΄
Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1955. Το γράφει με πράσινο, ξεβαμμένο μελάνι στο πάνω μέρος. Το παιδί που εικονίζει φοράει γκρίζα φουφούλα, τα ποδαράκια του είναι λιγνά, τα μάτια του μαύρα μεγάλα. Κρατάει στο χέρι μια πλαστική πεταλούδα πάνω σε ρόδα, παιγνίδι που γέμιζε εκείνα τα χρόνια τους πάγκους των παζαριών, μαζί με κούκλες πλαστικές, γιογιό, σβούρες πολύχρωμες και, σπανίως, αυτοκινητάκια και μπουλντόζες.
Το παιδί είναι ο Κυριάκος. Γιος της Μαρίκας, πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, κόρης της Ανδρονίκης, της μοναδικής αδελφής της γιαγιάς μου.
«Βίος και πολιτεία» ήταν το επίθεμα κάθε κουβέντας που γίνονταν γι’ αυτή στο σπίτι. Δεν το ’λεγαν εντούτοις μ’ εκείνη την σκληράδα την πλήρη απαξίωσης. Το ψιθύριζαν σχεδόν τρυφερά και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί), λίγο εύθυμα.
Παιδί του πρώτου γάμου της Ανδρονίκης, γάμου που κράτησε λιγότερο από χρόνο, η Μαρίκα μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι της θείας της, της γιαγιάς μου, και λιγότερο στην οικογένεια της: Η μάννα της είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ακόμη χαλαρές σχέσεις με την αδελφή της την Άννα, σχέσεις που διατηρήθηκαν σ’ αυτήν την μορφή μια ολόκληρη ζωή.
Στην Κατοχή, εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη συνεπήρε το όνειρο του ωραίου ένστολου συντρόφου. Είχε αλλεπάλληλες σχέσεις με Ιταλούς. Άλλοτε με κοκορόφτερους αξιωματικούς που έμεναν στο «Θεοξένεια», της Πορταριάς, άλλοτε με φαντάρους που έψαχναν, με το δίκοχο αναποδογυρισμένο, τα καμένα ραδίκια του χειμώνα και τις νυσταλέες χελώνες της άνοιξης.
Μετά από κάθε αποτυχημένο ειδύλλιο, γύριζε στο σπίτι της γιαγιάς, έβαζε τα κλάματα κι ορκίζονταν ότι ποτέ δεν θα ξανακοίταζε άνδρα. Ο παππούς τής έλεγε ξερά «μείνε» και της ακουμπούσε ένα κομμάτι ψωμί, πλάι στο πιάτο με τα φασολάκια, τα μαζεμένα από τον κήπο της γιαγιάς – τη δροσιά του πρόλαβα κι εγώ στην αρχή της δεκαετίας του ’60.
Με την απελευθέρωση η Μαρίκα, μεγαλοκοπέλα, έπιασε το βελόνι. Είχε κάποιες γνώσεις από τα φιγουρίνια που αγόραζε η μάννα της, την ΑΤΘΙΔΑ και την ΦΙΛΟΚΑΛΛΟΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ. Είχε δουλέψει κι ένα καιρό στην μοδίστρα του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια έβλεπες τις γυναίκες να στέκονται ακίνητες με τις ώρες, ενώ οι μοδίστρες, με τις καρφίτσες στο στόμα, διευθετούσαν μεγάλα, πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Τα μπουκωμένα σχόλια τους ήταν για το «γέμισμα» και το «τράβηγμα», μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες. Κάποτε έβγαζαν τις καρφίτσες από το στόμα και με ένα «ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος» έπιαναν το πιατάκι με το γλυκό του κουταλιού που τους σερβίρονταν.
Το μεσημέρι έτρωγαν στο σπίτι που έραβαν. Οι τρόποι τους στο τραπέζι σχολιάζονταν, γι αυτό και οι περισσότερες ήσαν διακριτικές και σιωπηλές.
Η Μαρίκα, άξια κι όμορφη, δεν άργησε να αποκατασταθεί. Ένας εμπορευόμενος από την Ξάνθη, ο Βαγγέλης, την είδε στο σπίτι πελάτισσας, του άρεσε και την ζήτησε από τον πατριό της. Δεν χρειάσθηκε δεύτερη σκέψη από καμιά πλευρά. Ο νιοστός έρωτας της τριαντάρας εξαδέλφης της μάνας μου στεφανώθηκε με δόξα και τιμή.
Ο γάμος της κράτησε όσο ακριβώς και της μάνας της. Λιγότερο από χρόνο. Ένα απόγευμα, την ώρα που γύριζαν από την παραλία, τυλιγμένοι την οσμή του ιωδίου, με τις εικόνες της «Καζαμπλάνκα», που μόλις είχαν απολαύσει στο REX, να κρέμονται στα βλέφαρά τους και τα φιστίκια να φουσκώνουν στις τσέπες τους, ο Βαγγέλης της είπε ξαφνικά «αύριο φεύγω». Τον ρώτησε «για πού» και δεν πήρε απάντηση. Εντούτοις του ετοίμασε τη βαλίτσα του το επόμενο πρωί, τον φίλησε στο μάγουλο πριν ανέβει στο αμαξάκι με το άσπρο άλογο. Ήταν το τελευταίο τους φιλί.
Είχε νέα του 40 χρόνια αργότερα. Κάποιος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης την ανακάλυψε στην Τρίπολη. Ο Βαγγέλης είχε πεθάνει και της άφησε δύο διαμερίσματα στην Ξάνθη. Η, εβδομηντάχρονη πια, Μαρίκα δεν διεκδίκησε τίποτε. Έτρεμε στην ιδέα ότι ο δεύτερος άνδρας της, ο Νίκος, ένας φοβερά ηθικολόγος τσομπάνης της Αρκαδίας, θα μάθαινε κάτι από το παρελθόν της. Δεν του είχε μιλήσει ούτε για τον άντρα της ούτε για το γιο της τον Κυριάκο.
Ο Κυριάκος γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά την φυγή του πατέρα του. «Ένα κοψιδάκι, τόσο δα» έλεγε ο παππούς. Εκείνο τον καιρό η μάνα του αντιμετώπιζε τρομερά προβλήματα. Όταν, πέντε χρόνια μετά την γέννηση του, η Μαρίκα εγκαταστάθηκε με τον γιο της στο Καπακλί, στη γειτονιά μας, αποφασίσαμε, στη πρώτη μας επίσκεψη, αντί για γλυκά ή λουλούδια να τους δωρίσουμε ένα τσουβάλι καυσόξυλα – ο χειμώνας εκείνος ήταν ιδιαίτερα βαρύς.
Έμεναν σε ένα δωματιάκι, στο βάθος μιας αυλής. Μια μανόλια σκίαζε τον κήπο με τα μαρουλάκια και τα σκόρδα. Καθώς μπαίναμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, ακούσαμε το κλάμα του μικρού Κυριάκου. «Πεινάει» μας εξήγησε η Μαρίκα. Το παιδί ήρθε πλάι μας. Θυμάμαι τα φλογερά του μάτια καρφωμένα στην αρχή πάνω μου και στη συνέχεια σε μία ταλιρίσια σοκολάτα που εμφανίστηκε στα χέρια του πατέρα μου. Το κλάμα σταμάτησε.
Με τον Κυριάκο γίναμε αχώριστοι. Τρέχαμε τα μεσημέρια στους χωμάτινους δρόμους με τα νυχτολούλουδα και τις πικροδάφνες. Σπρώχναμε με σιδερόφουρκες τσέρκια. Τα βράδια κρυβόμαστε στο φράχτη με τα σιαμαμίδια και μετρούσαμε τα αστέρια. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με την μητέρα για μπάνιο στον Άναυρο. Στην αμμουδιά τρώγαμε κεφτεδάκια και τηγανιτές μελιτζάνες.
Κάποτε πήγαμε και στο παζάρι. Η Μαρίκα, καμαρώνοντας το λουλουδάτο φόρεμά της, μας ανέβασε στο «γύρο του θανάτου» και στα «αλογάκια» - ο πατέρας μου πλήρωνε. Φεύγοντας περάσαμε από τα χαλβατζίδικα και από τους πάγκους με τα παιχνίδια. Η θεία μάς αγόρασε από μία πλαστική πεταλούδα.
Δεν ξέρω γιατί και πως ο τετραπέρατος Ανδρέας ο φωτογράφος κατάφερε να καδράρει τον Κυριάκο με το παιχνίδι αυτό. Μας κυνηγούσε θυμάμαι, έκανε αστεία για να μας φωτογραφίσει, χόρευε κιόλας. Έπιανε απίθανες πόζες μας. Αλλού γουρλώναμε τα μάτια, αλλού χορεύαμε κι εμείς. Ο Κυριάκος πάντως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το παιχνίδι με το οποίο φωτογραφήθηκε. Θυμάμαι τρελαινόταν να παίζει με μια πλαστική μπουλντόζα μου – την είχε φέρει ο Αϊ Βασίλης. Ώρες ολόκληρες στην αυλή με τα χώματα το καλοκαίρι, κάτω από το τραπέζι τον χειμώνα, έκανε μανούβρες, μπρος – πίσω, τα χειλάκια του μαζεύονταν σε ένα βρρρ-βρρρ, πατούσε πόδια - χέρια και χαλίκια. Όταν έρχονταν η μάνα του να τον πάρει (δούλευε τότε στο Γερμανικό) τσίριζε «γιατί εμένα, μαμά, δεν μου έφερε μπουλντόζα ο Αϊ Βασίλης;». Η Μαρίκα τον παρηγορούσε, «δεν σε ξέχασε αγόρι μου, θα σου φέρει του χρόνου». Όταν τ’ άκουγε έπαιρνε ένα ύφος ονειροπόλο. «Όταν θα χω τη δική μου, μεγάλη μπουλντόζα, θα ανέβω επάνω, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω μ’ αυτή μακριά».
Ο Κυριάκος πραγματοποίησε το όνειρό του. Το επόμενο καλοκαίρι ο μπουλντοζιέρης που έστρωνε το οικόπεδο όπου σήμερα υπάρχει το 18ο Δημοτικό Σχολείο, άκουσε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν πιο πέρα ποδόσφαιρο και σταμάτησε. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Προσηλωμένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε πως οι ερπύστριες μάζεψαν το μαγεμένο απ’ τη θέα του μηχανήματος παιδάκι.
Το μεσημέρι της κηδείας θυμάμαι τα τζιτζίκια στη σκονισμένη ακακία του δρόμου. Ένα μοβ λουλούδι ισορροπούσε μόνο στον ξερό λαχανόκηπο. Μακριά ακούγονταν η φωνή ενός πλανόδιου «κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες».