Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

  ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ ΔΟΥΚΙΔΗΣ

Ο πατέρας της μητέρας μου, ο, με απολυτήριο της Εμπορικής Σχολής Βόλου, σκυτοτόμος και επιδιορθωτής υποδημάτων στην Πορταριά του μεσοπολέμου, έως τη μοιραία βουτιά του στον τσιμενταύλακα, κάτω από τον τυλιγμένο σε άγριο γιασεμί φράχτη του αμαξιτού, την 8η Δεκεμβρίου 1966, την ίδια βραδιά που πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι στο ναυάγιο της Φαλκονέρας και την επομένη της, με τον τρόπο των καρτούν, αποδημίας του Ουόλτ Ντίσνεϊ ο οποίος με την κρυογονική βρήκε ένα σίγουρο και φυσικό τρόπο αναστάσεως, ο παππούς μου λοιπόν, ο Γαρύφαλλος Δουκίδης, είναι σίγουρο ότι δεν γνώριζε τίποτε για τον αββά Σισώη.
Είχε κάνει βέβαια κάποιες εξαιρετικές γνωριμίες, λόγω κυρίως του υπερβολικά κοινωνικού χαρακτήρα του. Είχε συνομιλήσει με την τυφλή τραγουδίστρια της δεκαετίας του 50, τη Μαριάννα Χατζοπούλου. Στην πλατεία του χωριού, την κέρασε  εκείνη τη στεγνή καρυδόπιτα που διέθετε με ένα δίφραγκο ο Πεταλάς ενώ εγώ, πεντάχρονος, πλάι τους βύζαινα το δερματόοσμο μικρό του δαχτυλάκι, βαπτισμένο στο τσίπουρο και τη σκόνη των μετεωριτών που είχε καθίσει στα ξύλινα τραπέζια, καθώς ο παππούς ζωγράφιζε επεισόδια από τη ζωή του.
Ύστερα τραγούδησαν κι οι δυο μ΄ αίσθημα «να ζήσουν τα φωτοχόπαιδα», «Ζαφείρα», «κάνε κότσο τα μαλλιά σου», «φούστα κλαρωτή», «η μάνα μου με δέρνει»το "- τραγούδια που αναβόσβηναν, εκείνο τον καιρό, στο  νουάρ σελιλόϊντ, σύμφωνα με το ρυθμό των ανθισμένων ματιών της Μαριάννας. Ο παππούς της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια- ποια παιδικά με ένα τσαγκαροσούβλι στα δάχτυλα εικοσάωρα ολόκληρα καθημερινά  στο υπόγειο του καταστήματος του πατέρα του, με την ταμπέλα "υποδήματα δια νύμφας"- και άφησε  να εννοηθεί ότι η βασική του διαφωνία με τη γιαγιά στην πρώτη τους δεκαετία ήταν τα πολιτικά ενώ σήμερα τσακώνονται και για το πόσο κρύο μπορεί να ήταν το καρπούζι  με τα αρχικά ΓΔ που πήρε από την ποδιά της βρύσης  και το ανέβασε, αυτός ο γάιδαρος, σε πεντακόσια μέτρα καλντεριμιού και πενήντα οχτώ σκαλοπάτια, προσπαθώντας να μη τσακίσει τους μίσχους από τα σκυλάκια και τα γαρύφαλλά της.
Επειδή η γιαγιά, παρά το ασκητικά ισχνό  κορμί της, είχε φωνή και  φλόγινη γλώσσα  δράκου κινέζικου παραμυθιού.
Δεν του ήταν δυσερμήνευτη και η σιωπηρή κοφτή της χειρονομία ,το χέρι τεντωμένο απέναντί του να δείχνει μιαν έξοδο, μιαν αναχώρηση, μιαν αποβολή- το χέρι του αγγέλου χωρίς τη ρομφαία- κι ο παππούς να σκέφτεται πόσο αναπαυτικός θα είναι ο ύπνος ανάμεσα στο αμόνι και την πόρτα, κάτω από τις φωτογραφίες του Βενιζέλου και τα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη-διάβαζε τις κεντρώες εφημερίδες που τα φιλοξενούσαν.
Ίσως από ενύπνιό του, κάποιες τέτοιες μέρες,  να ξεπήδησε  η ανεικονική, αδέσποτη λέξη- ιδιόμορφο ταχτάρισμά του για όλα τα παιδιά που πλησίαζαν τη γωνιά  του, το τάχτιβιλίμ.
Όμως τον όσιο Γέροντα της Νιτρίας σίγουρα δεν τον ονειρεύτηκε ποτέ.
***
Η φωτογραφία τραβηγμένη από την κύρια είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Πορταριάς, το Μέγα Θεοξένια. Χοντροχάρτονη, του 1931. Στο κέντρο, κάτω από την υποκαστανιά που ακόμη θάλλει, ο ηγέτης και δεξιά και αριστερά του καμιά τριανταριά πορταρίτες.
Ξεχωρίζω μεταξύ των πρώτων τον Γαρύφαλλο Δουκίδη. Δεν έχει τη γεροντική καμπουρίτσα που λάτρεψα. Κοιτάω προσεκτικά, με φακό- τα  χείλη του μισάνοιχτα. Πρέπει να ζητωκραυγάζει.
***
"Ο κ. Βενιζέλος προσεφωνήθη υπό κατοίκου του χωριού με το -Ως ευ παρέστης Ελευθέριε σοφέ. (Από εφημερίδες της εποχής).

***
Ενδεχομένως να είχε ακούσει το τροπάριο του συνώνυμου μεγαλομάρτυρα ο παππούς, αν και σπάνια πήγαινε στην εκκλησία.  Χριστούγεννα και Πάσχα, όπως έλεγε ο ίδιος. Αν δε, δεν τον κυρίευε συχνά αυτό το πνεύμα της άρνησης του θείου, ως αντίδραση ίσως στην "ψευτομετάνισσα" τη γιαγιά μου (  τη λέξη πρέπει να την άκουσε από τον υπηρετούντα στη θέση του γραμματικού της Κοινότητας Πορταριάς Γιώργο Παπαδιαμάντη, το μικρό αδελφό του σπουδαίου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο οποίος τη χρησιμοποιεί συχνά στα κείμενά του) αν δεν έμενε αλιβάνιστος χρόνια ολόκληρα, ίσως είχε μάθει, από  το συναξάρι ή από τη γνωστή τοιχογραφία, την αντίδραση του οσίου Σισώη μπροστά στον άλαλο και κωφό  τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο άγιος, λένε και εικονίζουν, δάκρυσε για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Τόσες σπαταλημένες δυνατότητες, τόσο αίμα για την εν σμικρώ, εν ελαχίστω ξενοδοχεία ενός, όμοιου με όλους τους άλλους, σκελετού;

***
Αν γνώριζε λοιπόν αυτή την ιστορία είμαι σίγουρος ότι δεν θα επέμενε αυτός, ο αρνητής των μύθων στο ίδιο καθημερινό, μεσημεριάτικο παιγνίδι μας:
Ξάπλωνε στο κρεβάτι με τα γόνατα ανασηκωμένα. Τα γόνατα ήσαν πλοίο σε άξενο πόντο κι εγώ, πάνω τους, στα πέντε μου χρόνια καπετάνιος. Ο καπτα Γιάννης. Κι ο παππούς ήταν η Γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξαντρου. Μια γοργόνα με σώβρακο μακρύ και δασύτριχο στήθος. "Καπετάν Γιάννηηη…ζει ο βασιλιάς Αλέξαντροοος;" φώναζε η Γοργόνα, ταράζοντας τη σιέστα ακόμη και των γειτόνων. Κι εγώ, σήκωνα ψηλά τα χέρια και εν θριάμβω ομολογούσα "Ζει και βασιλεύει και τον Κόσμο κυριεύειιιι".
***
Στο μπροστινό κάθισμα ένας ημικρετίνος μιλούσε ασταμάτητα στην ομόρρυθμη γυναίκα του. Μπουκέτα από κότες και αγριολάχανα στο πάτωμα. "Τα κεφάλια μέσα" προειδοποίησε ο οδηγός.
 Απολάμβανα την τρομερή περιπέτεια ενός ταξιδιού δώδεκα ολόκληρων χιλιομέτρων και τη θέα ενός Παγασητικού που άλλαζε  χρώματα. Το "σαπφείρινο μαβί" γύριζε στο σκληρό, αιχμηρό μπλε.
 Το μεταγκαζοζέν λεωφορείο- ξέρετε εκείνο με τη μούρη θλιμμένου σκύλου, στην άκρη της οποίας κρέμονταν ενίοτε η μανιβέλα-διέσχιζε πλαγιές με ελαιώνες και πλατανορέματα. Η γιαγιά, δίπλα μου, έσφιγγε την ολόισια περισπωμένη ενός σιωπηλού στόματος. Αριστερά μας, κάποιος γκριζομάλλης πετούσε στη γυναίκα του προφητείες για την επόμενη στιγμή: "Να τώρα θα πέσουμε…που πάει αυτός…όϊ..όϊ..".
 Ξαφνικά ακούστηκε ένα τριπλό παφ και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Πορταριάς- Μακρινίτσας σταμάτησε. "Το κέρατό μου" είπε ο οδηγός κι ύστερα "σκάστε ρε", στο φλύαρο ζευγάρι που βρίσκονταν ακριβώς πίσω του.
 "Βλάβη" απεφθέγξατο, υπερβολικά επίσημα, και τράβηξε το χειρόφρενο.
Κατέβηκε μόνον αυτός κι ήταν έτοιμος να σκύψει στη μηχανή όταν το όχημα, από κατασκευής άναρχο κι εναντιωτικό, άρχισε να κινείται. "Παναγιά μου" φώναξε η γιαγιά, η των χειλιών της γραμμή κύρτωσε, και μου άρπαξε το χέρι. Όλοι κινήθηκαν προς τη μόνη ανοιχτή πόρτα, την μπροστινή, και προσπάθησαν να κατεβούν. Από την ίδια πόρτα προσπαθούσε να ανεβεί στο ,προς τον γκρεμό κινούμενο λεωφορείο, και ο οδηγός για να  το σταματήσει.
 Βγαίναμε για να σωθούμε και τον εμποδίζαμε να μπει να μας σώσει. Κι ήταν η  αμφίπλευρη ένταση  και το ζωτικό πάθος τέτοια που κανένας δεν κατάφερνε τίποτε.
Εποχούμενοι διασχίζαμε τα τελευταία τρία μέτρα της ζωής μας-υπάρχει πιο συναρπαστικό ταξίδι;
***
Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε όπως ξεκίνησε. "Μπλόκαρε ο συμπλέκτης" είπε ο εξουθενωμένος οδηγός, "μας έσωσε άγιος" είπαμε εμείς.
***
"Γαρόφλε, έταξα στον Άη Νικόλα μια λαμπάδα στο μπόι του" είπε η γιαγιά στον παππού μόλις φτάσαμε στο χωριό. Και με έδειξε.
Εκείνος μας αγκάλιασε σφιχτά και δεν μίλησε.
****
Το ίδιο μεσημέρι, την ώρα του αγαπημένου μας παιγνιδιού και πριν για την αθανασία του Μεγαλέξαντρου προλάβω να θριαμβολογήσω, κατέβασε τα γόνατα και με πέταξε στον πόντο των σεντονιών, εμένα τον καπτα-Γιάννη.
Κι άκουσα, κι άκουσε όλη η γειτονιά, τη  Γοργόνα με το δασύτριχο στήθος και το μακρύ σώβρακο, να , ως καπετάνιος, κραυγάζει πανηγυρικά: "Ζει, ζει, ζουν."
Γιάννης Τσίγκρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου