Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΑΡΡΕΜΒΩ ΔΙΑΝΟΙΑ

              Στο Πέμπτο Κεφάλαιο του έργου του ΑΝΤΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΝ, ο Άγιος Μάρκος ο ασκητής σημειώνει: «Άλλο γαρ αρρέμβω διανοία παρακαλείν τον θεόν …. Και άλλο καιροσκοπείν και μετά τας κοσμικάς ασχολίας ευκαιρήσαντα προσεύξασθαι».Τον πασίγνωστο αββά του 4ου και 5ου μ.Χ. αιώνα γνώριζαν και μελετούσαν ακόμη και 1000 χρόνια αργότερα οι βυζαντινοί. «Πάντα πώλησον Μάρκον αγόρασον», έλεγαν οι φτωχοί. Για τους άρχοντες, για τους οποίους δεν ετίθετο τέτοιο θέμα σίγουρα αγνοούσαν  (δεν υπολόγιζαν έστω κι αν γνώριζαν)αυτό το σημείο των απαντήσεων του Αγίου προς τον Φιλόσοφο, ο οποίος υπήρξε μια επινοημένη persona για τις ανάγκες έκφρασης των απόψεων των άθεων διανοουμένων της εποχής του. Ελάχιστοι από τους άρχοντες αφιέρωναν στον Κύριο τα νιάτα τους, χάνοντας θρόνους και μεγαλεία. Οι περισσότεροι φρόντιζαν για τα χριστιανά της ζωής τους τέλη αφού αποσύρονταν και παρέδιδαν αξιώματα σε παιδιά και συγγενείς. Με παρόμοια  επιμέλεια εκείνης των αιγυπτίων βασιλέων που ξόδευαν μια ζωή ετοιμάζοντας την αιώνια κατοικία τους, τον πυραμιδωτό τάφο, αρκετοί από τους άρχοντες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχτιζαν, στην ακμή τους, μοναστήρια τα οποία γίνονταν τα καθαρτήρια της ψυχής τους στα γεράματά τους.
               Ένα τέτοιο ζευγάρι αρχόντων ήσαν οι ηγεμόνες της Δημητριάδας Νικόλαος Μελισσσηνός και Άννα Παλαιολογίνα –Μελισσηνή. Στην περίοδο 1270-1273 ανοικοδόμησαν στην περιφέρεια της Άνω Δρυανούβαινας, που περιλάμβανε τις σημερινές Πορταριά και Μακρινίτσα, ένα πολύ μεγάλο μοναστήρι που το αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το μοναστήρι αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό στο χώρο της σημερινής Θεσσαλίας ως Μονή Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας.
               Το ίδιο είχε κάνει προηγουμένως και ο πατέρας του Νικολάου, Κωνσταντίνος Μελισσηνός. Εγκαταβίωσε ως μοναχός Κωνστάντιος στη Μονή Οξείας Επισκέψεως που έχτισε στη Μακρινίτσα.
               Ο Νικόλαος Μελισσηνός προίκισε το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου με πολλά κτήματα. Μεταξύ αυτών ήταν και το «μοναστηρόπουλο» της Παναγίας της Πορταρέας, από το οποίο πήρε το όνομά της η Πορταριά. Ο Νικόλαος μόνασε στο μοναστήρι της Οξείας Επισκέψεως με το όνομα Ιωάσαφ και η γυναίκα του στη Μονή Προφήτου Προδρόμου που στην αρχή λειτούργησε ως γυναικεία. Μάλιστα σώζεται και η επιτύμβια πλάκα που στόλιζε τον τάφο της μοναχής Ανθούσας. Είναι εντοιχισμένη στο ναό της Παναγίας στο λόφο της Επισκοπής Άνω Βόλου και φέρει την επιγραφή «της Αγγελίνας Δούκενας της Μαλ(ιασ)ινής, της δια του Θείου και Αγγελικού Σχήματος μετονομασθείσης Ανθούσης».
Το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας έμεινε όρθιο για 700 περίπου χρόνια και γκρεμίστηκε  στην εποχή μας. Δεν μας είναι γνωστές οι αναστηλώσεις που του έγιναν. Πορταρίτες που έζησαν το ψυχορράγημά του μας αφηγήθηκαν κάποιες από τις τελευταίες του στιγμές.
               Λίγο πριν γκρεμιστεί το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας (1952) τραβήχτηκε από τον Ζημέρη μια καταπληκτική φωτογραφίας μιας κρήνης που δεν υπάρχει πια. Μια αχειροποίητη εικόνα του εσταυρωμένου Κυρίου εμφανίζεται στη θέση του στομίου και του νερού που πέφτει. Ο Χριστός δείχνει να γέρνει κουρασμένα το ωραίο του κεφάλι – διακρίνεται ακόμη και ο εξ’ ακανθών στέφανος. Τα χείλη του στομίου παρουσιάζουν τους εν εκτάσει βραχίονες στο ξύλο του θανάτου που έγινε όπλο κατά του θανάτου. Η φωτογραφία στο κάτω μέρος έχει την ένδειξη ΠΗΛΙΟ – ΠΟΡΤΑΡΙΑ. Υπάρχουν ακόμη φωτογραφίες της πύλης της Μονής από το εσωτερικό. Πάνω από την ξύλινη πόρτα βλέπουμε την εικόνα του Προδρόμου. Αριστερά, πάνω σε δέντρο, διακρίνεται η καμπάνα του μοναστηριού. Τέλος, έχουν φωτογραφηθεί οι 2 τεράστιοι πύργοι της νότιας πλευράς, σαν το Θεοξένια ψηλοί, κατά τον κ. Ανδρέα Σιώκο. Τα νότια κελιά γκρεμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τα βορινά ήσαν ήδη γκρεμισμένα. Τα ερείπια τους τα σκέπασαν οι ποιμένες με τσίγκους και εκεί ξεχειμώνιαζαν τα πρόβατα τους. Συγκεκριμένα υπήρχαν χειμαδιά του Γιώργου Γαλάνη και του Δημήτρη Τσιμπανούλη οι οποίοι στέγαζαν εκεί 2000 πρόβατα. Η κτηματική περιουσία του μοναστηριού έφτανε ώς το Σέσκλο και τον Κίσσαβο. Μοναστηριακά ακόμη ήσαν τα οικόπεδα όπου χτίστηκαν η Οινοπνευματική και το Κεραμοποιείο Τσαλαπάτα.
               Και προπολεμικά το Υπουργείο είχε αποφασίσει τη δημιουργία κατασκηνώσεων για τα παιδιά στην περιοχή. Πρόεδρος της Επιτροπής για τις κατασκηνώσεις ήταν τότε κάποιος Χονδροδήμος, διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας. Έμενε στο Αρχοντικό Ναουμίδη στην Πορταριά. Η Επιτροπή αποφάσισε να μη πειραχτούν τα κτίσματα και να γίνουν οι κατασκηνώσεις σε σανιδένιες παράγκες, στη γύρω περιοχή. Ήλθε όμως ο πόλεμος, ατόνησαν και οι κατασκηνώσεις ως θεσμός. Μετά την Κατοχή επανήλθε το παλαιό καθεστώς με νέο όμως Συμβούλιο. Ο Χονδροδήμος είχε πεθάνει. Ο νέος Διευθυντής ζήτησε να γκρεμιστούν τα γύρω κελιά και να μείνει μόνη η εκκλησία. Ο κ. Ανδρέας Σιώκος θυμάται ότι στην πρώτη -ή μία από τις πρώτες -γιορτή του Προδόμου ήλθε κάποιος παλαιός Πορταρίτης, ονόματι Κίτσος Βλιτσάκης, ο οποίος μόλις είδε ισοπεδωμένο τον τόπο θύμωσε πολύ. Ο Βλιτσάκης ήταν πρώτος ξάδερφος του Ζήση Ζησάκη, πρόξενος της Ελλάδας στο Παρίσι, με γυναίκα γαλλίδα. Φώναζε αγανακτισμένος. «Ποιος έδωσε εντολή να γκρεμιστεί τέτοιο μνημείο;». Έβλεπες μάρμαρα σκαλιστά μέσα στα βάτια, στα πουρνάρια, στα σπάρτα. Χάθηκαν όλα. Ο Βλιτσάκης εξηγούσε ότι στο εξωτερικό αυτά τα μνημεία τα αναστηλώνουν και ο κόσμος τα θαυμάζει, πληρώνοντας εισιτήριο.
                Ένας άλλος παλαιός Πορταρίτης, ο ιεροψάλτης Βασίλης Βάσσος έλεγε στον κ. Ανδρέα Σιώκο, ότι λίγο πριν ψηφιστεί ο Νόμος να περιέλθουν τα μοναστηριακά κτήματα στην Αυτοδιοίκηση, υπήρχε κάποιος ηγούμενος στον Άγιο Ιωάννη, ονόματι Κοντορίζος- μάλλον Γρηγόριος Κοντορίζος. Είχε 50 χρόνια εκεί μέσα. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας και ο Νομάρχης τον παρακάλεσαν να αποχωρήσει. Δεν το δέχονταν. Στο τέλος τον έφεραν στο φιλότιμο. «Εσείς είστε άνθρωπος της υπακοής, του είπαν, πρέπει να κάνετε υπακοή». Υπάκουσε και μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου – υπήρχε τότε με ηγούμενο τον Ευθύμιο. Αυτό γκρεμίστηκε μετά τους σεισμούς. Ο Άγιος Ιωάννης, η κτηματική του περιφέρεια δηλαδή, βγήκε σε δημοπρασία. Το πήρε κάποιος ιερέας ο οποίος έσπερνε στην περιοχή. Όταν ο Κοντορίζος άκουγε την καμπάνα του Αη Γιάννη να χτυπάει για εσπερινό φώναζε – πέστε του να μην χτυπάει την καμπάνα, πέστε του ότι θα τον σκοτώσω.   
               Ο Κοντορίζος αυτός αλλά και οι παλιότεροι μοναχοί ήσαν πολύ ελεήμονες. Στους βαρείς χειμώνες οι χωρικοί άνοιγαν δρόμο σε φορτωμένα μουλάρια του μοναστηριού τα οποία σταματούσαν και ξεφόρτωναν γεννήματα μπροστά στις πόρτες των φτωχών.
               Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μοναστηριού αλλά και των άλλων εκκλησιών στα παλαιότερα χρόνια είναι το νεκροταφείο. Υπήρχε συνήθως πλάι από τον ναό. Το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες εκκλησίες.
               Ο Ζούλιας τα συγκέντρωνε όλα στο οικόπεδο της Αγίας Παρασκευής που δώρισε στην κοινότητα Πορταριάς. Για το λόγο αυτό το άγαλμά του βρίσκεται στην παλαιά είσοδο του χωριού. Έτσι τον τίμησαν οι Πορταρίτες. Κάποιος βέβαια νεαρός πυροβόλησε τον ανδριάντα στο πρόσωπο, λίγο μετά την κατοχή. «Πλουτοκράτης δεν ήταν και αυτός;» ήταν η δικαιολογία του. Σε 15 ημέρες πέθανε από μηνιγγίτιδα.

-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
               Αποστόλου Παπαθανασίου: Η ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΛΙΟ ΣΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (1204-1423).

-ΑΦΗΓΗΣΗ:
               Ανδρέας Σιώκος.

      



                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου