Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014


ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΣΤΟ ΦΤΕΡΟ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ

Μεσημέρι καλοκαιριού.
Γεμάτο τζιτζίκια.Αλμυρά μου τα χείλη.

Τρέχω μ'ένα σακί στον ώμο- δεκάχρονος-
Κι ευτυχής που τον Ζέρδιλα πρόλαβα στα ρολά.

( Στο δρόμο της επιστροφής
Ανεβαίνω στο φτερό της αλκυόνης
Θαυμάζω τους ροφούς στα υπερθαλάσσια ψαράδικα).

Ξάφνου, το νιώθω, ο ώμος μου ελαφραίνει
Φταίνε τα κάγκελα του παλαιού Δημοτικού Θεάτρου.

Γυρίζω-
Η διπλή ξεχωρίζει γραμμή στο χωμάτινο πεζοδρόμιο
(Λευκές ράγες από ζάχαρη)
Και το σακί να κυματίζει σα σημαία.

Ιδού το ανόμημά μου:
Έπρεπε να προσέχω τις αιχμές και τα δόρατα.

Από τότε φοβούμαι τα τρένα
Με τους νεκρούς μηχανοδηγούς

Τα καλοκαίρια΄με τρομάζουν κι οι γλάροι.

Όμως τρελαίνομαι για τα γλυκά.

Πρέπει να μαζέψω όλη τη ζάχαρη
Πριν ξανακούσω, εκεί ψηλά,
Τη φωνή του πατέρα:
"Δεν πειράζει, εμείς να' μαστε καλά".

Καλοσύνη που θύμιζε χαστούκι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου