Οι γιατροί του χωριού Λάμπρος Δανιήλ, Νικ. Νικολαϊδης, Παν. Στρατηγόπουλος συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή, εκλέγονται δήμαρχοι και κοινοτάρχες, αλλά δεν διαθέτουν και πολλά μέσα για την άσκηση του επαγγελματός τους.
Ο Στρατηγόπουλος δημιουργεί το ένα από τα δύο σανατόρια της περιοχής. Το άλλο είναι του γιατρού Καραμάνη[13], γνωστού δυστυχώς περισσότερο από τη σχέση της γυναίκας του με τον ποιητή Αγγ. Σικελιανό και λιγότερο από τη δουλειά που γίνονταν εκεί και από την ανθρωπιστική δράση του.
Αυτή περίπου ήταν η ζωή της δημοτικής περιόδου της Πορταριάς.
Βλέπουμε κατ’ αρχήν μια αποδοχή της ονομασίας του νέου Δήμου, ο οποίος όμως δεν καταργεί τις Κοινότητες.
Ο Γεωργιάδης με μια σειρά συλλογισμών έχει ταυτήσει το πόλισμα, το οποίο υπέθεσαν οι αρχαιολόγοι ότι έπρεπε να υπάρχει στο «οροπέδιον της Πορταριάς», με το ομηρικό Ορμίνιον.
Κάποιοι εντόπιοι λόγιοι είναι τόσο σίγουροι ώστε ασχολούνται μόνο με την ορθή γραφή: Ορμίνιον ή Ορμένιον; Υπάρχει απάντηση του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη στον Δημ. Κωλλά , εκ Πορταριάς, το 1895 – την διαβάσαμε ήδη.
Η Κοινότητα επανέρχεται στα μισά της δεκαετίας 1910 – 1920. Έτσι κι αλλιώς εξέφραζε ένα τρόπο ζωής περισσότερο και λιγότερο ένα σχήμα διοίκησης.
Όμως η Πολιτεία δεν αγνοεί το πρακτικό μέρος.
Και φτάνει μ’ ένα συγκερασμό σ’ ένα σχήμα διοίκησης που λειτουργεί για τριανταπέντε περίπου χρόνια, επανέρχεται δε στις μέρες μας με τον «Καποδίστρια».  






4. ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ- Ένα ήρεμο διάλειμμα 


Ο Κόσμος – Η Ελλάδα
Η εποχή του Μεσοπολέμου, το διάστημα δηλαδή ανάμεσα στους δύο μεγάλους Πολέμους ονομάσθηκε μισοειρωνικά – μισοαληθινά «Μπελ Επόκ».
Ήταν μια εποχή μεγάλων αντιθέσεων. Την ανεμελιά και τους χορούς ακολουθεί το μεγάλο «Κράχ» στο Χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης κι οι κραδασμοί απλώνονται σ’ όλο τον κόσμο.
Στην δεκαετία του 1920 – 1930 η πατρίδα μας ζει τον όλεθρο  της Μικρασίας. Η Σμύρνη καίγεται. Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες, ανέστιοι περιφέρονται στα λιμάνια της πατρίδας μας. Εικοσιπέντε χιλιάδες από αυτούς φθάνουν στο Βόλο.
Πεθαίνει σε ηλικία 54 ετών ο Λένιν. Πεθαίνει ο Κάφκα. Παρουσιάζεται η θεωρία του Μπιγκ – Μπάγκ. Ξεσπά εμφύλιος στην Κίνα.
Εδώ, εκτελούνται οι έξη στο Γουδί, ξεσπάει το κίνημα του Θόδωρου Πάγκαλου. Η δις Διπλαράκου κερδίζει τον τίτλο την Μις Ευρώπη. Οι εντόπιες εφημερίδες πανηγυρίζουν.

Ένα χειρόγραφο για την Πορταριά.
Την τουριστική ζωή στην Πορταριά του Μεσοπολέμου μας περιγράφει γλαφυρά, σ’ ένα χειρόγραφο του που το προόριζε ως κεφάλαιο μεγάλου βιβλίου για το χωριό του, ο Γιώργος Τσιμπανούλης, γνωστός δικηγόρος που αγάπησε με πάθος τον τόπο του: Το μεταφέρουμε εδώ τηρώντας, πιστά τρόπο γραφής, ορθογραφία και στίξη[14].
«Οι ξύλινες καρέκλες, γύρω από τα ξύλινα στρογγυλά τραπεζάκια που ήταν μπηγμένα στη γη για να στηρίζονται, αλλά και για να μην τα παίρνει ο αέρας ο Μακρυτζιώτικος (βορηάς) που έπιανε συχνά τότε, δεν άφηνε στην πλατεία τίποτε όρθιο, ό,τι ήταν στερεωμένο στη γη - και βρίσκονταν με μιάς από κάτω απ’ την ψηλή πεζούλα που στήριζε την πλατεία, αφού δεν υπήρχε κιγκλίδωμα……..
Επήγαιναν λοιπόν στον Ταξιάρχη για να πιούνε το καφεδάκι τους ή τη λεμονάδα τους η να φάνε το λουκουμάκι ή τη βανίλια τους – το υποβρύχιον – όπως φώναζαν τα γκαρσόνια, μεταφέροντας δια βοής την παραγγελία μας στον μπουφέ του καφενείου….
Την δεκαετία του 30, την τελευταία δεκαετία προ του πολέμου και τελευταία δεκαετία της παλαιάς παραθεριστικής ζωής της Πορταριάς, στην πλατεία Ταξιαρχών, όταν στο καφενείο που ενοικίαζε ο Μπρούσαλης, επαιάνιζε  κάθε βράδυ ορχήστρα πλήρης  (πιάνο, βιολί, σαξόφωνο, τζάζ) με μαέστρο τον Μαυραντώνη και κάθε Σαββατοκύριακο, στην πίστα που είχε κατασκευάσει ο «Ατρόμητος» – το τότε ποδοσφαιρικό σωματείο της Πορταριάς, για να δώσει τον πρώτο χορό που έγινε για εισπρακτικούς λόγους – γίνονταν χορός ευρωπαϊκός, όπως λέγανε (φοξ – τροτ, ταγκό, τσάρλεστον, βαλς κλπ). Έρχονταν και παραθεριστές από την Μακρινίτσα για να χορέψουν…» .
Ν’ ανοίξουμε εδώ παρένθεση: Αυτή την ορχήστρα του Μαυραντώνη την θυμάται ο Ιωσήφ Δασκαλάκης να παίζει ώς τα μεσάνυχτα ευρωπαϊκούς χορούς στο μεγάλο σαλόνι του «Θεοξένεια». Την ίδια ορχήστρα βρίσκουμε να ξενυχτάει τους Πορταρίτες στο Κέντρο «Ζησάκη», στο σπίτι των Ζησάκηδων, πολύ αργότερα – 1950 με 1954.
Ο πλήρης τίτλος του «Ατρομήτου» που διοργάνωνε τους χορούς στην δεκαετία 30 – 40 είναι «Κτηματικός, Επαγγελματικός, Κυνηγετικός, Αθλητικός Όμιλος  «Ατρόμητος».
Υπάρχει επίσης και Μουσικός Όμιλος – απαραίτητος σε μιά τουριστική Πορταριά 1625 κατοίκων, οι οποίοι ασχολούνται επίσης με το εμπόριο, την παραγωγή «λαδιού και οίνου, ελαίων, μήλων και γεωμήλων, και λαχανικών». Υπάρχει και η οικιακή κτηνοτροφία: Το κάθε σπίτι εκτρέφει δυο – τρείς κατσικούλες ή πρόβατα, απ’τα οποία παίρνουν το γάλα για τα παιδιά τους και τα παιδιά των «νοικιαστάδων», καθώς και το μαλλί που γνέθουν οι γυναίκες.

Νυφοπάζαρο
Συνεχίζει ο Γιώργος Τσιμπανούλης, ζωντανεύοντας την ιστορία των καλοκαιριών των ανέμελων εφηβικών του χρόνων:
«Κάθε βραδάκι, στο μέρος της πλατείας όπου δεν υπήρχαν τραπέζια, προς την πλευρά της εκκλησίας (αναφέρεται στο παλαιό εκκλησάκι που δεν υπάρχει πια) γίνονταν το νυφοπάζαρο. Η νεολαία της Πορταριάς και των παραθεριστών βολτάρανε στο χώρο της πλατείας, επάνω – κάτω. Χιλιάδες βόλτες....
Ο πρωινός περίπατος των παραθεριστών γίνονταν στο επάνω μέρος του χωριού, στον Κάραβο όπου υπήρχε ένα καφενείο, και ένα στον κάτω Κάραβο, ακριβώς πάνω απ’ τον καταρράχτη, που ήτανε κοινοτικό. Οι πρωινοί περιπατητές, μετά το καφεδάκι και το καρυδάκι ή το υποβρύχιο συνέχιζαν μέχρι την πηγή της «Μάννας». Στο μέσο της διαδρομής αυτής υπήρχε και ένα άλλο καφενεδάκι και στην πηγή της «Μάννας», στην κουφάλα ενός μεγάλου πλατάνου, στήνονταν άλλο πρόχειρο καφενεδάκι, για να προσφέρει τα τερψιλαρίγγια στους επισκέπτες.... Τι ρομαντισμός... Τι ωραία χρόνια..»

Η πιο όμορφη
Ίσως έχει δίκιο ο Γιώργος Τσιμπανούλης. Ίσως η Πορταριά να ζούσε την χρυσή δεκαετία των χρόνων πριν τον πόλεμο, που  άρδην άλλαξε τα πάντα. Ο συγγραφέας του χειρογράφου με τίτλο «Πορταριά» εντοπίζει εννέα  λόγους για την τουριστική αύξηση στα χρόνια εκείνα:
«1. Η Πορταριά βρίσκεται στο ομορφότερο βουνό της Ελλάδος, το Πήλιο.
2.      Βρίσκεται κοντά στην πιο όμορφη πόλη της Ελλάδος, το Βόλο.
3.      Είναι το πρώτο χωριό στην Ελλάδα που απέκτησε αυτοκινητόδρομο, με τον οποίο από το 1908 συγκοινωνεί με τον Βόλο[15].
4.      Είναι το πρώτο χωριό της Ελλάδος που απέκτησε ξενοδοχείο, τα «Θεοξένεια». Όταν ήλθαν στο Βόλο ο διάδοχος Κωνσταντίνος το 1908 και το 1931 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο «Θεοξένεια» της Πορταριάς φιλοξενήθηκαν.
5.      Είχε από το 1910 δίκτυο ύδρευσης σε όλο το χωριό και κάθε σπίτι υδρεύονταν από την πηγή «Μάννα».
6.      Είχε μεγάλα και ομορφοκτισμένα λίθινα σπίτια.
7.      Όμορφα καλντερίμια διέσχιζαν το χωριό μέχρι του τελευταίου άκρου.
8.      Στην Πορταριά μπορούσε να βρεί ο παραθεριστής όλα τα απαραίτητα για την διαμονή του. Υπήρχαν άφθονα παντοπωλεία, κρεοπωλεία, φούρνοι, τσαγγάρικα, γανωτάδικα, άφθονα λαχανικά, φρούτα, γαλακτοειδή, ραφτάδικα, κουρεία, καφενεία.
Υπήρχαν ακόμη και γιατροί: Μπάιλας, Νικολαϊδης, Ζησάκης, Στρατηγόπουλος, Πορλίγκης, Πατινάρης. Οδοντίατρος (Χατζηγιάννης), φαρμακεία κλπ....»

Μπήξι, διάδουχι
Για την επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου το 1908 στην Πορταριά είναι γνωστό το επεισόδιο του χωρικού που, πιασμένος στα κάγκελα της αυλής του «Θεοξένεια», την ώρα του γεύματος κραύγασε: «Μπήξι, διάδουχι, μακαρουνάδα».
Εκτός των όσων αναφέρει ο Γιώργος Τσιμπανούλης, υπάρχουν κι άλλα που ξεχωρίζουν την Πορταριά της εποχής:
Μετά το 1930 λειτουργεί κινηματογράφος θερινός (σπάνιο είδος και στις πόλεις  εκείνα τα χρόνια). Ιδιοκτησία του Αριστείδη Φραγκουδάκη. Οι ταινίες παίζονταν στα καφενεία του Πεταλά και των Ταξιαρχών. Ταινίες βουβές, τα επίκαιρα – ζουρνάλ. Χωρίς σπηκάζ. Η πτώση του ZEPPELIN, νέα από τον Πόλεμο…… Αλλά και ταινίες του Σαρλό, του Μπάστερ Κήτον, του Χοντρού και του Λιγνού. Όλες μ’ εκείνη τη βράχνη μουσική και τις κάρτες όπου αναγράφονταν τα ελάχιστα λόγια.

Ο Καραγκιόζης φούρναρης
Εκτός από κινηματογράφο, στην αυλή του Πεταλά έπαιζαν και Καραγκιόζη. Διάφοροι καραγκιοζοπαίχτες από ολόκληρη την Ελλάδα παρουσίαζαν κλασσικά έργα: «Ο Καραγκιόζης Φούρναρης», «Ο Καραγκιόζης Γραμματικός», «Ο Καραγκιόζης και η Βεζυροπούλα», «Το Στοιχειωμένο δέντρο», «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι»……. Στις παραστάσεις μαζεύονταν μικροί και μεγάλοι. Η διαφήμιση του έργου, το οποίο άρχιζε μόλις έπεφτε το σκοτάδι, γίνονταν δια ψιθύρου. Από στόμα σε αυτί κι από δρόμο σε αυλή. Ένα πλήθος κόσμου ανέβαινε ή κατηφόριζε τα καλντερίμια προς το κέντρο του χωριού.
Αργότερα, εκτός από το καφενείο του Πεταλά, δίνονταν παραστάσεις και σ’ ένα μικρό καφενεδάκι, αμέσως μετά την Αδάμενα. Όταν δεν γέμιζε από τον κόσμο η δροσερή του αυλή, το καφενείο αυτό το προτιμούσαν οι μικρασιάτες ρεμπέτες που είχαν σκορπίσει στην περιοχή. Τραγουδούσαν ώς το πρωί τους θλιμμένους τους αμανέδες και τα ρεμπέτικα, σκορπίζοντας μια μελαγχολία πρωτόγνωρη στους «τρυφηλούς», όπως τους ονόμαζαν παλαιότερα οι γεωγράφοι, πορταρίτες.


Το πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων
Το μεγάλο γλέντι όμως γίνονταν στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού, την 1η Ιουλίου, στη γιορτή των Αγίων Αναργύρων. Ας δώσουμε τον λόγο στον χρονικογράφο Γιώργο Τσιμπανούλη :
«Το πρωί όλοι οι κάτοικοι της Πορταριάς πήγαιναν στην Εκκλησία. Και το απόγευμα, από πολύ νωρίς, τα νταούλια και οι ζουρνάδες άρχιζαν να χτυπάνε στην πλατεία των Ταξιαρχών, βούιζε όλο το χωριό, ακούγονταν ώς τη Μακρινίτσα, γενικό προσκλητήριο για όλο τον κόσμο. Και άρχιζαν να κατεβαίνουν από όλο το χωριό στον Ταξιάρχη, με τα καλά τους ρούχα και να κάθονται στα τραπεζάκια. Τώρα δεν είχε λουκουμάκια και υποβρύχια. Μεζέδες και κρασί. Και όταν έρχονταν το κέφι, άρχιζε ο χορός, συρτός, όλοι πιασμένοι από το χέρι σ’ ένα πελώριο κύκλο που έζωνε όλη την πλατεία, σαν μιά τεράστια αλυσίδα. Ώρες ολόκληρες να παίζουν τα νταούλια και οι ζουρνάδες, οι χορευτές παρέες – παρέες να εναλάσσονται στην αλυσίδα των χορών ήσυχα, πολιτισμένα, χωρίς καβγάδες....
Το τελευταίο πανηγύρι έγινε το 1940. Ήλθε ο Αλβανικός πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος. Ήλθε μια καινούργια εποχή. Η μεταπολεμική. Όλα άλλαξαν. Τα ήθη και τα έθιμα.... Το πανηγύρι μας της 1ης Ιουλίου το αντικατέστησε ο Πηλιορείτικος Γάμος. Τώρα δεν υπάρχουν νταούλια και ζουρνάδες για να χορεύουμε, αλλά σύγχρονα ηλεκτρονικά (ενν. ηλεκτρικά) όργανα. Τώρα ξαναφορέσαμε τις παλιές φορεσιές που φορούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας τα παλιά χρόνια. Κι όσοι επιζούν ακόμη από αυτά τα χρόνια – ελάχιστοι – μιλούν για τα «παλιά καλά χρόνια» - Νοσταλγούν τα νιάτα τους ή ήτανε καλύτερα τα παλιά χρόνια; Ποιός μπορεί να το πει με βεβαιότητα; Θα ανατρέξουμε πάλι στους Αρχαίους Χρόνους; Στον Ηράκλειτο που είπε το περίφημο «τα πάντα ρεί»; Όλα άλλαξαν. Και ποιός μπορεί να φέρει αντίρρηση σ’ αυτό;»

Μπέηδες και τσιφλικάδες
Στη συνέχεια ο Γιώργος Τσιμπανούλης παρουσιάζει το προφίλ των επισκεπτών της Πορταριάς:
«.... από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη έρχονταν στο χωριό μπέηδες και τσιφλικάδες από τον Θεσσαλικό κάμπο, για να γλιτώσουν από τα κουνούπια και την ελονοσία, που θέριζε στον κάμπο και τη ζέστη, για να δροσιστούνε κάτω απ’ τα πλατάνια και να πιούνε κρύο νερό από τη «Μάννα» (βλ. Ήλια Λεφούση «Μπέηδες και Τσιφλικάδες»).
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) και την ανάπτυξη του Βόλου, οι Πορταρίτες που κατέβηκαν στο Βόλο και πλούτισαν αλλά και εκείνοι που είχαν μεταναστεύσει στην Αίγυπτο και έκαμαν μεγάλες περιουσίες, έρχονταν το καλοκαίρι να παραθερίσουν στην Πορταριά, σκορπούσαν χρήματα, πλήρωναν τους μπακάληδες, τους χασάπηδες, τους φουρνάρηδες για όσα ψώνιζαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα αρκετοί φτωχοί Πορταρίτες που δούλευαν στα σπίτια και τις περιουσίες τους.
Μετά την κατασκευή του αμαξιτού δρόμου της Πορταριάς, του δικτύου της ύδρευσης και των «Θεοξενείων», του ηλεκτρικού ρεύματος, στην Πορταριά άρχισαν να έρχονται για παραθερισμό πλούσιοι απ’ όλη την Ελλάδα....» .

Μέγα Θεοξένεια
Πού μένουν, πού αφήνουν τα λεφτά τους αυτοί οι άνθρωποι;
«Στην Πορταριά έρχονταν παραθεριστές με τις οικογένειες τους, ενοικιάζαν ένα σπίτι και κάθονταν όλο το καλοκαίρι, απ’ τον Ιούνιο που έκλειναν τα σχολεία, μέχρι τον Σεπτέμβριο που άνοιγαν. Το χωριό κατακλύζονταν από ξένο κόσμο..»
Οι πλουσιότεροι πάντως εξακολουθούν να μένουν στο «Μέγα Θεοξένεια». Ιδού μια διαφήμιση της εποχής.
ΜΕΓΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΘΕΟΞΕΝΕΙΑ 
Ιδεώδης θερινή περίοδος από 1η Ιουνίου μέχρι των αρχών Οκτωβρίου.
Παρέχει πάσαν άνεσιν και πολυτέλειαν.
Ιδιόκτητος κήπος – χορευτικές συγκεντρώσεις – τένις – εκδομές.
Είναι γνωστός ο κήπος με τις καστανιές αλλά και τις εξωτικές χουρμαδιές – πώς ζούσαν σε θερμοκρασίες πορταρίτικου χειμώνα; Κήπος που άλλαξε κατά καιρούς. Ήταν πάντως εμφανής η προσπάθεια να αυτονομηθεί από το πηλιορείτικο τοπίο: Ήταν ένας βοτανικός κήπος για βραδιές γεμάτες πυγολαμπίδες και αιγυπτιακή ζέστη.
Σε μια συνέντευξη του ο Πρόεδρος της Κοινότητας Παν.  Στρατηγόπουλος αναφέρει, τα εξής ενδιαφέροντα:
«Φέτος τα «Θεοξένεια» φιλοξένησαν πολύ κόσμο ξένο, ενώ βολιώτες πολύ ολίγους. Πάντως προβλέπω πως η Πορταριά αρχίζει να χάνει τα αριστοκρατικά  της ήθη και να κατακτάται από τον λαό. Γίνεται σιγά – σιγά κέντρο γενικού  παραθερισμού.
Τούτο οφείλεται και στη φτηνή συγκοινωνία, που αν φτηνήνη περισσότερο, πρέπει την Πορταριά να τη θεωρούμε προάστειο του Βόλου, όπως ακριβώς είνε τώρα η Αγριά, όπου πάρα πολύς κόσμος πηγαίνει τα βράδυα για να δροσισθή και να επιστρέψη φρέσκος στη δουλειά του»[16].
Από τα άλλα ξενοδοχεία εκείνο που διαφημίζεται είναι το ΑΥΡΑ.
Table dhote 135 δρχ. ημερησίως μετά κλίνης.
Μαγειρινή ικανοποιούσα και τους πλέον ιδιότροπους.
Τα δυό ξενοδοχεία που αναφέρθηκαν είναι Α’ τάξεως. Στη Β’ Τάξη ανήκουν τα ξενοδοχεία Αχίλλειον, Ήβη, Πανελλήνιον, Πήλιον.

Ο Δήμος Ορμινίου και τα Σχολεία του[17]
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου εναλάσσονται στην προεδρία της Κοινότητας Πορταριάς  οι Π. Στρατηγόπουλος, Ιωαν. Ριζοδήμος. Το 1933, που κυκλοφορεί ο Έμπορικός Οδηγός Μαγνησίας, πρόεδρος είναι ο Δ. Τσιμπανούλης και Σύμβουλοι οι Ν. Ριζοδήμος, Ι. Ρηγώνης, Αθ. Δασκαλόπουλος και Αθ. Μαρούσος. Τα γραφεία στεγάζονται σε παλαιό κτήριο  στην Πλατεία Αγίου Νικολάου, δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο.
Στο τελευταίο ξαναβρίσκουμε, ως Διευθυντή πλέον, τον Θωμά Σουλικιά. Διδάσκουν οι Αγγελική Τζαβέλλα, Γ. Χριστιανός και Μαγδαληνή Κατσούρα. Το σχολείο έχει 220 μαθητές.
Στα πρώτα χρόνια της περιόδου που εξετάζουμε (1920 – 1930) υπάρχει στην Πορταριά Δημοτικό Θηλέων και Δημοτικό Αρρένων.
Η εξαιρετική μνήμη της κ. Τασίας Τσικλάνη περιέσωσε τα ονόματα των κοριτσιών της Τετάρτης του Δημοτικού Θηλέων  το 1926.
Ας ψάξουν οι φίλοι πορταρίτες να βρούν τα ονόματα των γιαγιάδων ή των προγιαγιάδων τους.
Μαρία Κουλέρα, Γαρουφαλλιά Σουφλάρη, Ειρήνη Σπανού, Βαρβάρα Ψάρη, Ειρήνη Παπαγεωργίου, Άννα Πετούση, Άννα Μπράνου, Σταυρούλα Ρούτσου, Κατίνα Θέου, Αλίκη Τσιμπανούλη, Ζωή Τσίρου, Ελένη Μαλαχιά, Σοφία Σαπουνά, Άννα Τριανταφύλλου, Τριανταφυλλιά Μαρδέλη, Τασία Τσικλάνη, Αργυρώ Κολλά, Κούλα Καρούτσου, Ειρήνη Γιακουμή, Ελένη Νοχού, Ροζαλία Φιλιππώνη, Παρασκευή Καραζαφείρη, Κατίνα Παπαθανασίου, Νίκη Καβούκη, Στέλλα Χατζηπαρίσση, Φιλίτσα Χαδούλη, Αλίκη Κοντοπαναγιώτου, Κατίνα Αγειρώτου, Θεοπίστη Φιλιππόνη, Ευριδίκη Παγωνάρη, Μαρία Μπαχαριά, Άννα Καράπα (μητέρα του π. Αντώνη Κούρια) Μαρία Παγωνάρη (αδελφή Ευρυδίκης) Συραγούλα Καραβέργου, Σοφία Πεσκίρη, Ναυσικά Πανάγου, Σταυρούλα Τσίρου, Μαρία Μπαχαριά, Ριγώνη, Μαρία Τσιτσέ, Πάτρα Οικονόμου, Χρυσούλα Βαγδούτη»
Η φωτογραφία της τάξης έχει δημοσιευθεί στο εξώφυλλο του βιβλίου με τα πρακτικά της Ημερίδας «Εκπαιδευτικές Όψεις Πηλίου».

Η κυρία Αντιγόνη
Στο Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο δίδασκε απ’ τα μισά του Μεσοπολέμου η γνωστή σε γενιές και γενιές πορταριτών Αντιγόνη Κατσούρα.
Η ιδιόρρυθμη «κυρα Αντιγόνη», καβγατζού κι ενίοτε αθυρόστομη, συζητούσε πολιτικά και είχε άποψη για τα πάντα.
Οι Διευθυντές των Σχολείων συντάσσουν μηνιαίες εκθέσεις από τις οποίες παίρνουμε πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του τόπου.
Επί παραδείγματι: Στην μηνιαία Έκθεση του Μονοταξίου Σχολείου Αγ. Γεωργίου (Μακρυνίτσης) αναφέρεται ότι «επί τη αφίξει του βασιλέως» - ο οποίος δεν διανυχτέρευσε στο Βόλο αλλά στο «Θεοξένεια» - πραγματοποιήθηκαν τελετές σ’ όλα τα σχολεία. Διήμερες ή τριήμερες παρακαλώ.

……λόγω συγκομιδής ελαιών
Επίσης φαίνεται η δυσκολία των δασκάλων να συγκεντρώσουν τα παιδιά στα σχολεία:
-         Φοίτησις μαθητών : Άτακτος λόγω συγκομιδής ελαιών.
Τα πιτσιρίκια μάλλον δεν βρίσκουν τη χαρά τους. Όσοι δούλεψαν στα χωράφια, με τα χέρια παγωμένα, νυσταγμένοι και σκυφτοί, το κατανοούν αυτό.
-         Εκκλησιασμός των μαθητών: Τακτικός.
Και πάλι – Τα σχολεία έκλεισαν επί διήμερον «επί τη αφίξει του άνακτος».
Σε μια άλλη έκθεση, η Διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Πορταριάς Άννα Βογιατζάκη αναφέρει:
-         Στις 31 Μαρτίου ο δημοδιδάσκαλος Αλεξ. Πολίτης έφυγε για την στρατιωτική του θητεία.
Μπορεί δηλαδή με μύρια παρακάλια η απειλές να συγκεντρώνονται τα παιδιά, να γεμίζει η αίθουσα και ξαφνικά να αδειάζει η έδρα, επειδή η πατρίδα κάλεσε τον δάσκαλο.
Επίσης : - Την 25η Μαρτίου άπαντες οι μαθηταί υπό την επίβλεψιν των διδασκάλων εκλησιάσθηκαν εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν και έψαλλον το «σήμερον της σωτηρίας» και την «δοξολογίαν».
Πρέπει να φαντασθούμε τα μικρά πρωτάκια να πηγαίνουν στην Εκκλησία την μια μέρα που δεν είχαν Σχολείο. Κι όχι μόνον αυτό. «Όρθρου βαθέως» να στριμώχνονται στο Ψαλτήρι. Πρέπει να ξεκινούσαν νύχτα, αφού προλάβαιναν τους Κανόνες των Αγίων και τη Δοξολογία, με την οποία κλείνει ο Όρθρος κι αρχίζει η Θ. Λειτουργία.
Εφ’ όσον τα ψάλλουν σημαίνει ότι τα γνωρίζουν καλά, άρα, ο εκκλησιασμός μ’ αυτό τον τρόπο γίνονταν αννελιπώς.
-         Το εσπέρας έγινε λαμπαδηφορία των μαθητών υπό την επίβλεψιν των διδασκάλων. [18]


Έργα στην Πορταριά
Μεταξύ 1920-1925 γίνονταν σημαντικά έργα στην Πορταριά (Δήμος Ορμινίου – Κοινότητα Πορταριάς).
Το 1920 αρχίζει η χάραξη του δρόμου Πορταριάς – Ζαγοράς. Σύντομα χαράσσεται ο δρόμος. Οι κάτοικοι όμως της Πορταριάς και του Κατηχωρίου διαμαρτύρονται «στον Υπουργό Συγκοινωνίας» επειδή ο Μηχανικός του έργου Παπαβασιλείου δεν δίνει σημασία στην καταστροφή των κτημάτων τους: «Παρακαλούμεν  όπως το υφ’ υμών Υπουργείον, επειδή τυγχάνομεν πτωχοί οικογενειάρχαι, διατάξη την αποζημίωσιν των Κτημάτων μας».
Επίσης το 1925 τοποθετείται νέα πετρελαιομηχανή στο Ηλεκτρικό Εργοστάσιο, το οποίο καθίσταται πλέον «παντός καιρού». Με τον χειμώνα παύει η λειτουργία της πετρελαιομηχανής η οποία υποκαθιστά την υδατόπτωση, σε καιρούς ξηρασίας.
Το ειδοποιητήριο τηλεγράφημα του Έλμουτ Σέφελ για  την παραλαβή των εξαρτημάτων της μηχανής είναι το πρώτο έγγραφο της εποχής (3.11.1925) γραμμένο στη γραφομηχανή.
Η αξία του εμπορεύματος ανέρχεται στις 9,16 αγγλικές λίρες, ήταν δε παραγγελία στο εργοστάσιο ΜΑΡΣΒΕΡΚΕ.
Η Πορταριά είναι πλέον μια μικρή πόλη. Εκτός από τον θερινό κινηματογράφο που αναφέραμε (κινητός, για όλα τα προσβάσιμα χωριά) υπάρχουν:  Τρείς μαίες, στιλβωτές, κομμωτές και κομμώτριες, υποδηματοποιοί, μοδίστρες, φαρμακοποιοί.
Μαμές έχουν περάσει πολλές από την περιοχή: Η Άννα Τράντου, η Βικτώρια Κοντοβά, η Φιλίτσα Πάρνου είναι οι πιο γνωστές. Οι μαμές κρατούν στοιχεία για τις γέννες τους και περηφανεύονται σαν  να’ ναι τα παιδιά δικά τους.
Υπάρχει ένας κατάλογος της μαμής Χαρ. Καραγιάννη[19]. Έχει συνταχθεί το 1947 και αναφέρει γέννες 30 παιδιών μέσα στο 1896. Η μαμή, αν και αγράμματη, κρατούσε ημερολόγιο ή είχε δυνατή μνήμη. Αναφέρει ημερομηνία γέννησης και ονοματεπώνυμο του πατέρα. Στον κατάλογο υπάρχουν και τέκνα πλουσίων, όπως του Νικ. Ζούλια, που θα μπορούσαν, κάλλιστα, να καλέσουν γιατρό. Φαίνεται ότι εμπιστεύονταν περισσότερο την πείρα της μαμής και λιγότερο την ιατρική επιστήμη.
Άλλα καθαρά γυναικεία επαγγέλματα ήσαν της κομμώτριας και της μοδίστρας.
Στην Πορταριά λειτουργούσε, σ’ ένα μικρό οίκημα, στην είσοδο του περιβόλου, το κομμωτήριο των «Θεοξενείων». Στο ίδιο κτίσμα λειτουργούσε και κουρείο για του άνδρες πελάτες του ξενοδοχείου. Στο σημείο που λειτουργούσε το κομμωτήριο υπάρχει σήμερα ένα υπόστεγο, δεξιά τώ εισερχομένω, πνιγμένο στα  αναρριχητικά.
Κομμώτριες ήσαν επίσης η Μαίρη Σέμμου, η Γεωργία Κούταλη, η Ελένη Παπαθανασίου. Χτένιζαν συνήθως  σε σπίτια: Αφέλειες, κότσο, τσάρλεστον.
Οι κουρείς είναι αρκετοί: Γ. Καραζαφείρης, Γρ. Καραζαφείρης, Κων. Κουρελάς, Γ. Μιλάνος, Απ. Τσιτσές, Αντ. Τσούκας. Ήσαν τόσοι οι παραθεριστές και αρκετή η φιλοκαλία τους, όχι μόνο για το κούρεμα και το ξύρισμα αλλά και για την περιποίηση του μουστακιού.
Μοδίστρες υπάρχουν πάρα πολλές. Οι πιο γνωστές είναι η Σ. Βαγδούτη, Φερ. Κοντοπαναγιώτου, Σταυρ. Ρούσου, Γ. Τσιτσέ.
Οι μοδίστρες δούλευαν παραγγελίες στα σπίτια. Οι γυναίκες του Μεσοπολέμου διάβαζαν φιγουρίνια που κυκλοφορούσαν στην πόλη και ξεσήκωναν από αυτά τα φορέματα της εποχής. Το «Μπουκέτο» και η «Φιλόκαλος Πηνελόπη» ήσαν περιοδικά στα οποία, εκτός από «ωφελίμους συμβουλάς» παρουσιάζονταν  και ιδέες για ντύσιμο «με φορέματα εξόδου».
Τα χρόνια βέβαια ήσαν τέτοια που συνήθως οι πιό καλοντυμένες ήσαν οι ίδιες οι μοδίστρες – αυτό σημαίνει ότι έβγαζαν αρκετά χρήματα. Τις συμβουλές τους ζητούσαν ακόμη και οι κυρίες των παραθεριστών στα μεγάλα ξενοδοχεία. Κάποτε μοδίστρα της Πορταριάς εντυσε πελάτισσα του «Θεοξένεια» με μια τουαλέτα σκεπασμένη με γαρδένιες. Το φόρεμα κέρδισε το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό. Οι μοδίστρες έμεναν μέρες, καμμιά φορά και βδομάδες στα σπίτια των πλουσίων αιγυπτιωτών, έτρωγαν και πολλές φορές κοιμόντουσαν εκεί, ντύνοντας ολόκληρο τον θηλυκό πληθυσμό της οικογένειας.

Στιλβωτήρια
Από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες ζούσε και μια άλλη κατηγορία επαγγελματιών, οι στιλβωτές.
Στιλβωτήρια, μετά το 1930, λειτουργούν δύο: Του Θ. Γαλάνη και του Γαρύφαλλου Δουκίδη.
Το κατάστημα είναι απλό. Διαθέτει ένα ψηλό καναπέ όπου κάθονται οι πελάτες και πέντε – έξη «κασελάκια», σταθερά όμως, όχι κινητά, όπου δουλεύουν οι λούστροι.
Δουλειά των στιλβωτών είναι να κάνουν «καθρέφτη» τα ανδρικά παπούτσια. Βέβαια για να διατηρηθούν σ’ αυτή την κατάσταση, στην Πορταριά της σκόνης και των μονοπατιών, είναι δύσκολο. Μετά τον καθημερινό περίπατο και τον βραδινό χορό γίνονταν άσπρα ή καφετιά.
Την επομένη πρωί – πρωί οι αξιότιμοι κύριοι παραθεριστές ξανακάθονταν στον πάγκο.

Δουκίδης εναντίον Χαρακόπουλου
Ο Γαρύφαλλος Δουκίδης είναι και υποδηματοποιός – κυρίως υποδηματοδιορθωτής, ήγουν τσαγγάρης. Εδώ όμως έχει μεγάλο ανταγωνισμό: Δ. Ζαβαλιάγκος, Ν. Κατσινάρης, Π. Καλοβρέχτης, Γρ. Χαρακόπουλος, Αν. Ξουράφας, Αφοί Πεσκίρη, Ι. Τσίρος.
Είναι ένα ισνάφι ιδιόρρυθμων ανθρώπων. Ακόμη και σήμερα κυκλοφορούν στην Πορταριά ανέκδοτα σχετικά με τις παραξενιές ορισμένων από αυτούς.
Ο μπαρμπα Γρηγόρης Χαρακόπουλος, υπερευαίσθητος και συναισθηματικός απαιτούσε από τους πελάτες του «απόλυτη πίστη». Με το που τους έβλεπε στην πόρτα τους έθετε το δίλημμα : «Ή εμένα ή τον Γαρόφλο (Γαρύφαλλο Δουκίδη)».
 Ο Δουκίδης, μέγας χωρατατζής, τους έπειθε να κάνουν ουρά έξω από το μαγαζί του, έτσι για να γελάσουν οι πορταρίτες.
Στο τέλος οι δύο τους τα ‘ βρισκαν κι έπιναν μαζύ το ουζάκι τους – στην παρέα, εκτός από τους μαγαζάτορες που αναφέραμε, χωρούσε κι ο παπα Χαλκιαδόπουλος, ο οποίος, με μεγάλη του λύπη, κατέλυε – σαρακοστιάτικα – το τσίπουρο. Έτσι, για την χαρά της παρέας.
Άπειρα είναι τ’ ανέκδοτα που ακούγονταν στις παρέες εκείνες. Αληθινές ιστορίες πορταριτών που «γίνονταν θέατρο στους ανθρώπους» γιατί τους αγαπούσαν κι ήθελαν να τους διασκεδάσουν.

Σανό για τα μπλάρια
Ν’ αναφέρουμε μια περίπτωση, έτσι για να νοστιμίσει η αφήγηση.
Ο κυρατζής (αγωγιάτης) Κολοβρέχτης έπινε πολύ. Σκνίπα γίνονταν και τον πήγαινε στο σπίτι το ήμερο μουλάρι του. Κάθονταν ξαπλωμένος μπρούμιτα πάνω του, το κεφάλι του κουδούνα, χτυπούσε στο λαιμό, όμως τον πήγαινε. Στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του, η Γαρουφαλιά. Τον κατέβαζε και τον κουβαλούσε, η έρμη, στην πλάτη ώς το σπίτι.
Κάποιο βράδυ που δεν είχε το ζώο του, ο Κολοβρέχτης δεν τα κατάφερε. Έπεσε στο αυλάκι καθιστός, το νερό παγωμένο τον τύλιξε. Αν τον έβλεπε κάποιος θα θυμόνταν τις συζητήσεις που γίνονταν στα καφενεία για την προέλευση του επωνύμου του. «Ναί, βρέχαμε τον πισινό μας όταν πέφταμε στουπί, γι’ αυτό μας είπαν Κολοβρέχτηδες» είχε εξηγήσει ο ίδιος «και πέφταμε όλοι, από πάππου προς πάππον, επειδή το «τσούζαμε», συμπλήρωνε.
Δεν τον βρήκαν όμως οι συμπότες του. Τον βρήκαν κάποιοι αξιωματικοί αεροπόροι, τον γνώρισαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον μετέφεραν στο σπίτι του. Όταν έφθασαν στον περίβολο, ο Κολοβρέχτης σήκωσε το κεφάλι και το δεξί χέρι και φώναξε  «Γαρυφαλλιά... έ Γαρυφαλλιά.....». Η γυναίκα έτρεξε με την ψυχή στο στόμα. «Μαρή Γαρυφαλλιά....φέρε μαρή λίγο σανό, να ταΐσουμε τα μπλάρια που με κουβάλησαν....»
Το πρώτο που λύθηκε ήταν τα χέρια των..... μπλαριών. Κι ο μπαρμπα Κολοβρέχτης  βρέθηκε στο χώμα.

Καφενείο και καφετζήδες
Οι συζητήσεις αυτές γίνονταν στα καφενεία του χωριού. Εκείνα που προτιμούσαν ήταν αυτά της Κεντρικής Πλατείας, όπου ήταν συγκεντρωμένη η αγορά, και της Πλατείας Αγίου Νικολάου. Οι ιδιοκτήτες τους: 
Γιάννης Κοντορίζος, Γ. Κουρελάς, Αν. Λιάμος, Κ. Μαλαχιάς, Κ. Παπαγγελής, Κ. Πεταλάς.
Υπάρχει και το Κοινοτικό του Άη Ταξιάρχη. Για τη θέα που προσφέρει το τελευταίο έχουμε μια λυρική περιγραφή του ποιητή ή Ζαχαρία Παπαντωνίου. Πρόκειται για μια επιφυλλίδα του 1937, δημοσιευμένη στο «Ελεύθερο Βήμα»[20].
«.......αγνάντεψα την πεδιάδα του Βόλου, τον Παγασητικό, σε ώρα δειλινού που κοίμιζε όλα τα φύλλα, ώρα που αργότερα ωρίμαζε και γίνονταν σούρουπο και βράδυ, σβήνοντας με την θεία σοφία τους λόγους και τελευταία τη θάλασσα. Είναι ώρες φιλάρεσκες που αργούν να φύγουν, σαν τις ωραίες γυναίκες». Και πιό κάτω: «Αργότερα, φωτισμό με φωτισμό, παρακολουθήσαμε από ψηλά τη μεγάλη σκέψη της Δημιουργίας εκείνο το δειλινό, ώσπου έγινε σούρουπο, αφανίζοντας το σκοτάδι, με τους πολύτροπους γέρους του, το μαγικό θαλασσοπόταμο του Παγασητικού.
Τότε ο ηλεκτρισμός, γιατί κι αυτός ήρθε να παίξη τον ρόλο του σ’ αυτή τη συμφωνία μας έδωσε έξαφνα το μυριόφωτο του Βόλου, απερίγραπτη σκόνη μπριλλαντιών στο ακρογιάλι, σπιθοβόλημα ζωής κι ευτυχίας, πολιτεία της νύχτας, κοιταγμένη από το ψήλος γερακοφωλιάς. Δεν θα ξεχάσω αυτή τη θέα. Εκεί πάνω, τρείς μέρες πρωτήτερα, ένας ξένος διανοούμενος εδιάβασε στους εκδρομείς το πρώτο στοιχείο της Ιλιάδος. Μα ήταν τάχα καλήτερα απ’ τη σιωπή......» .
Μιά σιωπή γεμάτη ήχους γρύλων και φωνές αηδονιών.

Εμπνέει τους λογοτέχνες
Ήταν όμορφη η Πορταριά για τους επισκέπτες της, ιδιαίτερα τους ποιητές. Εκτός από τον Παπαντωνίου και τον λυρικό Σικελιανό που αναφέραμε, την επισκέφθηκε και την αγάπησε ο τρυφερός ποιητής της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς», ο Γ. Δροσίνης.
Επίσης, από την Πορταριά εμπνεύστηκε τα κεφάλαιά του σανατορίου στην «Αστροφεγγιά» ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο οποίος δίδασκε στο Σχολαρχείο.
Αυτοί οι υψηλοί ξένοι πλησίαζαν του ανθρώπους του χωριού, γίνονταν ένα μαζύ τους. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα.
Ο Γαρύφαλλος Δουκίδης ο ταπεινός τσαγγάρης (έφυγε από τον μάταιο αυτό κόσμο το 1966) μας έλεγε ότι το 1931 είχε υποδεχθεί  στον κήπο του «Θεοξένεια» τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ο τελευταίος διανυχτέρευσε εκεί, μετά την επίσκεψή του στο Βόλο. Του είχε προσφέρει λουλούδια, φωνάζοντας «ως εύ παρέστητε, Ελευθέριε σοφέ».

Υμέτερος : Ελ. Βενιζέλος
Υπάρχει ένα απομεινάρι από  αυτή την επίσκεψη. Μια επιστολή με τον εξής λογότυπο:
HOTEL THEOXENIA
PORTARIA
MON. PELION
(ALT. 700m)

Έχει ημερομηνία 17 Μαΐου 1931, υπογράφεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και απευθύνεται στον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου.
Ο Βενιζέλος γράφει:
«Φίλε κ. Πρόεδρε
Παρακαλώ να δεχθείτε τα πλέον εγκάρδια συλλυπητήριά μου δια την σκληράν ασθένειαν η οποία σας έπληξε. Το μέγεθος τοιαύτης συμφοράς εδοκίμασα κι εγώ κ. Πρόεδρε, προ 37 πλέον ετών όταν έχασα την πρώτην σύζυγον μου. Σας ευχαριστώ συγχρόνως δια τας ευχάς οπου μου απευθύνετε εκ μέρους του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου με τα μέλη του οποίου θα έχω την ευχαρίστησιν να παρακαθήσω εις γεύμα αύριο βράδυ. 
                  Φιλικότατα Υμέτερος»
Εκτός από τον Βενιζέλο έρχονταν κι άλλοι πολιτικοί της εποχής πολύ συχνά στο Θεοξένεια, κυρίως ως προσκεκλημένοι του Σπυρίδη, ο οποίος είχε δίπλα στο ξενοδοχείο το σπίτι του.

Η Αγορά του Μεσοπολέμου
Η αγορά των χρόνων εκείνων έσφυξε από ζωή. Ας μετρήσουμε[21]:
-         Κρεοπωλεία: Δημ. Τσιμπανούλης, Γ. Βικιώτης, Ι. Βικιώτης, Γ. Βλαχούτσος, Απ. Κόκκαλης, Θ. Παπαδημητρίου, Αθ. Τσιμπανούλης.
-         Λαχανοπωλεία: Θ. Γιαννούκος, Θ. Ζαννόπουλος, Ν. Κολυμπάσης, Κ. Μαλιαχάς, Ν. Μαρδέλης, Η. Μαυραϊνός, Νικ. Ντίνας, Ι. Ρηγώνης.
-         Ξυλουργοί: Ε. Γουργιώτης, Α. Καλτσογιάννης, Ι. Κατσαρός, Ν. Κατσαρός, Κ. Μελαχροινός, Δ. Παπαγεωργίου, Κ. Παραγιούτσικος, Γ. Σουφλάρης, Γ. Στυλιανού, Ν. Χατζηδημητρίου.
-         Παντοπωλεία: Δ. Βαλατσός, Γ. Βικιώτης, Αντ. Βλάχος, Α. Δασκαλόπουλος, Δ. Δημητρίου, Γ. Κάρκαλος, Γ. Κόκκαλης, Ν. Κοπελάκης, Θ. Μαρδέλης, Γ. Μαρδέλης, Ν. Τσακτίρης, Σαβ. Χαδούλης, Α. Χατζηαποστόλου.
-         Υφάσματα- ψιλικά: Αθ. Τακτικός, Κ. Χατζηαναγνώστου.
-         Υδρόμυλος: Ζ. Μαλλιαρός.
Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή και τρία ελαιοτριβεία. Τα δύο βρίσκονται στο Κατηχώρι. Τα ελαιοτριβεία ανήκουν στους Σίμο και Χατζηγιάννη. Το τρίτο, του Βασσάνη, βρίσκονταν στη «Μεγάλη Ράχη» παλαιότερα, είχε όμως κλείσει με τον θάνατο των ιδιοκτητών του.
Τα ελαιοτριβεία αυτά κάλυπταν τις ανάγκες των παραγωγών, Κατηχωρίου, Πορταριάς και μέρους της Μακρινίτσας.
Στον Κεντρικό δρόμο της Πορταριάς κυκλοφορούσαν οι ταξιτζήδες που αναφέραμε ήδη. Είχε προστεθεί βέβαια και η ολοκαίνουργια ΠΑΚΑΡ του Αλεξανδρίδη. Τα αυτοκίνητα ανεβοκατέβαιναν τη διαδρομή Βόλου – Πορταριάς, όχι μόνον από τον παλιό δρόμο της Επισκοπής αλλά και μέσω  Άνω Βόλου. Ήδη είχε κατασκευασθεί καινούργιος δρόμος.
Οι παλιοί «κλίβανοι» πολλαπλασιάζονται. Τώρα είναι φούρνοι που βγάζουν δικό τους ψωμί και ψήνουν φαγητά.
Τον μικρό φούρνο της αυλής και τη γάστρα οι πορταρίτες θα τα ξαναθυμηθούν στην Κατοχή.
-         Τα αρτοποιεία λειτουργούν οι: Δαμασιώτης, Δασκαλόπουλος, Κόκκαλης, Κοντοπαναγιώτης, Κοντορίζος, Κρατήρας.
Συνεχίζει και ο Ασκητής να πουλάει τα βραδινά του  γιαουρτάκια στον πήλινο κεσέ.
Λειτουργούν επίσης δύο βαρελοποιεία, οι γανωτήδες γυρίζουν στις γειτονιές με τη χαρακτηριστική κραυγή «ο γά - νωτης» και στην Κεντρική πλατεία πουλούν χύμα τσιγάρα και καπνό στα μαγαζιά τους οι Αθ. Γιαννακός, Απ. Καπετανιάς, Αικ. Κατσαρού.

Ο αμέριμνος και το λιοντάρι
Εκείνα τα χρόνια τριγύριζε στην Πορταριά ένας παράξενος κουρελής, ντυμένος αποκριάτικα, με περικεφαλαίες και αρχαία φτερά, φουστανέλα και λερά ρούχα. Μιλούσε αλλόκοτα, τις περισσότερες φορές μόνος του. Πλησίαζε κυρίως τους ταβερνιάρηδες και τους φουρνάρηδες. Το στομάχι, βλέπετε, είχε τις απαιτήσεις του, όμως ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (αυτό είναι το όνομα του ανθρώπου που μόλις περιγράψαμε) δεν είχε ποτέ του χρήματα.
Έτσι πρότεινε να του ξεπληρωθούν κάποιες ζωγραφιές, που έκανε στους τοίχους, με φασολάδα και φραντζόλες ψωμιού.
Στην Πορταριά, εκτός από τις μνήμες των γερόντων, δεν φαίνεται να υπάρχουν ίχνη του λαϊκού μας ζωγράφου.
Οι παλαιοί φούρνοι έχουν γκρεμισθεί - σ’ έναν που υφίσταται, κλειστός εδώ και χρόνια, υπάρχει, λένε, κάποια του ζωγραφιά[22]. Κυκλοφορούν όμως αρκετά ανέκδοτα από τη ζωή του, όπως το παρακάτω:
-         Ο Θεόφιλος πρότεινε κι έκλεισε συμφωνία να ζωγραφίσει στον εξωτερικό τοίχο μιας ταβέρνας ένα λιοντάρι, έναντι  εβδομαδιαίας τροφοδοσίας. Ρώτησε όμως τον ταβερνιάρη αν το ‘θελε λυτό ή δεμένο το λιοντάρι του. «Ποιο είναι πιο φτηνό;» ρώτησε ο πονηρός ταβερνιάρης. «Το λυτό», απάντησε ο Θεόφιλος. Συμφώνησαν λοιπόν να γίνει χωρίς αλυσίδες και χαλκάδες. Ύστερα από καιρό, μετά τα πρωτοβρόχια, ο μαγαζάτορας ανακάλυψε ότι οι μπογιές είχαν ξεβάψει, τα σχήματα είχαν χαθεί, λιοντάρι δεν υπήρχε. Θύμωσε ο ταβερνιάρης, τρέχει και βρίσκει το Θεόφιλο, κοιμόνταν σε τραπεζάκι άλλου μαγαζιού. «Το και το, του λέει, τι έφτιαξες;» Ο Θεόφιλος απόρησε. «Εγώ; Εσύ το ‘θελες λυτό. Αν το έδενες δεν θα έφευγε.»
Πράγματι, ο μέγας τεχνίτης ήξερε να φτιάχνει μπογιές ανεξίτηλες, σαν αυτές που κρατούν δεκαετίες, υπό αντίξοες συνθήκες υγρασίας και φωτός, όπως στο Φούρνο του Βελέντζα, στην Άλλη Μεριά. 

Αντιδικίες
Η Πορταριά όπως αναφέρουν οι παλαιοί χωρογεωγράφοι δεν είχε πολύ καλλιεργήσιμο τόπο. Γι’ αυτό και βρίσκονταν, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε ασταμάτητες  δικαστικές αντιπαραθέσεις με τη Ζαγορά, την Δράκεια και το Κατηχώρι.
Όπως αναφέρει ο Σκουβαράς[23] οι οξύτατες αντιδικίες για τα σύνορα έφθασαν ώς και την Κωνσταντινούπολη – μερικές φορές έγιναν και φόνοι.
Στα 1908, όπως είδαμε, όταν στη Μακρινίτσα ήταν Δήμαρχος ο Ιωαν. Αξελός και στην Πορταριά ο εξάδελφος του Ν. Ριζοδήμος, «η αντιδικία πήρε την μορφή εμφυλίου πολέμου».
«Αυτή η διαρκής έριδα ανάμεσα στις Κοινότητες και στα πολιτιστικά κόμματα του κάθε χωριού ξεκινούσε από οικονομικά συμφέροντα κοτζαμπάσηδων και χρονολογείται από τον 18ο αιώνα.», συμπεραίνει ο Σκουβαράς.

Εν τη βρύση Βοεβόνδα
Αλλά και στην εποχή που εξετάζουμε υπάρχουν ανάλογες κόντρες:
«Εν τη βρύση τη κειμένη επί της γραμμής της καθοριζούσης τα όρια Δράκιας – Πορταριάς, ονόματι Βρύση Βοεβόνδα, σήμερον την ενδεκάτην (11) του μηνός Μαΐου του χιλιοστού εννεακοσιοστού  εικοστού ενάτου (1929) έτους, ημέραν Σάββατον και ώρα 11ην π.μ., ημείς , ή κατά Νόμον περί καθορισμού ορίων επιτροπή… αποτελούμενη υπό του Ειρηνοδίκου Νηλείας, ως Προέδρου, Ηλία Μεταξά, του Προέδρου της Κοινότητας Δρακίας Κωνσταντίνου Στρέγγλια, του Διευθυντού της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως του Σχολείου Δρακίας. Ιωάννου Κουστέλου, του Προέδρου της Κοινότητας Πορταριάς Παναγιώτου Στρατηγοπούλου και του Διευθυντού της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως του Σχολείου Πορταριάς Θωμά Σουλικιά, συνελθούσα κατόπιν  προσκλήσεως υπό του Προέδρου της Επιτροπής, προέβημεν εις τον καθορισμόν των ορίων των δύο Κοινοτήτων Δρακίας – Πορταριάς».
Εκείνο το ανθισμένο μαγιάτικο μεσημέρι οι τέσσερις άνδρες στέκονται στο μόνο αναγνωρισμένο όριο – την βρύση Βοεβόνδα. Πρέπει να καθορίσουν τα σύνορά τους, να τελειώνουν οι καβγάδες. Προτείνει λοιπόν ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Ειρηνοδίκης Μεταξάς, ο καθένας να πει την άποψή του.
Αρχίζει ο Πρόεδρος της Δράκειας. Ο Παν. Στρατηγόπουλος, ο Πρόεδρος της Πορταριάς, απορρίπτει και αντιπροτείνει.
Ξαφνικά καινούργια εμπλοκή: Εμφανίζεται, ο Πρόεδρος του Κατηχωρίου, Δημήτριος Ματσάγγος. Ανατρέπει τους ισχυρισμούς και των δύο μερών. Δεν συνορεύει η Πορταριά με τη Δράκεια, ισχυρίζεται ορθά – κοφτά στην Επιτροπή, αλλά το Κατηχώρι. Προτείνει νέα όρια. 
Ο Στρατηγόπουλος εμμένει πεισματικά. Όχι, η Πορταριά συνορεύει με την Δράκεια και δεν αναγνωρίζει κανένα σχεδιάγραμμα και κανένα Χωροθέτη.
Ο Πρόεδρος της Δράκειας, ο Στρέγγλιας, δηλώνει ότι αδιαφορεί με ποιόν συνορεύει το χωριό του, απλώς επιμένει στις απόψεις του.
Συνεχίζονται καινούργιες διαβουλεύσεις. Ο Πρόεδρος του Κατηχωρίου ισχυρίζεται ότι έχει στα χέρια του επιστολή του Αντιπροέδρου Δράκειας στην οποία αναφέρεται ότι το χωριό του δυτικά συνορεύει με το Κατηχώρι.
Ο Ειρηνοδίκης προτείνει συμβιβασμό. Οι πρόεδροι και οι δάσκαλοι  δεν υποχωρούν.
Τέλος ο Ειρηνοδίκης ορίζει μόνος του τα σύνορα.
Η Έκθεση υπογράφεται τελικά στα Λεχώνια, στις 25 Ιουνίου 1929, από τον Ειρηνοδίκη Νηλείας Ηλία Μεταξά και τα μέλη Κ. Στρέγγλια, Π. Στρατηγόπουλο, Ι. Κουστέλο και Θ. Σουλικιά[24].


Ο Θεόφιλος που αναφέραμε δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά.
Περνάει με την μεγαλύτερη άνεση από το ένα χωριό στο άλλο. Όλα είναι καλά, όλα τα θεωρεί πατρίδα του.
Αρκεί να έχουν φιλότεχνους φουρνάρηδες.


Ονομάζομαι Καλαποδάς και αναμένω προς Ανατολάς
Το Κοινοτικό Συμβούλιο στα χρόνια που αναφέρουμε είναι εξαμελές. Εκλέγει τον Πρόεδρο της Κοινότητας, η θητεία του οποίου είναι ενιαύσιος – αργότερα γίνεται διετής.
Από τα μισά της δεκαετίας 30-40, Πρόεδρος, συνεχώς, είναι ο γιατρός Παν. Στρατηγόπουλος. Μέλη οι Ιωαν. Κατσαρός, Πανταζής Ζούλιας, Νικόλαος Πεσκίρης, Γεώργιος Πάντος και Χρήστος Καλαποδάς. Ο τελευταίος συστήνεται με το δίστιχο (δύστυχο) λόγο – ονομάζομαι Καλοποδάς και διαμένω προς Ανατολάς: Έμενε πάνω από τον Άγιο Νικόλαο.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο Πορταριάς αυτοπροσδιορίζεται και ως «του τέως Δήμου Ορμινίου». Παρ’ όλο που έχουν καταργηθεί οι Δήμοι οι σύμβουλοι αγαπούν τα μεγαλεία και θυμούνται ένα καιρό που ανταποκρίνονταν θαυμάσια σε ένα παροιμιώδη λόγο που έχει περισωθεί στην Πορταριά: «Ας με λένε βοϊβονδίνα κι ας ψοφάω από την πείνα».
Ακριβώς επειδή τα χρόνια είναι δύσκολα, εκείνο που πάνω απ’ όλα διακρίνεται στα Πρακτικά, ως βασικό μέλημα του Συμβουλίου, είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κοινωνική πολιτική».
Το Κοινοτικό Συμβούλιο βοηθάει «τους ενδεείς», είτε με έκτακτες χορηγίες που κυμαίνονται μεταξύ 500 και 1000 δρχ., είτε με τα τακτικά βοηθήματα τις πασχαλινές και χριστουγεννιάτικες μέρες – το συνολικό ποσό φθάνει και τις 2.500 δρχ.
Επίσης αγοράζονται και προσφέρονται βιβλία στους άπορους μαθητές.
Στις ειδικές περιπτώσεις εγκρίνονται δαπάνες όπως εκείνη των 850 δρχ. για τη μεταφορά στην Αθήνα του ψυχοπαθούς Αντωνίου Μακρή ή απαλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος  ενοικιαστές της Κοινότητας όπως ο Απ. Παπαθανασίου «επειδή λόγω οικονομικών ατυχημάτων περιήλθαν εις τοιαύτην ένδειαν»[25].

Ελονοσία και φθίσις – επάρατοι νόσοι
Το Κοινοτικό Συμβούλιο τελεί κάθε χρόνο μνημόσυνο για τους πεσόντες στους πολέμους (Βαλκανικούς, Α’ Παγκόσμιο, Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή). Συζητεί την δημιουργία Πανθεσσαλικού Σανατορίου για απόρους φυματικούς. Αναφέρονται στα πρακτικά τα εξής γαι το θέμα αυτό: «Ουδεμια έως σήμερον εδόθη προσοχή εκ μέρους του κράτους δια την υγείαν και την ζωήν των Θεσσαλών μαστιζομένων υπό της ενδημούσης ελονοσίας η οποία είναι η πρωτοπορία της φθίσεως και εξαιτείται, παρά του εν Λαρίσση Τμήματος της Ελληνικής Αντιφθισικής Εταιρίας, το ενδιαφέρον προς εξεύρεσιν των μέσων δια την αναχαίτισιν της καθ’ εκάστην αυξανομένης φθίσεως δια την ίδρυσιν παρά του Κράτους Ειδικού Σανατορίου προς απομόνωσιν και θεραπείαν των απόρων φυματικών της Θεσσαλίας και προφύλαξιν κατ’ αυτόν τον τρόπον των υγιών μελών της κοινωνίας από την επάρατον νόσον, την φθίσιν, και αναθέτει την περαιτέρω ενέργειαν εις τον κ. Πρόεδρον».
Ο κ. Πρόεδρος υπήρξε ιδιοκτήτης σανατορίου όμως απ’ ότι φαίνεται για να έχει κάποιος ελπίδες να ζήσει και να μη μολύνει τους υγιείς (υπάρχει πάντοτε κι αυτός ο φόβος) πρέπει να είναι σχετικά εύπορος. Οι φτωχοί είναι καταδικασμένοι.

Αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου[26]
Με αποφάσεις του Συμβουλίου κηδεύεται δημοτική δαπάνη η άπορη χήρα Γεωργίου Αλευρομίτη, χορηγείται εισφορά υπέρ του Αχχιλοπούλειου Νοσοκομείου, παραχωρείται οικόπεδο κοντά στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Πατριωτικό Ίδρυμα Προστασίας Παιδιού για την δημιουργία κατασκηνώσεων για άπορα παιδιά, παραχωρείται οικόπεδο (γήπεδο) στη θέση Αλώνι, στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (παράρτημα Βόλου) για την ανέγερση παιδικών εξοχών του Ερυθρού Σταυρού.
Οι κατασκηνώσεις αυτές δημιουργούνται από τον Ιωάννη Αθανασάκη, Πρόεδρο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το Συμβούλιο «μέγας ευεργέτης» και στην κηδεία της κόρης του Λιλής αποστέλεται στέφανος και τηλεγράφημα.
Στις μόνιμες εισφορές του Κοινοτικού Συμβουλίου πρέπει να προσμετρηθούν και τα χρήματα που προσφέρονταν στην Ελληνική Αεροπορία ή το Βασιλικό Ναυτικό.
Ένα θέμα που απασχολεί τους συμβούλους είναι η εκμετάλλευση του κληροδοτήματος Ζούλια για την δημιουργία Κοινοτικού Καταστήματος και καφενείου στην Κεντρική Πλατεία. Τα χρήματα όμως είναι λίγα (65.000 δρχ. έχουν απομείνει από τα χρήματα της διαθήκης Ζούλια για τον σκοπό αυτό) και υπάρχει το μόνιμο πρόσκομμα των απαλλοτριώσεων ιδιοκτησιών στην περιοχή, οι οποίες μάλλον δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Έτσι η ιδέα της ανέγερσης εγκαταλείπεται και ενοικιάζεται η οικία Ρεπανά γαι να  στεγάσει Κοινοτικό κατάστημα και θερινό Σταθμό Χωροφυλακής. Άλλο όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε είναι η δημιουργία μόνιμου Σταθμού Χωροφυλακής «ίνα εκλείψουν, ιδίως κατά τον Χειμώνα, οι διαρρήξεις εις τα διάφορα καταστήματα»[27].
Φαίνεται ότι οι  διαρρήξεις αυτές ήσαν συχνές επειδή το θέμα έρχεται ξανά και ξανά στο Συμβούλιο.
Τελικά ώς το 1938 δεν δημιουργείται ο πολυπόθητος Σταθμός.
Κι όχι μόνον αυτό. Κινδυνεύει η Πορταριά να χάσει την Επαγγελματική Σχολή Ζούλια, η οποία έχει εμπλουτισθεί και με Γεωργικό Τμήμα.
Στην αρχή προτείνεται από την Πολιτεία η συγχώνευση των κληροδοτημάτων Μελάκη – Ζούλια. Στη συνέχεια διαρρέει η πληροφορία ότι η Σχολή θα μεταφερθεί στο Βόλο.

Σκαπανείς και φαλαγγίτες
Το Κοινοτικό Συμβούλιο αντιδρά και παρακαλεί  « τον Εθνικόν Κυβερνήτην» να παραμείνει η Σχολή στην Πορταριά, με το πλεόνασμα δε των τόκων Ζούλια (φαίνεται ότι η Σχολή τον καιρό εκείνο δεν είχε πολλούς μαθητές) να γίνουν κοινωφελή έργα και έργα τουριστικών υποδομών.
Η Εθνική Κυβέρνησις, βλέπετε, δεν αστειεύεται:
Ήδη έχει αποφασίσει την υποχρεωτική δεκαήμερη προσωπική εργασία όλων των κατοίκων, τους άμεσους εράνους, την οργάνωση της νεολαίας, όλα με ευθύνη της Κοινότητας.
Η Κοινότητα Πορταριάς έχει πληρώσει ήδη αρκετά χρήματα .
Οργανώνει «σκαπανείς», φιλοξενεί «φαλαγγίτες» από Βόλο και Αγριά.
Αγοράζει ένα μεγάλο στέμμα ύστερα από έγγραφο της Νομαρχίας Λαρίσσης (επαρχία της είναι ο Βόλος). Αγοράζει με 175 δρχ. επτά αντίτυπα του βιβλίου «Ο κομμουνισμός στην Ελλάδα»[28].
Κι όμως....... Είχε δώσει καλές εξετάσεις: Με τηλεφράφημά της, το Φθινόπωρο του 1936, είχε εκφράσει την ευγνωμοσύνη της στον Βασιλέα «δια την ανάθεσιν της Κυβερνήσεως της Χώρας εις τον Ιωάννην Μεταξάν (Εθνικόν Κυβερνήτην) από την 4ην Αυγούστου».
Βέβαια από απόσταση χρόνου μπορεί να είμαστε σφόδρα επικριτικοί .
Ας ερχόμαστε όμως στη θέση τους..........
Οι ίδιοι άνθρωποι παλαιότερα είχαν δώσει δείγματα δημοκρατικότητας:
Στο αποτυχημένο κίνημα το 1934 ετάχθησαν «παρά το πλευρόν της Κυβερνήσεως» και ζήτησαν «την αμείλικτον τιμωρίαν και επικήρυξιν των στασιαστών».

Αμηχανία για την μηχανή
Ένα άλλο θέμα που τους απασχολούσε ήταν οι συχνές βλάβες της πετρελαιομηχανής του Ηλεκτρικού Εργοστασίου. Φαίνεται ότι ή δεν έγινε καλή συντήρηση των μηχανήματος του Σέφελ ή δεν ήταν ό,τι καλύτερο αγόρασαν με 9,5 λίρες.
Η μηχανή χαλάει συχνά, έρχονται και φεύγουν μηχανικοί, αλλάζουν τεχνίτες. Η τάση πέφτει, το «Θεοξένεια» αναγκάζεται, όταν έχει χορό, να φέρνει ρεύμα από την Ηλεκτρική Εταρεία του Βόλου. Οι Πορταρίτες διαμαρτύρονται όταν βλέπουν στύλους της Ηλεκτρικής στα χωράφια τους.
Και μέσα σ’ όλα υπάρχουν οι δικαστικοί αγώνες. Αυτή τη φορά όχι με την Μακρινίτσα και τη Δράκεια για τα όρια, αλλά με το Κατηχώρι και τον Άνω Βόλο για το νερό των  πηγών Ζαρλέϊκα και Μανέϊκα.
Παρ’ όλα αυτά το Κοινοτικό Συμβούλιο Πορταριάς συνδικαλίζεται στην Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας και στον Τουριστικό Οδηγό Θεσσαλίας – Ηπείρου προβάλλει το Διάταγμα της 18ης Ιουλιου 1925, με το οποίο ορίζεται το χωριό ώς «Κέντρο θερινής διαμονής»[29].

Φασόλια αλάδωτα
Ως και τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ζωή των χωρικών ήταν σκληρή.  Δούλευαν από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου στα κτήματα. Οι παλιότεροι μάλιστα μετρούσαν την ώρα με το ύψος του ήλιου και με μέτρο τα «καλάμια» (μπόγια δηλ.). Η κούραση ήταν αφάνταστη. Κι αυτό από τη Δευτέρα ώς και το Σάββατο, με μόνη μέρα σχόλης την Κυριακή και τις γιορτές. Όλα αυτά ρυθμίζονταν με το εορτολόγιο το οποίο πολλοί γνώριζαν από μνήμης. Έλεγαν δηλαδή οι παλαιότεροι και ευλαβέστεροι : «Σήμερα έχουμε του Αγίου τάδε…, μεγάλου αγίου, πρέπει να ξεκινήσουμε για την Εκκλησία» ή «Σήμερα δεν δουλεύουμε, είναι σχόλη, μεγάλη γιορτή». Με τον ίδιο τρόπο κανόνιζαν και τη δίαιτα τους : «Σήμερα γίνεται κατάλυση ελαίου, θα φάμε λάδι στα φασόλια». Τηρούσαν αυστηρά τις νηστείες.
 Την Κυριακή, μεγάλη δεσποτική, πασχάλια γιορτή τα πράγματα άλλαζαν. Όλοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Η Πορταριά είχε τρεις ενορίες ώς το 1930 περίπου. Του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Ταξιάρχη (έτσι την έλεγαν) και των Αγίων Αναργύρων. Επομένως οι μικρές εκκλησούλες έμεναν αλειτούργητες εκτός από τη μέρα της γιορτής του Αγίου στον οποίο ήσαν αφιερωμένες.
Τότε γίνονταν το πανηγύρι, με τον τρόπο που το περιγράφει πολύ όμορφα στις αναμνήσεις του ο Γιώργος Τσιμπανούλης. Αυτά τα πανηγύρια ήταν οι αφορμές για μια διασκέδαση, μια αναψυχή των κουρασμένων εργατών της γης αλλά και των εμπόρων οι οποίοι είχαν τα μαγαζιά τους, στα Παλαιά, μια συνοικία που πήρε το όνομά της από σύντμηση της περιγραφής της : Παλαιά μαγαζεία. Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που δούλευαν σκληρά και περίμεναν πως και πως τα πανηγύρια ήταν οι οικοτέχνες και σε παλαιότερα χρόνια οι μικροβιοτέχνες – όσοι στα εργαστήρια τους έφτιαχναν μεταξωτά, αγκράφες, ζώνες, κουμπιά τα οποία πουλούσαν σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Είναι γνωστή στην Πορταριά (κυρίως για τους χασομέρηδες και τεμπέληδες) η έκφραση «κάθε λίγο Πάσχα κι Αποκριές και πότε-πότε και κανένας γάμος».
Εκτός από τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές γιορτές και τα πανηγύρια που αναφέραμε, αφορμή για ξεκούραση και γλέντι ήταν οι γάμοι. Παραδοσιακοί, με βιολιά, ζουρνάδες, νταούλια, με τα έθιμα που σήμερα παρουσιάζονται στον Πηλιορείτικο Γάμο, έξυπνα δρώμενα, ξεκούραζαν τους ξεθεωμένους όλη την εβδομάδα πορταρίτες.
Ακόμη οι γάμοι ήταν ένας τρόπος να χορτάσουν οι πεινασμένοι εργάτες. Τα πιάτα γέμιζαν κοψίδια και ρύζι. Έτρωγαν κι έπιναν όλοι. Είναι παροιμιακή η έκφραση «στου Τριβελά τον γάμο». Όπως αναφέρει η Χρυσούλα Ζώγια οι Πορταρίτες χόρτασαν σ’ αυτό το γάμο, έφαγαν τόσο καλά ώστε τον μυθοποίησαν. Μιλούσαν για χρόνια, για εκείνο το τσιμπούσι, ακόμη και όσοι δεν το γνώρισαν.

Κατέβα ήλιε ….κατέβα
Το επόμενο πάντως πρωί βρήκε τους φτωχούς αγρότες με την αξίνα πάνω από το κεφάλι τους να μετρούν την πορεία του ήλιου όπως ένας αγαθός νεαρός κτηματίας[30] : «Κατέβα ήλιε … κατέβα ..» .Κι αυτό επειδή η μέση πονούσε, το οχτάωρο ήταν τότε δεκατετράωρο και βάλε, με μόνη ξεκούραση την ώρα του κολατσιού-συνήθως ξερό ψωμί, ελιές και στουμπιστό κρεμμύδι-μερικές φορές στην καστανιά, το τάπερ της εποχής, είχαν και λίγο γίδινο γαλοτύρι.
Τα βράδια κοιμόντουσαν από τις οχτώ για να ‘ναι στις πέντε έτοιμοι, υπολόγιζαν και τον χρόνο που χρειάζονταν να φτάσουν στη δουλειά τους.

Τα νυχτέρια
Όταν για διάφορους λόγους μπορούσαν να ξαγρυπνήσουν ως τις έντεκα, μερικές φορές και τις δώδεκα ζούσαν τα νυχτέρια. Έναν κοινωνικό τρόπο διασκέδασης και προσέγγισης.
Όσοι δούλευαν όλη τη μέρα στα χωράφια δεν είχαν καμιά επικοινωνία μεταξύ τους. Απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο συνεννοούνταν με ελάχιστες λέξεις και μόνο για τα απαραίτητα «ώρα για κολατσιό» ή «ώρα για σχόλασμα» ήταν η κραυγαλέα τους επικοινωνία.
Ήθελαν, λοιπόν, το βραδάκι κι αφού είχαν αλλάξει κι είχαν φορέσει τα διπλά παπούτσια και παλιότερα μια δεύτερη βράκα οι πλουσιότεροι, ήθελαν μια κουβέντα μ’ έναν άνθρωπο, κυρίως όταν η εργασία της επομένης δεν ήταν απαραίτητο να γίνει με τη δροσιά του πρωϊνού κι επομένως μπορούσαν να το ρίξουν λίγο έξω.
Μαζεύονταν σε σπίτια συγγενών ή γειτόνων, κυρίως όμως συγγενών μια που οι αποστάσεις στο χωριό δεν είναι μεγάλες. Στρώνονταν στο χειμωνιάτικο δωμάτιο με το τζάκι και τα δυο ντιβάνια, δεξιά κι αριστερά. Στα ντιβάνια υπήρχαν μπαλάρια, σκληρά μαξιλάρια, που ακουμπούσαν πάνω τους οι γηραιότεροι. Οι παππούδες μάζευαν τη βράκα και οι γιαγιάδες κάθονταν δεξιά και αριστερά. Οι νεώτεροι λίγο μακρύτερα κάθονταν σε καρέκλες. Τα παιδιά βρίσκονταν παντού, κάτω απ’ τα κρεβάτια, σταυροπόδι πλάι στους μεγάλους, ενώ τα πιο μικρά έβρισκαν αναπαυτική τη φωλιά που σχημάτιζε με το σταυροπόδι η βράκα του παππού.
Άρχιζαν με κάστανα και καρύδια, σταφίδες απ’ την παραγωγή τους και με μικρές κουβέντες σχετικές με τη δουλειά και τον καιρό.
Η νοικοκυρά έφερνε καλαμποκάλευρο βραστό κι έτρωγαν το κατσαμάκι που το έλεγαν και μαμαλίγκα. Έλεγαν αστεία «όχι σόκιν, όπως σήμερα, ήμασταν αρκετά συμμαζεμένοι»  αφηγούνται οι παλαιότεροι. Κι εκτός από τα αστεία, είχαν τα παιχνίδια, τα αινίγματα, τις παροιμίες.

Το χάσκα
Μετά τους ξηρούς καρπούς ακολουθούσαν πιατέλες με μήλα, το καθαρό μέρος των σάπιων μήλων, επειδή τα καλά, φυρίκια κυρίως, τα είχαν για το πούλημα.
Έπαιζαν στις συνάξεις αυτές  υπό το φως του ηλεκτρικού ρεύματος στην Πορταριά, επειδή υπήρχε η Ηλεκτρική Εταιρεία, έπαιζαν μεταξύ τους αυτοσχεδιάζοντας. Το συνηθέστερο παιχνίδι ήταν το «χάσκα». Κρατούσαν ένα λουκούμι ή μια καραμέλα με σχοινί στην άκρη κι όλοι μικροί μεγάλοι προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα ανοιχτό.

Όμορφη …. Ματίνα
Κι ύστερα άρχιζαν τα τραγούδια της εποχής, Κώστα Γιαννίδη, Εντουάρντο Μπιάνκο, Αττίκ.
«Είχαμε μια θεία, την Ιφιγένεια Γαλάνη» μας αφηγήθηκε η κ. Ελένη Δουκίδου. «Η θεία μας η Ιφιγένεια κουράζονταν όλη την ημέρα φτιάχνοντας γλυκά του κουταλιού και πουλώντας τα. Όταν λοιπόν νυχτερεύαμε, ήταν η πρώτη που νύσταζε.  «Άιντε πιδάκια μ’, νυχτιρέψτε σεις, έλεγε, κι ιγώ θα τουν πάρω λίγου ιδώ στου ντιβάν’» . Το σίγουρο ήταν ότι θα ροχάλιζε και λίγο όμως το ‘χε σε καλό να μπαίνει και στο τραγούδι πριν κοιμηθεί. Όλοι τραγουδούσαμε «Όμορφη μου Αθήνα …» κι η θεία Ιφιγένεια, το Φιγέν’, όπως τη λέγαμε, το ΄πιανε διαφορετικά «Όμορφη Ματίνα …» και μέσα στα γέλια τα δικά μας αποκοιμόνταν».

Άνθρωπος του Θεού
Την Ιφιγένεια αναφέρει και η 88χρονη όταν μας μίλησε κ. Τασία Τσικλάνη-Δημητρούλια. Όπως και τον μπάρμπα Δημητρό τον Τσικλάνη τον θείο της. Εκείνος φορούσε βράκα ως τον θάνατό του, έναν παράξενο προαναγγελθέντα θάνατο. Ο μπάρμπα Δημήτρης γνώριζε  τη μέρα που θα πέθαινε. Το ανακοίνωσε στους δικούς του αρκετά πριν.
«Ήταν άνθρωπος του Θεού» μας είπε η ανεψιά του. Ο μπάρμπα Δημήτρης δεν χαζολογούσε στα νυχτέρια. Άνοιγε μια μεγάλη Αγία Γραφή και με σαλιωμένο δάχτυλο γύριζε τις μισοσκισμένες σελίδες της και διάβαζε σ’ όσους τον περιτριγύριζαν. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και άκουγαν το Ευαγγέλιο με ολάνοιχτα τα μάτια της ψυχής τους. Οι γυναίκες ρουφούσαν τα θεία λόγια την ώρα που έκαναν τις ταπεινές δουλειές τους : Ξεσπόριζαν φασόλια ή καθάριζαν καλαμπόκια ή έψηναν ρόκες και τις μοίραζαν στους παρευρισκόμενους.
Όταν η ώρα περνούσε κι άρχιζαν τα βλέφαρα να βαραίνουν «το χαλούσαν». Έβγαιναν από το σπίτι που νυχτέρευαν με ευχές για καλή και ειρηνική νύχτα γεμάτη γλυκά όνειρα και σκόρπιζαν στα σοκάκια του χωριού. Κρατούσαν φαναράκια για τα δύσβατα λιθόστρωτα. Ως τα μισά της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, αυτά μόνον έφεγγαν σε μια μικρή ακτίνα γύρω. Ύστερα τοποθετήθηκαν 60 περίπου λαμπτήρες στους δρόμους της Πορταριάς κι ένα γλυκό, τρεμάμενο φως απάλυνε τα σκοτάδια. Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ο Βόλος φωτίζονταν με φωταέριο, αν και λειτουργούσε η Ηλεκτρική Εταιρεία. Ήταν ο ίδιος ο Κοσμαδόπουλος που κατασκεύασε τις δυο Εταιρείες Βόλου και Πορταριάς.
Τα νυχτέρια συνεχίστηκαν και τον καιρό της Κατοχής. Οι άνθρωποι φοβισμένοι, πεινασμένοι, ταλαιπωρημένοι, μαζευόντουσαν στα γειτονικά σπίτια πλέον, αποφεύγοντας τους μακρινούς μαχαλάδες.

Φώς ….φώς ….
Ήταν η εποχή που τα τζάμια καλύφθηκαν με χαρτί και κουβέρτες επειδή υπήρχε αυστηρή διαταγή συσκότισης. Αν κάπου φαίνονταν κάποια χαραμαδίτσα ακούγονταν η φωνή των ανδρών που περιπολούσαν «φως, φως». Αμέσως έσβηναν το φως και με τη λάμπα στα χέρια προσπαθούσαν να καλύψουν όλα τα τζάμια των παραθυριών και της πόρτας.
Κι όταν έφευγαν, πολύ νωρίτερα τώρα, λόγω απογόρευσης,  δεν άναβαν πια τα παλιά φαναράκια. Γλιστρούσαν στο σκοτάδι με μύριους φόβους. Όμως τα νυχτέρια επαναλαμβάνονταν επειδή οι άνθρωποι είχαν ανάγκη την κοινωνική επαφή – ένιωθαν λιγότερο το φόβο του θανάτου που τριγύριζε ανάμεσα τους.   



[1]  Από το ογκώδες έργο «20ος αιώνας» με πρωτοσέλιδα εφημερίδων από το 1900 έως το 1990.
[2] Λυτά έγγραφα στα αρχεία του Δήμου
[3] Οδηγός το 1901
[4] Λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς
[5] Του Δημ. Κολοβίνου προηγήθηκε ο Γεώργιος Παπαδιαμάντης, αδελφός του μεγάλου συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
[6] Τα δημοτικά συμβούλια λειτουργούν για λίγα χρόνια ακόμη. Το 1915 καταργούνται οι δήμοι και επανέρχεται το διοικητικό σύστημα των Κοινοτήτων.
[7] Εμπορικός Οδηγός το 1901
[8] Πρακτικά Δήμου Ορμινίου
[9] Εμπορικός Οδηγός 1901
[10] Ορισμένοι παλαιοί ισχυρίζονταν ότι έτσι διαφήμιζε τα προϊόντα του είκοσι χρόνια αργότερα ο Δραγογιάννης
[11] Λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς
[12] Λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς
[13] Βρίσκονταν στην Περιφέρεια Αγριάς
[14] Ο Γιώργος Τσιμπανούλης είχε κάνει όνειρο ζωής του την συγγραφή της Ιστορίας της Πορταριάς. Πάντοτε μας μιλούσε για το βιβλίο που θα τελείωνε κάποτε. Είς μνημόσυνο του μεταφέρουμε κάποια σπαράγματα του άγραφου αυτού βιβλίου.
[15] Ενδεχομένως και νωρίτερα δεδομένου ότι η κατασκευή του δρόμου άρχισε το 1894.
[16] Δυστυχώς στο αντίγραφο που μας δόθηκε δεν υπάρχει ημερομηνία. Σίγουρα είναι μεταπολεμική δημοσίευση.
[17] Στοιχεία για τη ζωή του χωριού από τον «Εμπορικό Οδηγό Μαγνησίας» 1933
[18] Τα στοιχεία από λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς.
[19] Λυτά έγγραφα του Αρχείου Πορταριάς
[20] Σημερινό «Βήμα».
[21] Από τον Εμπορικό Οδηγό Μαγνησίας του 1933.
[22] Μετά από έρευνα ανακαλύψαμε ένα ξένο «ύφος» στην ανυπόγραφη τοιχογραφία.
[23] Από τον «Λειμώνα της Παράδοσης» - Πορταρίτικα
[24] Λυτά έγγραφα.
[25] Από το βιβλίο Πρακτικών.
[26] Από το βιβλίο Πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου Πορταριάς
[27] Βιβλίο Πρακτικών Κοινότητας.
[28] Λυτά έγγραφα Αρχείου Πορταριάς.
[29] Πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος στη διαφήμιση. Στο αρχείο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δεν βρίκαμε σχετικό διάταγμα στο έτος 1925.
[30] Πρόκεται για επ’ αδελφή ανηψιό του Αλεξ. Παπαδιαμαντή – Μας το διηγήθηκε ογδοντάχρονος σήμερα φίλος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου