ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΓΚΙΣΕ
-Ένας πελώριος, κυρτός γέρος, με γένι εαρινό σύννεφο και μια πλαστική παιδική κιθάρα κρεμασμένη στον ώμο, κάθισε στο σιδερένιο τραπεζάκι έξω από το περίπτερο. -Δυο παγωτά σοκολάτα, παράγγειλε. Κι άνοιξε, με τα ολόγερα δόντια του, ένα μπουκάλι ρετσίνα. Έκανε το σταυρό του και - ήταν γαλάζια τα μάτια της, ήταν όμορφη, πρόφερε: Ό,τι άκουγα καθημερινά από αυτόν την ίδια πάντα ώρα, στο ίδιο σημείο, συνοδευτικό του ίδιου πάντα σχήματος.
-To περίπτερο της οδού Αθηνών υπήρξε για μένα, και για τα χρόνια από το ‘65 έως το ‘87, το σχεδιαστήριο του τόπου, των ανθρώπων αλλά και του χρόνου που τα πάντα αλλοίωνε. Δεκάδες ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και ρεπορτάζ για τα περιοδικά στα οποία ταυτόχρονα εργαζόμουν, γράφτηκαν πάνω σε χαρτόκουτα τσιγάρων, σε στάσεις άβολες, πότε στο γκισέ, πότε ακουμπώντας σε μπροστινά ράφια, πότε στο γόνατο, τα καλοκαίρια στο σιδεροτράπεζο.
Στα χαρτονάκια αυτά χώρεσαν σκίτσα προσώπων με μια κυμαινόμενη έλλειψη αριστερά στο στήθος, έλλειψη που σήμαινε, μάλλον αμήχανα αποτύπωνε, την απουσία νοήματος υπαρκτικού. Χώρεσαν δίπλα σε απλές μεγάλες συνθέσεις, όπως εκείνες των εκδρομέων της Καθαρής Δευτέρας ή της Πρωτομαγιάς, όταν γειτονιές ολόκληρες πάνω σε μακρύκαρα διέσχιζαν τον, τότε μονόδρομο, τραγουδώντας τον «Χαραλάμπη» ή το «Στρώσε το στρώμα σου για δύο», περνούσαν πλάι σε γλάρους που διέγραφαν χαμηλούς κύκλους με κέντρα, ένθεν κι ένθεν του δρόμου, δέσμες βούρλων και θυσάνους καλαμιών.
-Εκτός από τον γέρο μας επισκέπτονταν κι άλλοι, τυλιγμένοι την υπέρτατη μουσική: Ο νεαρός με την τεράστια μύτη που δίδασκε, χειρονομώντας, τ’ αστέρια, ή Σαλοκατίνα, η ρακοφόρος και ρακοσυλλέκτρια που παρουσίαζε τα γεροντόπαχά της ως βασιλόπαιδος κύηση – ο Παύλος με αγκάστρωσε όταν πέταξε πάνω μου με το ελικόπτερο. Ή κάποιος άλλος που κυνηγούσε τον ίσκιο των τηλεγραφόξυλων για να ζυγιστεί σε πλάστιγγα και να υπολογίσει μ’ αυτό τον τρόπο την ηλικία του.
-Να ανοίξουμε παρένθεση εδώ: Υφίσταται ένα πρόβλημα στη γραφή, κεφαλαιώδες για όσους δεν στηρίζουν στον αέρα ένα κείμενό τους. Το έχουν όσοι από άγνοια ή φόβο παζαρεύουν τη νομιμότητα της μυθοπλασίας. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, αντιμετώπισε την οργή φιλικού του ζευγαριού, όταν, σε πασχαλινό του διήγημα, "σκότωσε" το ροδομάγουλο κοριτσάκι τους, την Κούλα.
Το όνομα-καθαρή φωτογραφία αποτελεί την κατά τον ποιητή «πέτρα» (βεβαιότητα) η οποία πρέπει να αρθεί. Εντούτοις και το «νερό» που υπάρχει απο κάτω (ασάφεια, πολυσημαντότητα) δεν προσφέρει κατ’ ανάγκη σιγουριά. Δεν είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που ζητούν να ‘χουν άποψη στην Ποίηση – θέμα ακραίο με το οποίο καταπιάνεται ο Μιγκέλ Ουναμούνο - στην Τέχνη που τους γεννά και τους συνέχει. Αυτοί κρύβονται μέσα στο ίχνος που – όπως ο Χρόνος – αφήνουν. Πραγματικός εχθρός του Ποιητή, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Χειμωνά, είναι ο ενεδρεύων αναγνώστης. Πότε σου ζητάει την, έτσι κι αλλιώς αλλότρια της Λογοτεχνίας, ιστορική πιστότητα, πότε φοβάται μη γίνει ο ίδιος ή οι δικοί του το πιόνι στη σκακιέρα της Τέχνης.
-Περνούσαν κι ο Κώστας ο Μαμουνατζής κι ο Τσιγκιτσάγκας, αγόραζαν καπνό-για το περιτύλιγμα μόνο. Ο Τσιγκιτσάγκας κλείδωνε, στην κλαίουσα του πεζοδρομίου, το ποδήλατο με το μισό τιμόνι κι ύστερα χάνονταν στις σπηλιές της κοντινής μαγούλας Παλατάκι, τις σπηλιές με την αιγορίγανη και τις αγριοσυκιές. Ο γερο Τσιγκιτσάγκας, με τις ματωμένες προθέσεις είχε τις φόδρες του γεμάτες μαύρη.
Περνούσαν – λίγο ατμώδεις – πίσω απ’ τους μικρούς άσπρους λόφους.
Σε λίγο θα έφθανε σε μας η οσμή της υπέρτατης ευτυχίας τους.
Όταν λιγόστευαν απότομα τα σάμαλι «Χατζή» καταλάβαινα ότι κάπου κοντά είχε αγκυροβολήσει βαπόρι από την Περσία.
-Μπορούμε αυθαίρετα να τοποθετήσουμε, ακριβώς απέναντι από το περίπτερο, το εκκλησάκι που λευκάζει στα πρωινά μας ενύπνια. Από μέσα ακούγεται ένα αιθέριο χερουβικό. Πότε-πότε ανοίγει η γαλάζια πορτούλα με το γλυπτό σταυρό και εμφανίζεται ανήσυχος ο δορυφόρος Άγιος Μερκούριος.
-Από τους εργάτες των γειτονικών σφαγείων ξεχώριζε η Αντριάννα. Ο μόνος σφάχτης τραβεστί που γνώρισα. Με φόρεμα μαύρο, αξύριστα πόδια, γαλότσες κι ένα κότσο πάνω από μια μεγαλειώδη φαλάκρα. Επιπλέον κωφάλαλος. Δεν απαντούσε στα πιτσιρίκια που έτρεχαν πίσω του, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του. Καθημερινά έπλενε γαρδούμπες στο ποταμάκι πλάι στα σφαγεία. Τάιζε μεγάλα λαβράκια και κέφαλους. Από το περίπτερο, με μιαν υπέροχη παντομίμα κίνησης των μασητήρων, αγόραζε μαστίχα Χίου και σοκολάτες. Τις Κυριακές στην εκκλησία, ανέβαινε στο γυναικωνίτη με λυμένα τα μαλλιά- έπιαναν το πίσω μέρος του κεφαλιού. Στη μέση πάντα φαλάκρα. Φορούσε ταγιεράκι μοβ και τακούνια στιλέτο. Έπαιρνε το αντίδωρο και έσκυβε ταπεινά σε υπόκλιση,σε άντρες και γυναίκες. Με κάποιες από τις τελευταίες είχε αποκτήσει υποτυπώδεις κοινωνικές σχέσεις. Αντάλλασσαν συνταγές για ραβανί ή, μ’ ένα α-πα-πα-χαμτ τους έδινε πλέξεις για ωραία κασκόλ και με ένα ε-κι-μπι-σα το κοκορέτσι για να πετύχει ,υποστήριζε, θέλει αργό ψήσιμο.
-Μία μικρή μου ιστορία με ήρωα τον Κώστα τον Μαμουνατζή δημοσιεύτηκε κάποτε σε τοπική εφημερίδα. Σε μία, περίπου επινοημένη , ερωτική ιστορία ( ο Κώστας είχε ερωτευθεί μια κονσοματρίς που για τις ανάγκες του διηγήματος, την έκανα τραγουδίστρια) είχα παρουσιάσει μιαν εξαίσια αυτοκτονία του. Παρόλο που του άλλαξα το όνομα, ο τρόπος του εγχειρήματος τον έκανε να υποπτευθεί ότι αυτός ήταν που έδρασε στο πόνημά μου . Ο ήρωας μου έπλεε με μπλε κουστούμι και γραβάτα, άπνους έπλεε στα αβαθή. Είχε, λέει, προσπαθήσει να καρφώσει μιαν, άχρηστή του πλέον, ανθοδέσμη, με τον τρόπο που κάρφωνε το θυμαροκλώναρο στο βυθό για να πιάσει γαριδούλες και ψαράκια. Πίστευα ότι ούτε να διαβάσει ήξερε. Ήλθε εν τούτοις ένα πρωί, μ’ ένα άσπρο λουλούδι πικροδάφνης, όπως πάντα, στο αυτί, ήλθε και μου κλάφτηκε «με ποια μούτρα θα κυκλοφορήσω τώρα » και «γιατί μου το έκανες αυτό;».Ψέλλισα «τι ακριβώς» και ξέσπασε « γιατί να γράψεις ότι είμαι ποντικομούρης (το έγραψα αυτό ), δεν μπορούσες να γράψεις για κάποιον άσχημο νέο με καλή καρδιά;».
Αυτό τον πείραξε.
Τον ξαναβρήκα μετά από δώδεκα χρόνια. Είχα αφήσει πλέον το περίπτερο. Καλοκαιρινό μεσημέρι ήταν και ο Κώστας σκοτεινός, κακοντυμένος ,χωρίς το λουλούδι στ’ αυτί, με χαιρέτησε με σφιγμένα χείλη. Οι πρώτες του λέξεις ήταν «θ’ αυτοκτονήσω ». Επανέλαβε δυο και τρεις, σαν κολλημένο πικάπ. Κάποια φωνή, μου εξήγησε, του το ζητούσε επίμονα. Τρελάθηκα. Νόμιζα ότι σχεδίασα τη ζωή του. Το σύνδρομο του θεού. Τον παρηγόρησα. Τον μετέφερα στο Μετόχι του Φλαμουρίου, ο γέροντας Συμεών του διάβασε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου .Του έδωσε ευλογία ένα κίτρινο κομποσχοίνι. Έφυγε και δεν δέχτηκε να εξομολογηθεί. «Δεν έχω κάνει τίποτε εγώ, άλλοι φταίνε» φώναξε.
Χαθήκαμε για ένα διάστημα. Προσπάθησα να ηρεμήσω.
Κάποιο πρωί είδα πρωτοσέλιδο το άψυχο σώμα του, ένα παραμορφωτικό σκέπαζε την τελευταία, μελανή του γκριμάτσα.
Μετά την εξόδιο ακολουθία, έμαθα, οι μαμουνατζήδες πέρασαν πρώτα απ’ το περίπτερο και ύστερα χάθηκαν στις σπηλιές της μαγούλας Παλατάκι.
-Κάπου εκεί βρίσκεται ο αναγνώστης , αγαπημένος εχθρός, και μου ζητάει επίμονα να πυκνώνω, κυρίως να μην αποκαλύπτω:
Ένα alarm αυτοκινήτου
Ξύπνησε στις πέντε το πρωί
Συν τοις άλλοις
Και τους πεφιλημένους μας νεκρούς.
Κι άναψαν αιφνιδίως
Ο κυρ Γιώργης ο Σπανός με τα κίτρινα μουστάκια
Ο άγιος Χόντος, η κόρη του
Η Αρετή, που στόλιζε χριστουγεννιάτικα αλμυρίθια
Κι ο εγγονός του ο Αχιλλεύς, ο ένδοξος σφενδονιστής.
Ξύπνησε και μια παγωνιά
Γεμάτη καρδερίνες και κάλαντα.
Ο Αράπης
Μ’ ένα κουπί φυτρωμένο στον ώμο
Να εμποδίζει τα φτερά
Κάηκαν τα μανουάλια δεκαπέντε εξωκλησιών
Στη σκόνη του σιδεροτράπεζου
Ο Λευτέρης ο Μουντανιώτης
Σχεδίασε τον φόνο της άπιστης
Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου