Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ






      Η ΒΙΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Η Λόλα, μια παλαιά μου γειτόνισσα( Ρίτσα ήταν το όνομα που σε κάποιους είχε δηλώσει ως βαφτιστικό της, αλλ΄αμφιβάλλω αν κι εκείνο υπήρξε πραγματικό),είχε μια μάνα, μια γριούλα υπερβολικά σκυφτή και πάντα χαμογελαστή.
Η γυναικούλα αυτή διατηρούσε μονίμως την έκφραση του ανθρώπου που, μυστικά, συνομιλεί με τη μάνα γη- προς αυτή μόνο της επέτρεπε μια βαριά κύφωση της να νεύει.
Όταν σε συναντούσε, περπατώντας από το σπίτι της έως την ελιά του Μποχώρη, το μοναδικό δέντρο της γειτονιάς, τραγουδώντας σμυρναίικα τραγούδια, όταν σε συναντούσε, σε χαιρετούσε και πρότεινε να σε φιλοξενήσει “στη βίλα της, στην Κηφισιά”. Κι όταν έβλεπε, κοιτάζοντας πλάγια και πάνω, την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου, έκανε μια μικρή υπόκλιση και “ιδού, περάστε” έλεγε κι ανέβαινε αόρατα σκαλοπάτια, άνοιγε, χωρίς το παιδικό τσιγκλιδόν ανύπαρκτες πόρτες, σου πρόσφερε αέρινες καρέκλες και σε κερνούσε νεραντζάκι γλυκό, εκεί στη μέση του δρόμου, πλάι στα αποσιωποιητικά της σβουνιάς που άφηναν τα άλογα, μαζί με τα χρεμετίσματα και τις επί ώρες αιωρούμενες φωνές των πλανοδίων.
Από την κόρη της βέβαια μάθαμε ότι, με την καταστροφή της Σμύρνης, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σε ένα τσιγκομαχαλά της Κοκκινιάς. Τότε έπαθε, συμπλήρωνε η Λόλα.
Αυτή ήταν και η μόνη τρέλα που είχε. Σ΄ όλα τα άλλα βρίσκαμε τη συμπεριφορά της απόλυτα λογική και φυσική.
Όσο τη γνωρίζαμε βέβαια, επειδή, τον περισσότερο καιρό, έμενε κλεισμένη στο σπίτι της κόρης της.
Η Λόλα είχε σίγουρα πατήσει τα πενήντα, διέθετε ημιμύστακα και ήταν παντρεμένη με τον εικοσιοχτάχρονο σμηνίτη Βλάση, αγνώστου και τότε, επωνύμου.
Δεν θυμάμαι γιατί την προσαγορεύμαμε με εκείνο το όνομα. Ίσως άρεσε στην ίδια, ίσως στον άντρα της, ως χαϊδευτικό. Τώρα που το σκέφτομαι- σ΄ εκείνη την ηλικία, ακόμη κι αν μου το΄ λεγες δεν θα το καταλάβαινα- ίσως να αποτελούσε δημοφιλές ψευδώνυμο, από εκείνα που γράφονται σε πόρτες σπιτιών με κόκκινα φανάρια. Δεν το λέω αυθαίρετα αυτό. Τη χαρακτήριζε μια ελευθεριότητα συμπεριφοράς, με εκφράσεις που έκαναν τις άλλες γειτόνισσες να τινάζονται, όσες την άκουγαν για πρώτη φορά- η οποία τις περισσότερες φορές ήταν και η τελευταία- ή να ξεροκαταπίνουν, οι ελάχιστες που την είχαν πλέον συνηθίσει.
Έμεναν με ενοίκιο σ΄ ένα δωματιάκι με μια μεγάλη δίφυλλη, καφετιά πόρτα που άνοιγε κατευθείαν στο δρόμο.
Το κυρίως σπίτι βρίσκονταν στο βάθος μιας αυλής χωρίς χαραγμένο κήπο, ένα οικόπεδο δηλαδή, πνιγμένο στα αγριολούλουδα, μαργαρίτες και ανεμώνες και “του κούκου το ψωμί”. Εκείνα τα χρόνια, περνούσαμε το χαμηλό πορτάκι και ψάχναμε εκεί για μαρουδίτσες και ακρίδες.
Αυτή την πόρτα βλέπαμε να περνάει βιαστικά το “ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής”, όπως τους έλεγε- δεν ξέρω για ποιο λόγο-η μάνα μου. Με κατεβασμένο το κεφάλι, ανασηκώνοντας τους γιακάδες των πελώριων παλτών που συνήθιζαν, ακόμη και φθαρμένα, να φορούν τότε.
Πράγματι κρύβονταν. Γιατί και από ποιους το γνωρίσαμε αργότερα. Εκείνοι δήλωναν ότι “θα έπρεπε να προσέχουν την υπηρεσία του Βλάση”, επειδή δεν επιτρέπονταν οι γάμοι των στρατιωτικών, κάτω από κάποια ηλικία- δεν γνωρίζω αν ισχύει ακόμη αυτή η απαγόρευση.
Ο γάμος τους έγινε με άκρα μυστικότητα και με κουμπάρο τον πατέρα μου, που αναλάμβανε όλες τις “δύσκολες αποστολές”, στον Προφήτη Ηλία Αλυκών, ένα μικρό ξωκκλήσι , πάνω σε ένα λόφο, απέναντι από τα τείχη που έχτισε στην περιοχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής για να προστατεύσει την πόλη που πήρε το όνομά του.
Ανεβαίναμε συχνά στο εκκλησάκι. Θυμάμαι κάποιους μαγικούς εσπερινούς, με τις παλιές εικόνες να χάνονται σε σύννεφα λιβανιού στα Ανοιξαντάρια.
Φτάναμε στην κορυφή του λόφου από ένα μονοπάτι που θύμιζε φίδι που λιάζεται, ξαπλωμένο μέσα σε φραγκοσυκιές και θυμάρια. Αριστερά απλώνονταν η θάλασσα και μπροστά παλαιά Εθνική οδός Βόλου- Αθηνών τραβούσε προς το λόφο του Σωρού. Στον ανήφορο, βλέπαμε από ψηλά να ανεβαίνουν μακρύκαρα, σούστες και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Αθηνών. Αυτά ήσαν τα μόνα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε.
Σ΄ ένα στρογγυλό κουτί από σοκολατάκια του 1938 όπου , κατά παράδοση, φυλάμε τις παλιές φωτογραφίες, υπάρχει, ασπρόμαυρα απαθανατισμένη σε μυγοδιάστικτο πλαίσιο, η έξοδος του ζευγαριού από το ναΐσκο. Οι λίγοι καλεσμένοι κοιτάζουμε προς τη δύση. Μόνον ο Γιώργος, ο Αράπης, συνομήλικος μου, κουρεμένος με την ψιλή, με παντελονάκι έως τα γόνατα, είναι στραμμένος προς τα αριστερά και, γονατιστός, μοιάζει να παίζει βόλους με τα κυπαρισσόμηλα του προαυλίου.
Υποθέτω ότι οι υπόλοιποι θαυμάζουμε τα χρυσάφι του δειλινού στην κορυφή Παλατάκι. Στις αιθρίες, κυρίως της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, στην αργή του τσουλήθρα, ο ήλιος βυθίζεται εκεί, αφήνοντας πίσω του όλες τις ανταύγειες του ωχρού και του κόκκινου. Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν προσέχει το ζευγάρι, καμιά κοπελίτσα της παντρειάς δεν κοιτάζει “πόσο όμορφη είναι η νύφη”. Ακόμη κι ο Βλάσης, λίγο σκυφτός, φαίνεται να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει κάτι. Η Λόλα βλέπει κατευθείαν στο φακό, χωρίς όμως να καμαρώνει.
Μόνον η μάνα της, λίγο πιο σκυφτή απ΄ ό,τι τη θυμάμαι, με ολάνοιχτα χέρια, δεξιώνεται ήδη τους καλεσμένους στη βίλα της Κηφισιάς.
Με την εγκατάστασή τους, ως νόμιμου πλέον ζευγαριού, η Λόλα και ο Βλάσης όρισαν τις σχέσεις τους με τους γείτονες, υπολογίζοντας ως ανισοσκελή κι αντεστραμμένη τη γνωστή λογιστική: Λαβείν ναι, δούναι όχι. Ευχαρίστως έτρωγαν από τα σκεπασμένα πιάτα της σπιτονοικοκυράς τους, της Αρετής, εύκολα ζητούσαν δανεικά από τη χοντροΕυτυχία, την πιο καλόκαρδη γυναίκα στο “Συνοικισμό Αναπήρων” – έτσι ονομάζονταν πομπωδώς η επικράτειά μας, τα δυο τετράγωνα με τα πέντε, όλα κι όλα, σπίτια. Το μπακαλοδεύτερο του πατέρα μου, που σώζονταν ως τον καιρό της πλημμύρας στη Νεάπολη, μαρτυρούσε ότι η καθημερινή, βερεσέ, τροφοδοσία τους περιλάμβανε αυγά ημέρας, ξηρά χταπόδια, ελιές θρούμπες και ρετσινάτο κρασί χύμα.
Όλοι τα βοηθούσαν “τα καημένα τα παιδιά”.
Κι εκείνοι ζητούσαν, δέχονταν κι επεδίωκαν αυτή τη βοήθεια. Χωρίς όμως να προσφέρουν. Ούτε καν τις ελάχιστες πληροφορίες οι οποίες, σε κάθε μικροκοινωνία, επιτρέπουν την οικείωση μέρους του ζωτικού χώρου του άλλου, έτσι ώστε να λειτουργεί η κοινότητα..Nα χαίρονται, δηλαδή, οι πάντες με τη χαρά του ενός και να καθίσταται κοινή η ατομική θλίψη.
Ή (επειδή δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων) να συμβαίνει και το αντίθετο: Η πίκρα του ενός να αποτελεί πηγή αγαλλίασης εκείνων που στενοχωρούνται με τη στιγμιαία ευδαιμονία του.
Απαγόρευαν κάθε εισβολή στο μικρόκοσμό τους. Όταν ο άντρας της έφευγε με το πρώτο λεωφορείο για το αεροδρόμιο, εκείνη έπιανε το κέντημά της. Συχνά, συνήθως όταν γύριζε από τη δουλειά του, συντρόφευε τις δυο γυναίκες η Αντριάνα, ο μοναδικός εν Ελλάδι τραβεστί εκδοροσφαγέας. Φαλακρός, με αλογοουρά, μακρύ φουστάνι και ματωμένες γαλότσες. Στην επιλογή του πιστεύω ότι βοήθησε και το ότι, συν τοις άλλοις, ήταν και κωφάλαλος.
Η Λόλα μιλούσε ακόμη και σε μας τα παιδιά. Έμπαινε στα παιγνίδια μας. Με τη βέρα της παίζαμε τo “που ΄ντο, που΄ ντο το δαχτυλίδι”.

Κάποια μέρα, η δίφυλλη καφετιά πόρτα παρέμεινε κλειστή. Ένας σκύλος γεύτηκε το περιεχόμενο του σκεπασμένου πιάτου που ακούμπησε η σπιτονοικοκυρά στο κατώφλι της. Ο άντρας της όμως, άνθρωπος της πιάτσας, που ΄χε δει κάποιες ύποπτες κινήσεις, ρώτησε κι έμαθε από τον περιπτερά ότι, όχι μόνο ο Βλάσης δεν πήγε στη δουλειά του αλλ΄ αντίθετα, οι τρεις νοικάρηδές του, κρατώντας δυο μεγάλες βαλίτσες, πήραν το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα.
Χωρίς να διστάσει άνοιξε, με το δεύτερο κλειδί που κρατούσε, την πόρτα. Το δωμάτιο άδειο. Τα σανίδια μόνο των ντιβανιών, ένα δοχείο νύχτας, κάλτσες και παλιές εφημερίδες.
“Τα ενοίκια μου” φώναξε ο σπιτονοικοκύρης κι ειδοποίησε τον πατέρα μου και την χοντροΕυτυχία που γνώριζε ότι “είχαν να λαβαίνουν”. Όλοι μαζί αποφάσισαν να κυνηγήσουν τους λαθροφυγάδες με ταξί.

Τους πρόλαβαν στον ανήφορο του Μπράλου. Ο ταξιτζής έκοψε, κορνάροντας, μπροστά στο λεωφορείο. Κατέβηκαν ο οδηγός, οι τρεις καταζητούμενοι αλλά και κάμποσοι περίεργοι επιβάτες.
Κι εκεί, στο σαματά που ακολούθησε μέσα στην ομίχλη και τρόμαξε ανθρώπους και όρνεα, η “παθημένη” απομακρύνθηκε λίγο. “ Ελάτε, ελάτε, χωράτε όλοι στη βίλα μας, ελάτε κι εσείς καλοί μου άνθρωποι”, τσίριξε για να ακουστεί, δείχνοντας τους επιβάτες που είχαν κατεβεί. “Να ανοίξω και το χρηματοκιβώτιο- να, πάρτε, πάρτε τα λεφτά σας κι εσείς”, συνέχισε να μοιράζει σ΄ όλους αόρατο πλούτο. “Εμείς δεν είμαστε μπαταξήδες”.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου