ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΩΚΟΣ: ΜΑΣ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΟΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ
Από μια κουβέντα του με το ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ
“Πριν από το 1930 η Πορταριά είχε έξη ιερείς. Ώς την Κατοχή απέμειναν δύο. Τότε οι ενορίες ήσαν οι εξής:Του Αγίου Νικολάου, των Αγίων Αναργύρων, των Αγίων Ταξιαρχών, της Αγίας Άννας και της Αγίας Κυριακής. Θυμάμαι και κάποιους άγιους παπούληδες: Τον παπά Ζωγράφο, που πήγαινε κάθε Κυριακή ξυπόλητος να λειτουργήσει- από ταπείνωση, τον παπά Πανάρετο, τον παπά Κλειδωνάρη, τον παπά Αντώνη Μούχτη, τον παπά Αναστάση Μαραθά. Όλοι ήσαν καλοί. Μετά τον θάνατό τους όμως δεν ήλθαν καινούργιοι στη θέση τους και οι ενορίες απέμειναν δύο.
Ο παπα Ζωγράφος υπήρξε και αγιογράφος. Σώζονται ακόμη φορητές εικόνες του, όπως εκείνη της Αγίας Μαρίνας, στη φερώνυμη Εκκλησία.
Μετά το θάνατο του παπα Αντώνη Μούχτη, ήλθε στους Αγίους Αναργύρους ο καμπίσιος παπά Ευάγγελος Αγγελούσης και στον Άγιο Νικόλαο, την ίδια εποχή, ήλθε ο παπά Στέφανος Ζήτης. Ο τελευταίος ήταν ψάλτης καλλίφωνος. Η παπαδιά του δεν ήθελε να γίνει παπάς. Τότε οι παπαδιές δεν ήσαν σαν τις σημερινές. Φορούσαν μαύρα, μακρυμάνικα ρούχα- προσπαθούσαν να μοιάσουν στο ντύσιμο τον παπά. Εκείνη λοιπόν ήταν νέα και ωραία γυναίκα. Δεν ήθελε τέτοιες απαγορεύσεις και δεσμεύσεις, παρόλο που και ο πατέρας της ήταν παπάς, ο παπα Διανέλος. Η παπαδιά αυτή, η Κλεονίκη, ήταν αδελφή του Λαυρέντη Διανέλου, του ηθοποιού, από τον Άγιο Λαυρέντιο.
Τότε Δεσπότης Δημητριάδας ήταν ο μακαριστός Γερμανός. Κάλεσε λοιπόν την Κλεονίκη και της ζήτησε εξηγήσεις, γιατί δεν άφηνε τον άντρα της να ιερωθεί. Εκείνη παραστατικά και με την ελευθερία που της παρεχώρησε ο ίδιος του είπε: «Σεβασμιότατε, δεν μπορώ να ντύνομαι με μαύρα και μακριά ρούχα, ούτε να φορώ κάλτσες το καλοκαίρι. Θέλω να δροσίζομαι, να φορώ και κάποιο λουλούδι, να πάω βόλτα στον Άη Ταξιάρχη, στο Παζάρι, στον Ερυθρό Σταυρό, να ζήσω». Ο Δεσπότης της το επέτρεψε και την επόμενη Κυριακή ο παπα Στέφανος χειροτονήθηκε. Έζησαν πολύ καλά μαζί. Απέκτησαν και δυο παιδιά, τον Μάριο και τον Χρυσόστομο. Τότε έρχονταν και ο Δεσπότης και λειτουργούσε στον Άγιο Νικόλαο, επειδή συμφωνούσε με τον παπα Στέφανο στην ψαλτική. Γνώριζε πολύ καλή μουσική ο Γερμανός. Πήγαινε και στη Ζαγορά όπου ήταν ταμένος.
Ο παπα Στέφανος κάθισε αρκετά χρόνια στην Πορταριά .Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του, ήθελε πλέον να τα αποκαταστήσει και ζήτησε ευλογία από τον Δεσπότη να πάει στην Αθήνα. Τα σπούδασε- όμως δεν έζησε για να τα χαρεί. Κοιμήθηκε, σχετικά νέος.
Μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του η Κλεονίκη, αυτή που δεν ήθελε να γίνει παπαδιά, έγινε μοναχή. Ήλθε στην Πορταριά να μας χαιρετίσει. Τον καιρό του πατέρα Παναγιώτη Γεραμπίνη. Μόνασε ως τέκνο του Πνευματικού των Πνευματικών-του πατέρα Φιλόθεου Ζερβάκου, με το όνομα Ναταλία.
Μετά τον παπα Στέφανο, στην Κατοχή, ήλθε κάποιος παπα Κώστας από τα Φάρσαλα, στον Άγιο Νικόλαο. Δεν κάθισε πολύ. Ακολούθησε ένας Αρχιμανδρίτης από τη Βουλγαρία- καλός άνθρωπος, νομίζω Μελέτιο τον έλεγαν.
Στη συνέχεια έρχονταν εναλλάξ αρκετοί. Η εκκλησία δεν έμεινε αλειτούργητη, επειδή εκείνα τα χρόνια υπολόγιζαν πολλοί την αμοιβή: Ένα πρόσφορο, στα χρόνια της Κατοχής, ήταν μεγάλη υπόθεση.
Εκείνο τον καιρό, ήλθε ο παπά Γιώργης ο Χαλκιαδόπουλος στους Αγίους Αναργύρους. Αυτός είχε προστάτη τον Γιώργο τον Πάντο, φίλο του Ιωακείμ και όλων των ιεροκηρύκων. Ο παπά Γιώργης έρχονταν με μετάθεση από τον Άγιο Λαυρέντη στην Κουκουράβα. Όταν το έμαθε ο Πάντος ζήτησε ακρόαση από τον Δεσπότη και τον παρακάλεσε να μείνει ο παπά Γιώργης στους Αγίους Αναργύρους Ο Δεσπότης δέχθηκε και ο παπά Γιώργης πετούσε από τη χαρά του. Του έδωσαν και το κελάκι για την οικογένεια. Ήταν καλός άνθρωπος. Δεν είχε ελαττώματα εκτός από κανένα κρασάκι που τραβούσε, πότε -πότε στην αρχή και συχνότερα αργότερα.
Τον ίδιο καιρό ήταν ιερέας του Αγίου Νικολάου ο πατήρ Παναγιώτης Γεραμπίνης από τη Ζαγορά. Αμέσως μετά την Κατοχή πρέπει να ήταν. Αμέσως μετά τον παπά Γεραμπίνη ήλθε ο παπά Τιμόθεος Χρήστου. Τότε βρέθηκα και εγώ στο Βόλο. Μετά από αλλεπάλληλες καταστροφές από φυλλοξέρα και πάγο, ο κόσμος άφηνε τα κτήματα και έρχονταν στο Βόλο. Μαζί με αυτούς και εγώ. Είχα και δυο παιδιά μικρά. Βρήκα δουλειά και ανεβοκατέβαινα στο χωριό. Κάποια μέρα με πλησίασε ένας παπάς του Αγίου Δημητρίου. Μου ζήτησε να ψάλλω δοκιμαστικά της Μεσοπεντηκοστής. «Είσαι διορισμένος» μου είπε μόλις τελείωσε η Λειτουργία. Ήταν πολύ καλή περίπτωση αυτή για μένα, όμως ντρεπόμουνα να ζητήσω ευλογία από τον πατέρα Τιμόθεο να φύγω από τον Άγιο Νικόλαο. Κατακόκκινος του εξομολογήθηκα την Κυριακή: «Πώς να φύγω από τον Άγιο;». Ο παπάς με συγκίνησε: «Να πας Ανδρέα, μου είπε, έχεις παιδιά, μη το ξεχνάς». Τον ρώτησα για το ποιo
ς θα έμενε στη θέση μου. «Ο Στέλιος, μου είπε,( ενν. τον αδελφό του). Ο Στέλιος βρίσκονταν τότε στο Κατηχώρι. Έτσι μετακινήθηκε ο Στέλιος στην Πορταριά, ο παλιός ψάλτης του Κατηχωρίου πήρε τη θέση του Στέλιου κι εγώ βρέθηκα στο Βόλο. Μετά τον πατέρα Τιμόθεο πήγε στον Άγιο Νικόλαο κάποιος πατήρ Βασίλειος Λασπιάς.
Αυτοί ήταν οι παλιοί παπάδες που θυμάμαι. Για τον παπα Ζωγράφο θυμάμαι, εκτός από την ανυποδησία, ότι είχε και εργαστήριο αγιογραφίας στο σπίτι του που βρίσκονταν πάνω από το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο. Ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα απλός, πολύ μακριά από τα μεγαλεία των σημερινών ιερέων.
Να σου πω και για κάποια θαύματα, όπως το αποτέλεσμα μιας Λιτανείας σε καιρό ανομβρίας. Ήμουν μικρός και συγκεντρωθήκαμε όλοι με ψαλτάδες και εξαπτέρυγα και λιβάνια. Συγκεντρωθήκαμε με κατάνυξη στους αγρούς. Θυμάμαι με συγκίνηση την πίστη αυτών των ανθρώπων. Άκουσα κάποιον να ρωτάει τον διπλανό του αν πήρε μαζί του ομπρέλα. Σε κατάστεγνο καιρό ζητούσε ομπρέλα. Τέτοια πίστη είχαν οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια. Οι άλλοι τον κοίταζαν παραξενεμένοι. Κι όμως έβρεξε κατά την διάρκεια εκείνης της Λιτανείας. Κι άλλοτε έγινε θαύμα μετά από Λιτανεία- έπεσαν οι ακρίδες στη θάλασσα. Τρισεκατομμύρια τεράστιες ακρίδες, ένα σύννεφο σηκώθηκε κατά τη διάρκεια της Λιτανείας και έπεσε στον Παγασητικό. Έκρυψαν τον ήλιο. Επικεφαλής, προεστώς της πομπής ήταν ο παπά Μαραθάς.
To θαύμα της εικόνας, στην Παναγία του Παπαρρήγα, δεν το είδα εγώ. Ακουστά το έχω από τους παλιούς. Την εύρισκαν συχνά πάνω στο κυπαρίσσι αυτή την εικόνα. Κι εμείς που ανεβαίναμε, παιδιά, στο κυπαρίσσι της αυλής, ένα επικλινές κλαδί το λέγαμε «το κρεββάτι της Παναγιάς». Υπήρχε παράδοση για το θαύμα, εμείς όμως δεν το ζήσαμε. Αυτή η εικόνα υπάρχει, σώζεται και σήμερα στο εκκλησάκι.
Το όνομά της η εκκλησία το πήρε από τον παπα Ρήγα που γράφεις στην «Πορταριά» ο οποίος μάλλον λειτουργούσε εκεί( στα μισά του 19ου αιώνα). Αυτή ήταν μεγάλη εκκλησία. Η διπλάσια από ό,τι είναι τώρα. Την έκαψαν οι Τούρκοι. Παλαιότερα εδώ ήταν όπως λένε ειδωλολατρικός ναός της Αρτέμιδας. Κάποια βυζαντινή αυτοκράτειρα, η Άννα Κομνηνή, ήλθε για νερό στη «Μάννα» και λέει « κρίμα να μην εποικίζεται αυτός ο τόπος». Κι έχτισε την εκκλησία, τον ίδιο καιρό με την Παναγία την Πορταρέα πρέπει να χτίσθηκε. Και ήλθαν και κατοίκησαν από την Πύλη Τρικκάλων τσελιγκάδες. Για τον λόγο αυτό η Παναγίτσα στο Άη Νικόλα ονομάσθηκε Παναγία η Πορταρέα. Πύλη, δηλαδή Πόρτα. Η Αγία Μαρίνα χτίσθηκε από το γιατρό Περικλή Ζησάκη, τον πατέρα του Ζήση Ζησάκη, σε δικό του οικόπεδο- το σπίτι άλλωστε βρίσκεται δίπλα ακριβώς. Παλαιότερα φρόντιζε η γυναίκα του γιατρού, η ευλαβέστατη Κορίνα Ζησάκη .Τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμη παιδί. Γριούλα τη θυμάμαι. Εξαιρετικά ελεήμων .Ό,τι είχε το έδινε. Μοίραζε λάδια, κρασιά, κρέατα. Κάποτε μου χάρισε ένα αρνί που ο πατέρας μου είχε μισακό με τον Ζησάκη. «Τι να το κάνω εγώ, μου είπε. Εδώ μου έφερε μοσχάρι ο γιος μου. Πάρτο πίσω στην οικογένειά σου». Το πήρα πίσω και η μάνα μου έκλαιγε από συγκίνηση. «Αυτή η γυναίκα θα πάει ΄λόρθα(ολόρθη) στον Παράδεισο». Αυτή η γυναίκα φρόντιζε το εκκλησάκι. Είχε όλο κορίτσια και τον Ζήση, μοναδικό αγόρι. Όλα τα αποκατέστησε με τον καλύτερο τρόπο.
Το τέμπλο της Αγίας Μαρίνας το πρόσφερε ο Ρήγας Πορλίγκης. Αυτός είχε το σπίτι που βρίσκεται στη στροφή όπου βρίσκεται σήμερα το πρώτο πάρκιγκ, δίπλα στου Αθηναίου το βενζινάδικο. Εκεί υπήρχε σπίτι που σήμερα γκρεμίσθηκε. Ηταν συγγενής με τον Πορλίγκη τον γιατρό και ψάλτη που σκότωσαν οι Γερμανοί.
Τη σιαγόνα του Αγίου Γεδεών, για τον οποίο έγραψες την είχε κάποιος παπά Χατζής, καλογερόπαπας από το Λαύκο, εκεί είχε το Ιερό Λείψανο. Όταν έφυγε από εκεί το πήρε μαζί του. Επί δημαρχίας Ριζοδήμου. Ήταν δήμαρχος τότε, δήμαρχος Ορμινίου. Του έδωσαν λοιπόν την Αγία Κυριακή, του παραχώρησαν και το κελλάκι που υπήρχε εκεί όπου σήμερα υπάρχει η αυλή της εκκλησίας, εγώ το πρόλαβα αυτό. Θυμάμαι μάλιστα ένα ζευγάρι γεροντάκια που έμεναν εκεί. Του άρεσε του ιερομόναχου το μέρος, βρήκε την τοποθεσία εξαιρετική. Όταν ήλθε στην Πορταριά, στα σύνορα με το Κατηχώρι, τον υποδέχθηκαν κλήρος και λαός με τιμές για το Λείψανο του Αγίου. Αυτά όλα μου τα έλεγε κάποιος παλαιός ψάλτης, ο Βάσσος. Το πήγαν το Λείψανο με πομπή στην Αγία Κυριακή. Σήμερα το ξέχασαν όλοι. Αυτό το Ιερό Λείψανο πρέπει να έφθασε στο Λαύκο από την Ι. Μ. Καρακάλλου, επειδή υπήρχαν πολλοί λαυκιώτες μοναχοί στην Καρακάλλου. Εκεί έφτιαξαν και την εικόνα του Αγίου. Αυτά στα χρόνια του παππού μου.
Αυτός ο Βάσσος μου μιλούσε για πολλά πράγματα. Μου έλεγε ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γυρίζοντας το Πήλιο, πέρασε από την Πορταριά, από τον Κάραβο. Να σου πω και για ένα θαύμα που έκανε στη Ζαγορά. Εκεί τον πίεζαν μεθυσμένοι χωριάτες να πιει ένα τσίπουρο. Το αρνήθηκε πολλές φορές και αυτό τους εκνεύρισε. Τόσο, που του πέταξαν στα μάτια ένα ποτήρι τσίπουρο. Την ώρα που ο Άγιος έφερνε τα χέρια στα μάτια έσπασε το ραχοκόκκαλο και σκότωσε τον άνθρωπο που πείραξε τον Άγιο.
Ο Άγιος Γεδεών είναι ο πρώτος που μου «μίλησε» με την άρρητη ευωδία που εξέπεμπε. Ο άλλος είναι ο Άγιος Σταμάτιος της Μακρινίτσας. Επίσης το Λείψανο του Αγίου Νικολάου στο Βόλο. Και στις τρεις περιπτώσεις ένιωσα μια εξαίρετη ευωδία να βγαίνει από μέσα μου. Αυτοί οι τρεις Άγιοι μου μίλησαν με τον τρόπο τους.
Να σου πω και για τον Άγιο Νικόλαο Πορταριάς τί ξέρω. Όταν αποφασίστηκε να χτιστεί η εκκλησία πήγαν οι πορταρίτες να ζητήσουν από τον κατή τη σχετική άδεια. Στα μισά του 19ου αιώνα. Ο Κοσμάς, πρακτικός μηχανικός, πήρε από τη Θεσσαλονίκη το σχέδιο, από τον Άγιο Μηνά, μητρόπολη τότε της πόλης. Ο κατής του έδωσε προθεσμία να κτίσουν την εκκλησία μέσα σε τρεις μήνες. Ούτε μέρα παραπάνω. Φαίνονταν αδύνατο επειδή η πέτρα έπρεπε να κουβαληθεί από μια τοποθεσία πάνω από τον Άη Λια. Τι έκαναν τότε οι πορταρίτες. Μπήκαν σε μια σειρά, όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες , μια σειρά από τον τόπο που χτίσανε την εκκλησία ως το νταμάρι. Πέρασαν όλη την πέτρα του ναού χέρι- χέρι και τελείωσαν μέσα σε δέκα μέρες. Εντωμεταξύ τα μαστόρια είχαν φτιάξει ασβέστη σε καμίνια στο Αηταφίτικο- ασβέστη και κουρασάνι. Κι άρχισαν να χτίζουν . Σε δυο μήνες η εκκλησία ήταν έτοιμη. Τότε η σκεπή χτίζονταν συνέχεια των τοίχων.
Το 1932 έγινε ένας σεισμός 6-7 ρίχτερ. Κάναμε γυμναστική την ώρα εκείνη. Η εκκλησία ραγίστηκε στη μέση και όλοι είπαν πως θα πέσει. Συγκεντρώθηκε ένα ποσό για να χτιστεί καινούργια σκεπή αλλά ήλθε ο Χειμώνας και σταματήσαμε. Των Τριών Ιεραρχών, λοιπόν, μέρα κατά την οποία γίνονταν το μνημόσυνο των πεσόντων και αντί για κόλλυβα βάζαμε κουφέτα στο δίσκο, ξαφνικά, όταν έφτασε η Λειτουργία στο «Άξιον Εστί», πέφτει μια τεράστια πέτρα από τη σκεπή πλάι στο χέρι του Γιώργου Κατσαρού, του δεξιού ψάλτη. Αν τον χτυπούσε στο κεφάλι θα τον άφηνε στον τόπο. «Θα πέσει η εκκλησία» φώναξε κάποιος «φύγετε». Βγαίνει ο παπα Μαραθάς στην Ωραία Πύλη και φωνάζει: «Ακούστε, δεν θα το επιτρέψει ο Θεός. Μείνετε εδώ να τελειώσει ή Λειτουργία». Μείναμε. Η εκκλησία έπεσε το βράδυ, στις 12 η ώρα, δεν ήταν μέσα ούτε ο καντηλανάφτης. Μαζεύαμε οι πιτσιρικάδες τα γυαλάκια μέσα από τους σωρούς των μπάζων. Ύστερα την έφτιαξαν με ξύλινη κατασκευή.
Αργότερα, μεγάλος πια, όταν έγινα ψάλτης, βρήκα σε παλαιά μηναία, που δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, πληροφορίες για τη θανατηφόρο γρίπη του ΄17,όταν πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι από την επιδημία. «Χθες θάψαμε 12 άτομα, σήμερα θάψαμε 17». Το ίδιο και στον Άγιο Κωνσταντίνο, αναφέρεται σε μηναίο η κοίμηση του ηγουμένου του Μοναστηριού: Εκπλήρωσε το κοινόν μας χρέος»- έτσι γράφει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου