Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΚΟΣΜΙΚΟΙ ΣΟΦΟΙ

Ο Σαρτρ ισχυρίζεται: «κόλαση είναι οι άλλοι»
Κι ο Βιτγκενστάιν το αναιρεί
Με το «κόλαση είναι ο εαυτός μας»

Κανείς κοσμικός σοφός δε σκέφτηκε
                       
                        Ότι κόλαση αποτελεί η στέρηση του Θεού;

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

ΣΧΗΜΑ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΟΣ ΜΑΝΤΙΛΙΟΥ

ΣΧΗΜΑ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΟΣ ΜΑΝΤΙΛΙΟΥ

Πάτερ ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου.
Δε ζητώ δακτύλιον κι ο μόσχος ο σιτευτός δεν μου αξίζει-
Αυτό το «πίσω ολοταχώς» θα μου αρκούσε στο Χρόνο
Και η υπέρβαση έως την ηλικία των ταχταρισμάτων.

«Το παιδί δεν το γνωρίζει ότι είναι παιδί» σημειώνει ο Χάντκε
Κι εξαιρεί τον παλιμπαιδισμό
Απ’ το αγαπημένο του επινόημα του   μηδενός
Το παιδί αξίζει περισσότερο από τον προπεπτωκότα ενήλικα γενάρχη
Ιδιαίτατα όταν ο πηλός του παίρνει το σχήμα
Ανεμίζοντος λευκού μαντιλιού.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

ΤΙΠΟΤΕ

ΤΙΠΟΤΕ

Τίποτε δεν είναι όπως υπήρχε μόλις χθες.

Ο Μέγας Αόρατος πρέπει να φοράει επιμανίκια  
Και να μετρά σε ζυγό ακριβείας.

Ενίοτε, ακούγεται ο αεροβόλος συριγμός του Μπουνιουέλ
Και κάποιος , μέσα απ’ το πλήθος, πέφτει.

Είναι κι εκείνο το τρίξιμο της πόρτας που ανοίγει και κλείνει,
Πριν προλάβεις, τα ενδότερα να  αντικρίσεις.


Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΔΙΟΛΟΥ ΧΑΡΤΙΝΟΙ

ΗΡΩΕΣ
Κι ήλθαν, μνήμες οι λογισμοί, όπως φτωχοί αρλεκίνοι,
να  του θυμίσουνε  εποχές που αισθημάτων έγεμε περίσσιος:
Στων τρυφερών και «Λευκών Νυχτών» τη σελίδα εκείνη
που ο χωριάτης – τ’ όνομά του Μαρέι;- στητός, τραχύς και ίσιος
 τον εσταύρωνε, «δεν υπάρχει λύκος»-και το χέρι του εκίνει.


Και, μετά τους του Φιοντόρ μουζίκους και επίγειους αγγέλους,
 ήλθαν  του κυρ Αλέξανδρου οι ήρωες, στάζοντας αλισάχνη.
Η Ντελησυφέρω, η Μαχούλα, η Ακριβούλα, το  παιδί ενός τέλους πικρού . Ζωή και θάνατος στο χιόνι και την πάχνη.
Σαν το Γιαννιό- την πόρτα της πολυλογούς να ψάχνει
Να πέσει λευκός, με  του «έρωντα» χτυπημένος το βέλος.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΚΡΕΙΤΤΩΝ ΕΣΤΙ

ΚΡΕΙΤΤΩΝ ΕΣΤΙ

Δεν κινούμαστε μ'αλγορίθμους-ένα ποίημα,
ένα ποίημα πάντα στάζει αίμα καρδιάς.
Κάποτε οι ποιητές, σιωπηρά, καλούν
σε νεκροδείπνους, τους απόντες ερέτες συντρόφους,
 όσους προτίμησαν τους ασφοδέλους από την αγορά.
Κι άλλοτε σκάβουν, σκάβουν ώσπου
να βρουν τον αββά Ισαάκ να-κυρτός- χαράσσει σε πάπυρο:
"Ο αξιωθείς ιδείν εαυτόν
κρείττων εστί
του αξιωθέντως ιδείν τους Αγγέλους".

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


ΚΑΠΟΙΟΙ

Κάποιοι χαμένοι στο δάσος Δρυίδες  
τις νύχτες γίνονται λέξεις.
Φορούν, φωτοστέφανο, την κρυφιότητα
του ποιήματος
κι ακολουθούν την αντίστροφη των μετεωριτών πορεία.
Κάποιες ξεχασμένα στο δάσος τραγούδια
Αποκτούν άλω, διάτρητη από στόματα Σιληνών,
γεμάτη από κραυγές και βελούδινες νυχτοπεταλούδες.


ΠΑΝΤΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ

Πάντως δεν είναι ακριβώς η στιγμή
που μας τρομάζει,
αλλ’ η Στιγμή.

Η αϊδιότης.

Το πέραν, το υπέρ, το μετά
του χωροχρόνου.

Προσωπικά γεμίζω με στέρεες λέξεις το ποίημα,
όπως η γιαγιά γέμιζε με κάστανα τη χριστουγεννιάτικη κότα.

Και γράφω στίχους όπως αυτοί:

«Χορεύει πάντα στις βεγγέρες της,
πλάι στα τρισέγγονα
που΄ χουν ακόμη κρεμασμένες χειροβομβίδες στο βρακί τους.

Κι ένας σκονισμένος πρωταγωνιστής του σινεμά
Συνομιλεί ,λέει, συχνά μαζί της.
Προσπαθεί να την πείσει
ότι το πήρε το κορίτσι που τον ικέτευε για αυτό
στο σινε «Πάνθεον»- μια βραδιά του ’62.
Το πήρε, τι να ‘κανε;
Εκείνη είχε σηκώσει το μπαστούνι. 

Τον έσωσε, λέει ο ζεν- τότε- πρεμιέ,
τον γλίτωσε το διάλειμμα
με τα φυστικοστράγαλά του. 




Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

                               


Η, ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ


Καθόμαστε τις νύχτες πίσω από τις μπιγκόνιες
και, ψιθυριστά, μιλούσαμε για τον κομήτη.
Κυριαρχούσε, τότε, στο στερέωμα, σαν οπή στον έβενο
του θόλου, σαν την ψυχή της μαϊμούς που ακολουθούσε
 νωρίτερα τους τσιγγάνους.
Ο Αχιλλέας μιμούνταν τον Βέγγο και το Μανέλη-γέμιζαν,
σ’ επίσημο τραπέζι, τις τσέπες, μ’ελιές.
Κι ο Σκορδάς φώναζε απ’ τις απέναντι γρίλιες: «αφήστε με,
γαμώτο, να κοιμηθώ, αύριο έχω μεροκάματο…».

Ξάφνου και διαμιάς, νεφέλη κούφη, τα σκέπασεν όλα.

Και να’, μαι εδώ, συμπαθητικό γεροντάκι, να πληκτρολογώ:
«Καθόμαστε τις νύχτες πίσω απ’ τις μπιγκόνιες…..»

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΦΕΓΓΑΡΙ

Ουραία  τέκνα της Ολοκαίνου,
μάθαμε τουλάχιστον ν’ ακούμε,
τους κρύφιους μετατονισμούς της νύχτας;

Τι θα ωφελούσε όμως κάτι τέτοιο,
τις υβριδικές μας καρδιές;

Το κρέας και τα οστά μας από τη μια
κι από την άλλη μια έλλειψη
που μόνον αυγουστιάτικο δεν είναι φεγγάρι..

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ

ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
Ο Εγγλεζονησιώτης μπαρμπα Γιάννης, ο γαλατάς, με το κουρασμένο γαϊδουράκι, ανέβηκε μια χειμερινήν αιθρία, ψηλά.Πέρασε πάνω απ' το υδραγωγείο του Δημητρίου του Πολιορκητού, ξεπέρασε τον άδειο ιππόδρομο, την εκκλησία της Δαμοκρατίας κι εκεί ξεπέζεψε.Έδειξε ότι βρήκεν εξαιρετική τη στερεότητα του αιθέρα. Ήταν 105 χρονών.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ΚΑΛΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Τελευταία, θέλω να γράψω για τον Αβεσσαλώμ.
Ψάχνω το τεριρέμ των τζιτζικιών που τρύπωσαν στην κόμη του, την ώρα που κοκκίνιζε ο ήλιος, κι εκείνος κρεμασμένος σπάραζε στο κλαρί της συκομουριάς; Γιατί μένω στην αντίφαση του ονόματος; Ένα όνομα κυνηγάει στην ουρά του, εκείνο το ελάχιστο που αλλάζει, κι υπερβαίνει την κατάφαση ή την άρνηση με την απόφανση, το πέρα κι απ’ το πέρα..
Τελευταία, μ’ απασχολούν τα στόματα των μαινάδων. Τις σκέπτομαι όχι με αιμάσσοντα χείλη ή θηλάζουσες θηρία ,αλλά σκυμμένες να γεμίζουν τα κεφαλομάντηλα τους με τα κόκκινα τσαμπιά, τα την καρδίαν ευφραίνοντα.
Επειδή δεν ανθίζουν οι δυϊσμοί και κακό είναι πάντα το εκπεπτωκός αγαθό.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

Φτάσαμε πια στην ηλικία της γυναίκας του Λωτ και σ'ένα τόπο γεμάτο αλάτι μωρανθέν, θα ήταν ανόητο να θρηνούμε τα καιόμενα Σόδομα. Κοιτάξτε μόνο μπροστά, μπροστά και πάνω. Γιατί άλλωστε, να προστεθεί και η δική μας στήλη, σ'ένα τόπο που γεμάτος είναι από κακόγουστα γλυπτά;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΑΛΑΤΙ

Φτάσαμε πια στην ηλικία της γυναίκας του Λωτ και σ'ένα τόπο γεμάτο αλάτι μωρανθέν, θα ήταν ανόητο να θρηνούμε τα καιόμενα Σόδομα. Κοιτάξτε μόνο μπροστά, μπροστά και πάνω. Γιατί άλλωστε, να προστεθεί και η δική μας στήλη, σ'ένα τόπο που γεμάτος είναι από κακόγουστα γλυπτά;

ΣΤΙΣ ΝΕΟΔΜΗΤΕΣ

Στις νεόδμητες πολυκατοικίες, που φύτρωσαν στις παλιές αλάνες, οι μισοκοιμισμένοι θυρωροί απλώνουν το χέρι, ξεκρεμούν τις παιδικές φωνές μας (αυτές που ξεχάσαμε κάποιο βράδυ θαυμάζοντας τους Περσίδες και τον Αλδεβαράν) «ορίστε τα κλειδιά σας» λεν και κοάζουν. Επειδή το παραμύθι με το βάτραχο-πρίγκιπα είχε μείνει μισοτελειωμένο, παίρνουμε τα λόγια, παίρνουμε τα λόγια- κλειδιά, και συνεχίζουμε.

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Η ΠΑΡΤΙΔΑ

Και κλείσαμε τη μέρα, με μια παρτίδα από παλιές φωτογραφίες:Οπατέρας-φοράει ναυτικά στην όχθη μιας πράσινης σιταροθάλασσας-1927, φλόγα της Σμύρνης στο βλέμμα της πεθεράς που δε γνώρισα,ο Γιώργος στάζει χριστοποιημένος-1978,γάτες,γάτες κι εποχές, η Μπέλλα "τότε που",η μάνα μέσα απ' το φως με τη Ρίτσα-52,άγνωστος, άγνωστος, θαμώνες αποκριάτικοι της ταβέρνας του Λέτσιου...Ο Καιρός,κέρδισεν ο Καιρός.Ο πεσσεύων παις.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Να ξαναπερνούσαν, χαράσσοντας ίσκιους φευγαλέους στο ταβάνι:Ο κυρτόπους «κουτιά γάλα σκόνη αγοράζω»,ο Σπυράκος που κολλούσε τα γυαλικά,ο πωλητής ξύλινων κλωβών κι ακανθυλίδων σε χαρτοσακκούλες,το χαζοΦταλιώ πρώτη στο τσιγκομαχαλά και τελευταία η Λάικα μ’ απλωμένο το χέρι για μια φετούλα ψωμί.Να’ ρχονταν το 612 μηχανάκι του πατέρα,μυρίζοντας βαριά βενζίνη κι από χήνες ακολουθούμενο. Νά’ ρχονταν ο αρκουδιάρης κι ο Καραμούζας κι ο «καλέ κυρία μια δεκαρούλα». Να κλεινε, τέλος, την πομπή, ο χάρτινος γιατρός Ινεότης.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΓΚΕΡΛΙ

Οι νύχτες μας ήσαν διάτρητες από πυγολαμπίδες και δάκρυα,άστρα και κάφτρες που έδειχναν το μισό των προσώπων.Η μάνα, συνήθως, γύριζε πίσω να πάρει ένα ελαφρύ πουλόβερ.Δεν της αρκούσε η μυρουδιά του βαμβακιού που μεγάλωνε, για θαλπωρή. Είχε καιρό, ώσπου να κατέβει η Παναγιά, με το φαναράκι της στο πηγάδι,να παίξει μ’ εμάς τα παιδιά, το «Γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης».Αγνοούσαμε και τη σημαντική του παιγνιδιού:Ποιος να μας έλεγε, τότε, ότι "Εμμανουήλ" σημαίνει «Μεθ’ ημών ο Θεός»;

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

΄ Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1955. Το γράφει με πράσινο, ξεβαμμένο μελάνι στο πάνω μέρος. Το παιδί που εικονίζει φοράει γκρίζα φουφούλα, τα ποδαράκια του είναι λιγνά, τα μάτια του μαύρα μεγάλα. Κρατάει στο χέρι μια πλαστική πεταλούδα πάνω σε ρόδα, παιγνίδι που γέμιζε εκείνα τα χρόνια τους πάγκους των παζαριών, μαζί με κούκλες πλαστικές, γιογιό, σβούρες πολύχρωμες και, σπανίως, αυτοκινητάκια και μπουλντόζες. Το παιδί είναι ο Κυριάκος. Γιος της Μαρίκας, πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, κόρης της Ανδρονίκης, της μοναδικής αδελφής της γιαγιάς μου. «Βίος και πολιτεία» ήταν το επίθεμα κάθε κουβέντας που γίνονταν γι’ αυτή στο σπίτι. Δεν το ’λεγαν εντούτοις μ’ εκείνη την σκληράδα την πλήρη απαξίωσης. Το ψιθύριζαν σχεδόν τρυφερά και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί), λίγο εύθυμα. Παιδί του πρώτου γάμου της Ανδρονίκης, γάμου που κράτησε λιγότερο από χρόνο, η Μαρίκα μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι της θείας της, της γιαγιάς μου, και λιγότερο στην οικογένεια της: Η μάννα της είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ακόμη χαλαρές σχέσεις με την αδελφή της την Άννα, σχέσεις που διατηρήθηκαν σ’ αυτήν την μορφή μια ολόκληρη ζωή. Στην Κατοχή, εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη συνεπήρε το όνειρο του ωραίου ένστολου συντρόφου. Είχε αλλεπάλληλες σχέσεις με Ιταλούς. Άλλοτε με κοκορόφτερους αξιωματικούς που έμεναν στο «Θεοξένεια», της Πορταριάς, άλλοτε με φαντάρους που έψαχναν, με το δίκοχο αναποδογυρισμένο, τα καμένα ραδίκια του χειμώνα και τις νυσταλέες χελώνες της άνοιξης. Μετά από κάθε αποτυχημένο ειδύλλιο, γύριζε στο σπίτι της γιαγιάς, έβαζε τα κλάματα κι ορκίζονταν ότι ποτέ δεν θα ξανακοίταζε άνδρα. Ο παππούς τής έλεγε ξερά «μείνε» και της ακουμπούσε ένα κομμάτι ψωμί, πλάι στο πιάτο με τα φασολάκια, τα μαζεμένα από τον κήπο της γιαγιάς – τη δροσιά του πρόλαβα κι εγώ στην αρχή της δεκαετίας του ’60. Με την απελευθέρωση η Μαρίκα, μεγαλοκοπέλα, έπιασε το βελόνι. Είχε κάποιες γνώσεις από τα φιγουρίνια που αγόραζε η μάννα της, την ΑΤΘΙΔΑ και την ΦΙΛΟΚΑΛΛΟΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ. Είχε δουλέψει κι ένα καιρό στην μοδίστρα του χωριού. Εκείνα τα χρόνια έβλεπες τις γυναίκες να στέκονται ακίνητες με τις ώρες, ενώ οι μοδίστρες, με τις καρφίτσες στο στόμα, διευθετούσαν μεγάλα, πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Τα μπουκωμένα σχόλια τους ήταν για το «γέμισμα» και το «τράβηγμα», μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες. Κάποτε έβγαζαν τις καρφίτσες από το στόμα και με ένα «ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος» έπιαναν το πιατάκι με το γλυκό του κουταλιού που τους σερβίρονταν. Το μεσημέρι έτρωγαν στο σπίτι που έραβαν. Οι τρόποι τους στο τραπέζι σχολιάζονταν, γι αυτό και οι περισσότερες ήσαν διακριτικές και σιωπηλές. Η Μαρίκα, άξια κι όμορφη, δεν άργησε να αποκατασταθεί. Ένας εμπορευόμενος από την Ξάνθη, ο Βαγγέλης, την είδε στο σπίτι πελάτισσας, του άρεσε και την ζήτησε από τον πατριό της. Δεν χρειάσθηκε δεύτερη σκέψη από καμιά πλευρά. Ο νιοστός έρωτας της τριαντάρας εξαδέλφης της μάνας μου στεφανώθηκε με δόξα και τιμή. Ο γάμος της κράτησε όσο ακριβώς και της μάνας της. Λιγότερο από χρόνο. Ένα απόγευμα, την ώρα που γύριζαν από την παραλία, τυλιγμένοι την οσμή του ιωδίου, με τις εικόνες της «Καζαμπλάνκα», που μόλις είχαν απολαύσει στο REX, να κρέμονται στα βλέφαρά τους και τα φιστίκια να φουσκώνουν στις τσέπες τους, ο Βαγγέλης της είπε ξαφνικά «αύριο φεύγω». Τον ρώτησε «για πού» και δεν πήρε απάντηση. Εντούτοις του ετοίμασε τη βαλίτσα του το επόμενο πρωί, τον φίλησε στο μάγουλο πριν ανέβει στο αμαξάκι με το άσπρο άλογο. Ήταν το τελευταίο τους φιλί. Είχε νέα του 40 χρόνια αργότερα. Κάποιος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης την ανακάλυψε στην Τρίπολη. Ο Βαγγέλης είχε πεθάνει και της άφησε δύο διαμερίσματα στην Ξάνθη. Η, εβδομηντάχρονη πια, Μαρίκα δεν διεκδίκησε τίποτε. Έτρεμε στην ιδέα ότι ο δεύτερος άνδρας της, ο Νίκος, ένας φοβερά ηθικολόγος τσομπάνης της Αρκαδίας, θα μάθαινε κάτι από το παρελθόν της. Δεν του είχε μιλήσει ούτε για τον άντρα της ούτε για το γιο της τον Κυριάκο. Ο Κυριάκος γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά την φυγή του πατέρα του. «Ένα κοψιδάκι, τόσο δα» έλεγε ο παππούς. Εκείνο τον καιρό η μάνα του αντιμετώπιζε τρομερά προβλήματα. Όταν, πέντε χρόνια μετά την γέννηση του, η Μαρίκα εγκαταστάθηκε με τον γιο της στο Καπακλί, στη γειτονιά μας, αποφασίσαμε, στη πρώτη μας επίσκεψη, αντί για γλυκά ή λουλούδια να τους δωρίσουμε ένα τσουβάλι καυσόξυλα – ο χειμώνας εκείνος ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Έμεναν σε ένα δωματιάκι, στο βάθος μιας αυλής. Μια μανόλια σκίαζε τον κήπο με τα μαρουλάκια και τα σκόρδα. Καθώς μπαίναμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, ακούσαμε το κλάμα του μικρού Κυριάκου. «Πεινάει» μας εξήγησε η Μαρίκα. Το παιδί ήρθε πλάι μας. Θυμάμαι τα φλογερά του μάτια καρφωμένα στην αρχή πάνω μου και στη συνέχεια σε μία ταλιρίσια σοκολάτα που εμφανίστηκε στα χέρια του πατέρα μου. Το κλάμα σταμάτησε. Με τον Κυριάκο γίναμε αχώριστοι. Τρέχαμε τα μεσημέρια στους χωμάτινους δρόμους με τα νυχτολούλουδα και τις πικροδάφνες. Σπρώχναμε με σιδερόφουρκες τσέρκια. Τα βράδια κρυβόμαστε στο φράχτη με τα σιαμαμίδια και μετρούσαμε τα αστέρια. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με την μητέρα για μπάνιο στον Άναυρο. Στην αμμουδιά τρώγαμε κεφτεδάκια και τηγανιτές μελιτζάνες. Κάποτε πήγαμε και στο παζάρι. Η Μαρίκα, καμαρώνοντας το λουλουδάτο φόρεμά της, μας ανέβασε στο «γύρο του θανάτου» και στα «αλογάκια» - ο πατέρας μου πλήρωνε. Φεύγοντας περάσαμε από τα χαλβατζίδικα και από τους πάγκους με τα παιχνίδια. Η θεία μάς αγόρασε από μία πλαστική πεταλούδα. Δεν ξέρω γιατί και πως ο τετραπέρατος Ανδρέας ο φωτογράφος κατάφερε να καδράρει τον Κυριάκο με το παιχνίδι αυτό. Μας κυνηγούσε θυμάμαι, έκανε αστεία για να μας φωτογραφίσει, χόρευε κιόλας. Έπιανε απίθανες πόζες μας. Αλλού γουρλώναμε τα μάτια, αλλού χορεύαμε κι εμείς. Ο Κυριάκος πάντως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το παιχνίδι με το οποίο φωτογραφήθηκε. Θυμάμαι τρελαινόταν να παίζει με μια πλαστική μπουλντόζα μου – την είχε φέρει ο Αϊ Βασίλης. Ώρες ολόκληρες στην αυλή με τα χώματα το καλοκαίρι, κάτω από το τραπέζι τον χειμώνα, έκανε μανούβρες, μπρος – πίσω, τα χειλάκια του μαζεύονταν σε ένα βρρρ-βρρρ, πατούσε πόδια - χέρια και χαλίκια. Όταν έρχονταν η μάνα του να τον πάρει (δούλευε τότε στο Γερμανικό) τσίριζε «γιατί εμένα, μαμά, δεν μου έφερε μπουλντόζα ο Αϊ Βασίλης;». Η Μαρίκα τον παρηγορούσε, «δεν σε ξέχασε αγόρι μου, θα σου φέρει του χρόνου». Όταν τ’ άκουγε έπαιρνε ένα ύφος ονειροπόλο. «Όταν θα χω τη δική μου, μεγάλη μπουλντόζα, θα ανέβω επάνω, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω μ’ αυτή μακριά». Ο Κυριάκος πραγματοποίησε το όνειρό του. Το επόμενο καλοκαίρι ο μπουλντοζιέρης που έστρωνε το οικόπεδο όπου σήμερα υπάρχει το 18ο Δημοτικό Σχολείο, άκουσε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν πιο πέρα ποδόσφαιρο και σταμάτησε. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Προσηλωμένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε πως οι ερπύστριες μάζεψαν το μαγεμένο απ’ τη θέα του μηχανήματος παιδάκι. Το μεσημέρι της κηδείας θυμάμαι τα τζιτζίκια στη σκονισμένη ακακία του δρόμου. Ένα μοβ λουλούδι ισορροπούσε μόνο στον ξερό λαχανόκηπο. Μακριά ακούγονταν η φωνή ενός πλανόδιου «κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες».

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΩΝ ΥΑΔΩΝ

Το φορτίο μιας και μόνης λέξης, ποιητικής και αδιεξόδου, μιας λέξης όπως "κορυδαλλός" ή "ποτάμι", που μοιάζει να ζυγίζει ελάχιστα, λιγότερο κι απ' τα εαρινά ενύπνια, είναι ενίοτε, δυσβάστακτο. Σταματάς τότε το όχημα του λόγου σου. Κατεβαίνεις και περιεργάζεσαι τις νυχτοπεταλούδες και τα εύθραυστα mirabilis που, ως αποσιωπητικά, τίναξε ο ο λόγος σου. Τί, διερωτάσαι, υπήρξα ως εδώ; Αυτός που θα' πρεπε να διαλέγεται με άστρα όπως ο " Λαμπρός των Υάδων" ή ο τρεπτός προς τη φθορά, που η αθανασία τον περιμένει μάταια, μ' ένα ματσάκι ημιτελή τραγούδια στη μασχάλη; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απάντηση είναι πάντα του Ουρανού.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

ΛΕΞΕΙΣ

Ένας παλιομοδίτικα ντυμένος κι αλλοίθωρος κύριος, με τσιμπούκι, αρνησίθεον κι αρνησιγεραίρετον, στην άκρη του στόματος,κοίταξε-ενώ έκανε τον περίπατό του στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα- το ωρολόγιον τσέπης του, κι είπε:Ώρα να γίνω το ζωντανό ποίημα που σας υποσχόμουν παιδάκι.Κι έστριψε στη λεωφόρο.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Η ΠΥΡΙΝΗ ΛΕΞΗ

Ναι, προτιμώ την Υλαγιαλή στη Χριστιάνια, παρά τον Χάμσουν. Όμως υπήρξε ένας καιρός που δεν αναγνώριζα ως απότοκο σκληράδας την προτίμηση στα πουλιά και τα δάκρυα, που δεν ξεχώριζα το ναρκισσικό κι ευρυμαθές των Κάντος από τον Πάουντ. Κι όμως ο Μιχάλης Κατσαρός εύρισκε πως καθαγιάζεται η πηγή. «Είναι Ποιητής, μου αρκεί». Ο λώρος, του αντιλέγαμε, κάπου οφείλει να αποκοπεί κι εμείς να συνεχίσουμε το ταξίδι μας ως αεί γιγνόμενοι, δίχως τα πνευματικά μας αιτιατά. Όχι, ως Αγχίσαι, όχι. Η ψυχή δεν, ως καταφύγιο, απαιτεί μια κοχλάζουσα λέξη.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ

Η υπόθεση, σχισμή στο Αιώνιο.Ριχνουμε δυο δεκαρούλες και μας ανοίγεται μια μαργαριτοδόχος νοητή.Κοιτούμε την ακτίνα απ' όπου γλιστρούν δορυφόρα εξαπτέρυγα και προσέχουμε, προσέχουμε τους, εντός μας, γρυλισμούς.

ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Η υπόθεση, σχισμή στο Αιώνιο. Ρίχνουμε δυο δεκαρούλες, και μας επιστρέφεται Μαργαριτοδόχος Νοητή.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

ΣΧΟΛΙΟ

Ο Στέτσον, ενδεχομένως, να τ' αγνοούσε. Όμως εμείς γνωρίζουμε πλέον, ότι τα λείψανα των συντρόφων φυτρώνουν ξανά. Τα ατελή ολοκληρώνονται-όπως ένα στομφώδες "αναπαύου" προς το μοναχικό φεγγάρι των αγρών ή το κλάμα μας στην όχθη του ποταμού.Μοιάζει περίπου με την "εν ειρήνη" θέση μιας πεταλούδας, στο στεφάνι των βλεφάρων εκείνου που αναχωρεί.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

ΣΚΑΨΑΜΕ

Σκάψαμε βαθιά στη ζωή μας. Τα χρόνια που τη σκέπαζαν ήσαν από αφράτη γη φτιαγμένα, ένα χώμα που φουσκώνει την ψυχή και τρέφει την απλότητα. Ανακαλύψαμε χρυσοζούζουνα και ποδήλατα Γκόρεκ, ποιήματα πέτρινα και θερινές ραβδώσεις σε ταβάνια με ανεμιστήρες και μυγοδιάστικτες κορδέλες.. Βρήκαμε αιματόχροες προγόνους που ένευαν κάτω, επειδή γεύθηκαν μωρανθέν το αλάτι της νοσταλγίας και επιπλέον τους θάμπωνε η προοπτική της επερχόμενης Κρίσης. Όπως Εκείνος, φωνάξαμε το «Μακάριοι» στους γαιοσκώληκες που είχαν συνείδηση ότι δεν είναι γυπαετοί.. Σκάψαμε βαθιά στη ζωή μας κι ολάνοιχτα αφήσαμε τα ενδεχόμενα.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ Το τελευταίο δαχτυλίδι Που κράτησε ο Celan Πηδώντας στο ποτάμι Είχε χαραγμένα κρυφά Ονόματα Ατέλειωτου Απουσιολογίου.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Ο ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

Ο ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ Το τρένο υπήρξε το όχημα μιας χώρας που δεν όφειλα να γνωρίσω. Χωρίς στιγμή μηδέν, τόπον εκκίνησης και δίχως προορισμό. Το τρένο αποτελεί το γράφημα της αϊδιότητας, με μια πάλλουσα καρδιά, σκορπισμένη στα κλειστά χείλη των λυπημένων επιβατών οι οποίοι κυνηγούν παράδοξα έντομα, ο καθείς πάνω στο, του απέναντί του καθήμενου, τα γόνατα. Αν δεν τα συλλάβουν μ’ εκείνες τις τεράστιες απόχες, που αυτομάτως συμπτύσσονται καθώς προσεγγίζει η φωνή του εκδότη εισιτηρίων-τρία κουπέ πριν…δύο- μιλούν μόνοι τους: Για τους πελαργούς και τα άσπρα μισίρια, το λευκό των ακρωρειών, κι ένα παιδί που τριγυρίζει τους χωματόδρομους, που οδηγούν στα χωριά. Μια μαϊμού, το –ακολουθώντας-μιμείται. «Ο Κουρουμπλής»αποκαλύπτουν στο διπλανό τους, σιγά κι ανυπόφορα αργόσυρτα, «ο Κουρουμπλής, πετάξτε του ένα νόμισμα ή ένα λουκούμι

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΙΧΝΟΣ

Και η παράθεση,μέρος αποτελεί της τελικής σύνθεσης.Εξ' ού τα ποιήματα-λίστες.Και η αντίθεση φυσικά είναι θέση: Να, η διπλή όψη του Νταλί-το μπούστο του Βολταίρου φτιαγμένο από σκλάβους-ή το γράφημα ενός κύβου που μας αλλοιθώριζε παιδιά.Όμως, στο βάθος της ψυχής υπάρχει, ό,τι,μόνος, γνωρίζει ο Ετάζων νεφρούς και καρδίας:Ένας,απλός,σιναπόσπορος που σαπίζει,τρέφοντας το Μέγιστο Επερχόμενο.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ο ΙΣΚΙΟΣ


ΤΑ ΕΥΤΕΛΗ
Τα ταπεινά κι ευτελή
Μια μαρουδίτσα ή ένα κορδόνι
Τα προσωνύμια των παιδιών και οι γλάροι
Αποτελούν υλικό για την Ποίηση
Α,εδώ που φτάσαμε,προσθέσθε
Τον μεθυσμένο ίσκιο του Ελπήνορα

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Αίθουσες ατέλειωτης αναμονής
Θαλαμίσκοι άδειοι στο διάστημα, μπουκάλια στο πέλαγος γεμάτα αδιάβαστα χαρτιά
Το μήνυμα  ήλθε, μα το αγνοήσαμε.Δεν μπορέσαμε ή δε θελήσαμε
Ν'ακούσουμε πέρα απ' το δικό μας αδιάκοπο και μάταιο σαλιάρισμα
-Ένα ταχτάρισμα ή ένα μοιρολόι-
Τον αιώνιο Λόγο