Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΠΟΥ ΑΣΤΡΑΦΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Έκπληκτος άκουγα τον ζεν(κάποτε) πρεμιέ,
"το πήρα το κορίτσι"έλεγε "όχι γιατί με παρακάλαγε",
να,ήταν μια γριά, σε κοντινό θεωρείο, που σήκωσε μπαστούνι
"πάρτην,ορέ, να μη σου τσακίσω τα παϊδια".
Ήταν η μανιά του πατέρα,στα 105 χρόνια  της αιωνιότητάς της,
έπιανε τη σέντρα του γηπέδου
κι εκστόμιζε τις ακριβές προστακτικές της:"Κλάδεψτουν,
τσάκστουν,βάρατουν"ένα μεσημέρι πέρασε να επιθεωρήσει τα γελάδια
κι είδε απ'τη χαραμάδα ότι ο στάβλος είχε μετατραπεί σε γραφείο.
Άνθρωποι με κατάλευκα φτερά,με επιμανίκια και ζυγαριές ακριβείας,
κάπου πήρε το μάτι και το Γιωργάκη της. Μια χήνα τινάχτηκε και τη χτύπησε
στο στήθος.Έπεσε μ'ένα ωχ κι έμεινε να κοιτάει πέρα, τη λίμνη που
άστραφτε στον ήλιο.


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

ΚΑΘΑΡΟ ΑΠΟ ΠΟΙΗΣΗ
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

ΕΥΘΡΥΠΤΟΣ
Κι όσο περνούν τα χρόνια και σου μένει
ένα κομμάτι ψυχής,τόσο θα στέκεις στις γωνιές
και θα το μοιράζεις στους περαστικούς
ώσπου ν'αδειάσεις.
Τότε θα σ'αναγνωρίσουν για ποιητή,
μα εσύ θα'σαι απλώς ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή,
άνθρωπος-ελέφαντας ή πεταλούδα,
στεγνός κι εύθρυπτος.

ΜΗΝ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Κι αν αναγνωρίσεις τον δια Χριστόν σαλόν
μην το μεταφέρεις στην αγορά,κακό θα του κάνεις.
Τόσος πόθος για ταπείνωση θα πάει χαμένος,
γέλα κι εσύ με τα καμώματά του,δώσε του αυτό που ζητάει,
την περιφρόνηση των καθώς πρέπει τρόπων,
σκίσε μαζί του το σαβουάρ βιβρ,αυτό που διδάχτηκες στην έκτη δημοτικού,
μην ακούς τους λογικούς,αυτούς που σε κατάντησαν απλό στρατιώτη,
ενώ μπορούσες να 'σαι στρατηγός.
Κι αν σε συνεπάρει η,στα μάτια του,θεία μέθη
μπορείς και να τον μιμηθείς, να κυνηγήσεις τους ίσκιους των νεφών,
να πετάξεις ψηλά το ημίψηλο και τα γάντια σου-
ο δρόμος για τον Παράδεισο δεν είναι ευθύς,
είναι ο δρόμος της άσπρης πεταλούδας και του δαρμένου σκύλου.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016



ΓΕΜΑΤΟ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τη γειτονιά μας διέσχιζε το τρενάκι
του κοντινού τουβλάδικου-κι ήταν φορές
που ξεστράτιζε για τον ουρανό,φορτωμένο με πηλό,
και γύριζε με τα βαγονέτα του 
γεμάτα παιδιά και τραγούδια.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.