Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΕΦΑΝΟΣ – ΟΠΩΣ ΑΔΑΜ



ΣΤΕΦΑΝΟΣ – ΟΠΩΣ ΑΔΑΜ

            Πέρασα κάποιες αισθαντικές και κατανυκτικές μέρες και νύχτες στο Ησυχαστήριο του Προφήτη Ηλία, ενός εξωκλησιού που βρίσκεται στον Κίσαβο, πάνω απ’ τα Αμπελάκια.
            Πλάι στο εκκλησάκι υπήρχε το αρχονταρίκι, με τραπέζια, βιβλιοθήκη με πατερικά βιβλία κι ένα μικροσκοπικό κελί, όλα πάνω στον βράχο που βλέπει στον κάμπο της Πιερίας, πάνω απ’ την τεθλασμένη του εθνικού δρόμου και τον φιδωτό Πηνειό, ασημένιο ως την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι και, μακριά, κουνιόντουσαν .όπως τα εαρινά άνθη, τα φωτάκια στα πόδια της Χαλκιδικής.
            Το αρχονταρίκι, γεμάτο εικόνες, μύριζε μαστίχα κερί και καμένο λάδι. Απ’ το παράθυρο έβλεπες βερβεριτσες να γλιστρούν στα δέντρα, ενώ το τεράστιο πέπλο των τριγμών των γρύλων τρυπούσαν δρυοκολάπτες και λυπημένοι κούκοι. Παράξενα πολύχρωμα πουλιά πετούσαν πάνω από άρκευθους, πουλιά που παρασύρονταν από έναν Ολύμπιο άνεμο – παραδόξως χτυπούσε μόνον εκείνο το βράχο.
            Γύρω ένα δάσος βασιλικών δρυών. Κατάπινε τουφεκιές κυνηγών, φωνές υλοτόμων, αποτυχίες γερακιών στις βουτιές τους πάνω από φίδια κι αρουραίους. Εκτός από βελανιδιές και πουρνάρια, φύτρωναν αγριοτριανταφυλλιές, αναρριχώμενα, αγριολούλουδα. Υπήρχαν και δύο πλατανοδάση με κρυφό νερό. Το Φθινόπωρο, την απέραντη ησυχία έσπαζε ο θόρυβος φύλλων που έπεφταν στο ρέμα. Κάποτε ακούγονταν και το γρύλισμα των αγριόχοιρων που βοσκούσαν κρυμμένoi απ’ τις κληματσίδες και τον κισσό.
            Το εκκλησάκι παλαιό, σε κάποια πέτρα του αναφέρεται η χρονολογία 1750.
            Τα εσπερινά Κεκραγάρια του ηδύφωνου, στην απλότητα του, ψάλτη, συνόδευαν εκείνα τα ξεσπάσματα των αηδονιών που ο γέρων Πορφύριος βρίσκει ότι εξυμνούν τον Κύριο των όλων. Οι εικόνες των τέμπλων ξεθωριασμένες. Μια Παναγιά με σπασμένο πρόσωπο - από γροθιά δαιμονισμένης, λένε - ο Προφήτης Ηλίας, ο Πρόδρομος …
            Γύρω απ’ την εκκλησία ήμερα λουλούδια στόλιζαν ξεθωριασμένες γλάστρες και τενεκεδένια κουτιά: Γεράνια, αγγελικούλες, τριαντάφυλλα. Πίσω απ’ το ιερό, εφτά συμπλεγμένες μουριές, μια απόπειρα που έμεινε στη μέση, να ‘χουμε υπαίθριο αρχονταρίκι για της Πασχαλιές και τη θερινή αναψυχή μας, κάτω από έναν ουρανό έντονα μπλε κι ενίοτε γεμάτο από λευκά δρομαία νέφη.
            Όσο έπεφτε το βράδυ και το ποτάμι σκούραινε κι άναβαν στα απέναντι χωριά του Ολύμπου οι λαμπτήρες δρόμων που δεν θα περπατούσαμε ποτέ, άπειρα τριζόνια που ως εκείνη την ώρα σκαρφάλωναν ζαλισμένα ώς και τα χέρια και τα μαλλιά μας, ξυπνούσαν κι άρχιζαν την δική τους δοξολογία, κρυμμένα πια στις τεράστιες βελανιδιές, σε πέτρες, σε ξύλα ή στη μικρή βρυσούλα με τα κρινάκια.
            Καθόμαστε τότε σε κορμούς που είχαν κοπεί σε σχήμα καρέκλας και, περιμένοντας να ‘ρθει η ώρα για την αγρυπνία, συζητούσαμε πνευματικά. Όταν κοιτούσες τον ουρανό «είμαι εδώ» σκεφτόσουν «και τούτο το απόλυτο είναι δώρο σου, Κύριε, σε μένα». Την ώρα που τα δάχτυλα έψαυαν τα κομποσχοίνια και ο λυγμός της κουκουβάγιας προεισήγαγε σε μικρά δράματα, φούγκες, μάταιες τις περισσότερες φορές, των μικρών πλασμάτων του δάσους, τότε, χίλια μέτρα ψηλότερα, στην κορυφή, άναβε στην αρχή ένα φίδι, φόντο που τις σκιές αναδείκνυε των ελάτων. Κι ύστερα φανερώνονταν αργά, όπως όλοι οι μεγαλοπρεπείς, νυχάκι στενό, τόξο, ολόγιομο το καινούργιο φεγγάρι. Έχυνε το φως του στις κορυφές των δρυών, στα βράχια ξυπνούνε τα μικρά πουλιά στις φωλιές τους, σχεδίαζε αλλόκοτα τα μαντήλια των γυναικών που ετοιμάζονταν για τον Εσπερινό.
            Κάποια στιγμή χτυπούσε το τάνταλον, το ξύλινο σήμαντρο, κι όλοι περνούσαμε με ευλάβεια στον μικρό ναό. Σκορπίζαμε στα στασίδια και τις καρέκλες, κάποιοι έμεναν όρθιοι. Όταν ο αναγνώστης διάβαζε, μετά το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» τον κατανυκτικότατο ψαλμό του Δαυίδ, όλη η φύση, όπως τη ζούσαμε στον ημερονύκτιο κύκλο, τα ζαρκάδια και οι άγριοι χοίροι που έβλεπαν πολλοί να καθηλώνονται μπροστά στους φανούς των αυτοκινήτων τους, τα αείροχθα νάματα που έβρεχαν φυλλώματα πλατάνων, οι στικτές πέτρες και τα ζουζούνια, όλα περνούσαν ανάμεσά μας, καταργούσαν, την ώρα του δοξαστικού «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε», έσβηναν το σκοτάδι. Και σ’ εκείνο το, για τους αρχαίους και σύγχρονους Αγίους, φως υπέρ το φως, σε μιαν υπεραισθητή αίσθηση, η ψυχή τους αρπάζονταν απ’ τον Αιώνιο με το «Κύριε εκέκραξα προ σε, Ελέησόν με, ελέησόν με, Κύριε». Ψελλίζαμε κι εμείς, οι σκουριασμένοι τενεκέδες, τα ίδια λόγια, άλλος με συντριβή κι άλλος με λιγότερη κατάνυξη, περιμένοντας απ’ την επανάληψη την κάθαρση και τον αγιασμό. Κι έπονταν οι ακολουθίες του εικοσιτετραώρου, η Αρτοκλασία, το Μεσονυχτικό, ο Όρθρος. Φθάναμε στη Θεία Λειτουργία την ώρα που ο ουρανός γίνονταν γαλακτώδης, εκείνα τα μαχαιράκια της όσφρησης γύριζαν κατεβαίνοντας στο μαλακό στήθος κι έξω απ’ τον ναό ξυπνούσε ένας κόσμος ολόκληρος.
            Την ώρα των «κατηχητικών», σηκώνονταν απ’ τη θέση του ένας ψηλός, ξερακιανός άνδρας. Είχε πεταχτά μαλλιά και μια εκπληκτική ομοιότητα με τον Μάξ Σύντοφ, τον ηθοποιό της «Έβδομης Σφραγίδας» και του «Πέλε του Κατακτητή». Ήταν ο Χάνς, γερμανός προτεστάτης, μυούμενος εκείνο τον καιρό στην Ορθοδοξία. Την στιγμή που ακούγονταν το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε» ο Χάνς σηκώνονταν κι έβγαινε από την Εκκλησία, συντηρώντας ένα τυπικό που δεν είναι απολίθωμα, όπως αισθάνονται, δυστυχώς, προεστώτες και εκκλησίασμα στους κοσμικούς ναούς μας, αλλά η αείζωη λατρεία του λαού μας.
            Κάποτε απομακρύνθηκα από τον κόσμο αυτό. Ήταν η δυσκολία της μετάβασης, δύο υπεραστικά ως το χωριό κι ύστερα πέντε χιλιόμετρα χωματόδρομος. Ήταν και η ακηδία που μας τυλίγει πολλές φορές, ο εύκολος δρόμος, ο φαρδύς και ίσιος. Μάθαινα όμως όσα συνέβαιναν στην μικρή κοινότητα των πνευματικών μου αδελφών. Ποιοι νέοι ήλθαν, ποιοι χάθηκαν σαν κι εμένα, προβάλλοντας εν αμαρτίαις προφάσεις.
            Έμαθα και για την βάφτιση του Χάνς, πώς ντύθηκε το λευκό ένδυμα που συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής, πως μπήκε στην μεγάλη κολυμβήθρα και πήρε το όνομα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου.
            Όταν ξαναεπισκέφθηκα τον τόπο ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα. Περπατούσε αργά μέσα στο δάσος, σκύβοντας στα ταπεινά ανθισμένα χόρτα. Έμοιαζε να τους μιλάει.
            Και ξαφνικά, έτσι όπως πάλλευκο (απ’ την, λόγω του Μυστηρίου, αναίρεση της όποιας αμαρτίας είχε ως τα πενήντα του χρόνια), άσπιλο τον ένιωσα, πίστεψα ότι ήταν ο προπτωτικός πρώτος άνθρωπος.
            Κι εκεί, στον Παράδεισο, ονόμαζε φυτά, ζώα και πετρώματα χαρίζοντας νόημα καινό σ’ ολόκληρη τη Φύση.
Γιάννης Τσίγκρας

1 σχόλιο:

  1. "Ωσπου τέλος ένιωσα κι ας πα'να μ'έλεγαν τρελό πώς από'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος" (Ο. Ελύτης)

    ΑπάντησηΔιαγραφή