Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ

Όταν ήμουν παιδί
Κύριε,Κύριε
Αργούσα να μεγαλώσω

Τα βράδια ονειρευόμουν ότι
Πιασμένος απ' το μίσχο ενός κίτρινου κρίνου
Χωρίς,Κύριε,να το καταλαβαίνω
Ταξίδευα για να σε συναντήσω.
 
Γέροντας πια, κυρτός κι αργόπους
Κύριε, Κύριε
Παρακαλώ για μια μικρή, τοσοδούλικη
Αναβολή

Ζητώ
Να μου επιτραπεί να προσκυνήσω
Λίγο αργότερα το
Θείο
Σου
Μεγαλείο

Συνέχισα, βλέπεις, να ταξιδεύω, με τον ίδιο τρόπο

Άν και στο μεσοδιάστημα
Ανακάλυψα, κι εγώ Κύριε, ότι ο

"Ακοίμητος Σκώληξ"

Περνάει εύκολα
Στην καρδιά του
Χοϊκού

Μέσα απ' το μίσχο ενός
Βραδινού
Κίτρινου
Κρίνου
 
 
 
 
 
 
 
 

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ

Όταν ήμουν παιδί
Κύριε,Κύριε
Αργούσα να μεγαλώσω
Επειδή τα βράδια
Πιασμένος απ' το μίσχο ενός κίτρινου κρίνου
Χωρίς,Κύριε,να το καταλαβαίνω
Ταξίδευα για να σε συναντήσω.
 
Γέροντας πια, κυρτός κι αργόπους
Κύριε, Κύριε
Παρακαλώ για μια μικρή
Τοσοδούλικη
Αναβολή

Ζητώ
Να μου επιτραπεί να προσκυνήσω λίγο
Αργότερα
Το
Θείο
Σου
Μεγαλείο

Επειδή στο μεσοδιάστημα
Ανακάλυψα, κι εγώ Κύριε, ότι ο
Ακοίμητος Σκώληξ
Περνάει εύκολα
Στην καρδιά του
Χοϊκού
Mέσα απ' το μίσχο ενός
Βραδινού
Κίτρινου
Κρίνου
 
 
 
 
 
 
 
 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΦΟΥΓΚΑ;


1.      Το ερώτημα του Κωνστάντιους Κωνστάντιους – όνομα για μια προσωπίδα απ’ τις σχισμές της οποίας διέκρινες σε μιάν αεικίνητη στατικότητα τα ουράνια μάτια του Σαίρεν Κίκεργκωρ – υπήρξε αγωνιώδες:  Υφίσταται η επανάληψη; Η στιγμή χωράει στο πάλι και πάλι του ταχυδράματος; Είναι ο προσωπικός μας χρόνος κυκλικός; Πέρα απ’ το μετά υπάρχει το νέο, το καινό, το ίδιο ή το κενό – η μαύρη τρύπα, τόπος μιάς αέναης διερεύνησης; Μήπως μόνον η ερώτηση για την επανάληψη επαναλαμβάνεται;


3.      Ο γερο Τσιγκιτσάγκας, με τις ματωμένες προθέσεις και τις φόδρες του γεμάτες μαύρη βγαίνει απ’ τα Σφαγεία και κατευθύνεται προς τις αρχαίες Αλυκές.
6.       Περνάει – λίγο ατμώδης – πίσω απ’ τους μικρούς άσπρους λόφους. Σε λίγο θα φθάσει σε μας η οσμή της υπέρτατης ευτυχίας του. 

ΠΕΡΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ


Όλα βρίσκονται εδώ.
Η  κορυφή του χλωρού ουρανοδείχτη
Η επονομαζομένη «μεσημβρινή οστεοφυΐα κυπαρίσσου»

Τα, πάνω απ’ τις στέγες,
Στικτά αλεξιβρόχια μυρμηγκιών

Μανιτάρια.

Κι ένα σιδεροτράπεζο

Με την Ιστορία της αυτοκρατορίας γραμμένη
Στη σκόνη του

Λείπει  μόνον
Το κάτοπτρό τους

Τα

Ανεστραμμένα
Σου
Μάτια

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΜΙΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Έτσι κι αλλιώς
Ο Κόσμος
Είναι φτιαγμένος
Από
Μουσική

ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΓΕΩΔΟΥΣ ΟΠΤΑΣΙΑ

Ο ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΤΣΑΣ

Στο σπίτι, ανεβαίναμε της Πορταριάς
Με το λαχάνιασμα απ’ το
Άχθος, μιας  

Ανισόρροπης

Εξηνταπεντάπλακης
Κλίμακας

Πρώτη, σκυμμένη , η γιαγιά
Ψάλλοντας το

«Ψυχή μου, ψυχή μου
Ξύπνα, τί καθεύδεις»


Ακολουθούσε

Βελάζοντας προς τον
Ουρανό

Η, ονόματι
Αποκρίτσα 
Κατσίκα της

Ενδεχομένως να συνέχιζε τον κανόνα

«Ως όναρ
Ως άνθος
Ο βίος παρέρχεται»



Και τέλος ο
Ευφάνταστος
Πλην
Φρονηματογεώδης
Εγώ

Αποτυπώνοντας εικόνες για
Κόκκινα αυγά.

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤΙΚΟ


Εμπρός οξύρρυγχος τριήρης
Κι ένας τόπος
Για την ασημένια τζαζ των κυμάτων

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 Η ομάδα ανέβαινε.. Έξη  το απόγευμα. Οι άνδρες περπατούσαν δίχως να φυλάγονται, μια που οι ασφαλείς πληροφορίες που είχαν από νωρίς το πρωί, ήταν ότι οι αντάρτες είχαν  κινηθεί προς την Κερασιά. Υπήρχε  βέβαια μια επιφύλαξη. Αυτοί εμφανίζονταν πάντα  και χάνονταν σαν τα φαντάσματα.
Ανέβαιναν το δύσβατο μονοπάτι που βγάζει στο Τρανό το Ίσιωμα, ένα μικρό  οροπέδιο, εκατό μέτρα ψηλότερα από την Πορταριά, μια περιοχή γεμάτη από καλύβες φτιαγμένες από άχυρο και τσίγκους στις οποίες οι τσελιγκάδες από τα γύρω καμποχώρια είχαν συγκεντρώσει τις οικογένειές τους. Πλάι τους, σε προχειροφτιαγμένες  στάνες, βρίσκονταν  τα πρόβατα και τα γίδια που βοσκούσαν το, λόγω υψομέτρου, λιγοστό χορτάρι.
 Από τον καιρό της Κατοχής, απέφευγαν κάνουν τα μεγάλα ταξίδια προς τα Γρεβενά, ταξίδια που συνήθιζαν άλλοτε, ακολουθώντας μακρόχρονες παραδόσεις των Βλάχων.
Οι τσομπάνηδες αυτοί έσωσαν κόσμο από την πείνα εκείνα τα χρόνια. Όταν οι, τρομαγμένοι από τους βομβαρδισμούς που γίνονταν από το λιμάνι του Βόλου, χωριάτες ανέβαιναν στο κρυμμένο από τα κιάλια μικρό οροπέδιο, πάντοτε έβρισκαν μια φωτιά να καίει για να ζεσταθούν, ένα αυγό για τα παιδιά- οι Βλάχες είχαν στήσει κοτέτσια πλάι στα μαντριά -και λίγο γάλα. Έβρισκαν επίσης εκείνα τα τεράστια καρβέλια που άχνιζαν καθώς έβγαιναν από τους πρόχειρους φούρνους που είχαν χτίσει οι νεότερες σε σχέδια των γεροντότερων.
 Οι πορταρίτες διηγούνται για την οβίδα που έπεσε κάποτε μέσα σε ένα φούρνο την ώρα που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του γυναίκες και παιδιά για να πάρουν τη φετούλα που δεν γέμιζε απλώς το στομάχι-πολλοί άλλωστε, από την αναφαγιά,  τη στέρηση δηλαδή του φαγητού, θα την  ξερνούσαν αμέσως- αλλά αντιπροσώπευε την ίδια την επιβίωση. Ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτε. Μόνο η λαχτάρα του ψωμιού που δεν γεύτηκαν,  έμεινε στα παιδιά που μεγάλωσαν και γέρασαν και διηγούνται την ιστορία στα παιδιά  των παιδιών τους, κάποτε και των εγγονών τους,  με τη μόνιμη επωδό “αχ.. ο Θεός να σας φυλάει, να μην περάσετε καμιά Κατοχή και σεις”.


 
Μπροστά πήγαινε ο καπετάνιος, o Γιώργος Καραμήτσος ή Βλαντής, ένας σαραντάρης ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, αγαπούσε τον πόλεμο από τα παιδικά του χρόνια. Είχε γεννηθεί σε  καμποχώρι της Θεσσαλίας, ένα μικρό οικισμό από αυτούς που κρατούσαν έως τα μισά του προηγούμενου αιώνα τα τούρκικά τους ονόματα.  Τα απογεύματα που δρόσιζε, όταν οι άλλοι πιτσιρικάδες της γειτονιάς του έπαιζαν πεντόβολα και σκλαβάκια και της μάνας το λουρί, όταν κρύβονταν πίσω από τους μεγάλους σωρούς σβουνιάς οι μεγαλύτεροι και μέσα στις τεράστιες φουστάνες των γιαγιάδων τους οι μικρότεροι, εκείνος σκάλιζε ξύλα, τους περνούσε λουριά και τα κρεμούσε στον ώμο ή, μόνος, σημάδευε τα παιδιά με τα ξύλινα όπλα, πίσω από λοφίσκους από αλατισμένα, λόγω της εξάτμισης των υφάλμυρων νερών της κοντινής λίμνης, μπάζα και  κραύγαζε “πάου, πάου”.
Όλα αυτά ο Βλαντής είχε αρχίσει να τα καταγράφει με σαλιωμένο μολύβι, όπου έβρισκε. Σε τσιγαρόχαρτα και τσιγαρόκουτα, στα περιθώρια των επιστολών που λάμβανε από τους δικούς του, ακόμη και σε λεία κομμάτια από ξύλο. Κρατούσε, αφού αριθμούσε, τις σημειώσεις του αυτές, προκειμένου να συνθέσει αργότερα τα  απομνημονεύματά του. “Όταν τελειώσει αυτό το μακελειό”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Γιατί  καταλάβαινε και πονούσε για την σφαγή  στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, όσο κι αν τρελαίνονταν με τους ληστοσυμμορίτες που, όπως διηγούνταν πολλές φορές στα παλικάρια του, είχαν σκοτώσει με φριχτό τρόπο την ξαδέλφη του την Πανωραία, όνομα και πράμα. Αφού τη βίασαν όλοι, της έδεσαν τα πόδια σε δυο λυγισμένα διπλανά κυπαρίσσια, ένα στο ένα κι ένα στο άλλο και τ΄ άφησαν στη συνέχεια για να ξεσκισθεί το βασανισμένο κορμάκι της, να γίνει λουρίδες, όπως τα ράκη που της άφησαν πάνω της.
Γι αυτό και τους κυνηγούσε και τους καθάριζε τους πούστηδες και κάρφωνε τα κεφάλια τους σε πασσάλους.
 Μόνο που στο βάθος κάτι του ψιθύριζε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως με τους Γερμανοϊταλούς, όταν είχε καταταχθεί κι ο ίδιος στον ΕΛΑΣ και πολεμούσε πλάι σε όσους τώρα “θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα  στους βόρειους, να  το κάνουν κι εδώ μπολσεβίκικο”.

Τα παλικάρια άρχισαν να τραγουδάνε. Τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Η μέρα ήταν γλυκιά φθινοπωρινή. Μικροί ανεμοστρόβιλοι ταξίδευαν πάνω απ τις ελιές κάτω από τα πόδια τους, στην περιοχή του Κατηχωρίου.  Στρουθιά  τινάζονταν μέσα  από τα στα φύλλα, τινάζονταν ψηλά, αρμαθιές  για να κρεμαστούν  από τις  υγρές ηλιαχτίδες. Σκίουροι γκρίζοι και μαύρες νυφίτσες τσίριζαν, τρέχοντας πάνω κάτω στους κορμούς.
 Ξαφνικά ακούστηκε δυνατό το χτύπημα κοντινής  καμπάνας. Όλοι έτρεξαν να καλυφθούν. “Eσπερινός πρέπει να΄ ναι”, είπε κάποιος κοντοχωριανός. “Πανηγυρίζει το εκκλησάκι, εδώ πιο κάτω”. O καπετάνιος τον κοίταξε άγρια. “Γιατί δεν μας το λεγες, ρε;” “Μα, στο μοναστηράκι πας από άλλο δρόμο, οι πανηγυριώτες ανεβαίνουν από τα δεξιά του ρέματος. Κι ύστερα τι φοβάσαι καπετάνιο; Ότι θα λειτουργηθούν οι αντάρτες; Οι χωριάτες είναι δικοί μας άνθρωποι, μας αγαπούν γιατί έχουν τραβήξει πολλά από τους κατσαπλιάδες ”.
Ο Βλαντής ανέβασε το χέρι κι όλοι σηκώθηκαν. Συνέχισαν το δρόμο τους.

Ξάφνου, ένας από αυτούς, ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου, κοκάλωσε.
Πάγωσε  και ο τόπος κι ο χρόνος που τον περιείχαν.
Σταμάτησε  ένα κοπάδι πρόβατα που ανέβαινε την ανηφοριά απέναντι. Ακίνητη έμεινε πίσω του και η, σαν σε φωτογραφία  κομήτη, λαμπηδόνα μιας ουράς από  ψύλλους. Ένα κοτσύφι κόλλησε στον αέρα, το ίδιο πάγωσε κι ένας γερακίσιος κρωγμός που κυλούσε από το πετροβούνι, το Σαρακηνό. Η μυρωδιά των χόρτων και του ιξού χάθηκε.
Ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου κοίταξε έντρομος γύρω του. Σα να έβλεπε  το σκοτεινό του άγγελο με το δρεπάνι. Ένας ξαφνικός κρύος ιδρώτας μούσκεψε το πουκάμισό του
 “Καπετάνιε, νάρκη, απομακρυνθείτε” φώναξε με μια φωνή ξερή. “Νάρκη , τη νιώθω”. Και σήκωσε το αριστερό του πόδι σ΄ ένα παράδοξη στατική φιγούρα θανάσιμου χορού.
Οι σύντροφοί του ανέβηκαν τρέχοντας το πρανές.


Λεν πως την ώρα που νιώθεις το αναπότρεπτο να προσεγγίζει, ολόκληρη η ζωή σου περνάει μπροστά στα μάτια σου. Ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου έζησε δυο μόνο σκηνές σε χρόνο απροσδιόριστο. Δυο γεγονότα όχι και τόσο παλιά. Δυο επεισόδια από μια ζωή εικοσιπέντε χρόνων:

Στο πρώτο, βρίσκονταν με την Ελένη μπροστά στην τεράστια ροδάνα  της ερειπωμένης Ηλεκτρικής Εταιρίας Πορταριάς. Ένα διώροφο αρχοντικό, από το οποίο έχει πέσει το μπαλκόνι κι ο άνεμος χτυπάει αλύπητα τα  σπασμένα παντζούρια. Μια συκομουριά περνάει τα κλαδιά της από τα σπασμένα τζάμια.
 Εδώ, υπήρχε το πρώτο στην Ελλάδα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με υδατόπτωση. Όταν στο Βόλο τρεμόπαιζαν ακόμη τα γκαζοφάναρα, με το φωταέριο που παρήγαγε η  μισογκρεμισμένη, στα μισά της δεκαετίας του 60, ροτόντα που υπήρχε στο Παλαιό Λιμεναρχείο, στην Πορταριά των μερικών εκατοντάδων κατοίκων άναβαν, σε σπίτια και δρόμους λαμπτήρες ηλεκτρικού. Με αδύναμη τάση και συχνά αναβοσβήσματα, βέβαια, αλλ΄ αυτό ελάχιστα ενοχλούσε τους χωρικούς και τους παραθεριστές του Θεοξένια, του μεγαλύτερου ξενοδοχείου των Βαλκανίων ως το 44 που το έκαψαν οι Γερμανοί.
Μετά τη δημιουργία της Ηλεκτρικής του Βόλου και την  τροφοδοσία από εκείνη όλων των χωριών του βορειοδυτικού Πηλίου, το εργοστάσιο της Πορταριάς σταμάτησε  να λειτουργεί, εγκαταλείφθηκε, ερειπώθηκε. Έγινε τόπος  των κρυφών συναντήσεων, των ραντεβού εκείνου του καιρού, όταν άνθιζαν τα μεγάλα αλλ΄ υπολογίσιμα «θα».
 Ίσως και κανένα απαλό φιλί.

Ο Γιώργος και η Ελένη κρύβονται πίσω από το δέντρο. Από αμηχανία κρατούν κι οι δυο την τεράστια σκουριασμένη ρόδα.
  Εκείνος ψελλίζει ένα “σ΄ αγαπώ ”. Εκείνη αφήνει τη ρόδα και του αγγίζει το δεξί μάγουλο. Σκύβει, παραμερίζοντας τα φύλλα της συκομουριάς, προς τα χείλη της.
 Αλλά  δεν τη φιλάει.
Τον τρομάζει η φωνή του γκιώνη.
Όταν γυρίζει στο καφενείο ξαφνιάζεται από τα μουρμουρίσματα και τα κρυφά γελάκια των φίλων. “Τι έχω πάνω μου”,  αναρωτιέται. Κοιτάζει τον καθρέφτη και  βλέπει δυο μαύρες γραμμές, δυο δαχτυλιές να του χαράσσουν κάθετα το μάγουλο.

Αυτή είναι η μια «προθανάτια» μνήμη που διηγείται αργότερα σε φίλους του, στα επισκεπτήρια της Κυριακής, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τις από ιαχές των φιλάθλων του κοντινού γηπέδου, εκεί στο παλαιό 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην οδό Δεινοκράτους.
Το δεύτερο επεισόδιο που συγκράτησε ήταν μια ιστορία που του συνέβη λίγο αργότερα. Έχει σχέση πάλι με την Πορταριά και την αρραβωνιαστικιά του:

Προξενητής είναι ο Θανάσης ο Κουτσός. Tο γαμπρό συνοδεύουν ο πατέρας του και η μανιά, η Κολοβίνα. Η μάνα της πεθαμένης μάνας του Γιώργου. Η μανιά είναι ογδόντα χρονώ. Θα ξεπεράσει τα εκατό, καπνίζοντας “αντιασθματικά” τσιγάρα και πετώντας, στην άκρη του γηπέδου του Αστέρα Ριζομύλου, τις φοβερές της προστακτικές: φάτουν, τσάκτσουν, κλάδεψτουν.    Η μανιά, αντίθετα με το γαμπρό της και τη νέα του γυναίκα, ανεβαίνει τα εξήντα σκαλοπάτια, χωρίς να σταθεί για να θαυμάσει, δήθεν, τα σκυλάκια και τα αγριοτριαντάφυλλα, στην πραγματικότητα για να ανασάνει, όπως κάνουν όλοι οι μεσήλικες που δεν θέλουν να δείξουν- και στον εαυτό τους ακόμη- ότι πέρασαν τα χρόνια. Κάθονται στις ψάθινες καρέκλες και η γιαγιά της Ελένης, το Μαργιολή τους προσφέρει κυδώνι γλυκό.
  Την ώρα που ο μπάρμπα Γιάννης, ο πατέρας του Γιώργου, κοιτάζοντας τον Γαρύφαλλο, το συμπέθερο, βγάζει το λογύδριο που, καθιερωμένα στον κάμπο, αρχίζει με το “εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε”, η Ελένη προσέχει ότι τα παπούτσια του προξενητή είναι τρύπια. Και τα δυο.
Δεν μπορεί να κρατήσει τα γέλια της.
  “Ο ένας βρέχει τις κάλτσες του το χειμώνα κι άλλος τρίζει”, ψιθυρίζει στη γιαγιά Μαργιολή. Η τελευταία την κοιτάζει άγρια.
Ο Γιώργος ακούει κι αυτός και σκυθρωπάζει. Ύστερα σκέφτεται, νιώθει περισσότερο, την αθωότητα που αποπνέει  η φωναχτή παρατήρησή της. Και της χαμογελάει τρυφερά.








Πράγματι έτριζε απαίσια εκείνο το ξύλινο προσθετικό που αντικατέστησε το κομμένο, από το γόνατο και κάτω, πόδι του. Στην αρχή, o Γιώργος ο Αλεξάνδρου  το φορούσε μόνο στις πρόβες που έκανε σε ένα μακρύ διάδρομο, στρωμένο με βελούδινο πάτωμα, όπου υπήρχαν δυο σιδερένιες μπάρες, ένθεν κι ένθεν,  για να κρατιέται. Έκανε μικρά δειλά βηματάκια εκεί με το καινούργιο του πόδι και δεν ήθελε ούτε να το βλέπει. Κοιτούσε στο φεγγίτη που υπήρχε στο βάθος απ όπου φαίνονταν ένας σκαμμένος από τα πυροβόλα των Δεκεμβριανών γκρίζος τοίχος. Στην άκρη φαίνονταν το μισό ενός μπαλκονιού. Ένα χέρι-αντρικό, γυναικείο-ανέβαινε ως το σκοινί με τα απλωμένα ρούχα.
  Ξαπλωμένος, ποτέ δεν ένιωσε ότι του έλειπε το μέλος του. Κουνούσε τα δάχτυλά του, αρκετές φορές ένιωθε φαγούρα, ήταν έτοιμος να κλωτσήσει, ιδίως όταν άκουγε το ποδόσφαιρο από το τεράστιο ραδιόφωνο με την πρίζα που βρίσκονταν στην άκρη του δωματίου. Ο σπήκερ περιέγραφε τις ντρίμπλες του Πανάκη και του Λινοξυλάκη, του Σοφιανίδη και του νεαρού Νεστορίδη, κραυγάζοντας για να σκεπάσει τις ιαχές των φιλάθλων. Κι εκείνος συμμετείχε τινάζοντας το ανύπαρκτο πόδι του.
Όταν κατέβαινε στον κήπο,  έκανε βόλτες με το καροτσάκι  στις ανθισμένες αλέες.
Κάποτε έπαιξε ως κομπάρσος και στην ταινία Ματωμένα Χριστούγεννα, με το Χατζίσκο και τη Λαμπέτη. Ήταν μια αρκετά μεγάλη σκηνή. Τον έσπρωχνε μια νοσοκόμα με το αμαξίδιο ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου του Νοσοκομείου, ενώ σε δεύτερο πλάνο είχαν περάσει οι πρωταγωνιστές. Αργότερα πολύ, τον καιρό του βίντεο, κατέγραψε σε κασέτα την ταινία και την έβλεπε συχνά, βουρκωμένος. Το ίδιο του συνέβαινε κι όταν άκουγε το τραγούδι “να΄ ταν τα νιάτα δυο φορές”- φυσικά εννοούσε ένα χρόνο ακόμη πιο παλιό από εκείνο το Νοσοκομείου, εννοούσε τα νιάτα που του επέτρεπαν να τρέχει στα πηλιορείτικα  ανηφορικά μονοπάτια φωνάζοντας “στ΄ άρματα…στ΄ άρματα”.
Η νοσταλγία τον έπνιγε  όπως η  υγρασία της λίμνης Κάρλας  στη γενέτειρά του, το Ριζόμυλο, όταν πλημμύριζε την Άνοιξη τα κρεμμυδοχώραφα, κατέστρεφε τις σοδειές, έδιωχνε τους κορυδαλλούς και τις σταρήθρες. Όμως εκεί που πύκνωνε υπερβολικά ο πόνος του ήταν η θύμηση της λυγερής κοπελίτσας της Πορταριάς, της Ελένης. Είχαν προλάβει να πιουν ένα καφέ μόνο, στο Βόλο, στο καφενείο Αύρα,  στην άκρη της αμμουδιάς του Αναύρου. Κοιτούσαν τη θάλασσα αμίλητοι από αμηχανία.
Της υποσχέθηκε ότι θα την ζητήσει μόλις τελειώσει ο καταραμένος αυτός πόλεμος. Του ορκίστηκε ότι θα τον περιμένει.
Κι αυτό ήταν όλο.
 Ύστερα ήλθε η νάρκη, η μεταφορά του στο Νοσοκομείο του Βόλου στην αρχή κι ύστερα στο Στρατιωτικό των Αθηνών.
Κάποια μέρα επισκέφθηκε το Νοσοκομείο ένας παντρεμένος στο Πήλιο, επίσης καμπίσιος, φίλος του, ο Χαρακόπουλος. Ενθουσιάστηκε ο Γιώργος. Ήταν αυτή η παιδική ματιά χαρακτηριστικό του. Πάντοτε κουβαλούσε από το χθες κι από το εκεί ένα μικρό σύντροφο, έναν άψυχο μάρτυρα ότι όλα όσα αναπαριστά η μνήμη του συνέβησαν πραγματικά.. Τα αναμνηστικά του ήσαν κουκουνάρια, πετραδάκια, σαλιγκάρια, κομμάτια από άχυρο. Τα έβαζε στην άκρη του ντουλαπιού και χαίρονταν που μόνον αυτός καταλάβαινε τι σημαίνει το καθένα Με τον ίδιο τρόπο δεν ξεχνούσε ποτέ ανθρώπους με τους οποίους αντάλλαξε δυο κουβέντες. Τους θεωρούσε φίλους του. Κι είχε, στα ταξίδια που έκανε για το εμπόριο που εξασκούσε με τον πατέρα του, είχε φίλους τους θαμώνες όλων των ελληνικών καφενείων.
Με το Χαρακόπουλο είχε κι ένα λόγο επιπλέον. Ήθελε να του μιλήσει για εκείνη, την κοπέλα που άγγιξε την καρδιά του.
 Ο άλλος το κατάλαβε. Έφερε η κουβέντα, που λένε, δεκάδες θέματα για συζήτηση, μίλησαν , κατά την πηλιορείτικη έκφραση “ για τον κουτσό το βασιλιά” αλλά για την Ελένη δεν του μιλούσε. Ο Γιώργος έμαθε τι λένε γι αυτόν στο χωριό, ποιοι λυπήθηκαν για το πάθημά του, έμαθε ότι συνεχίζεται η ζωή, ότι  ο Θωμάς ο Πολύχρονος άλλαξε ρεπερτόριο στις βραδινές του καντάδες, ο παππούς  Τσικλάνης πέθανε και γνώριζε τη μέρα και την ώρα που θα συμβεί αυτό, ο Κοντορίζος γέρασε και καίει  ψωμιά και φαγητά, το Κατίγκω εξακολουθεί τα νυχτέρια. Κι άλλα, απίστευτα κοινότοπα και βαρετά .Στο τέλος ο Γιώργος τον ρώτησε ευθέως: “τι κάνει η Ελένη”, ο άλλος απορούσε “ ποια Ελένη” κι όταν του΄ δωσε να καταλάβει “τώρα αυτή, αυτή παντρεύεται την Κυριακή ” του πέταξε με το παμπόνηρο βλέμμα των πηλιορειτών, όταν θέλουν να πειράξουν κάποιον, μόνο που ο άλλος δεν το πρόσεξε.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έσκυψε και πήρε το τριζάτο προσθετικό. Έπειτα κατάλαβε ότι  παίρνει λάθος δρόμο. Το άφησε και άπλωσε το χέρι προς το καρότσι που βρίσκονταν δίπλα του.
Διέσχισε το Κολονάκι γυρίζοντας βιαστικά τις ρόδες. Ο κόσμος που γέμιζε τις πλατείες ρουφώντας  την Άνοιξη, το χαιρετούσε ιδιαίτερα φιλικά.   Κατευθύνθηκε προς τη Βουλή. Εκείνα τα χρόνια ήταν εύκολο ένας ανάπηρος πολέμου, πρόσωπο εξαιρετικά αξιοθαύμαστο κι απ΄ όλους σεβαστό , να  προσεγγίσει οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο. Ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό. “Τον Παπάγο περιμένω” είπε απλά στους φρουρούς. Και του επέτρεψαν να σταθεί πλάι στην πόρτα.
“Στρατάρχα μου” φώναξε μόλις τον είδε “Στρατάρχα μου, βρίσκομαι στο Νοσοκομείο και δε μ΄ αφήνουν να φύγω”. Ο Παπάγος έσκυψε με ενδιαφέρον πάνω του. “Πρέπει να φύγω, παντρεύουν το κορίτσι μου”  εξομολογήθηκε τελικά ο Γιώργος ο Αλεξάνδρου κι όλοι γέλασαν με συμπάθεια. “  Έ, αφού υπάρχει τέτοιος φόβος να σου δώσουν εξιτήριο” διέταξε ο στρατηγός.
Γύρισε πίσω κι οι ρόδες είχαν φτερώσει. Σε λίγες ώρες ταξίδευε  για Βόλο.
Δεν πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Πώς να εξομολογηθεί στον πατέρα του, τον μπάρμπα Γιάννη και στη μητριά του  τη Μαργαρώ το λόγο που άφησε τη θεραπεία του στη μέση. Έκανε άπειρες πρόβες να τους πει την αλήθεια. Όμως δεν του έβγαινε. Ήθελε όμως να και τους δει. Κυρίως ήθελε να δει τα  αδέλφια του που εκείνη την ώρα θα έπαιζαν στην αλάνα μπροστά στο σπίτι. Πήρε λοιπόν ένα ταξί και γύριζε τα τετράγωνα της γειτονιάς, να δει τουλάχιστον από μακριά τα τρία σταυραδέρφια του, την Άρτεμη, την Ολυμπία και το Βασιλάκη- ο ομογάλακτος, ο Αποστόλης, παιδί, όπως κι ο Γιώργος, της πρώτης γυναίκας του Γιάννη Αλεξάνδρου, της Σταυρούλας είχε κληθεί στο στρατό.
Τα παιδιά πράγματι έπαιζαν στην αλάνα. Μόλις τον αντιλήφτηκαν έτρεξαν πίσω από το αυτοκίνητο φωνάζοντας “ο Γιώργος μας, ο Γιώργος μας”. Ο Γιώργος  σταμάτησε το αυτοκίνητο και, τρίζοντας, προχώρησε προς το σπίτι. Στην αρχή δεν ήθελε να εξηγήσει την αλλόκοτη συμπεριφορά του, ντρέπονταν, στη συνέχεια όμως τους ανοίχτηκε και, ανάβοντας για πρώτη φορά μπροστά στον πατέρα του τσιγάρο, τους  μίλησε για “τη μια γυναίκα που του πέφτει κι αυτουνού”- δε χρωμάτισε τη μοναδικότητα της Ελένης, όπως έκανε με τους φίλους του.
Αποφάσισαν να πάνε να τη ζητήσουν με το Θανάση τον Κουτσό.


Τα υπόλοιπα αποτελούν κενά-λόγω του θανάτου της μητέρας- που, μιας μυθοπλασίας  χρήζουν-κι αυτό δεν το θέλω.

Υ. Γ. Το «Αλεξάνδρου» έγινε Τσίγκρας, επειδή κάποιος παππούς υπήρξεν εύστοχος στο παιγνίδι με τις «αμάδες».









Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ

            Φυσούσε
            Βοριάς
            Γεμάτος πέταλα τσιντόνιας και βώλους γαζίας
           
            Κατέβαινα τη μεσημβρινή λεωφόρο
            Σφίγγοντας,κατά συνήθειά μου,στα χείλη 
            Την ουρά ή την αρχή ενός
            Ασύλληπτου ποιήματος
           
            Στο χέρι κρατούσα, για ώρα, απείραχτο
            Ένα
            Σουβλάκι
            Με
            Γιασεμί

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΕΔΩ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ

ΑΡΡΕΜΒΩ ΔΙΑΝΟΙΑ

              Στο Πέμπτο Κεφάλαιο του έργου του ΑΝΤΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΝ, ο Άγιος Μάρκος ο ασκητής σημειώνει: «Άλλο γαρ αρρέμβω διανοία παρακαλείν τον θεόν …. Και άλλο καιροσκοπείν και μετά τας κοσμικάς ασχολίας ευκαιρήσαντα προσεύξασθαι».Τον πασίγνωστο αββά του 4ου και 5ου μ.Χ. αιώνα γνώριζαν και μελετούσαν ακόμη και 1000 χρόνια αργότερα οι βυζαντινοί. «Πάντα πώλησον Μάρκον αγόρασον», έλεγαν οι φτωχοί. Για τους άρχοντες, για τους οποίους δεν ετίθετο τέτοιο θέμα σίγουρα αγνοούσαν  (δεν υπολόγιζαν έστω κι αν γνώριζαν)αυτό το σημείο των απαντήσεων του Αγίου προς τον Φιλόσοφο, ο οποίος υπήρξε μια επινοημένη persona για τις ανάγκες έκφρασης των απόψεων των άθεων διανοουμένων της εποχής του. Ελάχιστοι από τους άρχοντες αφιέρωναν στον Κύριο τα νιάτα τους, χάνοντας θρόνους και μεγαλεία. Οι περισσότεροι φρόντιζαν για τα χριστιανά της ζωής τους τέλη αφού αποσύρονταν και παρέδιδαν αξιώματα σε παιδιά και συγγενείς. Με παρόμοια  επιμέλεια εκείνης των αιγυπτίων βασιλέων που ξόδευαν μια ζωή ετοιμάζοντας την αιώνια κατοικία τους, τον πυραμιδωτό τάφο, αρκετοί από τους άρχοντες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχτιζαν, στην ακμή τους, μοναστήρια τα οποία γίνονταν τα καθαρτήρια της ψυχής τους στα γεράματά τους.
               Ένα τέτοιο ζευγάρι αρχόντων ήσαν οι ηγεμόνες της Δημητριάδας Νικόλαος Μελισσσηνός και Άννα Παλαιολογίνα –Μελισσηνή. Στην περίοδο 1270-1273 ανοικοδόμησαν στην περιφέρεια της Άνω Δρυανούβαινας, που περιλάμβανε τις σημερινές Πορταριά και Μακρινίτσα, ένα πολύ μεγάλο μοναστήρι που το αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το μοναστήρι αυτό έγινε ευρύτερα γνωστό στο χώρο της σημερινής Θεσσαλίας ως Μονή Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας.
               Το ίδιο είχε κάνει προηγουμένως και ο πατέρας του Νικολάου, Κωνσταντίνος Μελισσηνός. Εγκαταβίωσε ως μοναχός Κωνστάντιος στη Μονή Οξείας Επισκέψεως που έχτισε στη Μακρινίτσα.
               Ο Νικόλαος Μελισσηνός προίκισε το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου με πολλά κτήματα. Μεταξύ αυτών ήταν και το «μοναστηρόπουλο» της Παναγίας της Πορταρέας, από το οποίο πήρε το όνομά της η Πορταριά. Ο Νικόλαος μόνασε στο μοναστήρι της Οξείας Επισκέψεως με το όνομα Ιωάσαφ και η γυναίκα του στη Μονή Προφήτου Προδρόμου που στην αρχή λειτούργησε ως γυναικεία. Μάλιστα σώζεται και η επιτύμβια πλάκα που στόλιζε τον τάφο της μοναχής Ανθούσας. Είναι εντοιχισμένη στο ναό της Παναγίας στο λόφο της Επισκοπής Άνω Βόλου και φέρει την επιγραφή «της Αγγελίνας Δούκενας της Μαλ(ιασ)ινής, της δια του Θείου και Αγγελικού Σχήματος μετονομασθείσης Ανθούσης».
Το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας έμεινε όρθιο για 700 περίπου χρόνια και γκρεμίστηκε  στην εποχή μας. Δεν μας είναι γνωστές οι αναστηλώσεις που του έγιναν. Πορταρίτες που έζησαν το ψυχορράγημά του μας αφηγήθηκαν κάποιες από τις τελευταίες του στιγμές.
               Λίγο πριν γκρεμιστεί το μοναστήρι του Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας (1952) τραβήχτηκε από τον Ζημέρη μια καταπληκτική φωτογραφίας μιας κρήνης που δεν υπάρχει πια. Μια αχειροποίητη εικόνα του εσταυρωμένου Κυρίου εμφανίζεται στη θέση του στομίου και του νερού που πέφτει. Ο Χριστός δείχνει να γέρνει κουρασμένα το ωραίο του κεφάλι – διακρίνεται ακόμη και ο εξ’ ακανθών στέφανος. Τα χείλη του στομίου παρουσιάζουν τους εν εκτάσει βραχίονες στο ξύλο του θανάτου που έγινε όπλο κατά του θανάτου. Η φωτογραφία στο κάτω μέρος έχει την ένδειξη ΠΗΛΙΟ – ΠΟΡΤΑΡΙΑ. Υπάρχουν ακόμη φωτογραφίες της πύλης της Μονής από το εσωτερικό. Πάνω από την ξύλινη πόρτα βλέπουμε την εικόνα του Προδρόμου. Αριστερά, πάνω σε δέντρο, διακρίνεται η καμπάνα του μοναστηριού. Τέλος, έχουν φωτογραφηθεί οι 2 τεράστιοι πύργοι της νότιας πλευράς, σαν το Θεοξένια ψηλοί, κατά τον κ. Ανδρέα Σιώκο. Τα νότια κελιά γκρεμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τα βορινά ήσαν ήδη γκρεμισμένα. Τα ερείπια τους τα σκέπασαν οι ποιμένες με τσίγκους και εκεί ξεχειμώνιαζαν τα πρόβατα τους. Συγκεκριμένα υπήρχαν χειμαδιά του Γιώργου Γαλάνη και του Δημήτρη Τσιμπανούλη οι οποίοι στέγαζαν εκεί 2000 πρόβατα. Η κτηματική περιουσία του μοναστηριού έφτανε ώς το Σέσκλο και τον Κίσσαβο. Μοναστηριακά ακόμη ήσαν τα οικόπεδα όπου χτίστηκαν η Οινοπνευματική και το Κεραμοποιείο Τσαλαπάτα.
               Και προπολεμικά το Υπουργείο είχε αποφασίσει τη δημιουργία κατασκηνώσεων για τα παιδιά στην περιοχή. Πρόεδρος της Επιτροπής για τις κατασκηνώσεις ήταν τότε κάποιος Χονδροδήμος, διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας. Έμενε στο Αρχοντικό Ναουμίδη στην Πορταριά. Η Επιτροπή αποφάσισε να μη πειραχτούν τα κτίσματα και να γίνουν οι κατασκηνώσεις σε σανιδένιες παράγκες, στη γύρω περιοχή. Ήλθε όμως ο πόλεμος, ατόνησαν και οι κατασκηνώσεις ως θεσμός. Μετά την Κατοχή επανήλθε το παλαιό καθεστώς με νέο όμως Συμβούλιο. Ο Χονδροδήμος είχε πεθάνει. Ο νέος Διευθυντής ζήτησε να γκρεμιστούν τα γύρω κελιά και να μείνει μόνη η εκκλησία. Ο κ. Ανδρέας Σιώκος θυμάται ότι στην πρώτη -ή μία από τις πρώτες -γιορτή του Προδόμου ήλθε κάποιος παλαιός Πορταρίτης, ονόματι Κίτσος Βλιτσάκης, ο οποίος μόλις είδε ισοπεδωμένο τον τόπο θύμωσε πολύ. Ο Βλιτσάκης ήταν πρώτος ξάδερφος του Ζήση Ζησάκη, πρόξενος της Ελλάδας στο Παρίσι, με γυναίκα γαλλίδα. Φώναζε αγανακτισμένος. «Ποιος έδωσε εντολή να γκρεμιστεί τέτοιο μνημείο;». Έβλεπες μάρμαρα σκαλιστά μέσα στα βάτια, στα πουρνάρια, στα σπάρτα. Χάθηκαν όλα. Ο Βλιτσάκης εξηγούσε ότι στο εξωτερικό αυτά τα μνημεία τα αναστηλώνουν και ο κόσμος τα θαυμάζει, πληρώνοντας εισιτήριο.
                Ένας άλλος παλαιός Πορταρίτης, ο ιεροψάλτης Βασίλης Βάσσος έλεγε στον κ. Ανδρέα Σιώκο, ότι λίγο πριν ψηφιστεί ο Νόμος να περιέλθουν τα μοναστηριακά κτήματα στην Αυτοδιοίκηση, υπήρχε κάποιος ηγούμενος στον Άγιο Ιωάννη, ονόματι Κοντορίζος- μάλλον Γρηγόριος Κοντορίζος. Είχε 50 χρόνια εκεί μέσα. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας και ο Νομάρχης τον παρακάλεσαν να αποχωρήσει. Δεν το δέχονταν. Στο τέλος τον έφεραν στο φιλότιμο. «Εσείς είστε άνθρωπος της υπακοής, του είπαν, πρέπει να κάνετε υπακοή». Υπάκουσε και μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου – υπήρχε τότε με ηγούμενο τον Ευθύμιο. Αυτό γκρεμίστηκε μετά τους σεισμούς. Ο Άγιος Ιωάννης, η κτηματική του περιφέρεια δηλαδή, βγήκε σε δημοπρασία. Το πήρε κάποιος ιερέας ο οποίος έσπερνε στην περιοχή. Όταν ο Κοντορίζος άκουγε την καμπάνα του Αη Γιάννη να χτυπάει για εσπερινό φώναζε – πέστε του να μην χτυπάει την καμπάνα, πέστε του ότι θα τον σκοτώσω.   
               Ο Κοντορίζος αυτός αλλά και οι παλιότεροι μοναχοί ήσαν πολύ ελεήμονες. Στους βαρείς χειμώνες οι χωρικοί άνοιγαν δρόμο σε φορτωμένα μουλάρια του μοναστηριού τα οποία σταματούσαν και ξεφόρτωναν γεννήματα μπροστά στις πόρτες των φτωχών.
               Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μοναστηριού αλλά και των άλλων εκκλησιών στα παλαιότερα χρόνια είναι το νεκροταφείο. Υπήρχε συνήθως πλάι από τον ναό. Το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες εκκλησίες.
               Ο Ζούλιας τα συγκέντρωνε όλα στο οικόπεδο της Αγίας Παρασκευής που δώρισε στην κοινότητα Πορταριάς. Για το λόγο αυτό το άγαλμά του βρίσκεται στην παλαιά είσοδο του χωριού. Έτσι τον τίμησαν οι Πορταρίτες. Κάποιος βέβαια νεαρός πυροβόλησε τον ανδριάντα στο πρόσωπο, λίγο μετά την κατοχή. «Πλουτοκράτης δεν ήταν και αυτός;» ήταν η δικαιολογία του. Σε 15 ημέρες πέθανε από μηνιγγίτιδα.

-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
               Αποστόλου Παπαθανασίου: Η ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΛΙΟ ΣΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (1204-1423).

-ΑΦΗΓΗΣΗ:
               Ανδρέας Σιώκος.

      



                                                            

ΑΛΕΞΙΣΕΛΗΝΙΟΝ

“Εδώ”, είπε κι ανέβηκε ένα βραχάκι. Ο νοτιάς γύρισε- αλεξισελήνιον- τη φούστα της προς τα πάνω. “Εδώ, αν δεν έχεις σουγιά, προσπάθησε με τα νύχια”, κι έδειχνε ένα  πολύρρρυτο, γερτό κορμό πεύκου.
Ανάμεσα στα σοκολατένια δάχτυλά της που ανέδιδαν την οσμή  ασετιλίνης και περιπλανήσεων σε εμποροπανηγύρεις, είδα την πόλη ν’  ανοιγοκλείνει.- μάτι ημιλυπόθυμου κορυδαλλού.
Για αυτό και μόνο το σχήμα, το αφήγημα.

Στα λούνα παρκ,  οι αρνησιθάνατοι αφοί Ρίμπα, οι ακροβάτες, συνομιλούσαν με την ασώματο κεφαλή που κρατούσε ένα πιατάκι με χαλβά Φαρσάλων ενώ πιο πέρα έτρεχε ένας νεαρός, με ένα εσώρουχο στο κεφάλι, κραυγάζοντας «γυναίκε βολιώτισσε». Από το σκοτεινό κι ακιδωτό τοίχο των παρακείμενων φυλακών τινάζονταν, φλούδες οι νυχτερίδες. 

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια περίσσευε

Τη μαζεύαμε, λοιπόν, σε πιάτα
Και τη μοιράζαμε στους γείτονες

Η κυραΛένη τρία σαλιγκάρια στο πιάτο, για μας
Και μεις σκέτες πικραλήθρες για την κυρΑρετή
Κι αυτή, ένα Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Στολισμένο με βώλους,τυλιγμένους με χρυσόχαρτα
Για να το βλέπει όλος ο κόσμος-το' κανε χωρίς έπαρση

Τα θερινά απογεύματα, οι γριούλες έγνεθαν ποκάρια απ' το
Γειτονικό εργοστάσιο του Τζήμα και οι νεότερες έπλεκαν
Πολύχρωμες, μ'αυτά, φανέλες,για όλα τα παιδιά της γειτονιάς

Ένα βράδυ πέρασε απ' τη γειτονιά μας ο Χριστός
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό και του το'φεραν με προθυμία
Εκείνος ευλόγησε και χάθηκε στο δειλινό

Από τότε η φτώχεια μας έσπασε σε άπειρα κομμάτια
Μέχρι που χάθηκε εντελώς ή τη συνηθίσαμε

 

ΣΜΙΚΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


Στη Νεάπολη μετακομίσαμε, καθώς διήνυα τα έξη μου χρόνια.Μείναμε, στην αρχή, σ' ένα σπίτι τσατμαδένιο,φτιαγμένο δηλαδή από καλάμια μ' ένα επίχρισμα λάσπης, στα διάκενα του οποίου κυκλοφορούσαν  ποντίκια. Ήσαν άναρχα και τσιριχτά, φανταζόμουν κι ευτυχισμένα, τα δρομαία τους μικροταξίδια. Τα συνηθίσαμε τόσο που ξαφνιαζόμαστε με το ξάφνιασμα των ελάχιστων επισκεπτών -πουλάκια φωλιάζουν εδώ;-η έκφωνη απορία τους.
Ύστερ'από καιρό ξεφύτρωσαν τα μετασεισμικά Παρασκευόπουλου και το δυο τετραγώνων κενό που ως τότε όριζαν το σπίτι μας και η παράγκα με το συρματόσχοινο κουβάρι της Αράπαινας -ο άντρας της έλειπε, ψαρεύοντας μ' ένα πράσινο βαρκάκι,στο θαλάσσιο χώρο που ο Καρκαβίτσας ονομάζει "όρμο του Βόλου", και τότε ορίζονταν από το δρόμο των Πευκακίων, την εκβολή του
αλμυροπόταμου της Μπουρμπουλήθρας κι ένα τσιμεντένιο βουλιαγμένο γερμανικό πλοίο, στον ίσκιο του οποίου ψαρεύαμε τα μουσμούλια χωρίς καν δόλωμα- τόσα πολλά ήσαν.
Πιο πίσω από την παράγκα, υπήρχε το περίφημο δάσος των αλμυριθιών, γεμάτο ροζ καλοκαιρινούς θυσσάνους όπου χάνονταν ζευγαράκια.

Να μη ξεχάσω ότι, εκτός από λαβράκια, όπως οι σαμπρέλες, ελισσόμενα,τρομοκρατημένες νερόκοτες, φωνές των κυνηγών και ανταπαντήσεις, επίσης κραυγαλέες των σφαχτών, όσες φορές ψαρέψαμε, στη μισοβουλιαγμένη, απ' την κοσμοσυρροή, ΖΩΗ- έτσι έλεγαν τη βάρκα του Αράπη, σκυβοντας στη θάλασσα ποτέ δε διέκρινα το μυθικό  Γιούσουρι..

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Η ΤΑΜΠΕΛΑ

Κρέμασε στην πόρτα του πανδοχείου την ταμπέλα
«Επιστρέφω αμέσως».
Κλείδωσε και πέρασε απέναντι
Στο οικόπεδο με τους ασφοδέλους
Και
Ιδίως
Την υποφώσκουσα δείλη στα μέτωπα των ανθρώπων.

Ο Γ.Τ. ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΣΑΪ ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΑ

Ο Γ. Τ. είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Βέβαια, δεν έχει σχέση με τους σιωπηλούς που αποδομούν φθινοπωριάτικα μεσημέρια, ιασεμόοσμοι, κάθονται στα σκαλάκια παλαιών σπιτιών της οδού Κουντουριώτου, “ εδώ” λένε, κοιτάζοντας στο κενό, “έμενε ο εφευρέτης, η κόρη του μου, σε κάμαρη σκοτεινή, μου σερβίρισε  πράσινο τσάι, τους μίλησα για την ισχύ του ανεπίστρεπτα χαμένου, μιας γυναίκας με κίτρινο φουστάνι που κυματίζει δυσμικά, του ημιτελούς κατοχικού  γραφίτη. Ο εφευρέτης έβγαλε από το κρανίο του δύο παπύρους και μου ζήτησε να διαλέξω. Μια νυχτερινή  λιμπελούλα που βομβίζει πάνω από τον ανανά ενός κοριτσιού έως το κόκκινο φεγγάρι ή τα άδεια παράθυρα πολιτειών που δεν θα γνωρίσω ποτέ;”.  
Ο Γ Τ. σχεδιάζει τον αναγνώστη κι ο άλλος απλώς νιώθει..

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

ΔΙΤΤΩΣ

Μπορούμε, βεβαίως, να ονομάσουμε
Το στοχασμό με την τρεπτότητα της ίριδας-

Ευφυΐα αισθημάτων

Η φιλοσοφία, αντιθέτως, είναι αγκαθωτή
Και βραδεία

Αποκλείει ως ακραιφνώς σωματικό
Το λόγιον:

 « Κάθε απουσία
Θεωρείται περιγραπτή και μετρήσιμη

Το πόσο, το τί και το πώς
 της οδύνης».

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΟΡΤΑΡΕΑ

ΑΓΡΙΟΜΟΛΟΧΕΣ

 Γεμάτο από  τα πιο μπλε μάτια που κάποτε- τάματα- κρέμασαν στα κλαράκια της πυκνής αγριομολόχας όσοι, βαθιά σκυμμένοι πλέον σε παρτέρια παρααχερούσια  περιμένουν τον ωφέλιμο πονοκέφαλο του φύτρου και της μετάλλαξης, την ώρα μιας σφικτής σα ροδάκινο δείλης, το οικόπεδο, πνίγεται στις υπόκωφες φωνές των υφαντουργών του διάτρητου  και  επιζωγραφισμένου εργοστάσιου Τζήμα.
Τα  αρχαία παιδιά τότε, νηστικά από αίμα τράγου, φυλλορροούν, αδειάζουν από φως, αρνούνται την ένδροση υπόστασή τους και σκύβουν να μαζέψουν μικρά πολύχρωμα ποκάρια που περνούν πετώντας τα ανοιχτά παράθυρα- για να στολίσουν τη ρόκα της γιαγιάς.

ΕΡΙΝΥΕΣ

Αναποδογυρισμένη, παμπάλαια καμπίνα φορτηγού
Με τα παράθυρά της φορτωμένα σκουριασμένες παπαρούνες
Πικρό κυπαρίσσι, στ αριστερά
Και, με κατεβασμένα φτερά, ένα μαβί πουλί στο μαγκάνι.

Ο χορός  των γυναικών με  τα ματωμένα στόματα  πέρασε τραγουδώντας

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

    


 ΤΟ ΧΑΡΤΙ


  
Ένα παγκάκι μοναχικό-σαν άνθρωπος στη βροχή. Μακρινός ήχος φλάουτου διαλέγεται με το φλοίσβο. Η θάλασσα αόρατη. Ένας άνδρας και μια γυναίκα βγαίνουν από το σκοτάδι και κάθονται στο παγκάκι. Η κουβέντα τους είναι ψιθυριστή, όμως ακούγεται από ηχεία που εντείνουν στο έπακρο τις ανάσες.
-ΑΝΔΡΑΣ: Πριν από λίγο τον είδα…Θα τον ξέρεις. Βρίζει απόντες φίλους στα λεωφορεία. Ψάχνει τα μάτια των γυναικών. Μερικές φορές μιμείται τους παλιούς εισπράκτορες. (Παριστάνει μακρόσυρτα): "Φύαμεεε.. Τέρμα τα πράσινααα…". Κραυγάζει τα μυστικά του μέσα στη νύχτα σε άγνωστους ανθρώπους. Τον έχεις δει;
-ΓΥΝΑΙΚΑ : Θα λες τον… Ναι, τον θυμάμαι.
-ΑΝΔΡΑΣ: Στο τέλος της διαδρομής χτυπάει εισιτήριο για την επιστροφή. Δεν κατεβαίνει. Μιλάει στα άγνωστά του παιδιά για τα νυχτολούλουδα, ανασηκώνοντας το γιακά του παλτού του.
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι… (Αιφνιδίως αφηρημένη).
-ΑΝΔΡΑΣ: Ε, πριν από λίγο τον είδα στην πλατεία με γκ…με γυναίκα. Ήταν όμορφη όσο και οποιαδήποτε αντιγραμμένη γκραβούρα. Αλλά να.. Δεν ήταν πια μόνος.

(Ακούγεται μια παιδική φωνή που τραγουδάει ένα ιδιόμελο μονόλεκτο: Απιτιπιτιρινούια).

-ΑΝΔΡΑΣ: (Βλέπει τη γυναίκα που αινιγματική τον παρακολουθεί όπως  η γάτα τον ποντικό): ΄Έλεγες… Το είχαμε γράψει και στη φλούδα.. Το θυμάσαι; Το "τίποτε δεν". Εκεί στο λόφο. (Μιλάει τώρα εντελώς διαφορετικά,  σα να πιάνει μια παλιά κουβέντα που είχαν αφήσει στη μέση). Κι ύστερα…Νόμιζα ότι το κατάλαβες.. Αναφερόμουν στη δυσκολία να γράψεις κάτι στις μέρες μας.. Να δημιουργήσεις γενικά.. Αρχίζεις, αλλά δεν..(Σταματάει μάλλον γιατί φοβάται τη λέξη που η γυναίκα προφέρει με κακεντρεχή σχεδόν άνεση).
-ΓΥΝΑΙΚΑ:Τελειώνεις…(Για να γλυκάνει τα πράγματα γλιστράει, απομακρύνεται από τη συνέχεια που  πονάει). Ποιο είναι το κομμάτι που μου έλεγες; Πρόκειται για καταγραφή ονείρου ή είναι αυτό που ονομάζεις "αι-φνί-διο λό-γο"; (Αραιά προφέρει για να τονισθεί ότι αποποιείται το αδόκιμο).
-ΑΝΔΡΑΣ (Βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του. Ταραγμένος πάει να σκουπίσει τον ιδρώτα του με αυτό): Δεν το σκέφτηκα, γι αυτό το χαρακτήρισα έτσι. Όλοι καταγράφουμε τα  νυχτερινά μας φαντάσματα. Υπάρχουν βέβαια κάποια όνειρα αισθήσεων, αισθημάτων καλύτερα, απερίγραπτα. Άλλα όμως μπορούν να περιγραφούν, να σκιτσαριστούν με λέξεις.
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Ανυπόμονα): Λοιπόν;
-ΑΝΔΡΑΣ :Μια εικόνα μου έχει μείνει εδώ (δείχνει το χαρτί). Το κατέγραψα βιαστικά και μισοκοιμισμένος. Δυσκολεύομαι να τα βγάλω.(Διαβάζει αργά): "ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑ ΠΛΕΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΤΙΟ. ΦΟΡΟΥΣΕ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΜΠΛΕ ΚΟΣΤΟΥΜΙ. ΠΛΑΙ ΤΟΥ ΕΠΛΕΕ ΜΙΑ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ. ΑΣΠΡΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ".
-ΓΥΝΑΙΚΑ:Εικόνα. Από εκείνα τα εναργή, εικονογραφημένα όνειρα.
-ΑΝΔΡΑΣ: Τώρα το νιώθω σαν μια σωματικότητα αισθημάτων.
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Αρπάζοντας την ευκαιρία για να επανέλθει στο προσφιλές της μοτίβο): Πάντως περιγράφει ένα τέλος.

(Ακούγεται  μια  μπάντα να παίζει  σμυρναίικο μαρς. Η γυναίκα πλέον μοιάζει να μιλάει σε άλλο πρόσωπο, άλλου καιρού). Θυμάσαι εκείνο το οικόπεδο με τις τσουκνίδες; Τι να έχει γίνει το γύψινο πρόπλασμα της κόρης που είχαμε βρει; (Κοιτάζει επίμονα τον άνδρα).
-ΑΝΔΡΑΣ (Μοιάζει, ξαφνικά σαν να ερμηνεύει το βλέμμα της Τζοκόντας που΄ χει δίπλα του): Ω, ο καιρός των στοιχημάτων…(Σηκώνεται σα ρομπότ, το χαρτί με το καταγραμμένο όνειρο του πέφτει στα πόδια του πάγκου). Σύμφωνοι. Αν βρούμε την προτομή,  όλα…
-ΓΥΝΑΙΚΑ (Συνεχίζοντας την φράση του).. σίγουρα θα μείνουν ως έχουν. Και η υπόσχεση στον κορμό του δέντρου, θα ισχύει. Στην αιωνιότητα.


( Σηκώνονται και οι δυο. Βγαίνουν από αριστερά. Τη στιγμή που απομακρύνονται πέφτει μπροστά στο παγκάκι, το χαρτί, χωρίς εκείνος να το πάρει είδηση Πέφτει και μια ομίχλη πυκνή. Ακούγεται η γνωστή παιδική φωνή: "Σήμερα στην καλυβούλα, δίπλα στο περίπτερο του Κουσουρή…Καραγκιόζης…Στις επτά…Τρεις δεκάρες μόνο.. Η παράσταση: "Ο Καραγκιόζης και η ψητή μαϊμού…". Από δεξιά μπαίνουν και κάθονται στο παγκάκι δυο  ΨΑΡΑΔΕΣ. Ο ΨΑΡΑΣ Α΄ φοράει φθαρμένο μπλε κουστούμι και σπάζει νευρικά τα κλαράκια ενός θυμαριού που κρατάει στο χέρι. Ο ΨΑΡΑΣ Β΄ είναι ντυμένος με παλιά ρούχα εργάτη της θάλασσας. Πλάι του ακουμπάει μιαν απόχη κι ένα τσουβάλι με θυμάρια).

-ΨΑΡΑΣ  Α΄: Ρε, δεν μ ενδιαφέρει, το καταλαβαίνεις;
-ΨΑΡΑΣ  Β΄: Τρία χιλιάρικα έπιασα μέσα σε μια ώρα. Γαριδούλα αντί για σκουλίκι του βούρκου. (Σταματάει απότομα για να απαντήσει σε κάτι που ο φίλος του είχε εκστομίσει πριν από ώρα). "Όχι" θα σου πει… Τι να δει ρε μάπα; (Πιο επιθετικός τώρα, πιάνοντας το πέτο του άλλου). Το ρούχο του μακαρίτη του γέρου σου που γύρισε τα παζάρια του κόσμου πουλώντας πεταλούδες με πλαστικά φτερά; Έτσι τις ρίχνουν τις γυναίκες; Με κοστούμια και σάλια;
-ΨΑΡΑΣ Α΄: (Με  αφηρημένη θλίψη και απορία). Με… με τι;
-ΨΑΡΑΣ Β΄:Με καμπριολέ και κινητό και (εγγίζει τα χείλη του) με παραμύθιασμα και λουλούδια. Μπορείς ρε συ να πεις τίποτε άλλο από το " τι ωραία που είσαι;".
- ΨΑΡΑΣ Α΄: Δεν το΄ πα ούτε κι αυτό…(Παύση. Αφηρημένος, σα να ονειροπολεί). Όμως… όμως το νιώθω ότι με θέλει. (Απότομα και περίπου φοβισμένα). Πρέπει να με θέλει….Γιατί αλλιώς…
-ΨΑΡΑΣ  Β: (Βλοσυρός και ξαφνιασμένος). Γιατί…γιατί τι;
-ΨΑΡΑΣ  Α΄: (Με τρόμο σχεδόν). Τίποτε…(Άδειος, φαίνεται να μελετά ένα ενδεχόμενο). Πες μου για το θυμάρι..
-ΨΑΡΑΣ Β΄: (Αναστενάζει): Γλιτώνεις το σκάψιμο με τα πόδια στο βούρκο.. Ξέρεις εσύ.. Γυαλιά και πέτρες που κόβουν τα δάχτυλα. Τίποτε από αυτά με το θυμάρι. Καρφώνεις τούτο εδώ (πιάνει το κλαδάκι και του το δείχνει), το μπήγεις στο βυθό. Οι γαριδούλες, το καλύτερο δόλωμα, έρχονται και μπλέκουν πάνω του. Τις μαζεύεις και τις τινάζεις-τίποτε άλλο. Η μόνη δυσκολία είναι…είναι ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ ώσπου να βρεις σφικτό πάτο. Ο βούρκος, το ξέρεις, διαλύεται εύκολα. (Σταματάει για να πάρει ανάσα). Λοιπόν τι λες; Θα έρθεις απόψε;
-ΨΑΡΑΣ Α΄: (Αποφασιστικά). Μετά το ραντεβού μου…(Πέφτει ο τόνος). Θα της…Θα έρθω αφού…(Σηκώνεται και απαγγέλλει):" "Τι ωραία που"…(Ξαφνιασμένος, σαν να τον  τσίμπησε φίδι). Α.. τα λουλούδια… Άσπρα τριαντάφυλλα. (Κι ενώ έχει ήδη ορμήσει αριστερά, ξαφνικά στρίβει δεξιά και χάνεται). 
-ΨΑΡΑΣ  Β΄: (Ξαφνιάζεται κι ύστερα γελάει δυνατά). Ρε, το φουκαρά…Ρε, τον πυροβολημένο.( Ξεκαρδίζεται κι, όπως σκύβει, βλέπει το χαρτί με το καταγραμμένο όνειρο του ΑΝΔΡΑ). Τι είναι αυτό; (Σκύβει, το σηκώνει, το ξεδιπλώνει, σοβαρεύεται και διαβάζει δυνατά και περίπου συλλαβιστά) : " ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΕΠΙ ΩΡΕΣ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΒΙΤΡΙΝΑ. ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ. ΨΑΧΤΗΚΕ. ΚΛΗΡΩΣΗ 16ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΕΓΡΑΦΕ. ΚΙ ΗΤΑΝ ΓΕΝΑΡΗΣ. ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΚΡΥΟ. ΟΜΩΣ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΗΣΑΝ ΕΡΗΜΟΙ".

(Ο ΨΑΡΑΣ  Β΄ κάνει μια γκριμάτσα απορίας, βάζει το χαρτί στην τσέπη του και απομακρύνεται. Η παιδική φωνή ακούγεται και πάλι να τραγουδάει το ακατανόητο "απιτιπιτιρινούια". Εμφανίζονται ξανά  ο ΑΝΔΡΑΣ και η ΓΥΝΑΙΚΑ).

-ΑΝΔΡΑΣ: Η πιο μοβ μπέρτα που έχω δει. Τελικά δεν..
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Γαργάλησέ του τη μύτη. Θέλω εκείνο να μ΄ αφήσει.
-ΑΝΔΡΑΣ: (Πιάνει ένα γατάκι που κρατάει εκείνη στη μασχάλη της. Το ακουμπάει κάτω. Την κοιτάζει θλιμμένα. Εκείνη κάθεται στη ράχη του πάγκου): Έχασ.. Χάσαμε.
-ΓΥΝΑΙΚΑ: Πήγαινε ένα ταξίδι. Θέλω να πω…Ξέρεις, υπάρχει, υπάρχει πλέον κάποιος άλλος. Νομίζω ότι τον αγαπώ.

(Το παιδί που ακούγονταν, ως τώρα αόρατο, εμφανίζεται διστακτικό στην άκρη της σκηνής. Κρατάει στα χέρια μια δεσμίδα λαχεία και "εδώ τα τυχερά" φωνάζει).

ΑΥΛΑΙΑ












   

ΚΑΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Καμιά στιγμή δεν μας συστήνεται
Ως τελευταία
Γιατί τότε ο θάνατος του καθενός
Θα’ πρεπε να έχει όνομα-
Το δεύτερο όνομά μας.
Καμία εποχή δεν μας συστήνεται
Ως περατουμένη
Μόνον εντός της υποφώσκει στιγμιαία
Η άλως του μηδενός
Του αποκλειστικού της ορίου.


Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΗΓΓΙΚΕΝ



Ήγγικεν ο Καιρός
 Ν' αναπαυθεί και
 Ο
 Ποιητής
 Στο Μαυσωλείο του

 Σε άκοπο σκονισμένο βιβλίο


 Αιχμηρός
 Βέβαια
 Ακόμη
 
  Όπως

 Ένας μικρός
 Νεκρός  σκατζόχοιρος
 Στα χέρια των παιδιών

ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ

Ο ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944

Γράφει ο Γιάννης Τσίγκρας.
Σε λυτό έγγραφο που βρίσκεται στο Αρχείο του Δήμου Πορταριάς υπάρχει η εξής επιστολή των ιδιοκτητών του ΘΕΟΞΕΝΙΑ (έτσι υπογράφουν με μαύρο μολύβι). Το  έγγραφο  φέρει ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1944 και αποτείνεται «Προς την Αυτοδιοίκηση Πορταριάς».
         


Στην επιστολή αναφέρονται μεταξύ άλλων:
«Δεδομένου, ως αρμοδίως επληροφορήθημεν και διαπιστώσαμεν, ότι διάφορα υλικά και αντικείμενα (σιδηροσωλήνες κ.α.) του εν Πορταριά ξενοδοχείου ΘΕΟΞΕΝΙΑ, ιδιοκτησίας μας, αφαιρούνται παρανόμως και αυθαιρέτως εκ των ερειπίων παρά τρίτων μη εχόντων ουδέν δικαίωμα απολήψεως, θέτοντας ταύτα υπ’ όψιν υμών, προς αποσόβηση εις το μέλλον πάσης περαιτέρω αφαιρέσεως, δίδομεν υμίν την ανέκκλητον εντολήν όπως υπό την ιδιότητά σας μεριμνήσετε δια των οργάνων σας και υπ’ ευθύνη σας δια την φύλαξιν του ανωτέρω ξενοδοχείου μας, ως και του παραρτήματος τούτου, γνωστού υπό το όνομα ΚΟΣΜΟΣ, ως και του Αθανασακείου Νηπιαγωγείου, πυρποληθέντων απάντων μετά των επίπλων και των σκευών των, ως γνωστόν, υπό του Γερμανικού Στρατού την 6ην Οκτωβρίου ε.ε. και παρακαλούμεν όπως, ως  Αρχή του τόπου, διασφαλίσητε δεόντως την περιουσίαν μας, καθ’ όσον, κατοικούντες εν Βόλω δεν δυνάμεθα να προστατεύσωμεν αυτήν…».
 Διατηρήσαμε την στίξη και την ορθογραφία ως έχει.
Σ’ ένα δεύτερο έγγραφο «Προς το Υπουργείον Οικονομικών – ΑΘΗΝΑ» των ιδιοκτητών, του 1946 αυτή τη φορά, το οποίο υπογράφεται ονομαστικά από τον Γεώργιο Αθανασάκη και τη Σοφία χα Α. Αργύρη αιτείται η χορήγηση πιστοποιητικού εμφαίνοντος ότι «τυγχάνω πυροπαθής άτε (;) πυρποποληθέντος ολοσχερώς του εν Πορταριά ξενοδοχείου «Θεοξένια» ιδιοκτησίας εμού και της αδελφής μου Σοφίας, κληρονόμου Α. Αργύρη, συνεπεία πολεμικού γεγονότος, ήτοι συνεπεία του κατά Οκτώβριον του 1944 εμπρησμού … (δυσανάγνωστο)… κατόπιν τούτου ουδεμίαν ετύχαμεν αποζημιώσεως». 
Την 8η Νοεμβρίου 1950 απεστάλη προς το Υπουργείο Οικονομικών – ΑΘΗΝΑΣ το εξής, ελλιπές, έγγραφο του τότε Προέδρου της Κοινότητας Πορταριάς  Πεσκίρη:
«Κατά τους χρόνους της Κατοχής το εγκατεστημένον έν σύνταγμα Ιταλικού Στρατού,  …. (δυσανάγνωστη γραφή) εις διάφορα οικήματα της κωμοπόλεως, άτινα υπέστησαν υπ’ αυτού μεγάλας καταστροφάς.
Μετά την αποχώρησιν των Ιταλών εγκατεστάθησαν εις άλλα οικήματα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, άτινα και ταύτα επήνεγκον μεγαλυτέρας ζημίας.
Κατά το έτος 1943 εβομβαρδίσθη η κωμόπολις μας υπό των Γερμανικών αεροπλάνων και το πλείστον των οικημάτων της υπέστη μεγάλας καταστροφάς και λεηλασίας.
Το μεγαλύτερον όμως πλήγμα της κωμοπόλεως κατάφερεν ο Γερμανικός Στρατός, πυρπολήσας εν έτει 1944 ταύτην και καταστήσας το πλείστον των οικογενειών πυροπαθείς άνευ στέγης, ρουχισμού κλπ. Μετ’ εξαιρέτου τιμής».
Στις 5 Οκτωβρίου 1944, και λίγες ημέρες πριν αναχωρήσουν οριστικά οι Γερμανοί από την χώρα μας, πυρπόλησαν το Κατηχώρι και την Πορταριά.
Ένα χρονικό των προηγηθέντων της πυρπόλησης αφηγήθηκε στην αείμνηστη Νίτσα Κολιού ένας από τους αντάρτες της Μακρινίτσας που έλαβε μέρος στην επιχείρηση των ανδρών του ΕΛΑΣ εναντίων των κατακτητών.
‘‘ Ένα βράδυ, λέει, ο Μήτσος ο Γκαντίνας, πήραμε εντολή να έρθουμε στην Πορταριά. Εγώ έλαβα μέρος σε τρεις μάχες. Με το πολυβόλο έπιασα θέση στον Άγιο Ταξιάρχη. Θυμάμαι που ήρθε επιτροπή πορταριτών με τον Ν. Πετούση στον Γ. Ψιλόπουλο λέγοντας ότι είναι κρίμα να χτυπήσουμε τους Γερμανούς από αυτό το μέρος γιατί θα κάψουν το χωριό. Ο Ψιλόπουλος απάντησε ότι είχε εντολή να χτυπήσει τους Γερμανούς από αυτό το σημείο και τους παρέπεμψε στους ανώτερους. Ύστερα από λίγες μέρες ήλθε ο Πηλιορείτης με τον Άγγλο σύνδεσμο και τον Γιάννη Μπασδέκη να επιθεωρήσουν τις θέσεις. Ξαναεμφανίσθηκε τότε η επιτροπή με τον Πετούση που κρατούσε μάλιστα και με ανθοδέσμη και είπαν τις απόψεις τους. Ότι πρέπει να προσεχθεί η Πορταριά  με την τουριστική της σημασία και να γίνει επίθεση εναντίον των Γερμανών από άλλο σημείο. Αλλά ο Εγγλέζος έδωσε την απάντηση –«Δεν μας ενδιαφέρει τι θα κάψουν οι Γερμανοί, εμείς θα το ξαναφτιάξουμε, θέλουμε να χτυπήσουμε τους Γερμανούς όπου τους βρούμε». Στο μεταξύ, στο υδραγωγείο του Άνω Βόλου είχαμε τοποθετήσει νάρκες πρίν ανέβουν οι Γερμανοί. Εμφανίστηκε όμως ένα αυτοκίνητο οι επιβάτες του οποίου είπαν ότι είναι του Ερυθρού Σταυρού. Παραμερίστηκαν οι νάρκες για να περάσουν, πήγαν στην Πορταριά και ξαναγύρισαν. Δεν ήταν του Ερυθρού Σταυρού αλλά πράκτορες των Γερμανών οι οποίοι κατασκόπευσαν τις θέσεις μας και έδωσαν αναφορά. Μετά δυο μέρες ανέβηκαν οι Γερμανοί κατατοπισμένοι. Σταμάτησαν στο υδραγωγείο, έβγαλαν τις νάρκες, πήγαν από το Κατηχώρι και πριν προλάβουμε να τους χτυπήσουμε είχαν φτάσει στην Αγία Μαρίνα. Ρίξαμε τα πρώτα πυρά και φύγαμε προς το Μέγα Ρέμα αφού  ήμασταν κυκλωμένοι. Μας έβαλαν στο μεταξύ από το Βόλο, απ’ τα Πευκάκια, τη Γορίτσα και το Σύνταγμα. Στη συνέχεια μπήκαν οι γερμανοί και έκαψαν το χωριό. Ήταν αρχές Οκτωβρίου του 1944. Τότε σκοτώθηκε και ο Λέτσιος από τις Σταγιάτες. Εμείς ξαναμπήκαμε στην Πορταριά και μείναμε κάποιες μέρες’’.



Οι Γερμανοί έκαψαν τα περισσότερα μεγάλα αρχοντικά και πάρα πολλά αγροτικά σπίτια. Σαν από θαύμα γλίτωσε ο Άγιος Νικόλαος τον οποίον είχαν προσπαθήσει να κάψουν και το 1943. Φαίνεται ότι δεν προσπάθησαν να πυρπολήσουν άλλα εξωκλήσια. Άγνωστο τι τους συγκράτησε μια που τον προηγούμενο χρόνο είχαν βεβηλώσει το ιερό της Παναγίας της  Πορταρέας.
Το Μέγα ¨ΘΕΟΞΕΝΙΑ¨ όμως, το καμάρι του τόπου, το ξενοδοχείο που στέγασε εστεμμένους, πολιτικούς και καλλιτέχνες (Γεώργιος ο Α΄, Ελ. Βενιζέλος, Γ. Δροσίνης) παραδόθηκε στις φλόγες.
Ο 95χρονος πλέον, τελευταίος διευθυντής του Ιωσήφ Δασκαλάκης, θυμάται:
«Δεν υπήρξε καλός σχεδιασμός. Μπορούσαμε, και το είχαμε προτείνει στους αντάρτες, τους οποίους γνώριζα πολύ καλά, να στήσουμε ένα οπλοπολυβόλο στο ύψος του ¨ΞΕΝΙΑ¨ -δεν θα έμενε κανένας Γερμανός. Γνωρίζαμε, άλλωστε, ότι οι Γερμανοί έφευγαν ήδη από το Βόλο. Δεν με άκουσαν (οι αντάρτες υποστηρίζουν το αντίθετο- υπήρχε οπλοπολυβόλο στην πλατεία Ταξιαρχών).  Έριξαν δύο ριπές από το Νεκροταφείο και σκότωσαν τους Γερμανούς. Άφησαν το χωριό στο έλεός τους. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Πορταριά κι άρχισαν να καίνε πρώτα τα αρχοντικά. Την ίδια μέρα έκαψαν και το ΘΕΟΞΕΝΙΑ. Βρισκόμαστε σε μια βρύση απέναντι από την Ηλεκτρική κι ακούγαμε τις εκρήξεις και βλέπαμε τις φλόγες ν’ αναπηδούν. Το ΘΕΟΞΕΝΙΑ κάηκε ολοκληρωτικά. Ελάχιστα πράγματα μπόρεσα να γλιτώσω, αυτά που δώρισα στην Κοινότητα Πορταριάς και που, απ’ ότι μαθαίνω σήμερα, εκτίθενται σε ειδική βιτρίνα στο Μουσείο του Δήμου. Κουζινικά πορσελάνινα κι ασημένια μαχαιροπήρουνα – αυτά μπόρεσα κι έσωσα. Το κτήριο έμεινε ερείπιο ώς τον καιρό που το αγόρασε η Κοινότητα».
Οι εκρήξεις προφανώς είχαν σχέση με την υπόγεια κάβα του ξενοδοχείου όπου φυλάσσονταν σαμπάνιες, γαλλικά κρασιά, ουάιτ περπερφέξιον ουίσκι και κονιάκ «Κούτσικος».
Ο Γρηγόριος Ρέντης στο βιβλίο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 54ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΣ δίνει την είδηση με λιτότητα πολεμικού ανακοινωθέντος.
«ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑΡΙΑ 5-10-44.
‘‘Οι Γερμανοί όταν πλησίασαν τις αντάρτικες θέσεις άνοιξαν σφοδρά πυρά πάνω σ’ αυτές …. Πυροβολικό και όλμος παίρνουν μέρος στην μάχη…. Μετά από 2ωρο αγώνα που εξελίχθηκε σε οδομαχίες στα πρώτα σπίτια της Πορταριάς η αντάρτικη διμοιρία αναγκάστηκε να συμπτυχθεί προς Μακρινίτσα…. Οι Γερμανοί ενώθηκαν στην ΠΟΡΤΑΡΙΑ και αφού έκαψαν τα «ΘΕΟΞΕΝΙΑ» και αρκετά σπίτια στην ΠΟΡΤΑΡΙΑ και στο ΚΑΤΗΧΩΡΙ επέστρεψαν στο ΒΟΛΟ.
Απώλειες των γερμανών 15 νεκροί και τραυματίες.
Απώλειες των ανταρτών 3 νεκροί, 7 τραυματίες και 1 αγνοούμενος’’. –Ορθογραφία και στίξη βιβλίου.