Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ

ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ
Όταν χτίσαμε- ανάμεσα στα βούρλα και τ 'αλμυρίκια
υπήρχε η  παράγκα της κυρα Φιλίτσας,
μ'ένα κουβάρι συρματόπλεγμα στην πόρτα
που, εύκολα, περνούσανε το δωδεκάμερο, οι καλλικάτζαροι,
τρομάζοντας τους ένοικους, με ένα "πάου, πάου".
Τους ξόρκιζαν,βέβαια, με το "ύψινο"σταυρό της Αιδηψός
κι η Μαριώ,η νύφη,συνήπτε ανακωχή
με την πεθερά και το γιό.Τον άλλο καιρό τσακωνόντουσαν
καθημερινά: "Θα φύγω, μωρέ τράο,Γιαννάκη,έλα πάρε το κάντρο".

Παράξενη πομπή,σα λιτανεία,μπροστά εγώ με το μακαρίτη
-μουστάκι τσιγκέλι-και πίσω η Φιλιώ με τα σκουτιά.

Το πρώτο που ψάχναμε, στο νέο δωμάτιο, ήσαν δυο καρφιά.
Ένα για το σταυρό κι ένα για το Γιωργάκη που την έκανε νωρίς.

Μα τα ξανάφτιαχναν,φταίγαν οι διαβολές κι ο κόσμος ο κακός.

Ώσπου, ένα βελούδινο μεσημέρι φθινοπώρου,
άκουσα τους δικούς μου να το ψιθυρίζουν: "Οριστικά, έφυγε η γριά".
Έτρεξα στην παράγκα,ανέβηκα στην καρέκλα,κατέβασα το κάντρο.
Παράξενο.Αντί για κατάρες ακούγονταν λυγμοί-δε μ'άφησαν
να περάσω στ'άλλο το δωμάτιο.Πήρα το δρόμο
μέσα στα ρόδινα αλμυρίκια.Προχωρούσα μπροστά με το μακαρίτη
αλλά δεν άκουγα,πίσω μου, της Φιλιώς τα βογγητά.

Δεν ήξερα και προς τα πού να πάω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου