ΗΡΩΕΣ
Κι ήλθαν, μνήμες οι λογισμοί, όπως φτωχοί αρλεκίνοι,
να του θυμίσουνε εποχές που αισθημάτων έγεμε περίσσιος:
Στων τρυφερών και «Λευκών Νυχτών» τη σελίδα εκείνη
που ο χωριάτης – τ’ όνομά του Μαρέι;- στητός, τραχύς και ίσιος
τον εσταύρωνε, «δεν υπάρχει λύκος»-και το χέρι του εκίνει.
Και, μετά τους του Φιοντόρ μουζίκους και επίγειους αγγέλους,
ήλθαν του κυρ Αλέξανδρου οι ήρωες, στάζοντας αλισάχνη.
Η Ντελησυφέρω, η Μαχούλα, η Ακριβούλα, το παιδί ενός τέλους πικρού . Ζωή και θάνατος στο χιόνι και την πάχνη.
Σαν το Γιαννιό- την πόρτα της πολυλογούς να ψάχνει
Να πέσει λευκός, με του «έρωντα» χτυπημένος το βέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου