Η ΝΥΧΤΑ
Απόψε το χελωνίσιο δέρμα της καρδιάς μας διαποτίζεται. Ανοίγουν οι πόροι, διαλύεται ο κόμπος που εμποδίζει τη ροή των αισθημάτων. Φορούμε φτερά, σβήνουν οι χυδαίες στην επανάληψη τους εικόνες. Μένουμε γυμνοί, όπως οι προπεπτωκότες.
Στην κορυφή του βουνού μια έλλαμψη, ακολουθεί η πανσέληνος. Την κουβέντα μας συντροφεύουν μυριάδες τριζόνια με το πριονάκι τους. Ανάμεσα στο πέπλο της νυχτωδίας τους περνούν φωνές νυχτοπουλιών. Στις βελανιδιές, τσιρίζουν οι βερβερίτσες. Αν ρίξεις μια δέσμη φακού πάνω τους θα προσέξεις, στιγμές κόκκινες, τα ματάκια τους. Ανοίγουν το στόμα σαν να διαμαρτύρονται για την παρουσία μας. Ένας από αυτούς πηδάει στο γλωσσίδι της καμπάνας κι ακούγεται, εξαιρετικά παράταιρος , ο ήχος της. Τα άστρα σβήνουν ένα – ένα, όπως την αυγή.
Καθόμαστε στους κομμένους, από τον Γέροντα και τον κυρ Γαβριήλ, κορμούς. Άβολα καθίσματα, αλλά τέτοια ώρα ποιος το προσέχει… Μπροστά και κάτω γυαλίζει, γυρίζοντας αργά, σαν διήγηση συναξαριστή, ο ποταμός. Πίσω μας, φωτισμένα κατά την ανόητη συνήθεια των τελευταίων χρόνων, τα βράχια. Στο βάθος θρόμβοι φωτός στο ακρογιάλι του Άθωνα.
-Αυτό το ’χω κλείσει, κουνάει πέρα – δώθε ένα κομποσχοινάκι ο Σταμάτης, το ’χω σφραγίσει στη νάιλον σακούλα για να μην το ακουμπάει το ρυπαρό δέρμα μου. Το πέρασα πάνω από το λείψανο του Αγίου Δημητρίου κι έκτοτε έμεινε η ευωδιά – πάνε χρόνια τώρα. Έτσι είναι οι άγιοί μας. Μας χαρίζουν απλόχερα την ευωδιά των λειψάνων τους, καμιά φορά και του ζωντανού σώματος τους που είναι και η ευωδιά της ψυχής τους. Το μύρο είναι η αισθητοποίηση της αγάπης τους, μιας αγάπης άσωστης, κατά τον Απόστολο Παύλο. «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» κι αλλού «μείζων δε τούτων η αγάπη». Τα σώματα τους πνίγονται στο μύρο κι αυτό σημαίνει ότι μας σκέπτονται, μεσιτεύουν για μας στον Κύριο.
Απέναντι του κάθεται μια γερμανιδούλα, η Κατερίνα, μέχρι προχθές Ζίγκριντ, και πλάι της η κυρία Ματίνα και η αφεντιά μου. Η Κατερίνα φόρεσε προχθές το λευκό ρούχο κι εκεί, στην πλώρη του βράχου, κάτω από την ανθισμένη υποκαστανιά, έσβησε την προτεσταντική ύβριν εικοσιπέντε χρόνων.
Ακούει τον Σταμάτη προσεκτικά, τον διακόπτει μ’ ενθουσιαστικά – ναι, ναι, πιστεύω… πιστεύω…
Κάποια στιγμή, την ώρα που η κορυφή ανάβει και η σελήνη τινάζεται πλάι στον κώνο – μεγαλοπρεπής βασίλισσα του Σαβά - κάποια στιγμή θέτει με χαριτωμένα ελληνικά τον πόθο της – Όλα είνι όμουρφα απόψι. Ιγκώ τάτειλα, τάτειλα να ζήσου άλλη ζουή, όλα να’νει όπως απόψι υπέρουχα. Οι γκρύλοι… του φεγγάρι…
Τα «άρρητα ρήματα»φθέγγονται κάτι περισσότερο απ ’το φεγγάρι, τα τριζόνια και το αεράκι. Κι όλο αυτό αποφασίζει να της το περάσει, τουλάχιστον αυτή είναι η πρόθεση του, ο Σταμάτης. Της μιλάει για τα «εν εσόπτρω και αινίγματι» για το «επιμέρους του εδώ» και για το «πρόσωπο προς πρόσωπον» του Επέκεινα. Ο λόγος του είναι ακριβός και απλός, οι λέξεις του στριφογυρίζουν όπως οι νιφάδες του χιονιού μέχρι να αγγίζουν την καίρια σημασία.
Στο τέλος η κυρία Ματίνα σταματάει το κομποσχοίνι, που ξεχωρίζει καθαρά πια στα δάχτυλά της και μας πληροφορεί ότι βρίσκεται εδώ, κάτω στις σκηνές, η κουμπάρα της, η άλλη Κατερίνα.
Μια εικοσάχρονη κοπελίτσα είναι τούτη εδώ. Για δυο ολόκληρα χρόνια αγωνίσθηκε με τον Γέροντα να απαλλαγεί από το πνεύμα του πύθωνος που πολύ την βασάνισε. Τα κατάφερε τελικά με νηστεία και προσευχή. Όμως τον πρώτο καιρό, την ώρα των Ακολουθιών έμεναν πλάι της δέκα άνδρες χειροδύναμοι, να την συγκρατούν όταν το δαιμόνιο άρχιζε τα δικά του: Βρισιές στον Γέροντα με βραχνή φωνή και χτυπήματα. Κάποτε τους ξέφυγε και με τη γροθιά της έσπασε το πρόσωπο της Παναγίας του Τέμπλου. Τις περισσότερες φορές έπεφτε στο τσιμέντο και, σφυρίζοντας όπως οι όχεντρες, τρύπωνε στα πόδια των αντρών και προσπαθούσε να τους δαγκώσει τους αστράγαλους. Δεν ξεχώριζε στο ορθρινό ελάχιστο φως και όλοι αναπηδούσαν, οι ψαλτάδες σταματούσαν τα Κεκραγάρια και τους Κανόνες. Κι ο Γέροντας αναγκάζονταν να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να την κοιτάζει, να την κοιτάζει μόνο. Τότε όλα σταματούσαν, ο δαίμονας ησύχαζε κι έτρεχαν να σηκώσουν τη δύστυχη η μάνα της και η αδελφή της. Την μετέφεραν σαν σακί κι έμενε ώρα ολόκληρη εξασθενημένη στο στασίδι με το κεφάλι γερμένο και δάκρυα στα μάτια.
-Θυμάμαι μια εκδρομή, παίρνει πάλι τον λόγο ο Σταμάτης. Άνοιξη και περπατούσαμε μέσα σε φτέρες και αγριοτριανταφυλλιές και πουρνάρια. Στα βαθύσκια πλατανορέμματα άκουγες να βόσκουν αγριόχοιροι και ζαρκάδια. Χρυσοζούζουνες ανέβαιναν από το μελισσοχόρταρο, την αιγορίγανη και το θυμάρι. Ξάφνου διακρίναμε χαμηλότερα την στέγη ενός εξωκλησιού. Χαρήκαμε για την ανέλπιστη ευλογία κι αρχίσαμε να ψάλλουμε, κατεβαίνοντας, Θεοτοκάρια. Όταν πλησιάσαμε στα πενήντα μέτρα κι ενώ το εκκλησάκι δεν φαινόταν, χαμένο μέσα στη βλάστηση, η Κατερίνα έπεσε μπρούμυτα κι άρχισε, μπάσα κατά την συνήθεια του εναντίου, να ουρλιάζει – Φύγε, φύγε από εκεί μέσα, φύγε ρε, δεν μ’ ακούς;».
Ξαφνιαστήκαμε, κάποιοι την απομάκρυναν, ώσπου ησύχασε. Οι υπόλοιποι μπήκαμε στην εκκλησία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, παλιές όλες, μ’ εκείνη την ιδιαίτερη τεχνοτροπία των προβυζαντινών να κυριαρχεί. Ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Νικόλαος, η Παντάνασσα οι εν Θερμή Άγιοι… Στο σκοτάδι είδαμε την σιλουέτα ενός σκυμμένου άνδρα. Γύρισε, στο αναμμένο κερί που κρατούσε φάνηκε ένα ισχνό γεροντάκι. -Καλώς ορίσατε, μας είπε με ζέση. Πλησιάστε. Εγώ είμαι ο νεωκόρος. Βρίσκεστε στην Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, την βλέπετε, αριστερά στο τέμπλο. Κι εκεί, περάστε παιδιά και προσκυνείστε, εκεί δεξιά στο τραπεζάκι, υπάρχει ο αντίχειρας του Αγίου Νεκτάριου -τον τρέμουν οι δαιμονισμένοι- την βοήθειά του να ’χουμε.
Πέφτει σιωπή. Όλα έχουν αλλάξει. Τα φύλλα των βασιλικών δρυών περιγράφονται χρυσά. Ο αέρας δυναμώνει. Ξαφνικά μας τρομάζει όλους το σφύριγμα ενός τρένου. Στα 650μ. υψόμετρο τρένο; Ο Σταμάτης γελάει. Και, ενώ μας εξηγεί για την κωδωνική μεταφορά κι επίταση του ήχου, μας δείχνει: Μια φωτεινή κάμπια στο βάθος της κοιλάδας κινείται νοτιοδυτικά.
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου