Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ



ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Στη μέση περίπου του μαντρότοιχου κατά μήκος του χωματόδρομου που σήμερα ονομάζεται οδός Νεαπόλεως, διαθέτει σήμανση και η κίνηση της έχει προλάβει να προξενήσει κανα- δυό θανατηφόρα με Αλβανούς, οι οποίοι διέσχισαν μίλια για να μάθουν ότι τα ποδήλατα σταματούν σε προσκρούσεις με φορτηγά, στη μέση λοιπόν του τοίχου υπήρχε κάθετος  ένας μικρός κλειστός σωλήνας.
Ίσως να ήταν παλαιού τύπου πυροσβεστικός κρουνός, ίσως να τον τοποθέτησαν παλαιότερα για να περνούν τα νερά των ψυγείων Μουστακαλή, έξω από τον περίβολο. Τότε δεν υπήρχαν υπόνομοι, τώρα που το σκέφτομαι μάλλον από εκεί άρχιζαν οι αλυκές κι η θάλασσα τον καιρό που χτίστηκαν τα επιβλητικά κτήρια των ψυγείων.
Για μας τους πιτσιρικάδες  των «αναπηρικών», αυτό το έπαρμα χρησίμευε μόνο για να σκαρφαλώνουμε και να βλέπουμε πάνω απ’ τη γεμάτη σπασμένα γυαλιά κορυφή του τοίχου. Με πέτρες είχαμε καθαρίσει, σχεδόν λειάνει, το μέρος εκείνο του μαντρότοιχου – έτσι ακουμπούσαμε άνετα, οι μικρότεροι τα χέρια κι οι μεγαλύτεροι τον αγκώνα. Το πρόσωπο άγγιζε στοχαστικό την κλειστή παλάμη.
Αυτό δεν γίνονταν απ’ όλους μας. Κάποιοι έτρεχαν, τραβώντας, με μεγάλα λάστιχα κεφαλόπουλα από τον βούρκο, πέρα από την οδό Αθηνών. Άλλοι γονάτιζαν μπροστά στη μεγάλη δεξαμενή, όπου αγελαδοτρόφοι ζύγιζαν το γάλα που κουβαλούσαν με σούστες σε τσίγκινα κουτιά. Το εργοστάσιο παστεριώσεως γάλακτος ΕΒΟΛ κρατούσε όσους δεν παρακολουθούσαν το ξεφόρτωμα των αυτοκινήτων, ακριβώς απέναντι.
Ένας – ένας, με τη σειρά, ανεβαίναμε το σωλήνα, τρίβαμε τα, παλιά μας έτσι κι αλλιώς, ρούχα πάνω σ’ ασβεστωμένα, ξερά βρύα και βλέπαμε τους εργάτες να ξεφορτώνουν από τα φορτηγά τενεκέδες με τυρί ή τελάρα φρούτων γεμάτα  φρου – φρου, αλλά και μεγαλύτερα κουτιά που δεν γνωρίζαμε το περιεχόμενο τους.
Τι μαγεία μπορεί να προσφέρει ένας τόσο στενός χώρος, … Τι νιώθαμε με τα παραγγέλματα, το «έλα», το «πιάσε», τους μικροκαβγάδες… Στα μάτια μας γυάλιζαν αδέξιες φαινομενικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ιδρωμένα σώματα και τα είδωλα του ήλιου στους τενεκέδες.
Μέσα στους εργάτες βρίσκονταν και παιδιά, μεγαλύτερα μας βέβαια. Δεν έκαναν τις βαριές δουλειές. Οδηγούσαν με χειρονομίες, όπως «πίσω- πίσω» και «έλα» και «κόψε λίγο», οδηγούσαν τους οδηγούς των παλιών MAZDA και VOLVO. Οι πιο μάγκες μάζευαν από τους σωρούς άδειους τενεκέδες και τους πουλούσαν στους σαμαλάδες – αυτοί είχαν το χαρτζιλίκι. Οι τελευταίοι μας πρόσφεραν το καπάκι τους, ολοστρόγγυλο σαν τιμόνι, σε μια προσπάθεια καλοπιάσματος για να τους πληρώνουμε τα χρέη.
Σαμαλάδες μπορούσαν να γίνουν όσοι περνούσαν, μ’ αποτυχία και μιζέρια συνήθως, την Τετάρτη Δημοτικού.
Συνεργάζονταν με τον παρασκευαστή του γλυκού που έμενε στα προσφυγικά της Ν.Ιωνίας. Είχε κληρονομήσει από τον πεθερό του την συνταγή και την κρατούσε μυστική. Από τη γεύση πάντως ήταν σίγουρο ότι περιείχε γλυκάνισο και μαστίχα.
Αυτός λοιπόν ο σαμαλοποιός έδινε στους πιτσιρικάδες γεμάτες τάβλες και μια σπάτουλα. Μετά το σχολείο, και μερικές φορές αντί του σχολείου, εκείνοι γεωγραφούσαν τις παρυφές της πόλης με την ίδια πάντα κραυγή – «Σαμαλάααααακι, πολύ γλυκό…»
Οι σαμαλάδες λοιπόν αυτοί μας χάριζαν ό,τι, μαζί με τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες, αποτελούσε το όνειρο μας εκείνων των χρόνων. Οι κάτοχοι του «τιμονιού» παρίσταναν τους οδηγούς κι οι άλλοι, συνήθως οι μικρότεροι, έτρεχαν πίσω τους φωνάζοντας «έλα-έλα», «πίσω-πίσω», «σιγά» , «κόψε δεξιά»….
Βέβαια υπήρχαν και οι προνομιούχοι με όχημα, τα παιδιά με το τσέρκι. Οι πιο μεγάλοι έτρεχαν, με τη φούρκα στο χέρι κι ένα βουητό παλαιάς μηχανής, στους καλοστρωμένους χωματόδρομους. Αυτούς δεν τους ενδιέφερε το σίδερο – έτσι το λέγαμε.
Κάποιο κυριακάτικο πρωί γύριζα από την Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και η συνήθεια περισσότερο μ’ έκανε να πάω (αν και ήταν απαγορευμένο- ειδικά τη μέρα αυτή) προς το σίδερο. Είχα αρκετό καιρό να κινηθώ προς τα βορειοανατολικά όρια της συνοικίας – τρόμαζε τους γονείς μας η οδός Λαρίσης με τα ταχύτατα ανατρεπόμενα. Έτσι, με ξάφνιασε ένα τεράστιο μπαλόνι, έτσι το ‘βλεπα, σαν παλιό αερόστατο, μπροστά στην πόρτα του υπόστεγου, πλάι στο συγκρότημα των ψυγείων.
Δεν με ξάφνιασε το ότι η μετάδοση της εμπειρίας μου (παλιά κακή συνήθεια) άφησε απαθείς τους περισσότερους φίλους μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση πως, κάποιοι από αυτούς, γνώριζαν και περί τίνος, ακριβώς, επρόκειτο: «Ένα μεγάλο κεφάλι καρνάβαλου φτιάχνουν» μου είπαν, «είναι για την αποκριάτικη παρέλαση».
Από την επόμενη,  με τη σάκα στον ώμο, παίρναμε σειρά. Έπρεπε όλοι να δούμε τις τεράστιες πινελιές που, πέφτοντας, παρουσίαζαν σιγά – σιγά  ένα πρόσωπο με κλαυσιγέλωτος έκφραση. Υποτίθεται, ότι τινάζονταν από ένα σεντούκι, σαν το τζίνι του Αλαντίν.
Νιώθαμε συνδημιουργοί, είμαστε έτοιμοι να προτείνουμε, ξεχάσαμε τα καπάκια των τυροτενεκέδων, τις συναλλαγές με τους σαμαλάδες, ξεχάσαμε τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες. Όλοι περιμέναμε τη μέρα της παρέλασης.
Σ’ εκείνη την καρναβαλική γιορτή του 1963, στην οδό 2ας Νοεμβρίου, οι πάντες προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν, μέσα στη σοκολατοβροχή, το δικό τους άρμα. Υπήρχαν βέβαια και όσοι, ποιητικοί ιστορητές, κατέγραφαν τη σύνολη εικόνα. Υπήρχαν κι όσοι ζούσαν την ένταση του χρόνου έξω από τον χρόνο.
Πλάι στο «οε, οε, οε,οε…» ακουμπούσε το «να το δικό μας» κι ύστερα απαλά «την έπιασα», πιο πάνω ένα «Θανάσηηηη» οξύ.
Κυρίαρχο άσμα  τότε, ο Χαραλάμπης. 
Ήμουν ανεβασμένος σε μια ταρατσούλα, που υπάρχει ακόμη, κι έψαχνα εναγωνίως «τον άνθρωπο του Μουστακαλή», αυτό ήταν το όνομα του άρματος. Και χειροκροτούσα τρελά όταν πέρασε μπροστά μας, χάνοντας την ευκαιρία να πιάσω αρκετές σοκολάτες που, σαν χειμωνιάτικα σπουργίτια, έπεφταν γύρω.
Αυτό το λίγο – πιο – γεωμετρικό από όσο το ξέραμε, αυτό το περισσότερο αληθοφανές που είδαμε στις πινελιές του μας ξάφνιασε, όμως, όπως και να το πεις, ήταν ο δικός μας καρνάβαλος.
Το ίδιο βράδυ είδα τον πιο έντονο εφιάλτη της ζωής μου. Ένα όνειρο που δεν ξέχασα και στις παραμικρές του λεπτομέρειες, για χρόνια, και ενώ η μνήμη αραίωνε σαν μεσημβρινό συννεφάκι αιθρίας.
Είδα ότι από το γιαπί του Αναστασόπουλου τινάχθηκε ο καρνάβαλος, ο αγαπημένος μου κι έτρεξε πάνω μου. Μόνο που τώρα είχε πάνω του κάτι το τρομαχτικό. Ήταν αίσθηση περισσότερο και λιγότερο εικόνα.
Το βδέλυγμα της ερημώσεως, ως εννόηση. Με κυνήγησε, έτρεξα.
 Κι, όπως συμβαίνει σε ανάλογα ενύπνια, φορούσα παντόφλες.
Πέρασαν δεκαετίες από τότε.
Δεν λέω ότι ξαπλώνω  πλέον με τα αρχαία μου όνειρα διπλωμένα στο μαξιλάρι μου. Ο άνθρωπος μεγαλώνει κάθε στιγμή.
Νομίζω ότι από την ιστορία που σας διηγήθηκα απέμεινε το παιδί που ακουμπάει τον αγκώνα του δεξιού χεριού στην κορυφή του μαντρότοιχου με τον καρπό να εγγίζει το μάγουλο.
Μπροστά του περνούν, όπως τότε περνούσαν τα φορτηγά με το τυρί, οι ιστορίες ενός κόσμου που ζητάει χρονικογράφο.
Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου