Ανέβαιναν το δύσβατο μονοπάτι που βγάζει στο Τρανό το Ίσιωμα, ένα μικρό οροπέδιο, εκατό μέτρα ψηλότερα από την Πορταριά, μια περιοχή γεμάτη από καλύβες φτιαγμένες από άχυρο και τσίγκους στις οποίες οι τσελιγκάδες από τα γύρω καμποχώρια είχαν συγκεντρώσει τις οικογένειές τους. Πλάι τους, σε προχειροφτιαγμένες στάνες, βρίσκονταν τα πρόβατα και τα γίδια που βοσκούσαν το, λόγω υψομέτρου, λιγοστό χορτάρι.
Από τον καιρό της Κατοχής, απέφευγαν κάνουν τα μεγάλα ταξίδια προς τα Γρεβενά, ταξίδια που συνήθιζαν άλλοτε, ακολουθώντας μακρόχρονες παραδόσεις των Βλάχων.
Οι τσομπάνηδες αυτοί έσωσαν κόσμο από την πείνα εκείνα τα χρόνια. Όταν οι, τρομαγμένοι από τους βομβαρδισμούς που γίνονταν από το λιμάνι του Βόλου, χωριάτες ανέβαιναν στο κρυμμένο από τα κιάλια μικρό οροπέδιο, πάντοτε έβρισκαν μια φωτιά να καίει για να ζεσταθούν, ένα αυγό για τα παιδιά- οι Βλάχες είχαν στήσει κοτέτσια πλάι στα μαντριά -και λίγο γάλα. Έβρισκαν επίσης εκείνα τα τεράστια καρβέλια που άχνιζαν καθώς έβγαιναν από τους πρόχειρους φούρνους που είχαν χτίσει οι νεότερες σε σχέδια των γεροντότερων.
Οι πορταρίτες διηγούνται για την οβίδα που έπεσε κάποτε μέσα σε ένα φούρνο την ώρα που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του γυναίκες και παιδιά για να πάρουν τη φετούλα που δεν γέμιζε απλώς το στομάχι-πολλοί άλλωστε, από την αναφαγιά, τη στέρηση δηλαδή του φαγητού, θα την ξερνούσαν αμέσως- αλλά αντιπροσώπευε την ίδια την επιβίωση. Ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτε. Μόνο η λαχτάρα του ψωμιού που δεν γεύτηκαν, έμεινε στα παιδιά που μεγάλωσαν και γέρασαν και διηγούνται την ιστορία στα παιδιά των παιδιών τους, κάποτε και των εγγονών τους, με τη μόνιμη επωδό “αχ.. ο Θεός να σας φυλάει, να μην περάσετε καμιά Κατοχή και σεις”.
Μπροστά πήγαινε ο καπετάνιος, o Γιώργος Καραμήτσος ή Βλαντής, ένας σαραντάρης ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, αγαπούσε τον πόλεμο από τα παιδικά του χρόνια. Είχε γεννηθεί σε καμποχώρι της Θεσσαλίας, ένα μικρό οικισμό από αυτούς που κρατούσαν έως τα μισά του προηγούμενου αιώνα τα τούρκικά τους ονόματα. Τα απογεύματα που δρόσιζε, όταν οι άλλοι πιτσιρικάδες της γειτονιάς του έπαιζαν πεντόβολα και σκλαβάκια και της μάνας το λουρί, όταν κρύβονταν πίσω από τους μεγάλους σωρούς σβουνιάς οι μεγαλύτεροι και μέσα στις τεράστιες φουστάνες των γιαγιάδων τους οι μικρότεροι, εκείνος σκάλιζε ξύλα, τους περνούσε λουριά και τα κρεμούσε στον ώμο ή, μόνος, σημάδευε τα παιδιά με τα ξύλινα όπλα, πίσω από λοφίσκους από αλατισμένα, λόγω της εξάτμισης των υφάλμυρων νερών της κοντινής λίμνης, μπάζα και κραύγαζε “πάου, πάου”.
Όλα αυτά ο Βλαντής είχε αρχίσει να τα καταγράφει με σαλιωμένο μολύβι, όπου έβρισκε. Σε τσιγαρόχαρτα και τσιγαρόκουτα, στα περιθώρια των επιστολών που λάμβανε από τους δικούς του, ακόμη και σε λεία κομμάτια από ξύλο. Κρατούσε, αφού αριθμούσε, τις σημειώσεις του αυτές, προκειμένου να συνθέσει αργότερα τα απομνημονεύματά του. “Όταν τελειώσει αυτό το μακελειό”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Γιατί καταλάβαινε και πονούσε για την σφαγή στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, όσο κι αν τρελαίνονταν με τους ληστοσυμμορίτες που, όπως διηγούνταν πολλές φορές στα παλικάρια του, είχαν σκοτώσει με φριχτό τρόπο την ξαδέλφη του την Πανωραία, όνομα και πράμα. Αφού τη βίασαν όλοι, της έδεσαν τα πόδια σε δυο λυγισμένα διπλανά κυπαρίσσια, ένα στο ένα κι ένα στο άλλο και τ΄ άφησαν στη συνέχεια για να ξεσκισθεί το βασανισμένο κορμάκι της, να γίνει λουρίδες, όπως τα ράκη που της άφησαν πάνω της.
Γι αυτό και τους κυνηγούσε και τους καθάριζε τους πούστηδες και κάρφωνε τα κεφάλια τους σε πασσάλους.
Μόνο που στο βάθος κάτι του ψιθύριζε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως με τους Γερμανοϊταλούς, όταν είχε καταταχθεί κι ο ίδιος στον ΕΛΑΣ και πολεμούσε πλάι σε όσους τώρα “θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους βόρειους, να το κάνουν κι εδώ μπολσεβίκικο”.
Τα παλικάρια άρχισαν να τραγουδάνε. Τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Η μέρα ήταν γλυκιά φθινοπωρινή. Μικροί ανεμοστρόβιλοι ταξίδευαν πάνω απ τις ελιές κάτω από τα πόδια τους, στην περιοχή του Κατηχωρίου. Στρουθιά τινάζονταν μέσα από τα στα φύλλα, τινάζονταν ψηλά, αρμαθιές για να κρεμαστούν από τις υγρές ηλιαχτίδες. Σκίουροι γκρίζοι και μαύρες νυφίτσες τσίριζαν, τρέχοντας πάνω κάτω στους κορμούς.
Ξαφνικά ακούστηκε δυνατό το χτύπημα κοντινής καμπάνας. Όλοι έτρεξαν να καλυφθούν. “Eσπερινός πρέπει να΄ ναι”, είπε κάποιος κοντοχωριανός. “Πανηγυρίζει το εκκλησάκι, εδώ πιο κάτω”. O καπετάνιος τον κοίταξε άγρια. “Γιατί δεν μας το λεγες, ρε;” “Μα, στο μοναστηράκι πας από άλλο δρόμο, οι πανηγυριώτες ανεβαίνουν από τα δεξιά του ρέματος. Κι ύστερα τι φοβάσαι καπετάνιο; Ότι θα λειτουργηθούν οι αντάρτες; Οι χωριάτες είναι δικοί μας άνθρωποι, μας αγαπούν γιατί έχουν τραβήξει πολλά από τους κατσαπλιάδες ”.
Ο Βλαντής ανέβασε το χέρι κι όλοι σηκώθηκαν. Συνέχισαν το δρόμο τους.
Ξάφνου, ένας από αυτούς, ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου, κοκάλωσε.
Πάγωσε και ο τόπος κι ο χρόνος που τον περιείχαν.
Σταμάτησε ένα κοπάδι πρόβατα που ανέβαινε την ανηφοριά απέναντι. Ακίνητη έμεινε πίσω του και η, σαν σε φωτογραφία κομήτη, λαμπηδόνα μιας ουράς από ψύλλους. Ένα κοτσύφι κόλλησε στον αέρα, το ίδιο πάγωσε κι ένας γερακίσιος κρωγμός που κυλούσε από το πετροβούνι, το Σαρακηνό. Η μυρωδιά των χόρτων και του ιξού χάθηκε.
Ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου κοίταξε έντρομος γύρω του. Σα να έβλεπε το σκοτεινό του άγγελο με το δρεπάνι. Ένας ξαφνικός κρύος ιδρώτας μούσκεψε το πουκάμισό του
“Καπετάνιε, νάρκη, απομακρυνθείτε” φώναξε με μια φωνή ξερή. “Νάρκη , τη νιώθω”. Και σήκωσε το αριστερό του πόδι σ΄ ένα παράδοξη στατική φιγούρα θανάσιμου χορού.
Οι σύντροφοί του ανέβηκαν τρέχοντας το πρανές.
Λεν πως την ώρα που νιώθεις το αναπότρεπτο να προσεγγίζει, ολόκληρη η ζωή σου περνάει μπροστά στα μάτια σου. Ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου έζησε δυο μόνο σκηνές σε χρόνο απροσδιόριστο. Δυο γεγονότα όχι και τόσο παλιά. Δυο επεισόδια από μια ζωή εικοσιπέντε χρόνων:
Στο πρώτο, βρίσκονταν με την Ελένη μπροστά στην τεράστια ροδάνα της ερειπωμένης Ηλεκτρικής Εταιρίας Πορταριάς. Ένα διώροφο αρχοντικό, από το οποίο έχει πέσει το μπαλκόνι κι ο άνεμος χτυπάει αλύπητα τα σπασμένα παντζούρια. Μια συκομουριά περνάει τα κλαδιά της από τα σπασμένα τζάμια.
Εδώ, υπήρχε το πρώτο στην Ελλάδα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με υδατόπτωση. Όταν στο Βόλο τρεμόπαιζαν ακόμη τα γκαζοφάναρα, με το φωταέριο που παρήγαγε η μισογκρεμισμένη, στα μισά της δεκαετίας του 60, ροτόντα που υπήρχε στο Παλαιό Λιμεναρχείο, στην Πορταριά των μερικών εκατοντάδων κατοίκων άναβαν, σε σπίτια και δρόμους λαμπτήρες ηλεκτρικού. Με αδύναμη τάση και συχνά αναβοσβήσματα, βέβαια, αλλ΄ αυτό ελάχιστα ενοχλούσε τους χωρικούς και τους παραθεριστές του Θεοξένια, του μεγαλύτερου ξενοδοχείου των Βαλκανίων ως το 44 που το έκαψαν οι Γερμανοί.
Μετά τη δημιουργία της Ηλεκτρικής του Βόλου και την τροφοδοσία από εκείνη όλων των χωριών του βορειοδυτικού Πηλίου, το εργοστάσιο της Πορταριάς σταμάτησε να λειτουργεί, εγκαταλείφθηκε, ερειπώθηκε. Έγινε τόπος των κρυφών συναντήσεων, των ραντεβού εκείνου του καιρού, όταν άνθιζαν τα μεγάλα αλλ΄ υπολογίσιμα «θα».
Ίσως και κανένα απαλό φιλί.
Ο Γιώργος και η Ελένη κρύβονται πίσω από το δέντρο. Από αμηχανία κρατούν κι οι δυο την τεράστια σκουριασμένη ρόδα.
Εκείνος ψελλίζει ένα “σ΄ αγαπώ ”. Εκείνη αφήνει τη ρόδα και του αγγίζει το δεξί μάγουλο. Σκύβει, παραμερίζοντας τα φύλλα της συκομουριάς, προς τα χείλη της.
Αλλά δεν τη φιλάει.
Τον τρομάζει η φωνή του γκιώνη.
Όταν γυρίζει στο καφενείο ξαφνιάζεται από τα μουρμουρίσματα και τα κρυφά γελάκια των φίλων. “Τι έχω πάνω μου”, αναρωτιέται. Κοιτάζει τον καθρέφτη και βλέπει δυο μαύρες γραμμές, δυο δαχτυλιές να του χαράσσουν κάθετα το μάγουλο.
Αυτή είναι η μια «προθανάτια» μνήμη που διηγείται αργότερα σε φίλους του, στα επισκεπτήρια της Κυριακής, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τις από ιαχές των φιλάθλων του κοντινού γηπέδου, εκεί στο παλαιό 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην οδό Δεινοκράτους.
Το δεύτερο επεισόδιο που συγκράτησε ήταν μια ιστορία που του συνέβη λίγο αργότερα. Έχει σχέση πάλι με την Πορταριά και την αρραβωνιαστικιά του:
Προξενητής είναι ο Θανάσης ο Κουτσός. Tο γαμπρό συνοδεύουν ο πατέρας του και η μανιά, η Κολοβίνα. Η μάνα της πεθαμένης μάνας του Γιώργου. Η μανιά είναι ογδόντα χρονώ. Θα ξεπεράσει τα εκατό, καπνίζοντας “αντιασθματικά” τσιγάρα και πετώντας, στην άκρη του γηπέδου του Αστέρα Ριζομύλου, τις φοβερές της προστακτικές: φάτουν, τσάκτσουν, κλάδεψτουν. Η μανιά, αντίθετα με το γαμπρό της και τη νέα του γυναίκα, ανεβαίνει τα εξήντα σκαλοπάτια, χωρίς να σταθεί για να θαυμάσει, δήθεν, τα σκυλάκια και τα αγριοτριαντάφυλλα, στην πραγματικότητα για να ανασάνει, όπως κάνουν όλοι οι μεσήλικες που δεν θέλουν να δείξουν- και στον εαυτό τους ακόμη- ότι πέρασαν τα χρόνια. Κάθονται στις ψάθινες καρέκλες και η γιαγιά της Ελένης, το Μαργιολή τους προσφέρει κυδώνι γλυκό.
Την ώρα που ο μπάρμπα Γιάννης, ο πατέρας του Γιώργου, κοιτάζοντας τον Γαρύφαλλο, το συμπέθερο, βγάζει το λογύδριο που, καθιερωμένα στον κάμπο, αρχίζει με το “εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε”, η Ελένη προσέχει ότι τα παπούτσια του προξενητή είναι τρύπια. Και τα δυο.
Δεν μπορεί να κρατήσει τα γέλια της.
“Ο ένας βρέχει τις κάλτσες του το χειμώνα κι άλλος τρίζει”, ψιθυρίζει στη γιαγιά Μαργιολή. Η τελευταία την κοιτάζει άγρια.
Ο Γιώργος ακούει κι αυτός και σκυθρωπάζει. Ύστερα σκέφτεται, νιώθει περισσότερο, την αθωότητα που αποπνέει η φωναχτή παρατήρησή της. Και της χαμογελάει τρυφερά.
Πράγματι έτριζε απαίσια εκείνο το ξύλινο προσθετικό που αντικατέστησε το κομμένο, από το γόνατο και κάτω, πόδι του. Στην αρχή, o Γιώργος ο Αλεξάνδρου το φορούσε μόνο στις πρόβες που έκανε σε ένα μακρύ διάδρομο, στρωμένο με βελούδινο πάτωμα, όπου υπήρχαν δυο σιδερένιες μπάρες, ένθεν κι ένθεν, για να κρατιέται. Έκανε μικρά δειλά βηματάκια εκεί με το καινούργιο του πόδι και δεν ήθελε ούτε να το βλέπει. Κοιτούσε στο φεγγίτη που υπήρχε στο βάθος απ όπου φαίνονταν ένας σκαμμένος από τα πυροβόλα των Δεκεμβριανών γκρίζος τοίχος. Στην άκρη φαίνονταν το μισό ενός μπαλκονιού. Ένα χέρι-αντρικό, γυναικείο-ανέβαινε ως το σκοινί με τα απλωμένα ρούχα.
Ξαπλωμένος, ποτέ δεν ένιωσε ότι του έλειπε το μέλος του. Κουνούσε τα δάχτυλά του, αρκετές φορές ένιωθε φαγούρα, ήταν έτοιμος να κλωτσήσει, ιδίως όταν άκουγε το ποδόσφαιρο από το τεράστιο ραδιόφωνο με την πρίζα που βρίσκονταν στην άκρη του δωματίου. Ο σπήκερ περιέγραφε τις ντρίμπλες του Πανάκη και του Λινοξυλάκη, του Σοφιανίδη και του νεαρού Νεστορίδη, κραυγάζοντας για να σκεπάσει τις ιαχές των φιλάθλων. Κι εκείνος συμμετείχε τινάζοντας το ανύπαρκτο πόδι του.
Όταν κατέβαινε στον κήπο, έκανε βόλτες με το καροτσάκι στις ανθισμένες αλέες.
Κάποτε έπαιξε ως κομπάρσος και στην ταινία Ματωμένα Χριστούγεννα, με το Χατζίσκο και τη Λαμπέτη. Ήταν μια αρκετά μεγάλη σκηνή. Τον έσπρωχνε μια νοσοκόμα με το αμαξίδιο ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου του Νοσοκομείου, ενώ σε δεύτερο πλάνο είχαν περάσει οι πρωταγωνιστές. Αργότερα πολύ, τον καιρό του βίντεο, κατέγραψε σε κασέτα την ταινία και την έβλεπε συχνά, βουρκωμένος. Το ίδιο του συνέβαινε κι όταν άκουγε το τραγούδι “να΄ ταν τα νιάτα δυο φορές”- φυσικά εννοούσε ένα χρόνο ακόμη πιο παλιό από εκείνο το Νοσοκομείου, εννοούσε τα νιάτα που του επέτρεπαν να τρέχει στα πηλιορείτικα ανηφορικά μονοπάτια φωνάζοντας “στ΄ άρματα…στ΄ άρματα”.
Η νοσταλγία τον έπνιγε όπως η υγρασία της λίμνης Κάρλας στη γενέτειρά του, το Ριζόμυλο, όταν πλημμύριζε την Άνοιξη τα κρεμμυδοχώραφα, κατέστρεφε τις σοδειές, έδιωχνε τους κορυδαλλούς και τις σταρήθρες. Όμως εκεί που πύκνωνε υπερβολικά ο πόνος του ήταν η θύμηση της λυγερής κοπελίτσας της Πορταριάς, της Ελένης. Είχαν προλάβει να πιουν ένα καφέ μόνο, στο Βόλο, στο καφενείο Αύρα, στην άκρη της αμμουδιάς του Αναύρου. Κοιτούσαν τη θάλασσα αμίλητοι από αμηχανία.
Της υποσχέθηκε ότι θα την ζητήσει μόλις τελειώσει ο καταραμένος αυτός πόλεμος. Του ορκίστηκε ότι θα τον περιμένει.
Κι αυτό ήταν όλο.
Ύστερα ήλθε η νάρκη, η μεταφορά του στο Νοσοκομείο του Βόλου στην αρχή κι ύστερα στο Στρατιωτικό των Αθηνών.
Κάποια μέρα επισκέφθηκε το Νοσοκομείο ένας παντρεμένος στο Πήλιο, επίσης καμπίσιος, φίλος του, ο Χαρακόπουλος. Ενθουσιάστηκε ο Γιώργος. Ήταν αυτή η παιδική ματιά χαρακτηριστικό του. Πάντοτε κουβαλούσε από το χθες κι από το εκεί ένα μικρό σύντροφο, έναν άψυχο μάρτυρα ότι όλα όσα αναπαριστά η μνήμη του συνέβησαν πραγματικά.. Τα αναμνηστικά του ήσαν κουκουνάρια, πετραδάκια, σαλιγκάρια, κομμάτια από άχυρο. Τα έβαζε στην άκρη του ντουλαπιού και χαίρονταν που μόνον αυτός καταλάβαινε τι σημαίνει το καθένα Με τον ίδιο τρόπο δεν ξεχνούσε ποτέ ανθρώπους με τους οποίους αντάλλαξε δυο κουβέντες. Τους θεωρούσε φίλους του. Κι είχε, στα ταξίδια που έκανε για το εμπόριο που εξασκούσε με τον πατέρα του, είχε φίλους τους θαμώνες όλων των ελληνικών καφενείων.
Με το Χαρακόπουλο είχε κι ένα λόγο επιπλέον. Ήθελε να του μιλήσει για εκείνη, την κοπέλα που άγγιξε την καρδιά του.
Ο άλλος το κατάλαβε. Έφερε η κουβέντα, που λένε, δεκάδες θέματα για συζήτηση, μίλησαν , κατά την πηλιορείτικη έκφραση “ για τον κουτσό το βασιλιά” αλλά για την Ελένη δεν του μιλούσε. Ο Γιώργος έμαθε τι λένε γι αυτόν στο χωριό, ποιοι λυπήθηκαν για το πάθημά του, έμαθε ότι συνεχίζεται η ζωή, ότι ο Θωμάς ο Πολύχρονος άλλαξε ρεπερτόριο στις βραδινές του καντάδες, ο παππούς Τσικλάνης πέθανε και γνώριζε τη μέρα και την ώρα που θα συμβεί αυτό, ο Κοντορίζος γέρασε και καίει ψωμιά και φαγητά, το Κατίγκω εξακολουθεί τα νυχτέρια. Κι άλλα, απίστευτα κοινότοπα και βαρετά .Στο τέλος ο Γιώργος τον ρώτησε ευθέως: “τι κάνει η Ελένη”, ο άλλος απορούσε “ ποια Ελένη” κι όταν του΄ δωσε να καταλάβει “τώρα αυτή, αυτή παντρεύεται την Κυριακή ” του πέταξε με το παμπόνηρο βλέμμα των πηλιορειτών, όταν θέλουν να πειράξουν κάποιον, μόνο που ο άλλος δεν το πρόσεξε.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έσκυψε και πήρε το τριζάτο προσθετικό. Έπειτα κατάλαβε ότι παίρνει λάθος δρόμο. Το άφησε και άπλωσε το χέρι προς το καρότσι που βρίσκονταν δίπλα του.
Διέσχισε το Κολονάκι γυρίζοντας βιαστικά τις ρόδες. Ο κόσμος που γέμιζε τις πλατείες ρουφώντας την Άνοιξη, το χαιρετούσε ιδιαίτερα φιλικά. Κατευθύνθηκε προς τη Βουλή. Εκείνα τα χρόνια ήταν εύκολο ένας ανάπηρος πολέμου, πρόσωπο εξαιρετικά αξιοθαύμαστο κι απ΄ όλους σεβαστό , να προσεγγίσει οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο. Ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό. “Τον Παπάγο περιμένω” είπε απλά στους φρουρούς. Και του επέτρεψαν να σταθεί πλάι στην πόρτα.
“Στρατάρχα μου” φώναξε μόλις τον είδε “Στρατάρχα μου, βρίσκομαι στο Νοσοκομείο και δε μ΄ αφήνουν να φύγω”. Ο Παπάγος έσκυψε με ενδιαφέρον πάνω του. “Πρέπει να φύγω, παντρεύουν το κορίτσι μου” εξομολογήθηκε τελικά ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου κι όλοι γέλασαν με συμπάθεια. “ Έ, αφού υπάρχει τέτοιος φόβος να σου δώσουν εξιτήριο” διέταξε ο στρατηγός.
Γύρισε πίσω κι οι ρόδες είχαν φτερώσει. Σε λίγες ώρες ταξίδευε για Βόλο.
Δεν πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Πώς να εξομολογηθεί στον πατέρα του, τον μπάρμπα Γιάννη και στη μητριά του τη Μαργαρώ το λόγο που άφησε τη θεραπεία του στη μέση. Έκανε άπειρες πρόβες να τους πει την αλήθεια. Όμως δεν του έβγαινε. Ήθελε όμως να και τους δει. Κυρίως ήθελε να δει τα αδέλφια του που εκείνη την ώρα θα έπαιζαν στην αλάνα μπροστά στο σπίτι. Πήρε λοιπόν ένα ταξί και γύριζε τα τετράγωνα της γειτονιάς, να δει τουλάχιστον από μακριά τα τρία σταυραδέρφια του, την Άρτεμη, την Ολυμπία και το Βασιλάκη- ο ομογάλακτος, ο Αποστόλης, παιδί, όπως κι ο Γιώργος, της πρώτης γυναίκας του Γιάννη Αλεξάνδρου, της Σταυρούλας είχε κληθεί στο στρατό.
Τα παιδιά πράγματι έπαιζαν στην αλάνα. Μόλις τον αντιλήφτηκαν έτρεξαν πίσω από το αυτοκίνητο φωνάζοντας “ο Γιώργος μας, ο Γιώργος μας”. Ο Γιώργος σταμάτησε το αυτοκίνητο και, τρίζοντας, προχώρησε προς το σπίτι. Στην αρχή δεν ήθελε να εξηγήσει την αλλόκοτη συμπεριφορά του, ντρέπονταν, στη συνέχεια όμως τους ανοίχτηκε και, ανάβοντας για πρώτη φορά μπροστά στον πατέρα του τσιγάρο, τους μίλησε για “τη μια γυναίκα που του πέφτει κι αυτουνού”- δε χρωμάτισε τη μοναδικότητα της Ελένης, όπως έκανε με τους φίλους του.
Αποφάσισαν να πάνε να τη ζητήσουν με το Θανάση τον Κουτσό.
Τα υπόλοιπα αποτελούν κενά-λόγω του θανάτου της μητέρας- που, μιας μυθοπλασίας χρήζουν-κι αυτό δεν το θέλω.
Υ. Γ. Το «Αλεξάνδρου» έγινε Τσίγκρας, επειδή κάποιος παππούς υπήρξεν εύστοχος στο παιγνίδι με τις «αμάδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου