Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
Η πρώτη εικόνα που είχα από έναν φεγγίτη, ανοικτό στο ταβάνι σχεδόν, του υπογείου της Σόλωνος, όπου πέρασα τον πρώτο χρόνο του διαστήματος που ονομάζουμε φοιτητική ζωή, ήταν το κεφάλι μιας δεκαοχτούρας ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Πίσω, σε φόντο, κινούνταν οι εργάτες που κατέβαζαν τα κεραμίδια του παλαιού νοσοκομείου – σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό Κέντρο. Ήσαν δυο ανθισμένα πόδια κι οι εργάτες σήκωναν το κεφάλι, σαν να κατάπιναν γαλάζιες σταγόνες ουρανού. Μόνο το πουλί έμενε γκρίζο και γκρινιάρικο.
Η πολυκατοικία στην οποία έμενα ήταν απ’ τις τετραώροφες του μεσοπολέμου. Είχε μικρά βρώμικα μπαλκόνια, φραγμένα με κιγκλιδώματα. Στα διακοσμητικά μοτίβα τους γυμνοί κορμοί δέντρων γεμάτοι καρπούς. Ο ακάλυπτος έβλεπε στην πόρτα της κουζίνας μας, γεμάτος αραχνιασμένα και μαύρα απ΄ την αιθάλη μικροαντικείμενα : Μια ρόδα ποδηλάτου, μια πλαστική πεταλούδα, δυο ποτιστήρια, το πόδι μιας καρέκλας. Ίσως κάποια μπουκάλια – δύσοσμα και θλιβερά.
Στο σπίτι κατοικούσαν οικογένειες γερόντων. Εκτός απ’ το ισόγειο (το ανώι για τον θυρωρό, ο οποίος έμενε πλάι μας, στο κατώι) όπου κάποιος Μαρίτσογλου είχε τα γραφεία αντιπροσωπείας στόκων και χρωμάτων.Στον πρώτο όροφο έμενε ο πάμπλουτος παραπληγικός κ. Τριάντης. Μας τον γνώρισε η υπηρέτριά του, η κ. Χρυσούλα, και για ένα διάστημα έβγαζα κάποια χρήματα, συντροφεύοντας τον το πρωί, όταν δεν είχα μάθημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε όμως με προσήλωση τις εφημερίδες που του διάβαζα κι έδινε γραπτές, με τρεμουλιαστά πλαγιογράματα, τις οδηγίες τους στην οικονόμο του- έτσι συστήνονταν η κ. Χρυσούλα- και στον σοφέρ. Στον αμέσως επόμενο όροφο έμεναν ο στρατηγός ε.α. Πανουργιάς και οι Αργυρόπουλοι.
Η αμνησία μου για τους, ουράνιους πλέον, υπεράνω έχει ένα χρώμα χειμωνιάτικου ουρανού.
********
Οι μεταξύ μας σχέσεις ήσαν χαλαρές. Ίσως το χαρμόσυνο ποτάμι που δεν άγγιζε τους πλούσιους κυρίους σαν ήταν η σκάλα υπηρεσίας. Υποκαθιστούσε το σοκάκι της, χαμένης πια, γειτονιάς. Οι υπηρέτριες μιλούσαν ψιθυριστά ανεβοκατεβαίνοντας και γελούσαν δυνατά.
Εκφορείς του δημόσιου ή μάλλον του κοινοποιημένου ιδιωτικού λόγου των ενοίκων, τιτίβιζαν σαν απελεύθερα πουλιά. Μ’ άρεσε το βουητό τους ό,τι κι αν έλεγαν – άλλωστε τι να μ΄ ενδιαφέρουν τα μυστικά δέκα γερόντων…. Έγραψα για τις σχέσεις μας – μάλλον θα΄πρεπε να το πω αλλιώς: Ανυπαρξία σχέσεων υφίστατο.
Αυτό δεν εμπόδισε κάποιες αστείες ιστορίες να, ως ιστός, τυλιχθούν γύρω μας: Για παράδειγμα, εκείνη η λογόρροια που μ’ έπιανε όταν έκλεινα και την τελευταία εφημερίδα του κ. Τριάντη, αποκύημα μιας αμηχανίας κι ενός φόβου μου απέναντι σ’ έναν άγνωστο μου άνδρα, που ήδη κοιτούσε την Αχερουσία με τους βαρκάρηδες της, εκείνη η νευρικότητα μ’ έκανε να του περιγράψω μάλλον εσφαλμένα την σοβαρή κατάσταση υγείας του κ. Αργυρόπουλου, «μας φεύγει» πρέπει να του είπα κι εκείνος άκουσε τον Αόριστο ως Ενεστώτα κι έστειλε αμέσως στεφάνι στον κρεβατωμένο αλλά ζωντανό γείτονά του. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο κ. Τριάντης, όμως κι ο δικός μου αντίλογος ίσχυε «γιατί δεν ρωτούσε, πριν το κάνει, το Ρώιτερ - την κυρά Χρυσούλα;».
Με τους Πανουργιάδες πάλι συνέβαιναν άλλα. Τουλάχιστον τρεις ασφαλίτες, με πολιτικά ήσαν στημένοι μονίμως στην είσοδο της πολυκατοικίας, πλάι στην κυρά- Χρυσάνθη, την γιαγιά μου, η οποία έμενε μαζί μου για να με φροντίζει – σοκολατόπαιδο γαρ - την γιαγιά που έπλεκε εντελώς αμέριμνη στην είσοδο το κοπανέλι της. Ο κόσμος μαζεύονταν και «τι είναι αυτό» την ρωτούσαν. Κι εκείνη άρχιζε ιστορίες για το χωριό της, που έμεναν πάντα στη μέση, επειδή οι άνθρωποι δεν άκουγαν, ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε τη φωνή της ή επειδή γίνονταν αντιληπτοί οι ασφαλίτες που σφύριζαν αδιάφοροι δήθεν. Τα χρόνια ήσαν πονηρά. Χειμώνας του ‘ 72.
*********
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη η μαύρη πόλη ξεφλούδισε σ’ ένα λευκό προτεραίας αγνότητας. Το πρώτο μου χιόνι στην Αθήνα. Έτρεξα να το χαρώ. Πέρασα, δρομαίος τον σκοτεινό διάδρομο του υπογείου. Ένιωθα στο πρόσωπό μου τα υγρά μπατσάκια των εσωρούχων της Λαμπρινής, της κόρης του θυρωρού. Συνήθιζε να τα απλώνει μπροστά στην πόρτα της, πάντα μισάνοιχτη, πάντα υποσχόμενη. Ευτυχώς η από και προς την δική μου πόρτα (σε γωνία κολλητή με την δική της) κεκτημένη ταχύτητα δεν με σταμάτησε ποτέ εμπρός της. Λέω τώρα ευτυχώς επειδή κάποτε έμαθα, εγκύρως, ότι – μαινάδα – κυνηγούσε τρυφερούς μετέφηβους: Ήμουν ό,τι έπρεπε για τα δοντάκια της .
Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος κι ύστερα, από την Ιπποκράτους, στον Λυκαβηττό. Τον αγαπούσα αυτόν τον λόφο. Κρατούσα μνήμες χρόνων που αιφνιδίως σταματούσαν και πύκνωναν στην αιώνια στιγμή: Ένα βράδυ χόρευα στο κοίλον του θεάτρου, χόρευα το ζεϊμπέκικο «Σαββάτο σήμερα, μπα σε καλό μου και δεν θα δω το μωρό μου». Το φεγγάρι κεφάλι μεθυσμένου κλόουν, άπειρα τριζόνια ροκάνιζαν την προοπτική και μια κουκουβάγια έκλαιγε στην πρώτη κερκίδα.
*********
Ονόμαζα τα κυκλάμινα της πλαγιάς φωνογράφους απ’ όπου μου ψιθύριζαν οι νεκροί.
********
Όμως άσπρο πρώτη φορά έβλεπα το λόφο. Όσο ανέβαινα τόσο μούρχονταν στο νού, η έκφραση νοσταλγία του προορισμού. «Κάθε νιφάδα περνάει δίπλα από αγγελικό χορό, έλεγα, τι όμορφα να γίνω κάποτε τόσο καθαρός». Μικρά κοτσύφια, πλάι μου, τρυπούσαν την σιωπή. Ψυχή ζώσα.
Tο χιόνι κράτησε ως την πρωτοχρονιά. Παραμονές άρχισε να λιώνει, υποχώρησαν τα φαινόμενα, όμως εντάθηκε η παγωνιά. Εκείνη τη χρονιά δεν φύγαμε απ’ την Αθήνα για τις γιορτές. Αντίθετα, ήλθαν και οι γονείς μου, για να ‘μαστε μαζί τέτοιες μέρες.
******
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς εκκλησιασθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους, ένα ναΐσκο δέκα μέτρα απ’ το σπίτι, στην άλλη πλευρά της Σόλωνος. Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές της διπλανής Νομικής. Γυρίσαμε στο σπίτι βιαστικά.. Έλειπε το δέντρο, περίσσευαν όμως οι κλαριντζήδες που ‘ παιζαν στο δρόμο, εκπρόθεσμα, τα Κάλαντα.
Προς το μεσημέρι, κι ενώ ψήνονταν στην κάζα η γεμιστή κότα της γιαγιάς, κόπηκε το ρεύμα. Βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μια που ο φεγγίτης ελάχιστες ακτίνες απομυζούσε απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκτός από το φαγητό που έμεινε στη μέση, το ηλεκτρικό μας καλοριφέρ φέτες κρύου σιδήρου κατάντησε σε λίγα λεπτά. Στα πάνω διαμερίσματα ακούγαμε φωνές, μουσική, τραγούδια κι από αυτό συμπεράναμε ότι είχε πέσει ο γενικός διακόπτης ισογείου και υπογείων. Απευθυνθήκαμε στον θυρωρό. Ο διακόπτης βρίσκονταν στα γραφεία του Μαρίτσογλου, ο τελευταίος όμως είχε εκδράμει στο Άργος Ορεστικό – δεν του ‘φθανε το κρύο της Αθήνας. Ο θυρωρός είχε πέντε – έξη βραστά αυγά, «αν μπορούσαμε μ’ αυτά ν’ αποκρέψουμε» μας πρότεινε. Απόκριες έλεγαν στο χωριό του κάθε γιορτή. Τα δεχτήκαμε, τι να κάναμε, βράδιαζε ήδη όταν τα φάγαμε με ψωμί και τυρί. Αυγά, ψωμοτύρι και σαλάτα. Ούτε γλέντι, ούτε καν φως μια που τα δυο σπαρματσέτα που βρέθηκαν μπέρδευαν μόνο τους πελώριους ισκίους μας με τα λιγοστά έπιπλα και την αδιέξοδη σκάλα.
Βρήκαμε γρήγορα τα σκεπάσματα.
**********
Η Λαμπρινή άνοιξε σιγά – σιγά την πόρτα. Παράξενο: Φορούσε την γούνα της, το ‘βλεπα καθαρά, όμως κρατούσε στα χέρια το κοπανέλι της γιαγιάς. Πίσω της διέκρινα τους τρεις ασφαλίτες σ’ ένα τοπίο λιμνοθάλασσας. Γλάροι πετούσαν πάνω από δέσμες βούρλων. Η Λαμπρινή πλησίασε το κρεβάτι μου και μου μίλησε με την φωνή της γιαγιάς : «Είμαι η θειά Αχτίτσα, με στέλνει ο κυρ Αλέξανδρος, απ’ το καφενείο εδώ, στη Δεξαμενή…..».
Έσκυψε, με φίλησε στο στόμα κι έβγαλε απ’ το κοπανέλι δυό μεγάλες σπάθες κρυστάλλων, από αυτές που κρέμονται τον Χειμώνα στα περβάζια: «Με λαδάκι και ξύδι, συνέχισε, είναι υπέροχος μεζές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου