Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


«Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά» τσίριξε η γιαγιά «να αφήσεις το ρολόι στη θέση του».Και μόνον εμείς δεν νιώσαμε ευρωπαίοι το κυριακάτικο εκείνο πρωί των αρχών της δεκαετίας του 70- οι δείκτες του στρογγυλού μισοσκουριασμένου ξυπνητηριού, που σαν διάνος  μπροστά στο μαχαίρι μας κοίταζε, παρέμειναν στη θέση τους και η ώρα δηλώνονταν συνήθως με το επίθεμα « όπως και παλιά» ή, μπροστά σε ξένους, με την διασάφηση  «με την παλιά την ώρα».
Βέβαια, ξένους δεν πολυδεχόμασταν στο δωματιάκι της οδού Σόλωνος. Κάποιοι παλιοί συμμαθητές από εκείνους που συναντούσα τα πρωινά, τους έβλεπα να ανεβαίνουν πλάι μου στο ανθρώπινο ποτάμι της Πανεπιστημίου και τους φώναζα με το επίθετό τους, όσο κι αν μου ήσαν κάποτε αγαπημένοι- στο μικρό όνομα θα γύριζαν δεκάδες από τους οδοιπόρους του πρωινού. Σπανίως, γείτονες της γενέτειρας. Αυτοί ήσαν οι πλέον διαχυτικοί. Ζητούσαν  την αναψυχή της πατρίδας σε κάθε αναφορά κοινής μνήμης, σε κάθε λέξη που είχε ακουστεί  κι αλλού.
Η  γιαγιά, όταν φεύγαμε, εγώ για τη Σχολή και η Ρούλα για το Γυμνάσιο, ανέβαινε τη σκαλίτσα με το κοπανέλι στο χέρι κι έβγαινε στο στενό πεζοδρόμιο. Περισσότερο από τη δαντέλα την ενδιέφερε ο έπαινος των περαστικών. Έβρισκε αφορμή τότε να  μιλήσει για το όμορφο Πήλιο με τα φιρίκια και τα κρύα τα νερά- κυρίως κουβέντιαζε με ασφαλίτες που κουράζονταν να παρακολουθούν την απέναντι Νομική.
 Κάποτε, ένα μικρό γαλάζιο πουλί στάθηκε στην άκρη του σκαλοπατιού της  εισόδου. Η γιαγιά εξακολούθησε για μεγάλο διάστημα να πιστεύει ότι ήταν η ψυχή του παππού η οποία ήρθε ανάμεσα σε αυτοκίνητα, κορναρίσματα, φωνές  παιδιών από την αυλή του απέναντι Πνευματικού Κέντρου, ψαλμωδίες που έρχονταν από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, ήρθε για να μιλήσει μαζί της: «Γιατί, μωρέ Γιαννάκο» του είπε με παράπονο «γιατί έφυγες και με άφησες μόνη, να’μαι τόσο μακριά από το χωριό, το τσαγγαριό σου, τις κατσικούλες μου και την Αποκρίτσα, μακριά από τον κήπο, τον Αηνικόλα και τον παπαΜαραθά, τον άγιο άνθρωπο…». Παράπονο βουκολικό, σαν εκείνο του ποιητή που μιλούσε στο σταυραητό  τα βουνά και τα ρουμάνια του τόπου του.
Εκείνο τον καιρό ταυτόχρονα με τις σπουδές έπιασα και δουλειά στο γραφείο του κ. Τριάντη. Ένας ψιλόλιγνος γέροντας που , ολομόναχος, με τις αναμνήσεις μιας κόρης που χάθηκε  στα δεκαεπτά της, ζούσε σε ένα παλιό διώροφο του Κολωνού με αυλή που σκίαζαν ροδόκορφα  ενδημικά βρωμόδεντρα. Δεν έκανα και τίποτε σπουδαίο. Tου διάβαζα τις εφημερίδες της ημέρας, ήμουν επίσης υποχρεωμένος να ακούω τις αναμνήσεις του και τους δεκάδες δίσκους όπερας που ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Του διάβαζα για τον αδόκητο θάνατο του νεαρού Ωνάση- η εφημερίδα είχε εκείνες τις πανάθλιες φωτογραφίες τσίγκου από το κατεστραμμένο αεροπλάνο του. Κι ακόμη για την εκτέλεση του Λυμπέρη, του παιδοκτόνου ή για την πτώση του Αλλιέντε.
Πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά μου άκουγα από τις ανοιχτές πόρτες των οίκων ανοχής τις καθαρίστριες να τραγουδούν « μου τηλεφωνήσαν και μου είπανε…», ενώ τα μεσημέρια που σχολούσα μπερδευόμουν σε μικρούς στροβίλους από πέταλα ακακίας και σπουργίτια που άναρχα κι ερωτευμένα πετούσαν ανάμεσα στα πόδια μου. Από το παράθυρο έβλεπα παιδιά να χαράσσουν σε καπό αυτοκινήτων τον ακριβό λόγο  «θέλω πλύσιμο» κι ύστερα να χάνονται κάτω απ΄ τις αραβικές ακακίες, πίσω από τα γιασεμιά.
Τα απογεύματα, με τον απόηχο του τάκα-τάκα, του παιγνιδιού με τα δυο  συγκρουόμενα σφαιρίδια, μύριζαν σουβλάκι με γιασεμί, ενώ στα παράθυρα έγερναν γυναίκες και έφηβοι με   άδειο βλέμμα. Οι νεαροί στους δρόμους γάβγιζαν το μικρό όνομα ενός αστέρα των γηπέδων, του Ύβ Τριαντάφυλλου.
« Αν τα καταγράψεις όλα αυτά κι όσα ακόμη σου συμβούν όσο να φτάσεις την  ηλικία μου- και σου εύχομαι να φτάσεις- θα έχεις ζήσει όχι μία αλλά πέντε ζωές» μούλεγε ο κύριος Τριάντης όταν  τον έκανα κοινωνό των ταπεινών αυτών εμπειριών μου.
Στη βιβλιοθήκη του υπήρχε ολόκληρο το έργο του  Νίτσε και φαντάζομαι ότι στον Ζαρατούστρα είχε διαβάσει και είχε αποδεχτεί πλήρως τη θεωρία της «Αιώνιας Επιστροφής».
Υπήρχε μια πανάρχαια γραφομηχανή στο γραφείο του και, μαθαίνοντας, έγραψα ένα μικρό διήγημα:
Ήταν η περιγραφή μιας βόλτας στο Λυκαβηττό ενός δημοσίου υπαλλήλου, από αυτούς που γνώρισα μέσα από τα βιβλία του Κάφκα ή του Γκόγκολ. Καταπιεσμένος, όλη την ημέρα καταχωνιασμένος σε ένα ανήλιο γραφείο, το μόνο που ακούει είναι το χτύπημα της γραφομηχανής. Κάποιο πρωί επαναστατεί και, αντί να στρίψει προς την πολύβουη πόλη, σκαρφαλώνει στο λόφο.
Παράξενα, γιατί του ήσαν άγνωστα, πουλιά πετούν ανάμεσα στις πευκοβελόνες.   Κεντημένες στα δέντρα καρδιές υπαινίσσονται ιστορίες με τέλος. Παίρνει το πλάγιο μονοπάτι. Κοτσύφια του σφυρίζουν κι ο αντίλαλος του σφυρίγματος χαράζει την πρωινή σιωπή. Σε  πλέγμα- σαγήνη που κρατάει το γαλάζιο του Θεού. Οι φωνές των ανθρώπων δεν ακούγονται πια, μόνον ένας μακρινός βόμβος, σαν βογκητό  διαρκές –η πολιτεία που πεθαίνει, σκέφτεται ο ήρωάς μας
Και πράγματι πέθανε η πολιτεία για εκείνον. Ανύπαρκτο το γραφείο με τους συναδέλφους που, πριν για ένα εφτάωρο σκύψουν στα χαρτιά τους πίνοντας τον καφέ τους, μετρούν το τί και το πώς των απόντων-και πάντα στο ίδιο αστείο καταλήγουν: «Μη το λέτε κουτσομπολιό- κοινωνική κριτική είναι».
Η δειλινή πολιτεία έμοιαζε να αχνίζει, ένα ιώδες ονείρου γίνονταν όλα.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τακ και μια ποιητική εικόνα που ταξίδευε στο μυαλό του ήρωά μας  (το κορίτσι με τον ανανά στο κεφάλι να διασχίζει μια σκοτεινή γειτονιά ενώ ακούγεται βόμβος ελικοπτέρου) εξαφανίζεται.
Τα πράγματα παύουν να έχουν την παλαιά τους ενάργεια, μπερδεύονται, χάνονται. Δεύτερο τακ, τώρα το καταλαβαίνει είναι ο ήχος της γραφομηχανής και ακολουθεί τρίτο Απανωτά χτυπήματα λες και βρίσκεται στο γραφείο.
Ο ήρωάς μας στρίβει κι αρχίζει να κατεβαίνει  τρέχοντας το γλιστερό από τις πευκοβελόνες μονοπάτι.  Σε ελάχιστο χρόνο βρίσκεται στην πόλη.
Οι υπέροχες πολυκατοικίες της τον κυκλώνουν, θαυμάσιοι κουρδισμένοι άνθρωποι τρέχουν σαν κι αυτόν στους δρόμους. Έχει πλέον καθησυχάσει.
Είναι σχεδόν  ευτυχισμένος.

Αυτό ήταν το πρώτο  μου διήγημα. Το έστειλα μαζί με ένα δειλό σημείωμα στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ του Πέτρου Χάρη. Μου απάντησαν με εκείνες τις  μικρές φράσεις που τύλιγαν τα συγκοπτόμενα ονόματα:«Αξιόλογο, το κρατούμε».

Πέρασαν έκτοτε 32 χρόνια. Άλλαξαν τα πάντα σε μένα και στον κόσμο .Ξέχασα, φυσικά, και κείμενο και περιοδικό.
 Προχτές μόνο, ψάχνοντας στο GOOGLE με τον  γνωστό ναρκισικό τρόπο- τι να λέει για μένα άραγε, ας ψάξω στο όνομά μου;- βρήκα την αναφορά εκείνη στο αγοραφοβικό alter ego μου, σκαναρισμένη σε σελίδα του περιοδικού.
Μάιος του 1971 έγραφε.
Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου