ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ
Εκείνο το
σούρουπο, ενώ περπατούσε, μετά από χρόνια, στην οδό Καλτετζών, κάποιο δρόμο
ιαματικό-έτσι χαρακτήριζε πλέον τους τόπους που κρατούσαν μνημικά της νεότητάς του ράκη - ένα δρόμο με
καθησυχαστικές μονοκατοικίες ένθεν κι ένθεν, υπό το ραίνον και τον τυφλό
ακκορντεονίστα που ακολουθούσε μοβ χιόνι των δέντρων, σπάζοντας απαλά τους
μισοσβησμένους ιστούς της απίστευτης φωνογραφίας των πλανοδίων μιας άλλης
εποχής, πατώντας τους ίσκιους παιδιών
που μεγάλωσαν, γέρασαν και οικιστές πλέον, οι περισσότεροι, υπάρχουν της
αχερούσιας όχθης, σταμάτησε να ανάψει τσιγάρο.
Είχε στην
αριστερή τσέπη το μάλμπορο, όμως έκανε λάθος και με τρέμοντα χέρια έβγαλε από
τη δεξιά το κουτάκι με την παρά φύσιν έδρα.
"Κάθε
στιγμή είναι ένα τέλος ή μια αρχή" πρόφερε ψιθυριστά . "Ένα ελάχιστο
πρόθεσης, ένα μικροσωματίδιο προαίρεσης", σκέφτηκε στη συνέχεια.
Δεν ήταν από
εκείνους που καθημερινά αλείφουν στο ψωμί τους την τυχαιότητα. Πίστευε στην
ύπαρξη των, υπέρ την ύλη και το άυλο, δακτύλων που στρώνουν απαλά τις
λεπτομέρειες του Κόσμου, γεμίζουν τα κενά, αναδεικνύουν τις λεπταίσθητες
προθέσεις, χαρτογραφούν την περιοχή της Πρόνοιας του τρισυπόστατου Ενός για τον
Κόσμο.
Θυμήθηκε
ξαφνικά ότι στο σκονισμένο εδώ, πριν πενήντα χρόνια, παρίστανε, στην ομήγυρη
των συνομήλικων με την πράσινη μύξα στο πανώχειλο, έπαιζε τον παραπαίοντα
Μανέλη, όπως τον είχε δει στο Σινε -Πάνθεον, ανάμεσα σε αγριοβασιλικούς και
τις κλαρωτές φούστες, όπως τον είχε δει να- αν και νηφάλιος- κινείται σε ένα βαρύ ζιγκ-ζαγκ και να φτύνει
τα κουκούτσια της ελιάς στα λειρόληκτα καπέλα των κυριών.
Κι αμέσως
συμπέρανε ότι αυτό το κομμάτι μνήμης, που μόλις του δόθηκε, δεν ήταν τυχαίο,
πρέπει να είχε την ιδιαίτερή του σημασία, την ιδιαίτερή του αποστολή, σαν το εξ
ουρανού πτίλο στις ταινίες του
Ταρκόφσκι.
"Να ναι
αυτή η τελευταία μου σκέψη;" αναρωτήθηκε.
Ύστερα
σκέφτηκε ότι μάλλον τρομάζει το απόλυτα
φυσικά τρομακτικό- κι αυτό είναι το αφύσικο. Ο σκοτεινός άγγελος σε βρίσκει
ακόμη κι αν με γρήγορο άτι βρεθείς στη Σαμάρα. Το όποιο ραντεβού είχατε, εν
αγνοία σου, θα μετατεθεί για εκεί.
Από κάποιο
ανοιχτό παράθυρο νωχελικά γλιστρούσε ένα νυχτερινό του Σοπέν.
"Δεν
γίνεται παρά να το περιγράψω ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ αυτό. Και δεν μπορώ παρά να είμαι ακριβής στην περιγραφή μου αυτή. Εδώ που
έφτασα, το μόνο που μου απομένει είναι η επιχάραξη των ορίων των πραγμάτων.
Λείπει βέβαια ο πιανίστας, ουσιαστικά ένα ξηρό κέλυφος, σαν τα πεθαμένα
τζιτζίκια -η μουσική αποτελεί τη διαχεόμενη ανθρώπινη ουσία. Η μουσική ως
"είναι" και ως αίνιγμα για το "είναι".
( Ξαναδιαβάζω
το κείμενο. Πού βρίσκεται η, ανάγκης ένεκεν, αναπαραστατική Τέχνη; Τί ακριβώς
περιλαμβάνει εκείνη "απίστευτη φωνογραφία πλανοδίων";
Ας μετρήσουμε:
Ο γαμψομύτης που κραύγαζε "κουτιά γάλα
σκόνη αγοράζω, οι χούλα - χούπ κάλτσες δέκα", το γεροντάκι που πουλούσε
"κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες", ο Σπύρος που σου ζητούσε να
σπάσεις ένα πιάτο για να το κολλήσει με την απίστευτης αντοχής κόλλα- σκόνη που
πουλούσε, ο "λεκάνες καθαρίζουμεεεε", ο "μαστχασπαιδιά" ,
εκείνος ο μυστήριος επαίτης που ζητούσε και έπαιρνε μόνο φετούλες με ψωμί.
Σταματούσε στην αυλόπορτα και χθαμαλή τη φωνή εισήγαγε την αίτησή του με ένα
μακρόσυρτο "Κυρίααα").
*****
Παρατηρεί ότι
έχουν αλλάξει πολλά με τα χρόνια που πέρασαν. Τότε, υπήρχαν τουλούμπες και ασβεστωμένα βαρέλια για τα σκουπίδια στις διασταυρώσεις. Tα σπιτάκια, εδώ, ήσαν όλα
μικρά. Στο ίδιο μετασεισμικό σχέδιο.
Απόψε οι μονοκατοικίες της οδού Καλτετζών (που
ονομάζονταν κάποτε πάροδος 220) φαίνονται έρημες, στίβα ανεπίδοτων επιστολών.
Οι κήποι αργά αποσυντίθενται στη νύχτα. Κάποιοι έχουν μαδήσει κι άλλοι έχουν,
όπως το υπερευαίσθητο μη μου άπτου,
συσταλεί. Η παλαιά, γενναιόδωρη αρχιτεκτονική τους έχει συμπτυχθεί τόσο ώστε να
χωρεί στην αιώρα του αμλέτειου διλήμματος: "Είναι ή απουσιάζει;".
Φαίνονται ακόμη η μάντρα του Τέλη, υπάρχει το ασημί πόμολο στο οποίο ο
Κρεμαστάς, για χιούμορ καθώς έλεγε, είχε κρεμάσει τον αρουραίο που έβγαλε από
τη μαλακή γη το λαγόσκυλό του.
Το τσικ μιας
νυχτερίδας του τίναξε τη χωρίστρα.
Ανάμεσα στα
σπίτια ξεχωρίζει ακόμη το Τσιμωναίϊκο, ένα διώροφο ρομαντικού, νεοαποικιακού
στυλ, με υπέρθυρη επιγραφή στην οποία αναφέρονταν η χρονολογία κατασκευής του.
Τριγυρισμένο από την ίδια τεράστια αυλή. Το σπίτι φαίνεται εγκαταλειμμένο από
χρόνια, η αυλή του όμως διατηρείται ακόμη
περιποιημένη. Μικρά οπωροφόρα, αναρριχώμενα, φυτεμένα με χάρη, μια
μανόλια με άσπρα μαντήλια να σκουπίζουν τα γυαλιστερά φύλλα της κι ένας
πλάτανος στην είσοδο, με φύλλωμα αρχαίο κι αραιό.
Στο βάθος της αυλής υπάρχει πάντα το μικρό
σπιτάκι. Στη βεράντα του κρέμονταν, τότε, πέντε κλουβιά με τρία παπαγαλάκια στο
καθένα. Εδώ, σε άλλες εποχές έμεναν οι επιστάτες, η οικογένεια Μουσούρη.
****
Την ώρα που οι
ίσκιοι μύριζαν λιωμένο βερίκοκο, ένας σκονισμένος καμπούρης, περνούσε τα καλοκαιρινά
απογεύματα, διέσχιζε την οδό Καλτετζών και
τρύπωνε στην αυλή του Τσιμωναίικου από μια πλάγια πορτούλα.
Κατευθύνονταν στην βεράντα του παράσπιτου, σε μια παρέα παιδιών- ανάμεσά τους. "Καραγκιόζης", έλεγε το
όνομά του, μα αυτό ήταν κάτι μάλλον περιττό- οι πάντες τον γνώριζαν και τον
χειροκροτούσαν. Ο Καραγκιόζης κάθονταν
ανάμεσά τους.
Η οικοδέσποινα τους σερβίριζε μέντα και έβαζε ένα δισκάκι σαρανταπεντάρι στο πικάπ με το
"τρελοκόριτσο" ή το "τζίνι" καθώς και με ξένα τραγούδια με
τον Ανταμό και τον Αλ Μπάνο. Όταν έπεφτε το βράδυ κι άναβαν τα φώτα, στους τοίχους του μεγάλου σπιτιού οι
ίσκιοι των φυλλωμάτων ιχνογραφούσαν
εικόνες από αλλόκοτους κόσμους. Τα φώτα
γίνονταν πυρσοί και πίσω από κάθε μαύρο όγκο κρύβονταν όντα με σκοτεινές
καρδιές και προθέσεις. Όταν τσίριζε κάποιο παπαγαλάκι, τα παιδιά ένιωθαν
ότι βρίσκονται στην Ιεριχώ πριν την πτώση της ή μέσα στο στράτευμα του Αττίλα
καθώς ανέβαινε τις Άλπεις. Σάλπισμα ή κραυγή ελέφαντα; Κι όμως ήταν ο Τζόνυ, ο
μικρός παπαγάλος που εμπόδιζε τους άλλους δυο του κλουβιού να ζευγαρώσουν,
αυτός ήταν ο ρόλος του, γι αυτό δημιουργήθηκαν οι παράταιρες τριάδες.
Κάποια στιγμή,
ο σκονισμένος καμπούρης άρχιζε μια διήγηση παράξενη: Το σκοτωμένο από τον μακεδόνα στρατηλάτη φίδι- ο φίδης, τον διόρθωναν-
σε κάποια παράσταση δεν είχε πεθάνει. Και καθώς εκείνος πηδούσε άφοβα στη ράχη
του, έκανε ένα υπόκωφο "μου". "Μάζεψα την καρδιά μου, έλεγε ο
Καραγκιόζης γελώντας, από τα απέναντι χαλίκια, ψάχνοντας ανάμεσα σε πόδια
παιδιών, πόδια που φορούσαν, εκείνα τα χρόνια, τρύπια παπούτσια".
Τα παιδιά χειροκροτούσαν.
Κι ύστερα
έρχονταν η σειρά της οικοδέσποινας, της κυρίας Μουσούρη, να αφηγηθεί ιστορίες
από την Κατοχή:
"Πήγαινα
συχνά πεντάχρονη κι ολομόναχη να μεταφέρω ψωμάκι και κρεμμύδι στον αδελφό μου
που έφτιαχνε κάρβουνα στο βουνό. Φτώχεια μάστιζε το σπίτι μας. Χανόμουν στην
αντάρα των μονοπατιών πολλές φορές, όμως ο Θεός βοηθούσε και πάντα τον εύρισκα.
Μου έδειχνε πώς καίνε τα ξύλα στο λάκκο, με ρωτούσε για τους γονείς μας κι
ύστερα, αφού κολατσίζαμε πρόχειρα,
κοιμόμαστε σε μια μικρή χορτοκαλύβα από την οποία εξείχε το μισό κορμί
του αδελφού μου, ακόμη και τα δικά μου ποδαράκια έμεναν απέξω. Άκουγα τους
λύκους να ουρλιάζουν και τρέμοντας τον ρωτούσα :"Κι αν μας φάνε τα
πόδια:". Τότε εκείνος με παρηγορούσε:"Μην είσαι κουτή, θα φυτρώσουν
καινούργια πόδια στη θέση τους, δεν το ξέρεις ότι τα πόδια
ξαναφυτρώνουν;".
Αυτά έλεγε φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της
ψηλά και τα παιδιά, ακόμη κι ο
ένσαρκος ήρωας του μπερντέ, μελαγχολούσαν.
***
Στον ουρανό
γλιστράει προς την ανατολή ένα αστέρι. Απέραντη ερημία. Κάθεται στο φαγωμένο
σκαλοπάτι του Τσιμωναίικου.
Ψάχνει για
τσιγάρα.
Κι
αυτή τη φορά βρίσκει, με την πρώτη, την αριστερή τσέπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου