Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΓΥΑΛΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΣΙΩΠΗ
Εκείνα τα χρόνια,
τα κορίτσια μάς πετούσαν από τα παράθυρα
τα τελευταία όνειρά τους,έμοιαζαν με γυάλες
γεμάτες με σιωπή και γυρίνους,οι τυχεροί
που έπιαναν ένα απ' αυτά,το κρεμούσαν στο λαιμό,
σα φυλαχτό,τo κρεμούσαν πλάι στις πλανόδιες
φωνές του δρόμου και το άγγιζαν να διώχνει
τούς δικούς τους φόβους, τα βράδια που τούς ήταν
απαραίτητο το κλάμα και δεν είχαν με τί.



ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Aνάμεσα στον σίγουρο αιθέρα
και
της αβεβαιότητας τα νάματα,
έχει καθηλωθεί
το
τραγικό προσωπείο.

Η άρση του,
κουβαλάει ένα χαώδες λούνα-παρκ,
με τα φλας των φωτογράφων
ν'ανάβουν,

κι όλα θυμίζουν ό,τι νομίζουμε πως πέρασε,
χωρίς να γυρίσει κανένας διακόπτης









Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΣΕ ΔΕΚΑ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ
Η κυρα-Στέλλα,ένα Ποτέμκιν,χωρούσε στις άβαφες
πόρτες,με το δίσκο της,εφτά χοντρές φουσκάλες το
φλιτζάνι,έλα καντάρη,φώναζαν στη Λαχαναγορά κι εμείς
δέναμε σκόρδα, με σάπιες ουρές,σε κοτσίδες, πλάι μας χαλβάς
Φαρσάλων Αγαπούλα
μόνο
κάτω από  το μπετόν,βαθιά,πολύ βαθιά, έψαλλαν τα κεκραγάρια
χοροί ιεροψαλτών της ιουστινιάνειας εποχής,τους ανακάλυψαν
έτη μετά, πλάι σε πλατανοδάση με πέτρινα αηδόνια,
εκεί,
σε δέκα
όλα κι όλα,
στρέμματα.

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΛΟΟΥΝ
Ποίηση δεν είναι μια σύννομη
αυτοαναφορά,

δεν γεννήθηκε η Ιστορία για μας,
ούτε κυνηγούμε με σφενδόνες

το χαμόγελο του κλόουν,

το δακρυσμένο έλλειμμα του ονείρου
ή
ένα χάος που διαστέλλεται στο στήθος.

Ο ποιητής  κρατάει ψηλά μία λαμπάδα
ή
γίνεται ο ίδιος λαμπάδα,
γύρω της πεταλουδίζουν
αναρμόδιες λέξεις,
λέξεις οξείες κι ασκητικές
και μεγάλες άσπρες ιδέες.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ
Κι ύστερα,έζησα την απομάκρυνσή σου,
ήσουν
χαμένη, μέσα σ'ένα λυπημένο όνειρο,
μακριά
έπαιζε ένα μαντολίνο,κι ένα
ανοιξιάτικο χιόνι σκέπαζε τη γη,
όπως στην "Πηγή των παρθένων".
"Θα σε ξανάβρω" σκεπτόμουν "αυτό είναι το ουσιώδες,
κι η Άνοιξη θα σκορπίζεται, σ' ανεμώνες
κι όνειρα μικρών πουλιών,θα'σαι σαν άγγελος
ξεντυμένος τα φτερά του,
μόνο που μοίρα μας
είναι
ν'αγαπούμε όλους τους αγγέλους
και τους ανθρώπους εξίσου,είναι να
πίνουμε
το
φως.

ΑΣΠΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γονάτιζε,μπροστά στα εικονίσματα και διάβαζε,
φωναχτά,την "Αμαρτωλών Σωτηρία"-
αν δεν πιστεύετε, δείτε το ως λαϊκό, κομψό κείμενο του 17ου αι.-
και
γιατί να ξεχνώ τη σφαίρα με το Λευκό Πύργο που χιόνιζε
όταν την κινούσες...
Κλαίω συχνά
γιατί στα ανέφερα όλα αυτά,
σε καιρούς που περνούσαν σαν άσπρα άλογα
σαν εωθινά πουλιά,
διαβάζονταν,  όπως
απαγγέλλεται
εμμελώς
ο τεσσαρακοστός ψαλμός και οι πιστοί
ασπάζονται το ιερό βιβλίο.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗ
Δεν αποκλείεται,σκέπτομαι, να είμαι
ο Ρασκόλνικοβ,
που γυρίζει, στην άκρη του τσεκουριού του,
ένα παιδικόν ανεμόμυλο-την ιδέα του για τη μία,
για τις,από καθαρή σύμπτωση, δύο "ψείρες,κειδά",
ο επιθεωρητής Πορφύρης αποκλείεται να'μαι,δεν παίζω
καλό σκάκι,δεν έμαθα να μπλοφάρω και,σ' ό,τι υπήρξεν
αντικείμενο μιας λαχτάρας μου,άπλωνα αμέσως το χέρι.
Έχασα,
μ'αυτούς τους άξεστους τρόπους,ανθρώπους και χρόνια,
νυχτερίδες και σκλαβάκια,
έχασα χρυσόψαρα σε νάιλον
σακούλες,

ναι τώρα που το σκέπτομαι,μετά τη μέση ηλικία έμαθα
ν'αξιώνω,
να γράφω μεγάλα ποιήματα για την απίστευτη καλοσύνη.


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ
Κι ακούγονται  μακρινά τραγούδια,σ'ένα νησί
που υπήρχε αχαρτογράφητο,θα κοιτάζω πλάι μου,
σαν να΄ναι να συντονισθούμε,όμως το ξέρω,έχεις γυρίσει
τον ημεροδείκτη πολλές σελίδες μπροστά,αυτό το κενό
είναι γεμάτο ίσκιους,διψασμένους για αίμα τράγου,
εκτός από εκείνον του Ελπήνορα που θυμίζει πεταλούδα,
φτιαγμένη
απόνα τίποτε,μια απουσία χρώματος και στατικότητας
κι οι άνθρωποι
κλαίνε σε πλατείες μακρινές,γιατί ο καιρός
                                              ,γιατί το μαλλί της γριάς
                                               οι πεθαμένοι των χαρακωμάτων
τόλμησαν να παρατήσουν τα πλατανοδάση και τη βοή των αηδονιών,
να θυμηθούν τον κυρ-Νίκο και τον καρχηδόνιο ελέφαντα που μπορεί
να αξίζει όταν χάνεται-μόνο τότε.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014


 ΤΟ ΟΔΥΝΗΡΟ ΦΩΣ
Το ξέρω,δεν ενθουσιάζουν πάντες μου οι στίχοι,
ιδιαίτερα οι λέξεις που μιλούν
για το απόλυτο ή το κατώφλι,
το ίχνος που κατισχύει του προσώπου,
βρέχει
και πρέπει να γράψουμε για τη βροχή,
ονειρεύτηκα μια πανέμορφη
έξοδο,με βενζινάκατο του '60,σ'έναν ήλιο, σαν εκείνο
του Kλωντέλ,στον "Κλήρο του μεσημεριού",
όχι για  τα τρίγωνα
και τις προδοσίες,
αλλά για το μεσημέρι,


κι αν δε φύγουμε στο
απόγειο
τί ωφελούν ο λόγος και το πάθος,


δε λέω,
μεγέθη ελληνικά, μα πάνω απ' όλα,
το
οδυνηρό
φως.



ΠΩΣ;
Ο πρώτος΄μου στίχος,σ'όλα μου τα ποιήματα,
είναι αόρατος,
κι αποφαίνεται:
"Έχουμε όλοι υποχρέωση στη μέτρια ποίηση".
Πώς θ'αναδειχθεί ο μεγάλος,αν όχι συγκριτικά;



Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ
Εκεί που τελειώνει ο λόγος κι αρχίζει
μια άσπρη σιωπή,γεμάτη χιονανθρώπους,
-ναι,με το καρότο και τη σκούπα-
θα με βρεις,
εξακολουθώ να περιμένω τον χειμωνανθό
που μου'ταξες,
εντωμεταξύ αδειάζω τα έπιπλα
της καρδιάς μου,κάτι παλιές σαμπρέλες,
τα μάτια
της γάτας
στο απόλυτο σκοτάδι,άρρητα ρήματα,
μικρές
φαρέτρες,

περιμένω.



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΠΙΠΛΑ
Κι άλλες φορές, η πόρτα ανοίγει,μπορώ
να' χω ένα σύντροφο στο κλάμα,
μόνο που δεν τον αναγνωρίζω,έχει πέσει
το σκοτάδι
στο δωμάτιο,
εικάζω ότι με συντροφεύει η Μαρία, έχει κι αυτή
τους λόγους της-
κάποτε μιλούσαμε επί ώρες
για το τρίξιμο του σαρακιού,στα παλαιά
έπιπλα της γιαγιάς.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Η λέξη "νύχτα" αδειάζει από φωνήεντα και σύμφωνα,
μένει μόνο του το, συμπαγές, αρχαίο σκοτάδι,

υπάρχουμε κι εμείς
κι απομακρυνόμαστε,
ποιος φεύγει
ποιος μένει,
μικρή σημασία έχει,

τα παιδιά κρεμούν τις τελευταίες φωνές στους φράχτες,
υπήρξαμε κάποτε κι εμείς παιδιά,
δεν μας έμαθε κανείς
ότι θα'ρθει ένα βράδυ αποχωρισμού,δεν το σκεφτήκαμε
οι ίδιοι, ώσπου μας το ψιθύρισε η ίδια η Άτροπος,
τροχίζοντας τα ψαλίδια της

αλλά,μερικές φορές,είναι αργά,πολύ αργά
ν'αλλάξεις ο,τιδήποτε

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΩΣ
Ας συνεχίσουμε να σπουδάζουμε το θάνατο
ώσπου
να
γίνουμε οι ίδιοι
καθαρή μουσική,
δίχως ανάγκες για το τί και το πώς.



ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΣΟΙ ΙΙOΛΛΟΙ
Πέρασαν τόσοι άνθρωποι απ'αυτό το σπίτι....
Τα καλοκαιρινά βράδια,κοιτάζοντας τον Αποσπερίτη
τους μετρώ: Ο πατέρας που μ'έστελνε κάθε μεσημέρι
ν'αγοράσω ρέγκα και ρετσίνα,η μάνα σκυμμένη στη
ραπτομηχανή, η γιαγιά Χρυσάνθη με το κοπανέλι και μια κότα
στον ώμο.Η Ρούλα να ισχυρίζεται ότι, στο μαγαζί,ο μπαμπάς
πουλούσε "τσινά γαμόνια" και να χορεύει στον Αντρέα
το φωτογράφο,τσιφτετέλι.
Πέρασαν και ενοικιαστές,η σαραντάχρονη Χαρίκλεια
με τον,κατά μια εικοσαετία,νεότερο άντρα της,ο Θόδωρας
παντρεύονταν συχνά στον κάμπο κι έδινε στα συμπεθέρια
τη διεύθυνσή μας,να'ρθουν να γνωρίσουν τη μαμά του,
επαγγελματία μοδίστρα,η Χαρίκλεια είχε μια συλλογή
από καραγκούνικες τούφες μαλλιών,τη χαιρετούσαν σα
συμπεθέρα.Ήταν και τα ερωτεύσιμα μοδιστράκια της,
πέντε άλλαζε το χρόνο-πού να βρίσκονται όλοι αυτοί,
περάσατε
ο Γιώργος και συ,οι αγαπημένοι μου,με τον πρώτο μιλώ
η δική σου άηχη μουσική σε τυλίγει, σε μακρινούς γαλαξίες,
τί έμεινε εδώ,ένας γάτος που κάνει τούμπες και το παράθυρο
που, μεταξύ 10 κι 11, διασχίζει, τις θερινές ώρες,εκείνο
το αστέρι,ο Αλντεμπαράν.





Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΧΛΩΜΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Όλα τα ποιήματα είναι παυσίλυπα
κι ας μη το γνωρίζουν,δεν εννοώ μια Λούση Μπολ
για τους μελαγχολικούς,
σ'εκείνους συνιστώ ν'αφεθούν,
περίπατοι στη χειμερινή αμμουδιά και φαντασιώσεις,
ένα μπουκάλι ανάμεσα στα θαλασσόξυλα
-συνεχίστε
μόνοι παρακαλώ-
εννοώ το βράδυ
που κάθεται στο πληκτρολόγιο και,για δυο ώρες,
ξεχνάει τ'άστρα και τις σκοτούρες του,
ξεχνάει τα παραμύθια που επινόησε ενώ
τα παιδιά ζητούσαν την αλήθεια,
τους σκοτωμένους
απόνα
γιασεμί,
το χαίρε των ερώτων του,
ψέμματα,
δεν εννοώ μόνο το βράδυ,
είναι κι οι μεγάλες αποχωρήσεις
οι φίλοι που δίσταζαν να σου γυρίσουν την πλάτη,
αυτά σε κάνουν να ξεχνάς οι χλωμές λέξεις.




Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

ΑΣ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
Οι αστερισμοί,εκεί ψηλά, μένουν καθηλωμένοι
στις τροχιές τους,
εδώ κάτω,αναβοσβήνουν τα πολύχρωμα
χριστουγεννιάτικα φωτάκια,
νυχτερινά αναρριχώμενα,σε τοίχους και μανόλιες.

Μένουμε εσύ κι εγώ.

Κάποιος, από τους δυο, απομακρύνεται,
δεν είμαι σίγουρος ποιος,

κι οι νύχτες αδειάζουν απ'τις συλλαβές τους
μένουν πανάρχαιο,συμπαγές, σκοτάδι.

Κάποτε έγραφα για τα παιδιά που κρεμούσαν τις τελευταίες
φωνές τους στους φράχτες,
τώρα μου λείπεις εσύ,ας ήσουν κοντά μου,
κι ας μου μιλούσες,

ακατανόητα έστω,
αλλά ας μου μιλούσες.



 ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑ
Περπατώ εις το δάσος,όταν οι λύκοι είναι εδώ,
δηλώνω κυνηγός των κακών λύκων
είτε την Κοκκινοσκουφίτσα καταβροχθίζουν είτε
τα γουρουνάκια-ένας Ρομπέν των δασών που υπερασπίζεται
την αθωότητα,υπάρχει ένα απόθεμα αθωότητας στη φύση,
κυρίως,
αλλά τί είναι αυτό,μια σφραγίδα ανάμεσα σε δύο
αντίρροπους ποταμούς,ένας στοχαστής την ανακάλυπτε στο αρχαίο
δράμα,ιδίως στην τραγωδία, έλεγε, "η αθωότητα είναι ό,τι υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία",γι αυτό σας ομιλώ, οι λύκοι
κινούνται, τα γουρουνάκια ακινητούν, η Κοκκινοσκουφίτσα αλληθωρίζει
"πώς άλλαξε η γιαγιά μου",δε σκέφτεται ότι μια αλλαγμένη είναι
μια άλλη γιαγιά-κι εγώ στέκω ακίνητος,σα πελαργός με δίκαννο.

Έξω βρέχει και θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη βροχή.









Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΠΕΤΟ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα υγρό,γεμάτο
λάμδα και ρο,γεμάτο νερόκοτες κι αλκυόνες,
με μικρούς σταυρούς που λάμπουν,κι άσπρα πουλιά

και μου βγαίνουν σκοτεινά άλογα κι ένας ύπνος βαρύς
γεμάτος απ' τα τρύπια ενύπνια της Ιφιγένειας
που αράδιαζε τα βαζάκια, με το γλυκό του κουταλιού,
στα σκαλιά της πλατείας.

Στον κάθε αγοραστή,καρφίτσωνε και μια γαρδένια στο πέτο.


ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΣΑ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Ξύνω καλά ένα μολύβι,την άκρη του θα'πρεπε
να τη βουτώ στο αίμα της καρδιάς,δεν το
κάνω,όχι,απλώς τοποθετώ εκεί ένα λαστιχένιο κεφάλι
γελωτοποιού,
δε βαριέσαι,όλα μπορεί να ανατραπούν,ακόμη και
αυτοί που μας λείπουν έρχονται κάποιες κρύες βραδιές,
σαν αίσθηση,κυρίως,καταφθάνουν,πίνουμε ένα κονιάκ,
ύστερα τους προτείνουμε να μείνουν,αρνούνται,φεύγουν
την ώρα που λαλούν οι πετεινοί,φαίνεται ότι συναισθάνονται
πώς συντελείται η προδοσία, ο πετεινός  τινάζει τα φτερά του κι
εκείνοι φεύγουν για να συνεχίσουν τον
ύπνο που τους ορίστηκε,τότε ψάχνω για το πρόσωπο του
κλόουν,συνήθως βρίσκεται στο τασάκι με τ'αποτσίγαρα,
μα εγώ δεν καπνίζω,δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
Μερικές φορές έχω την εντύπωση
πως κάποιος είναι έτοιμος να γυρίσει το πόμολο,
ψάχνω γρήγορα στα συρτάρια,βρίσκω τα πιο ωραία μου
χαμόγελα και τα προβάρω,ανοίγω ακριβή σαμπάνια,
δεν είσαι εσύ,
δεν είναι κανένας,
μια που μαζί μιλούσαμε
τέτοια ώρα,ακούγαμε το limpertango και παλιά τραγούδια,
δεν,
αλλά το πόμολο κατεβαίνει,αργά,σταθερά κι ανελέητα
και με συνέχει η αίσθηση
ότι κάτι παρέλειψα να πω,κάτι δεν πρόλαβα,σκέπτομαι
πόσο μεγάλωσαν οι νύχτες.
ΑΣ ΔΕΕΤΑΙ ΤΟ ΑΞΗΜΕΡΩΤΟ
Ευλαμπία είναι ένα όνομα
που μπορεί να φανεί σκοτεινή παλάμη
στον άσπρο τοίχο,αν περάσει γύρω από ένα γλόμπο,
ίσως ο θάνατος δε θα έπρεπε να χλιμιντρίζει στα κείμενά μας
τόσο συχνά
κι η νυχτοπεταλούδα ας δέεται
το αξημέρωτο,

το φως θα'ρθει, με τις θάλασσες και τ'ανθισμένα του
δέντρα και τις φωνές των παιδιών στα λιβάδια.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΑΛΗΤΟΓΡΑΦΟΙ
Έξω, διψούσαν τα σκυλιά με τα κίτρινα μάτια
κι εγώ,διαβάζοντας στα πλακάκια της εισόδου
τον Χάμσουν,α, δε σας σύστησα,Υλαγιαλή είναι
κάθε κορίτσι που εξιδανικεύουμε,μετουσιώνει τα
κόκκινα όνειρά μας σ'ένα "...μέρα"και το μολύβι
σαλιώνεται και το δοκίμιο τελειώνει.
Απλήρωτο.
Έξω περνούσαν τα κάρα,ύστερα έμαθα ότι κι ο
Κέρουακ έγραψε σε ρολό υγείας-αγάπησα όλους
τους αλητογράφους και,επιπλέον, τον μοναχό που
έγραφε εκ δεξιών,να προσφέρουμε στον κόσμο,
"Οι περιπέτειες ενός αγνώστου ασκητού",για την
αδιάλλειπτη προσευχή, έγραφε,
το προσευχητέον ή αναπνευστέον.
Την Υλαγιαλή, πάντως, τη γνώρισα στα ασπρόμαυρα
πλακάκια της κουζίνας,στο σπίτι της θείας Άρτεμης,
τότε που από την Αναλήψεως περνούσαν αραιά οχήματα,
ό,τι κουμάσι και να κατέληξε, ο Χάμσουν, μου πρόσφερε
το στερημένο μου, μια ζωή,ταξίδι:
"Κι είδα τη Χριστιάνια
ν'απομακρύνεται",
κόμπος είχε γίνει το μολύβι-απλήρωτα.
τα κείμενα.





Η ΣΤΕΡΗΣΗ,ΤΟ ΕΛΕΙΜΜΑ
Τί και σε ποιον να τραγουδήσω,
οι ποιητές του μεσοπολέμου
ανακάλυπταν μεγάλους μύθους και τους κατέβαζαν στου
συλλογικού υποσυνείδητου το φιλιατρό,
καμιά φορά έπαιζαν
με μια λέξη,
όπως στου Λούνα Παρκ τους κρίκους,τί έζησε ο κ.Σεφεριάδης
για να μετράει χαμένους συντρόφους;
Κι εμείς,
δε μεταμορφώνουμε,βέβαια, όπως πριν λίγα χρόνια,
ένα κορίτσι
να το κάνουμε Μέδουσα,
ούτε αφήνουμε τα μεγάλα λευκά,αδιευκρίνιστα όνειρα,
να πετούν,μας δόθηκε ο Σταυρός
που παράγει το ποίημα-
η στέρηση, το έλλειμμα,και η απελπισία-
αλλά να που όλα αυτά
δε μετουσιώνονται σε λόγο

και κανένας δε δέθηκε στο κατάρτι,
ν'ακούσει το τραγούδι των σειρήνων.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ
Όχι,δεν υπάρχει,δεν υπάρχει επανάληψη,
το ίχνος,απλώς, μεταφέρει την οδύνη
εκείνου στο οποίο ελπίσαμε-τελευταία φεύγουν
πολλοί,
δεν υπάρχει επανάληψη,ένα τραγούδι το ακούς,
μ'ένα συγκεκριμένο τρόπο,μία μόνο φορά,
τα άλλα είναι παραλλαγές,
ο τοίχος που,ασθμαίνοντας,ακουμπήσαμε,
δεν είναι ο ίδιος,έχει φύγει λίγη λάσπη,κατούρησε κι ένα
σκυλί, τα 'καφέ' φορούν βιαστικά χριστουγεννιάτικο
διάκοσμο-τίποτε δεν είναι ίδιο,κι ούτε θα μπορούσε
να'ναι
αφού αλλάζουμε εμείς.

ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙ
Κι ό,τι βλέπουμε μέσα σε ραγισμένους καθρέφτες
κι ακούμε σαν ακατανόητους γρίφους,
θα το λούσει ένα φως απλό,
γεμάτο από τραγούδια
ή,
όπως έλεγε η "κορασίς"
του κυρ Αλέξανδρου,
"τραγούδια του Θεού".

Και τώρα "ορθρίζουν εκ νυκτός" τα πουλιά
κι αυτό είναι το τέλος της ακολουθίας ,η Δοξολογία.

Τα πουλιά έχουν διαβάσει
τον Συμεώνα,τον Νέο Θεολόγο
και τραγουδούν τους Θείους Έρωτές του.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ
Παράξενο.Δε βαραίνουν τα κείμενα,οι λέξεις
αλλ'ό,τι μορφοποίησε ο πήλινος χρόνος και οι άνθρωποι
με τους αρμούς
και τα ματσακόνια της σιωπής,
ιδιαίτερα όταν υπογράφεται με τρεμάμενα χέρια,
γιατί, ανάμεσα στην πληροφορία και το τίποτε,
αναδεύεται η κόμπρα του ποιήματος,
που είναι
ό,τι δεν μπορείς
να ορίσεις-
στην περίπτωση ορισμού του
θα το περιόριζες,θα του'κοβες μιαν ελεύθερη
ανάσα,
κι ό,τι δεν είναι ελεύθερο,
παύει να είναι ανθρώπινο έργο.

ΔΕΝ ΣΑΣ ΠΑΕΙ ΤΟ ΤΑΚΟΥΝΑΚΙ
Να χαμογελάς
στους λυπημένους κλόουν των πεζοδρόμων,
όταν, ακίνητοι,φύονται κάκτοι,
χωρίς να τους ενδιαφέρουν, πλέον, οι διάττοντες
και ο καιρός
που, κρυφά, ζωγράφιζαν στον πίνακα με κιμωλία,
την εξηκοντούτιδα ωδικού,με το επίθεμα:
"Δεσποινίς Οικονομάκη,δεν σας πάει το τακουνάκι".

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Με τον Αλέκο τον Τσαλούχα παίζαμε τα αυτοκίνητα,
ένα τιμόνι,το καπάκι τυροτενεκέ-τώρα εκείνος συνεχίζει με
τη μοτοσυκλέτα του,κι εγώ
θάλλω
ως ωραίο δέντρο.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΙΞΗ
Τα ποιήματα μικραίνουν,
γίνονται λέξεις που ανεβοκατεβαίνουν, όπως
οι ναυτίλοι,απ'την αράδα σ'ένα μέρος της καρδιάς,
αυθαιρέτως το ονομάζω_ή,εν πάση περιπτώσει,-ή
"μεγάλο διαιρέτη",τα ποιήματα ήσαν τρύπιες, ξινές καραμέλες,
μικραίνουν ώς τη δική μου στίξη,την τελεία, που σχεδόν αγνοώ,
γιατί καμιά πρόταση δεν ολοκληρώνεται,πριν καταλήξει
μουσική,κι η μουσική ακολουθείται από εφτά_ή-κι εν πάση
περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει τόσο στρογγυλό ώστε
να το δει ένα παιδάκι και να πει: "να η μαμά μου".

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΜΟΥ
Ομοιώθην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος-
θά 'θελα
να 'σουν
πλάι μου
απόψε.

Ο ΣΤΕΛΑΚΡΑΤΑΩΜΑΧΑΙΡΗΣ
Τελικά,με περιμάζεψε ένα ποίημα,ήταν μπλε στιλπνό
με λέξεις που αναβόσβηναν, όπως πινακίδες με νέον,
ζωντανό όσον ένα ιππήλατο που διασχίζει την παραλία,
σ' αντίθεση με τα όνειρα:
παλαιά κι ανηφόριζαν την Καλλιδρομίου
εκεί που ο αδίστακτος Στελακραταωμαχαίρης,
αλλά τότε
ήταν μεσημέρι κι οι ίσκιοι έτρεχαν στο ταβάνι και τα αδέσποτα
των τσιγγάνων "είναι τα ντέρτια μου πολλά"φώλιαζαν κάτω
από το σεντόνι,
τελικά,
μέσα σ'ένα ποίημα νυχτώνει και ξημερώνει
ασταμάτητα,επειδή η στίξη του είναι πάντοτε μια παλλόμενη
καρδιά, κι έχουν συμπόνια για τους απαστράπτοντες  αγγέλους
που μεταφέρουν τη μεγάλη τους προστακτική-
μετανοείτε.

ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ;
Κάποτε η ζωή κλείνει αργά,σαν ένα βιβλίο κάποιου που
νυστάζει,
κι από μέσα πέφτουν ξερά λουλουδάκια,ό,τι σημάδευε
αγαπημένες σελίδες,
τότε όλα εξισώνονται
και μια άσπρη
πεταλούδα προσπαθεί να βγει απ'το κουκούλι της,
απομένουν τ'άστρα που δεν προλάβαμε να μετρήσουμε,
θα' ρθουν άλλοι να συνεχίσουν;

ΑΠΟΥΣΙΑ
Κι ο Θεός ανακάλυψε τη μεγάλη αγρύπνια,
για να τοποθετήσει στο κέντρο της
την απουσία σου.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΚΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΜΑΖΕΥΕ ΤΙΣ ΤΥΡΟΠΙΤΤΕΣ ΤΟΥ
Κι έτσι,όπως ξεκολλούν με τη βροχή, τα κηδειόσημα
των στύλων μοιάζουν μεσίστιες σημαίες,προσωπικά
αποδίδω τιμές,χαιρετώντας στρατιωτικά,και δεν είμαι
ο γέρος αετός που "κουνάει,μάταια,τα ριπίδια",ούτε ο
παιδιόθεν,υποθέτω,τρελός εκτελωνιστής,αλλά θα φύγουμε
που θα φύγουμε,γιατί να μη αποδομήσουμε τη ζωή μας,
φτάνοντας στο στοιχειώδες απλό,
το ανάποδο
κι αν δε βρήκα ένα όνομα της προκοπής είναι γιατί ο
εγκέφαλος λειτουργεί με ομοιώσεις,λέμε τα σύκα σκάφη
και τη σκάφη σύκα,πάντως εγώ προσπάθησα,μη φαντασθείτε
ότι δεν είχα ευκαιρίες,θυμάμαι πώς πετούσα
πέφτοντας απ'το ποδήλατο στην πρώτη μου σύγκρουση
κι ο άλλος μάζευε τις τυρόπιττές του, μ'ένα γαμωτοκέρατό σου.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014




IΣΩΣ
Να φυτεύετε τις παλαιές σας φωνές,
κομμάτια από βραδινά παιγνίδια,
ίσως,κάποτε,φυτρώσουν ξανά.


ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε η νύχτα μου'φερνε τους πεθαμένους,
τώρα μου παίρνει εσένα.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ
Κι ο Τσιγκιτσάγκας,με το καβούρι να'χει κάνει
ιππόδρομο το στομάχι του,τράβηξε την πόρτα
μιας εποχής,δοκίμασε το πόμολο, να δει αν έκλεισε καλά,
κι απομακρύνθηκε-ήγουν την έκανε, με μεγάλα βήματα-
υπήρξεν ο τελευταίος μαχαλόμαγκας,όταν εμείς οι φλώροι,
σιχτιρισμένη γενιά των σίξτις,προσφέραμε στις επισκέψεις,
ένα βερμούτ που'κανε το γύρο της πόλης,
εκείνοι σου έστριβαν
τσιγαριλίκι,μπροστά σου,το δώρο δε δωρίζεται,έπρεπε ή να το
αρνηθείς ευγενικά, "ευχαριστώ,ρε μαλάκα,δεν πίνω μαύρη" ή
να το καπνίσεις-όχι να το δωρίσεις για να καταλήξει στον
που στο πρόσφερε-υπάρχουν,βέβαια, στις παρυφές,
όξω απ'την εποχή
υπάρχουν(σας μίλησα γενικά, άλλοτε)κάτι παλιοί καντάρηδες
της λαχαναγοράς,καροτσέρηδες, λοτατζήδες,κάποιοι που
περπατούν και κοιτούν τα μπράτσα τους,απόμαχοι
φορτοεκφορτωτές,αλλά η εποχή έκλεισε με τον Τσιγκιτσάγκα.





Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΠΙΚΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Kάθε φορά που σου μιλώ,
ένα λιβάδι μ'ασφοδίλια ανθίζει στη γλώσσα μου,
δεν ξέρω από ποια πλευρά του ποταμού να κοιτάξω,
δεν ξέρω ποιος θα χτίσει, ένα σπίτι από ίσκιο, πρώτος
στη Νέκυια,
α,πικροί άγγελοι,έρχεστε τόσο γρήγορα...

ΠΑΟΥ-ΠΑΟΥ
Ο μόνος, τελικά, που δε δέχονταν να ακούσει
τα σουρεαλιστικά μας Κάλαντα, "καληνημέραν άρχοντες"
πού η αρχοντιά,
φτώχεια άγρια μας έδερνε,
ήταν ο Κούγκουλος"φυγάτε
έχου χλίψ'"κι είχε θλίψη γιατί του' λειπαν και τα δύο του πόδια,
τα' χασε από κρυοπαγήματα,
μετακινούνταν με πατερίτσες, του'λειπε το χωριό του το Καστράκι
και το Μεγάλο Μετέωρο κι η Αμερική όπου, πριν τον πόλεμο
έκανε πυροσβέστης,σε κάρα στα οποία τα "αλόγατα ζεύουνταν μαναχάτα",
κάποτε τον παρέσυρε ένα ποδήλατο-αυτοκίνητα δεν υπήρχαν στη γειτονιά-
και τον έριξε στο χιόνι,ο ποδηλάτης,νέο παιδί,έβαλε τα κλάματα,
πάντοτε ξεκινούσαμε απ'αυτόν και πάντοτε,ανάβαμε τη λύπη του
μέσα στον πάγο,
τα τζιγκουμπέλια δεν υπήρχαν τότε,μόνον οι
καλλικάροι
που χτύπαγαν την πόρτα του κι απόθεταν στα κόκκινά του αυτιά
ένα ηχηρό- πάου-πάου.

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠ'ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ
Νύσταξα αιφνιδίως και βρέθηκε κάποιο ποίημα να φιλοξενήσει
τον πικρό μου ύπνο,κι όταν ξύπνησα άρχισα μάταια να ψάχνω την
πόρτα,εδώ,όχι...εκεί,
πρέπει να με παρέσυρε κι ο χρόνος,
όλα τα πού
έγιναν πότε,
παρ'όλα αυτά, δεν κατέληξα σκύβαλο,όπως φοβόμουν
μια ζωή,δεν κατέληξα περιστέρι που είναι σκύβαλο αφομοιωμένο-κι εδώ
μην ανακαλύψετε απλή διακειμενικότητα ,
κατά το "ο λύκος είναι αφομοιωμένο πρόβατο",ο Βαλερί νομίζω το'γραψε-
το θέμα είναι πολύπλοκο,
εφόσον υπάρχουν οι "βαρείς λύκοι" στη Βίβλο
κι έψαχνα με την αφή,
ώσπου κουδούνισε κάτω απ'το καπέλο μου
η χρυσή λέξη ιχώρ.


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΚΙ ΟΣΟ
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
τόσο βρίσκεις
περισσότερα τα κίτρινα φύλλα,
από τις πεταλούδες,
τόσο πιο σπάνια ένα κοπάδι πουλιών
σταματάει απότομα για να μετρήσει τους ήχους
της καρδιάς σου,
οι καθρέφτες που φαίνονται απ'τα παράθυρα
έχουν σβήσει, με ένα μαντήλι, τα είδωλα όσων απέμειναν
πλάι σου,
κι η σιγή ευρύνεται ώς τα όρια της μουσικής.
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
βουλιάζει στα λεξικά το λήμμα "νεότης"
κι αραιώνουν, στη θάλασσά σου, οι αστερίες.







  ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Αυτά τα δέντρα ανθίζουν άσπρες πεταλούδες,
ευδία, η θάλασσα με τις ρυτίδες των γηραιών κυριών,
μια αλκυόνα,βρείτε εσείς τους συσχετισμούς και τη δράση,
α, και η "Ζωίτσα"που στη μεσοποταμία,Κραυσίδωνα και Ξηριά,
θ'ανυψωθεί και πάλι,θα'μαι στο τιμόνι και θα τραγουδώ
"επεράσαμ'όμορφα..όμορφα,επεράσαμ'όμορφα σε τούτη τη ζωή",
βέβαια δεν θα'ναι ακριβώς έτσι,υπήρχε ο Ντοστογιέβσκι,μ'ένα
Χριστό
(κι αν η αλήθεια είναι ξέχωρη απ'Αυτόν, εγώ μαζί Του θα μείνω)
κι έναν Ιούδα,ένα Μίσκιν
                      κι ένα Σταυρόγκιν
και θ'ανυψωθεί η βαρκούλα και θα είμαι τώρα
εγώ, που δοκιμάζω τη
στερεότητα των αιθέρων, κι όπως,πριν από μέναν άλλοι
θα τη βρω ικανοποιητική.



 





Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΟΝΟΜΑΤΑ
Έφυγαν τόσοι πολλοί,άντρες και γυναίκες, άλλους τους
έχανα σε στροφές
κι άλλους στις τρυφερές νύχτες,
μου άφησαν χούφτες από ονόματα
φορώ ονόματα στο πέτο,στο λαιμό, κι άλλα τα' χω δεμένα στο μαντίλι,
καμιά φορά
τα στρώνω και τα κάνω ιπτάμενα χαλιά,
άλλες τα σπέρνω και,ενίοτε,
φυτρώνουν-
όμως το ζήτημα δεν είναι αυτό, είναι ότι περιμένω
στην ουρά,ν'ακουμπήσω και το δικό μου όνομα
στις πικροδάφνες, πλάι στις οποίες περνούσα με το Γιώργο, μωρό,
κι ο γύφτος φώναζε "αυτό δεν είναι χαλί,είναι τάπης",
τη διαφορά θα τη μάθαινα, αν ήξερα και το δικό του όνομα
και τον ρωτούσα,τώρα έχω κι άλλο πρόβλημα, θυμάμαι πρόσωπα
μα δεν μπορώ να βρω την αντιστοιχία των ονομάτων,αν ήταν εδώ
ο πατέρας θα του ζωγράφιζα ένα και θα μου'λεγε,ο Σπανός ή ο
Θεσσαλονικιός ή ο Χόντος, η Βροντίνα και ο Τσούτσας
κι η Λενάρα, θα μου'λεγε "αυτός είσαι,συ ο ίδιος,
δεν κοιτάς σε καθρέφτες;".

ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Το παιδί που ισορροπεί
στις ράγες μιας άγονης γραμμής,
παριστάνοντας
το τρένο,
κάποτε, θα καταλάβει τον
ύποπτο ρόλο των κλειδούχων.
Επίσης, θ'αντιληφθεί
πόσο μάταιο είναι να σέρνεις βαγόνια με σκηνικά
ενώ οι υποκριτές κοιμούνται μακριά, πολύ μακριά,
πλάι στα συναισθήματα
και τη δράση τους-
κι όλα αυτά είναι τόσον εύθραυστα, όσο
ο Τενεσί Ουίλιαμς,στο "Γυάλινο κόσμο"του,
αποφάσισε.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΒΛΕΜΜΑΤΑ
Κι όταν θα τιναχθούν τα βαριά μας φτερά,
δε θα τυλίξουν τον αέρα και τους ώμους-
βλέμματα θα κρατήσουν:
Το φευγαλέο ανεπίστρεπτα, το παραπονεμένο,
ένα κρύο γυάλινο,
ένα νυχτερινό,γεμάτο άστρα,
το αθώο γαλάζιο,
το θριαμβευτικό κι εκείνο το ονειροπόλο
που παίρνουν τα παιδιά την Άνοιξη.



ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ    
Ο πατέρας μου, απλώς, φρόντιζε, με τις μπογιές Βλασσόπουλου,
                                            το διαρκές πένθος των χηρών
των καμπίσιων που έσπερναν κι ύστερα κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες
                                             των καφενείων για να πεθάνουν,
το ποίημά μου είναι κολοβό,το ξέρω,ο παππούς Βαγγέλης τυλίγονταν
                                              με σπάρτα
κι έλεγε "έτσι, ωραίος, θα φύγω"και το κάρο του τον πήγαινε απ'το Βόλο
                                               στο Ριζόμυλο
δέκα χιλιόμετρα δρόμο, με τον αυτόματο,συμπλήρωνε "θα πρέπει να το
                                               ρυθμίσουμε"
το κοιμητήρι είναι όξω απ'το χωριό"και τρέχαμε με το 612 μηχανάκι μέσα
                                                στη σκόνη
και το σμάρι των παιδιών από πίσω, φωνάζοντας "χουντροκόψιδου",πετώντας
                                                σκόρδα που ξερίζωναν
χωριά με τα τούρκικα ονόματά τους:Τσουλάρ,Γκιουλάρ,Τάχταλασμάν',Γκιρλή-
                                               άσχετα αν το τελευταίο
με το αρχαίο όνομά του,ονόμασε μια χώρα,την Αρμενία-ο παππούς Βαγγέλης
                                              μάζεψε τα ομώνυμα εγγόνια νέα
τους έμαθε τα μυστικά των αλόγων.


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠ' ΤΟΥΣ "ΒΟΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ"
Κι έφυγαν,η Αλέκα,ο Μανώλης,ο Κοράκης.
Στη θέση τους απόμειναν
τεράστια
άδεια
παπούτσια.

Η ΟΣΜΗ ΤΩΝ ΝΕΡΑΤΖΑΝΘΙΩΝ
Πάντοτε ανοίγει ένα κενό,δεξιά μου,και νιώθω την ανάγκη
να το πληρώσω,άλλοτε ως διαίσθηση του επιθεωρητή Πορφύρη
Πετρόβιτς κι άλλοτε ως,σταυροπόδι καθισμένη, προδοσία-
στη δεύτερη περίπτωση, προϋποτίθεται ένας μικρός
νυχτερινός κήπος.
Αλλά και εξ ευωνύμων,η μιαιφονία τυπωμένη αποτελεί,
στο φεγγάρι,σκοτεινό, αιώνιο ιδεόγραμμα.
Θα 'θελα να μου μιλήσεις,τώρα, να βρεις,έστω,τις
λέξεις μου αιχμηρές,μια ποίηση για αγριοκάτσικα,ας είναι,αρκεί
να μου μιλήσεις,έστω,ν' αντιδράσεις μουγκρίζοντας όπως ο Μόργκαν,
ο τρελός εραστής,
μα εσύ,αγαπημένη,σωπαίνεις,λες κι είναι δική σου η γνώση όλου του
κόσμου,λες και ορκίστηκες ότι δε θα τη μοιραστείς,λες και θα καταργηθεί
η οσμή των νεραντζανθιών,αν το τολμήσεις.


ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Φεγγάρι
λουλούδι
δάκρυ.
Λόλα,να ένα ακόμη ποίημα

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΠΡΑΜΑΤΙΑΣ
Εντάξει,ας κάνουμε το συμβιβασμό,ας πετάξουμε και
κάνα αστρικόν σώμα δι ευαισθήτους ψυχάς,αυτό δε θα με
κάνει να ξεχάσω την προγιαγιά Περσεφόνη  που κουβάλησε
το εικόνισμα της Οσίας Παρασκευής, απ'τους Επιβάτες στην Αγριά
και τα'βαζε με τη νύφη της-φόρεσε,χήρα γυναίκα, κόκκινο φουστάνι,
με τον πραματία τα'χει;
Κι η θάλασσα ήταν απέραντη,κι ο πατέρας
πήγε να περπατήσει πάνω της,τον έβγαλαν κάτι ψαράδες,
η Περσεφόνη
εκατόν πέντε,όσο κι η Κολοβίνα,οι δυο πεθερές του παππού,τί να χαίρομαι,
δεν κληροδοτείται  το εξ αγχιστείας κορακοζώητον.
Κι ο πραματίας πέθανε
και δεν είχε τίποτε με τη γυναίκα,
αλλά-να μη τιμήσει εκείνη
εφόρου
τον άντρα της,
να βγάλει τα μαύρα;