“Εδώ”, είπε κι ανέβηκε ένα βραχάκι. Ο νοτιάς γύρισε- αλεξισελήνιον- τη φούστα της προς τα πάνω. “Εδώ, αν δεν έχεις σουγιά, προσπάθησε με τα νύχια”, κι έδειχνε ένα πολύρρρυτο, γερτό κορμό πεύκου.
Ανάμεσα στα σοκολατένια δάχτυλά της που ανέδιδαν την οσμή ασετιλίνης και περιπλανήσεων σε εμποροπανηγύρεις, είδα την πόλη ν’ ανοιγοκλείνει.- μάτι ημιλυπόθυμου κορυδαλλού.
Για αυτό και μόνο το σχήμα, το αφήγημα.
Στα λούνα παρκ, οι αρνησιθάνατοι αφοί Ρίμπα, οι ακροβάτες, συνομιλούσαν με την ασώματο κεφαλή που κρατούσε ένα πιατάκι με χαλβά Φαρσάλων ενώ πιο πέρα έτρεχε ένας νεαρός, με ένα εσώρουχο στο κεφάλι, κραυγάζοντας «γυναίκε βολιώτισσε». Από το σκοτεινό κι ακιδωτό τοίχο των παρακείμενων φυλακών τινάζονταν, φλούδες οι νυχτερίδες.
θαυμάσιο... ένας νοτιάς με πηρε κι εμένα!!... και με πήγε εκεί που κραύγαζε "γυναίκε βολιώτισσε!!"
ΑπάντησηΔιαγραφήωραία!