Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ



ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

Υπάρχουν άνθρωποι που διεξέρχονται, ή μάλλον γλεντούν, ένα βίο σαλτιμπάγκου. Στο κέντρο μιας ομήγυρης, βασική τους μέριμνα είναι η διασκέδαση των άλλων, με μια παραμόρφωση δική τους – όπως στους καθρέφτες του λούνα παρκ.
Στα παιδικά τους χρόνια μόρφαζαν και χειρονομούσαν παίζοντας επινοημένους στη στιγμή ρόλους, υπολογίζοντας κυρίως την κρίση του αρχηγού της παρέας – νευρόσπαστα του ταπεινά.
Αργότερα, με μια κατάχρηση του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναφοράς που παράγει γέλιο, συνέχισαν με προσοχή και συνέπεια να χρωματίζουν ανάλογα κάθε στιγμή της ζωής τους.
Φαντάζομαι ότι το δόγμα τους είναι το «η γελοιότητα οφείλει να με ακολουθεί έως το θάνατο μου».
Και-συνήθως- είναι αυτός ο θάνατος κοντινός, μια που τα κωμικά σχήματα κάποτε εξαντλούνται.
 Τις περισσότερες φορές αιτία του είναι ένα πολύπλοκο ατύχημα, στη ρίζα του οποίου εμφιλοχωρεί η καθαρή βλακεία: «Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά» συμπεραίνουν όλοι. Κι αργότερα, πολύ συχνά, στην ανάμνηση του βίου και του τέλους τους, οι συγγενείς και φίλοι νιώθουν να αναδεύεται εντός τους ο πικρός κλαυσίγελως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ ο συμμαθητής μας στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, Γιώργος Σταμουλάκης σηκώνονταν για εξέταση στο μάθημα της Λογικής με μιαν απόλυτα ισόρροπη κατακόρυφο ακροβάτη τσιρκολάνου- περπατώντας δηλαδή με τα χέρια - και άφηνε άναυδους τους συμμαθητές του και τον καθηγητή ο οποίος επέμενε ώς τη στιγμή εκείνη στο «ράβδος στη γωνία άρα βρέχει». Κάποιες φορές στα διαλείμματα, με μια  μαύρη μπέρτα παρίστανε τον Ζορό. Στο χέρι κρατούσε ως ξίφος, σπασμένο σκελετό γυαλιών. Κι άλλοτε, με το «ορέ Έλληνες» των Κολοκοτρωναίων, εισέβαλλε στην αίθουσα καβάλα σε ένα ημιθανές γαϊδουράκι.
Το πρώτο καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μας, διαβάσαμε για τον "άτυχο θάνατό" του. Εργάζονταν στα τσιμέντα της ΑΓΕΤ και προσπάθησε να πηδήσει από την ταράτσα ενός εξαόροφου κτηρίου στο απέναντί του- τρία μέτρα  απόσταση. Έφυγε  βολίδα  στο κενό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, αφού έπαιξε στα κείμενά του με δεκάδες μάσκες που εμφάνιζαν και έκρυβαν, όπως σε παλίμψηστο, μιαν απροσδιόριστη εντέλει σεξουαλική ταυτότητα, βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του. Φορούσε γυναικεία ρούχα κι είχε ξεχάσει να ξυρίσει τα πόδια του.
Άλλη περίπτωση παράξενου θανάτου μου αφηγήθηκε, καθισμένη κάτω από την κυδωνιά της αυλής της, παίζοντας στα χέρια της ένα κίτρινο κρίνο, η σεβαστή κα Ελένη Δουκίδου. Θανάτου γελοίου, επομένου μιας απόλυτα γελοίας στιγμής.
«Η Βασιλική Πουτούλη, κάτοικος Πορταριάς, ξύπνησε εκείνο το πρωί με μια παράδοξη διάθεση. Κατέβηκε αμέσως στο κατώι και κρύφτηκε πλάι στο κιούπι όπου αποθήκευαν το λάδι. Τον καιρό τη Κατοχής στο στόμιο του σκεύους αυτού  τυλίγονταν ο λαφιάτης, το τρομερό στην όψη φίδι με τα κέρατα που το αγαπούσαν γιατί καθάριζε τον τόπο από τα ποντίκια. Σε λίγο άρχισαν να περνούν από μπροστά της οι πουλάδες με την πρωινή τους γκρίνια. Δεκαεπτά στη σειρά. Άσπρες, κόκκινες, ψαρές. Τελευταία τα δύο κοκόρια. Πρώτος ο μικρός, μ’ ανήσυχα τινάγματα του κεφαλιού, ελάχιστα διαφορετικός από τις κότες. Τελευταίος έρχονταν ο άρχοντας του κοτετσιού. Παχύς, βαρύς, με πολύχρωμη ουρά και βαριεστημένο βάδισμα. Αυτόν έβαλε στο μάτι η Βασιλική. Όρμησε, τον άρπαξε, άρπαξε και τη σούβλα για το κοκορέτσι και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Βγήκε στην αυλή, πλάι στον αμαξωτό δρόμο. Πατώντας του το κεφάλι, σούβλισε τον πετεινό, άναψε μια μικρή φωτιά με τα κάρβουνα, πέρασε τη σούβλα στις φούρκες και άρχισε να  τη γυρίζει. Το πουλί έκραξε τρομαγμένα, ενώ λαμπάδιαζαν τα φτερά του. Η Βασιλική άνοιξε και ένα μπουκάλι ρετσίνας.
Οι περιπατητές του αμαξωτού δρόμου σταμάτησαν ξαφνιασμένοι. Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν. Ακούστηκαν γέλια. Οι επιβάτες ενός λεωφορείου που κατέβαινε αργά, άρχισαν να χειροκροτούν. Ο εισπράκτορας φώναζε «μέσα τα κεφάλια σας».
Εκείνη τη στιγμή βρήκε ως την πλέον πρόσφορη να την  επισκεφθεί ο παπα Μαραθάς. Την ήθελε χαλαρή και εύθυμη για να της ανακοινώσει μετά το γλυκό που τον τρατάρισε:  «Ο γιος σου παντρεύεται την ερχόμενη Κυριακή. Σε παρακαλώ μην φέρεις αντίρρηση. Σε φοβάται για κάτι τέτοιο».
Η Βασιλική εκτός από το γιο της, είχε και δύο κόρες "της παντρειάς".
Ακόμη κι εκείνα τα χρόνια ίσχυε η τρομερή και ανθρωποφάγος συνήθεια της σειράς προτεραιότητας προς αποκατάσταση, με πρώτο το αβρό φύλλο. Πολύ συχνά, ο γιος της Βασιλικής άκουγε τη συμβουλή-  προτροπή- απειλή: «Να τελειώσεις πρώτα με τις αδελφές σου και ύστερα να βρεις και εσύ ένα καλό κορίτσι».
Το καλό κορίτσι βρέθηκε πρόωρα.
Οι ατμοί του κρασιού, τα χειροκροτήματα, οι κραυγές του πετεινού επιβράδυναν τα αντανακλαστικά της Βασιλικής. «Ναι παπά μου, όπως πεις εσύ», είπε στην αρχή. Ύστερα σοβαρεύτηκε και τον ρώτησε με παράπονο: «Τι σου έκανα και με χτύπησες; Και μάλιστα εδώ;». Και έφερε το χέρι στο γόνατο.
 Κι απότομα έγειρε στην καρέκλα.
Η δεκαπεντάχρονη τότε Ελένη Δουκίδου θυμάται ότι κατέβασαν τη σωρό της         Βασιλικής από την εξωτερική σκάλα που σχημάτιζαν πέτρες κάθετα σφηνωμένες  στην πεζούλα με το άγριο γιασεμί.
Λέω στην αφηγήτρια ότι έχω σκοπό να εντάξω στη σειρά των γελοίων θανάτων τη διήγησή της. Κι αρχίζει τότε μιαν άλλη ιστορία, διαφορετική.
«Τα χρόνια της Κατοχής υπήρξαν αφόρητα σκληρά για όλους και ιδιαίτερα για εμάς, τα παιδιά. Περισσότερες φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιμάται –ενώ μακρινοί ούρλιαζαν λύκοι- στις σπηλιές, για το φόβο των βομβαρδισμών, και λιγότερες στο κρεβάτι μου.
Υπήρξαν όμως και διαλείμματα περισσότερο ξένοιαστα. Τότε βρίσκαμε ξανά την αθωότητα του παιχνιδιού. Θυμάμαι ότι, λίγο πριν βραδιάσει, γελούσαμε πίσω από το φράχτη με τα αστεία παραμιλητά της Πατράκαινας. Δίπλα μου στριμώχνονταν και ένα σκελετωμένο παιδί- ο Νίκος.
Ο Νίκος περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι μας. Χτυπούσε την πόρτα και με μια φωνή οξεία και βραχνή, σαν του παπαγάλου, έθετε το ίδιο πάντα στερεότυπο αίτημά του προς τη μάνα μου: «Θείτσα Χρυσάνθη,  δώσε μου σε παρακαλώ ένα κομμάτι ψωμί, πολύ σε παρακαλώ, είπε η μαμά μου , ένα κομμάτι ψωμί γιατί πεινάω». Δεν άλλαζε ούτε λέξη, ούτε τόνο.
Πειραχτήρι μόνιμο εγώ του ζητούσα να το επαναλάβει για να του δώσω δύο κομμάτια ψωμί.
Και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια με τον ίδιο τρόπο- σαν σε κασέτα.
Ένα βράδυ δεν ήρθε ώς το φράχτη. Δεν παραξενεύτηκα, ούτε τον αναζήτησα. Η προσοχή μου για άλλη μια φορά ήταν στο τρελό παραλήρημα της γριάς.
Το πρωί το είδα ξαπλωμένο με τυμπανισμένη κοιλιά στην άκρη του αμαξωτού δρόμου.
Η μάνα του βουβή πλάι περίμενε το κάρο να μαζέψει τη σωρό.
Ένιωσα τον κόσμο να βουλιάζει. Θυμήθηκα πόσο τον βασάνισα.
Ακόμη και τώρα με παιδεύει κάποια βράδια η ανάμνησή του.
Τώρα πες μου που θα εντάξεις αυτή την ιστορία. Στους κωμικούς, στους πικρούς, στους φρικτούς θανάτους;».
Δεν απάντησα.
 Ζήτησα μόνο να μου μιλήσει λεπτομερέστερα για το λήρο της Πατράκαινας.
«Ήταν συμπαθητική και λιγομίλητη. Ευγενική με όλους και απόλυτα λογική στην κουβέντα της. Τα απογεύματα έβγαζε δύο καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι της αυλής. Έστρωνε το τραπέζι με δύο πιάτα και διπλά μαχαιροπίρουνα. Ύστερα, παριστάνοντας ότι τρώει, μιλούσε στο κενό απέναντί της: ‘‘Φάε Δημητράκη το κρέας σου’’ και απαντούσε η ίδια: ‘‘Δεν πεινάω, Μαργιολή’’. ‘‘Κρυώνω Δημητράκη’’ συνέχιζε. Κι ακολουθούσε η απάντηση του …Δημήτρη, του Δημήτρη που βρισκόταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς της αυλής, κομμένος στη μέση από γερμανική οβίδα:
 ¨Μείνε, γυναίκα ακόμη λίγο. Όταν βραδιάσει θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου».


Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου