ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΛΕΜΟΝΙΑ
Ο ήλιος βυθίζεται, κόκκινος, ανάμεσα στα “κέρατα” της μαγούλας Παλατάκι, δυτικά του Πηλίου. Τα “κέρατα” είναι τα ερείπια των τειχών της Δημητριάδας. Ανεβαίνω ένα λοξό μονοπάτι που περνάει ανάμεσα από θυμάρια, αλισφακιά. αγριοσυκιές και πρασινωπές, στικτές κι εύθρυπτες πέτρες γεμάτες χρυσοκανθάρους και τριζόνια.
Στο βάθος διακρίνω το μικρό κοιμητήρι της Αγίας Παρακευής.
Δεν έρχομαι εδώ, αν και ο γέροντας, συχνά μου θυμίζει ότι η νεκρούπολη αποτελεί “Πανεπιστήμιο”, αφορμή δηλαδή για μια “μελέτη θανάτου”, μια προσέγγιση στη γνώση του φυσικού μας προορισμού. Περιδιαβαίνοντας με διάθεση στοχαστική τα δρομάκια του, διαπιστώνεις τη ματαιότητα των γήινων και, θες δε θες, ξεφεύγεις από τα νύχια του φόβου. Ανυψώνεσαι λίγο, και σηκώνεις το βλέμμα, συνήθως υγρό, ψηλά.
Τα μνήματα αποτελούν τους οδοδείκτες για τον προορισμό- τον Ουρανό.
Πέρα από τον τρόμο της οικείωσης με τον κρυφό σωματικό αφανισμό, εκείνο που με κρατάει μακριά, είναι η σταθερή γνώση ότι μητέρα δεν βρίσκεται εδώ- ό,τι κι αν διαφορετικό διαιωνίζει το, λερωμένο από τις συνεχείς κατολισθήσεις, μάρμαρο, με εκείνο το “ενθάδε”.
Μπορεί τα ονόματα να αποτελούν τη μοναδική Ιστορία των προσώπων. Όμως, η νυχτοπεταλούδα που φτερούγιζε ανάμεσά μας στο εξόδιο νυχτέρι, πέταξε οριστικά, για τόπο μυστικό-είμαι γι αυτό βέβαιος.
Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος με ραντίζει καθώς ανεβαίνω, με άνθη μελικοκκιάς και κυπαρισσόμηλα. Ακούγεται το κελάρυσμα της βρύσης με την ποδιά που με υποδέχεται στην είσοδο του κοιμητηρίου.
Θυμάμαι τη μέρα του αποχαιρετισμού, δυο χρόνια πριν.
Μικροί σπάνιοι στεναγμοί παντού και εσμοί στρουθίων γλιστρούσαν σε χοάνες σεπτεμβριάτικου φωτός. Οι σκίουροι και οι νυφίτσες τσίριζαν, δίχως τη μακάρια γαλήνη των χθονίων ενοίκων να ταράσσουν. Μικρά κεριά λαμπύριζαν ανάμεσα στα χόρτα. ‘Μια εικόνα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος”, σκέφθηκα.
Η, όσο και τα μάτια μας υγρή, φωνή του ιερέα ράντιζε τη μητέρα, πριν τη σκεπάσει το χώμα της πάτριας γης.
“Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.
Τη στιγμή ώρα που αποχωρούσαμε για τον καφέ στο χωριό, διαπίστωσα, με πικρό χαμόγελο, πόσο ορθός ήταν ο αφορισμός του Ουναμούνο: “Γελοίο είναι ό,τι δεν συμβιβάζεται με το πλαίσιό του”. Οι δυο βοηθοί του τελετάρχη, είχαν, λόγω ζέστης, βγάλει τα σακάκια τους και στέκονταν, πλάι στη βρυσούλα, με πετσέτες και δίσκο με κόλλυβα στο χέρι.
Θύμιζαν γκαρσόνια ακριβού εστιατορίου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, καθαρίζαμε με τη γυναίκα μου τον κήπο που είχε θεριέψει τις μέρες του νοσοκομείου. Κόβαμε τα αγριόχορτα, κλαδεύαμε τα δεντράκια. Ξαφνικά η Μαρία με φώναξε, “έλα , έλα να δεις”.
Κρατούσε ένα κλαρί λεμονιάς, ενός δέντρου που σκέπαζε ολόκληρη σχεδόν τη μικρή μας αυλή. Το είχε φυτέψει ο πατέρας κι, έως το θάνατό του, έψαχναν, κάθε πρωί, με τη μάννα, στο φύλλωμα να δουν ένα του ανθάκι.
Μάταια.
Του έσπαγαν αυγά στη ρίζα, του έριχναν χωνεμένη κοπριά ή καλό καστανόχωμα από την Κερασιά.
Τίποτε.
Η μάννα συνέχισε κι όταν έμεινε μόνη. Παραμέλησε τα λουλούδια, έδειχνε να την ενδιαφέρει μόνον η λεμονιά.
Έφυγε δίχως να αισθανθεί το ανοιξιάτικο άρωμά της.
Έπιασα προσεκτικά το κλαρί.
Στην άκρη του κρέμονταν δυο μικρά, πράσινα ακόμη, λεμονάκια.
Κάθομαι στην άκρη του μνήματος. Το καντηλάκι σβηστό, σαν παιδί ολομόναχο, χαμένο σε δάσος, το νιώθω. Ένα μοβ λουλουδάκι στριφογυρίζει και πέφτει στα μαλλιά μου, ένα άλλο ακουμπάει στην κορυφή του σταυρού. Θέλω να της πω κάτι- πιστεύω ότι θα μ’ ακούσει, όπου κι αν βρίσκεται, αλλά δεν βρίσκω τι να της πω.
Ξαφνικά θυμάμαι κι επαναλαμβάνω ψιθυριστά μια ιστορία της δικής της ζωής, μια ιστορία από τα χρόνια της Κατοχής που συχνά μου αφηγούνταν. Είναι σα να της ξαναθυμίζω-μην ήπιε εκεί που βρίσκεται νερό της λησμονιάς- τα γεγονότα.
“Ανέβαινες στο βουνό, εκεί που ο αδελφός σου ο Γιώργος έκαιγε το καμίνι. Κάθε πρωί κατέβαζε τα κάρβουνα στο χωριό, με ένα σκελετωμένο γαϊδουράκι. Ανέβαινες, στη Γερακιά, ενώ νύχτωνε, ένα κοριτσάκι μια σταλιά, ψειριασμένο, με πόδια καλαμάκια. Κουβαλούσες λίγο ψωμί, ελιές και κρεμμύδι, στην πετσέτα τυλιγμένα.
Ο Γιώργος σ’ αγκάλιαζε, τρώγατε μαζί. Ύστερα άπλωνε το κάρβουνο να κρυώσει. Είχε ήδη πέσει το βράδυ. Ξαπλώνατε σε μια χορτοκαλύβα, ανοιχτή από μπροστά, που μόλις σας χωρούσε. Προσπαθούσε να σε νανουρίσει λέγοντάς σου παραμύθια από το μέλλον- τι χαρά θα νιώσετε όταν θα φύγουν οι Γερμανοί κι εκείνος θα κατέβει από το βουνό κι η μάννα θα φτιάξει ψωμί, πολύ ψωμί από στάρι, όχι πατατόψωμο, όπως τώρα.
Δεν κοιμόσουν.
Άκουγες τους λύκους να ουρλιάζουν και φοβόσουν. “Γιωργάκο, φοβάμαι” του’ λεγες, “φοβάμαι μη μας φάνε τα πόδια οι λύκοι”.
Εκείνος σε καθησύχαζε “μη τρομάζεις, χαζό, δε μας πειράζουν”.
Κι επειδή επέμενες, το ένιωθε από το σφίξιμο του χεριού σου πάνω του, συμπλήρωνε:
“Άλλωστε τα πόδια ξαναφυτρώνουν, δεν το ξέρεις;”.
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου