ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ
Την ώρα που ο κόκκινος ήλιος βυθίζονταν στα ερείπια του τείχους των Δημητριέων, στην κορυφή της μαγούλας Παλατάκι, ένα κοπάδι ταύρων ξεχύθηκε ανάμεσα στα σπίτια του Συνοικισμού Αναπήρων.
Τα ζώα οδηγούνταν στα Παλαιά Σφαγεία, πλάι στο ποτάμι της Μπουρμπουλήθρας. Τα οδηγούσαν δυο εκδοροσφαγείς. Ενας πήγαινε μπροστά, κραυγάζοντας «ανοίξτε χώρο», ενώ ο δεύτερος, κρατώντας ένα μακρόστενο σανίδι, μιλούσε τους φθόγγους μιας άγνωστης, στους κουρασμένους ανθρώπους της γειτονιάς, γλώσσας. Έτρεχε άναρχα προς όλες τις κατευθύνσεις , κινούνταν όπως ο τρελός του ζατρικίου. Κι οι δυο φορούσαν ματωμένες λινάτσες γύρω από τη μέση.
Τα λιγοστά παιδιά έτρεξαν στο κοντινό δάσος με τα αλμυρίθια, τα πιο άφοβα κρύφθηκαν πίσω από βούρλα, σπάζοντας τα αυγά των γλάρων.
Οι νοικοκυρές τράβηξαν στις αυλές τις καρέκλες που είχαν απλώσει στους χωματόδρομους, έκλεισαν τους φούρνους, έσβησαν τις πυροστιές , πέταξαν στο δρόμο ποτιστήρια ή φαράσια γεμάτα καβαλίνα.
Το τραινάκι, που κουβαλούσε πηλό από τα έλη του Διμηνίου στο κεραμοποιείο Τσαλαπάτα, ακινητοποιήθηκε με ένα σφύριγμα βραχνό κι ο οδηγός του προσπάθησε να χωρέσει ένα ανοικονόμητο μπόι στο βάθος της μικρής μηχανής.
Τα ζώα χτυπούσαν τα μπροστινά τους πόδια, ρουθούνιζαν καφτερά. Κάποιο στάθηκε μπροστά σε μια τενεκοπαράγκα. Από το εσωτερικό της ακούγονταν κλάμα μωρού, μια ανδρική φωνή κραύγαζε χούι. Έξω από την περιφραγμένη με σκουριασμένο συρματόπλεγμα αυλή, πάνω σε ένα σωρό από αλάτι έμεινε ένα πλεχτό γαντάκι. Πριν λίγη ώρα σκαρφάλωνε πάνω του το εγγόνι του άνδρα ενώ εκείνος άνοιγε την ταμπακέρα του κάτω από κίτρινα μουστάκια. Ο ταύρος έκανε το γύρο της αυλής, ύστερα βαριεστημένα ακολούθησε τη σκόνη που άφηνε το υπόλοιπο κοπάδι.
Ένας άλλος ταύρος χτύπησε με το κούτελο την ερμητικά κλεισμένη πόρτα του περιπτέρου της γειτονιάς. Έσκυψε και μύρισε ένα ανοιχτό βιβλίο με τις ιστορίες του Ταρζάν και του Γκαούρ , που είχε αφήσει, τσιρίζοντας, ο μικρός γιος της ιδιοκτήτριας. Με το χτύπημα δεκάδες κουτιά έπεσαν στο κεφάλι της γυναίκας και του παιδιού που είχαν αγκαλιαστεί πίσω από την πόρτα. Οι άνθρωποι αυτοί που δούλευαν στο καπνοπωλείο (έτσι ονομάζονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το περίπτερο) είχαν αντιμετωπίσει κι άλλου είδους απειλές. Συχνά άκουγαν ξέπνοες κραυγές από τις θυρίδες: «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου». Μοίραζαν τότε στα πιτσιρίκια με τα ξύλινα όπλα σοκολάτες της δραχμής. Στους πιο μάγκες έδιναν τραπουλόχαρτα ή δίφραγκα.
Το πόδι του τελευταίου οδηγού που έδιωξε το ζώο σκόνταψε σε μια παγίδα, ένα σύρμα κρυμμένο στα χόρτα, πιασμένο δεξιά – αριστερά με καρφιά.
Την ίδια ώρα, κι ενώ έβαφε η δείλη τα Κέρατα της μαγούλας και ξυπνούσαν μικρές τεφρές κουκουβάγιες και ρυτιδωμένες χελώνες, ο Τσαλούχας σηκώθηκε από τα αγκαθερά βούρλα και ύψωσε απειλητικό, προς το κόκκινο κουρνιαχτό που απομακρύνονταν, το μικρό του χέρι. Με το άλλο κρατούσε ένα σπασμένο μισότουβλο. Ο Τσαλούχας σφύριξε δυνατά και πετάχθηκαν από το δάσος των αλμυριθιών ο Αράπης κι ο Κουτρουμπέλιας. Ο πρώτος φυσούσε το γδαρμένο του χέρι.
Κι οι τρεις τους κατευθύνθηκαν στο πράσινο γηπεδάκι του Κενταύρου. Στην άκρη του γηπέδου μαζεύτηκαν γύρω από το στύλο, όπου άναβε ήδη ο γλόμπος. Με απότομες χειρονομίες άρχισαν να περιγράφουν την επιδρομή, με τον τρόπο που άλλες φορές έπαιζαν ξανά και ξανά όσες ταινίες έβλεπαν ξαπλωμένοι (και εν ημιυπνώσει) στα χαλίκια των θερινών κινηματογράφων. Σαρλό και ξιφομαχίες και τα οχτάρια του μεθυσμένου Μανέλη, όταν έτρωγε τις ελιές, φτύνοντας στο χαλί τα κουκούτσια.
Απέναντι από το στύλο βρίσκονταν στο σπίτι του Αράπη και πιο πέρα του Στυλιανού Παλαιού. Ο τελευταίος ήταν ένας φεγγερός, σαν φέτα καμπίσιου τσιγκούνη, πενηντάρης. Εφτά εμφράγματα είχαν τυπώσει μια καρδιά ασκητή. Διάβαζε τα βράδια τον Αββά Ισαάκ, κάτω από το φως του κήπου που πρόβαλε τα φύλλα της κληματαριάς στον απέναντι τοίχο. Τα καναρίνια του, εκείνη την ώρα, κοιμούνταν εξουθενωμένα από το κελάηδισμα. Το μεγάλο παράπονο του Στυλιανού Παλαιού ήταν αυτά τα νυχτέρια των παιδιών – του στερούσαν την εν κόσμω αποταγή.
Την ώρα που ψηλότερα από τον γλόμπο άναβε ο κομήτης του Χάλλεϋ, σαν λάμπα κρεμασμένη στο πουθενά, το τρίο έγινε κουαρτέτο. Ο Μπουραζόπουλος, μεγαλύτερος στην ηλικία, ιεροσπουδαστής και λάτρης του νυχτερινού θόλου, όχι μόνο της γνώσης αλλά και της έκστασης, φτωχός τόσο που έφτιαχνε με εφημερίδες κυλινδρικά τηλεσκόπια, έφθασε στο στέκι, γεμάτος ερωτήσεις οι οποίες ποτέ δεν θα έπαιρναν απάντηση από τους υπόλοιπους: Πότε ο μέγας αστρονόμος ανακάλυψε τον κομήτη; - Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αστρική ύλη; - Μόνοι στο σύμπαν;
Τον περισσότερο καιρό, κι ενώ έπεφτε η νύχτα, άρχιζε απ’ τα παιδιά μια κατάθεση μονόλογων – κατ’ ευφημισμόν μπορούσε να ονομασθεί συζήτηση. Για το ποδόσφαιρο, τις μεγάλες γυμνές γυναίκες ή το τραγούδι. Κάποτε ο Στυλιανός Παλαιός τους κατέβρεξε με το νερό των καναρινιών. Ήταν όταν επί μια εβδομάδα, κρατώντας μια σύνοψη, έψαλλαν ως αργά, τα σχοινοτενή Εγκώμια. Πετάχτηκαν πάνω «φτου, ρε» φώναζαν «θα μας κολλήσεις καμιά αρρώστια με τα βρωμόπουλά σου».
Το βράδυ που ακολούθησε την εισβολή των ταύρων δεν πρόλαβαν να μιλήσουν πολύ. Μια μαύρη Όπελ παρκάρισε μπροστά στο σπίτι του Αράπη. Κατέβηκαν ο οδηγός και μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Όταν μπήκαν στο σπίτι ακούστηκαν κλάματα, ο Αράπης έτρεξε. Στην αυλόπορτα γύρισε στους φίλους του και χαμηλόφωνα «την έφεραν» είπε «είναι στο αυτοκίνητο, θα την πάνε στο χωριό».
Ο Κουτρουμπέλιας τινάχθηκε αυτόματα, ανέβηκε στον προφυλακτήρα κι έσκυψε στο σκοτεινό τζάμι. Κάτι παλιό ζωντάνευσε η μνήμη του, μια αρχαία ευδία.
********
Η θάλασσα έχει τραβηχτεί, ξεπροβάλλουν τα βράχια. Ακούγεται ένα μάρς, η μπάντα αόρατη. Ένα γαλάζιο μπαλόνι πετάει πάνω από την προκυμαία. Ακολουθεί ένα παιδί. Περπατάει αργά κρατώντας έναν άσπρο γλάρο.
Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου