ΘΑ 'ΜΟΥΝ ΕΞΗΝΤΑΤΡΙΩ ΧΡΟΝΩ
Γιατί ενυπνιάζομαι πάντα την άμπωτη;
Ψες,
με τη βαρκούλα που είχαμε σκαλίσει σε κορμό
φοινικιάς,
κόλλησα πάλι στο βούρκο του Παλαιού
Λιμεναρχείου,ιταλικά καβούρια με τριγύριζαν
κι έβλεπα, στη ροτόντα του Φωταερίου που δε λειτουργούσε
εδώ και χρόνια,την Άννα την Κατσικού,αυτή
που φωνάζαμε,τα παιδιά, μάγισσα, ήθελα καθαρό νερό
να κολυμπήσω, ούτε λακουβίτσα δεν υπήρχε,
άμμος και πέτρες και βούρκος,μαμουνατζήδες
έσκυβαν τραγουδώντας βαριά λαϊκά,σα να φύτευαν
κόρες από κεραμίδι,μακριά φαίνονταν ένα
ατλαζένιο πανί,αλλά όσο, πλησίαζα, απομακρύνονταν
κι ύστερα,
το 'ξερα και στον ύπνο μου,
μόλις χτυπούσε το ξυπνητήρι,θα χάνονταν τα πάντα,
κι εγώ θα'μουν
εξηντατριώ χρονώ.
Γιατί ενυπνιάζομαι πάντα την άμπωτη;
Ψες,
με τη βαρκούλα που είχαμε σκαλίσει σε κορμό
φοινικιάς,
κόλλησα πάλι στο βούρκο του Παλαιού
Λιμεναρχείου,ιταλικά καβούρια με τριγύριζαν
κι έβλεπα, στη ροτόντα του Φωταερίου που δε λειτουργούσε
εδώ και χρόνια,την Άννα την Κατσικού,αυτή
που φωνάζαμε,τα παιδιά, μάγισσα, ήθελα καθαρό νερό
να κολυμπήσω, ούτε λακουβίτσα δεν υπήρχε,
άμμος και πέτρες και βούρκος,μαμουνατζήδες
έσκυβαν τραγουδώντας βαριά λαϊκά,σα να φύτευαν
κόρες από κεραμίδι,μακριά φαίνονταν ένα
ατλαζένιο πανί,αλλά όσο, πλησίαζα, απομακρύνονταν
κι ύστερα,
το 'ξερα και στον ύπνο μου,
μόλις χτυπούσε το ξυπνητήρι,θα χάνονταν τα πάντα,
κι εγώ θα'μουν
εξηντατριώ χρονώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου