ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΣΤΟ ΦΤΕΡΟ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ
Μεσημέρι καλοκαιριού.
Γεμάτο τζιτζίκια.Αλμυρά μου τα χείλη.
Τρέχω μ'ένα σακί στον ώμο- δεκάχρονος-
Κι ευτυχής που τον Ζέρδιλα πρόλαβα στα ρολά.
( Στο δρόμο της επιστροφής
Ανεβαίνω στο φτερό της αλκυόνης
Θαυμάζω τους ροφούς στα υπερθαλάσσια ψαράδικα).
Ξάφνου, το νιώθω, ο ώμος μου ελαφραίνει
Φταίνε τα κάγκελα του παλαιού Δημοτικού Θεάτρου.
Γυρίζω-
Η διπλή ξεχωρίζει γραμμή στο χωμάτινο πεζοδρόμιο
(Λευκές ράγες από ζάχαρη)
Και το σακί να κυματίζει σα σημαία.
Ιδού το ανόμημά μου:
Έπρεπε να προσέχω τις αιχμές και τα δόρατα.
Από τότε φοβούμαι τα τρένα
Με τους νεκρούς μηχανοδηγούς
Τα καλοκαίρια΄με τρομάζουν κι οι γλάροι.
Όμως τρελαίνομαι για τα γλυκά.
Πρέπει να μαζέψω όλη τη ζάχαρη
Πριν ξανακούσω, εκεί ψηλά,
Τη φωνή του πατέρα:
"Δεν πειράζει, εμείς να' μαστε καλά".
Καλοσύνη που θύμιζε χαστούκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου