Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ANABAΘMOI



 ANABAΘMOI


- Καλή σου μέρα, Γιάννη (και στη λεύκα του Γερμανού ένα επιδειξιομανές αηδόνι…)
- Γεια σου, Βασίλη. Πώς είσαι;
- Μια χαρά. Κι εσύ, γερός;

Ο Βασίλης τσουλάει ένα πράσινο καρότσι κι εγώ αγκαλιάζω τις λεύκες για να ξεφύγω απ’ τον καταραμένο ηλεκτρισμό, τον άναρχο, του κεφαλιού μου – μικρός ανεμοστρόβιλος, ένα status epilepticus που δεν διαχέεται λόγω –ενδεχομένως– του lamictal.
Υπήρξε καιρός που εκείνος έτρεχε πλάι στο κιτρινόμαυρο πούλμαν κραυγάζοντας «γειά σου, Παπαϊωάννου, γίγαντα» μπροστά στο «Εθνικόν Στάδιον Βόλου», ένα χώρο ξερό, χωμάτινο, με λακκούβες γεμάτες βροχή και γυρίνους. Κι εγώ με τη γεύση της γαρδούμπας στη γλώσσα, «το ‘φτιαξα αγοράκι μου γιατί σ’ αρέσει, μην πας στο γήπεδο, έχω προαίσθημα» μου ‘λεγε η μάνα μου, κι εγώ να παρακαλώ τον Σάββα τον ψαρά να με περάσει στο γήπεδο μέσα, σαν γιο του. Αν τον άκουγα «δεν γίνεται αυτό, ρε Γιάννη» δεν θα γελούσε μαζί μου ο θυρωρός μ’ εκείνο το στεγνό «ποιος είναι γιος και ποιος πατέρας» που΄ κανε τον Σάββα να χώσει το κεφάλι στους ιχθυόοσμους γιακάδες του.
Όμως πέρασα αργότερα, μ’ ένα ντου των άφραγκων και με τον Γιώργο τον Αράπη κατευθυνθήκαμε στη βορινή χαμηλή κερκίδα, εκεί όπου «είχαμε πάντα περιπέτειες». Κάποτε οχτακόσιες φοβισμένες σφήκες τινάχθηκαν από το ηλιοτρόπιο που κλωτσήσαμε και μας κυνήγησαν ως το κιγκλίδωμα. Κι άλλοτε, μ’ ένα άλμα του, από την κορυφή της μικρής τούμπας, που ακουμπούσε την εξέδρα, ένας φαντάρος βρέθηκε πάνω μας, καλύτερα για κείνον απ’ την κώχη του τσιμέντου, καλύτερα για κείνον, όχι όμως για μας, ιδιαίτερα για τον Γιώργο, που του ‘καναν το κεφάλι μπακλαβά οι αρβύλες του ακροβάτη.
(Τώρα γιατί συνεχίζω το γύρισμα αυτού του χυλού; Τι στέρεο γλυκό θα βγει; Μια αναδόμηση της «Νυχτωδίας» ή του «Σχολίου σ’ αφορισμό του Ούαιλντ» θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα αφήγημα, ναρκισσικό μεν, ορισμένο όμως, απλό και καλλιεπές.
Αν έβαζα τον θείο Κώστα, ο οποίος παρίστανε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, να πηδάει μπροστά στο πανί, να κάνει τις γκριμάτσες του κι οι θεατές να χειροκροτούν ή να σφυρίζουν; Ή να φιλμοποιούσα το «έπειτα» του ταξιθέτη και του ανθρώπου του πουλούσε πασατέμπο και φυστικοστράγαλα;).
 Η στιγμή πάντως κατέληγε σε ένα  παλλόμενο παλίμψηστο όπου στήθη γυναικών, γδαρμένα γόνατα και λάβαρα, ανεστραμμένες παλάμες, φωνές, όλα είχαν απλωθεί στην κερκίδα κι οι παίχτες σταμάτησαν το παιχνίδι κι έβλεπαν αμήχανοι, κάπου μ’ είχαν στριμώξει και με σκουντούσαν και μ’ έσπρωχναν και με χτυπούσαν, αλλόφρονες επειδή ένας εκεί, ένας τρελός, που αντί για τον αγώνα έβλεπε τα ανοιξιάτικα σύννεφα, φώναξε ξαφνικά «ο προβολέας, ο προβολέας πέφτει» κι άρχισε να υποβαθμίζεται (ήλος ηδύς της κυριολεξίας) άρχισε να πηδάει δυο-δυο τα σκαλοπάτια και τον ακολούθησαν οι πάντες.
Στο 0-3, κι ενώ ο Τάσος Βασιλείου χτυπούσε κόρνερ.
(Το κείμενο μου ως εδώ μοιάζει με μουλαράκι που δεν φτάνει το μοβ γαϊδουράγκαθο στο φράχτη. Ένας λόγος με τη δυναμική τέλματος. Μια διελκυστίνδα – στην έναντί μου άκρη βρίσκεται ο βραδινός στύλος του 66. Μαζευόμαστε από κάτω του, σε μια γειτονιά στερημένη εκείνη την ώρα απ’ την απίστευτη φωνογραφία των πλανοδίων. Στα στόματα μας άνθιζαν τα mirabilis. Σηκώναμε σημαίες απόψεων που σήμερα φαντάζουν ανοίκειες και αστείες, σχεδόν απάνθρωπες.Οι μισοί τραγουδούσαμε νέο κύμα, οι υπόλοιποι Καζαντζίδη. Με φωνές και τσακωμούς υποστηρίζαμε ο καθένας το ίνδαλμα του – πάνω μας έσταζε ο κομήτης. Ξαφνικά έβγαινε στο βεραντάκι του με τις πυτζάμες ο Στυλιανός Φακής και μας κατάβρεχε με το νερό του καναρινιού. Φτου, ψιττάκωση...)
Σήμερα βρισκόμαστε εδώ στην ανθισμένη Νεάπολη. Πίσω μου ακούω το καροτσάκι του Βασίλη να τρίζει. Τρέχω ποντάροντας στο ελάχιστο που περιμένω, να μην με βρει η έκρηξη της κρίσης, ώσπου να μπω στο εκκλησάκι. Φθάνω μπροστά στην εικόνα του Αγίου Τρύφωνα, γονατίζω. Και πριν του μιλήσω ο Άγιος με μεταφέρει σ’ ένα ρωμαϊκό στάδιο. Οι θεατές κραυγάζουν κάτι σαν ότε ή έκτε. Ο Τρύφων με μια φεγγαρώδη άλω στο μέτωπο προχωρεί προς το κέντρο του σταδίου. Εκεί υπάρχει μια αλυσοδεμένη ημίγυμνη γυναίκα. Την πλησιάζει και μπροστά της γονατίζει, στρέφει το πρόσωπο στον ουρανό. Το φεγγαρώδες γίνεται ηλιακό. Το πλήθος φωνάζει καθαρά έκτε
 Ξαφνικά απ’ τις ανεστραμμένες κόρες των ματιών της κοπέλας τινάζεται μια σκόνη μοβ κι όπως πέφτει μορφοποιείται. Γίνεται ένας μαύρος σκύλος που απομακρύνεται κυνηγώντας τον ήχο του πόνου του.
Στο στάδιο απλώνεται σιγή.
Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου