Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΕΝΑ ΜΠΛΕ ΦΕΓΓΑΡΙ
Στην τσέπη κάθε ποιητή κοιμάται ένα μπλε φεγγάρι
είτε τρώει είτε συνδιαλέγεται στην αγορά,
(στη γλώσσα των σιτοπωλών)
το ποίημα,δυνάμει, υφίσταται.
Το βράδυ το ακουμπάει τρυφερά  κάτω απ'το μαξιλάρι του,
εκεί όπου
ο πατέρας του' βαζε τη σοκολάτα με το χρυσόχαρτο
Ο ποιητής κρεμάει το ποίημα στο λαιμό του
-όπου παλιά κρεμούσε φυλαχτό με τίμιο ξύλο-
σε επίσημες δεξιώσεις,σε παρουσιάσεις των έργων του,
εκεί,εν πάση περιπτώσει,που μπορεί να φορέσει τα καλά του,
ξέρεις, σκισμένα παντελόνια και τρύπια καπέλα.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΣΤΟΝ ΠΑΓΑΣΗΤΙΚΟ
Εγώ τους μιλούσα για το αεροπλάνο που έπεσε
στο Παλατάκι κι ο παππούς μούγκριζε όπως τα λεοντάρια,
πάντα μούγκριζε τρώγοντας γεμιστά, κι αιφνιδίως
η γιαγιά πήρε είδηση ότι πήραμε ξένο ταψί
η γιαγιά που τον ταχτάριζε "κι ου Γιαννάκους μη κουλόπλα"
άρπαξε το ταψί, "ο πιλότος πρέπει να σωθεί-προσευχηθείτε"
συνέχισα την κουβέντα, ακολουθώντας την,
καταμεσήμερο καλοκαιριού, στο φούρνο.
Τ' άλλα για τον άγγελο που σας έγραψα στο διήγημα
-πως κάτι εκμυστηρεύονταν στον μπαρμπαΓιάννη
κι εκείνος σκούπιζε τα χείλη με μια χαρτοπετσέτα-
μυθοπλασία σκέτη,
ο σκοτεινός δρεπανηφόρος
είχε ραντεβού  με τον πιλότο
στον Παγασητικό.

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΠΕΛΛΟ ΤΟΥ
Αυτός ο ζογκλέρ, παίζει στα φανάρια του δρόμου
με εφτά χαμόγελα.
Ένα του πέφτει στην άσφαλτο και γίνεται κομμάτια,
έν'άλλο, που ακολουθεί, μεταμορφώνεται σε φεγγάρι,
το τρίτο μένει ακίνητο-"να το λέτε χαμένο καιρό",
φωνάζει ο ζογκλέρ κι αναποδογυρίζει το καπέλο του.

ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Παράξενες διαστάσεις, σχεδόν μουσικές,
να πέφτει ένα αραιό χιόνι, τα ψαρόνια να μικροφωνίζουν
στα δέντρα της πλατείας.
Ο παππούς Γαρύφαλλος, στου Πεταλά το μαγαζί,
εξηγεί στη Μαριάννα Χατζοπούλου,
με τα αεικίνητα, πλην νεκρά, μάτια,
ότι συνδέει το όνομά του
με το καλύτερο τραγούδι της καριέρας της,
ναι
το "Γαρύφαλλο στ'αυτί",καλά το κατάλαβε.
Και γω να ρουφώ το μικρό του δαχτυλάκι, που βούτηξε
στο τσίπουρο-προνοητικά-να τους αφήνω ήσυχους στην κουβέντα
και στο "εγώ φώναξα στα '31, το, ως ευ παρέστης,Ελευθέριε σοφέ"
μόνο που το δάχτυλο μύριζε πετσί,
τί να μυρίζει το χέρι του σκυτοτόμου;-
αν δεν έχετε πιει κάτι τέτοιο, πώς να με νιώσετε;-.
Με τη γιαγιά,πάντως, δεν τσακώθηκαν γιατί με πότισε αλκοολούχο,
ούτε για την τραγουδίστρια.

Θυμήθηκαν τα παλιά το Βενιζέλο του ο ένας κι η άλλη τον Βασιλιά.




Σ' ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ
Δε βρήκα πουθενά τον ορισμό,
πρέπει να ήταν
πέρα  από λέξεις και συρματοπλέγματα
μακρυά από "σαν" κι "όπως",
πέρα από "τι".
Θα μου πείτε, το απαιτεί μια εσωτερική λογική,
μα δεν είχα κατά νουν να γράψω κι εσείς να με διαβάσετε.
Άρα,κάλλιστα, μπορώ να το αγνοήσω,
ω, Καντίνσκυ,
ζωγράφισες πρώτος τη ζωγραφική, τί έχουν να προσθέσουν
εκκίνηση,ερμηνεία και προϋπόθεση
δεν αναφέρομαι, δεν επιδιώκω,το ξέρω
άμα πέσω στο λάκκο των ομφαλοσκόπων, θα'μαι ποιητής
ή "ποιητής", ήδη το'κανα, συνεχείς αρνήσεις δεν κάνουν
την κατάφαση,ήδη το' κανα,να το λάθος μου,
σ'ένα λάθος στηρίζεται η Τέχνη;



Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014


Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ
Aνάμεσα σε δυο παρατεταμένες σιωπές
κείται το ποίημα
κι ανάμεσα σε δυο ποιήματα
ο θίασος σχολιάζει( χορεύοντας σε 45αράκι πάνω)
όλη την παρέα
που άκουγε το "Μεγαλέξαντρο και το καταραμένο φίδι",
κάτω απ' τις αεικίνητες σκιές των κληματόφυλλων
κι ενώ το φεγγάρι
γελούσε, με το Κολλητήρι και το Μπιρικόκο-
πηδούσαν στην κοιλιά του σκοτωμένου τέρατος.
Έφυγαν η Κλειώ κι ο Χρήστος,
κάποιοι θα ξεχάσουν ότι υπάρχουμε
με μια βαλίτσα στο χέρι,σ'ένα γεμάτο κόσμο σταθμό,
το μεγάφωνο φωνάζει ονοματεπώνυμα,
δύσκολες οι αναχωρήσεις, όταν ανεβαίνεις στο βαγόνι
ολομόναχος

και μένει το φεγγάρι,σαν-που'λεγε η μάνα-καμπίσιο καρβέλι,
εξακολουθεί να γελάει,
θυμάται τί ακούσαμε απ'το Μπαρμπαγιώργο,
το ουίτ του Μορφονιού.












Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΑΛΕΞΗΛΙΑ

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΑΛΕΞΗΛΙΑ
Ο Τσιγκιτσάκας, με  το μισό τιμόνι ποδηλάτου,
αγόραζε σάμαλι και καπνό
όταν βούλιαζαν τα παπόρια απ' την Περσία
και της ευωχίας του η οσμή
έφτανε απ' τα  μπάζα των αλυκών,
τύλιγε τις γειτονιές που περνούσαν, μία-μία, στα μακρύκαρα,
ιδρωμένες κοιλιές των αλόγων,πολύχρωμα αλεξήλια-
μόνο ένα κορίτσι ακολουθούσε, απόμερα,
το χρυσοζούζουνο πού 'χε δέσει με μια κλωστίτσα
ώσπου ν'ανάψουν και οι δυο
σ'ένα ηδύ κι αδιάστατο φως,

ΜΟΝΟΝ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΑΛΕΞΗΛΙΑ
Ο Τσιγκιτσάκας, με  το μισό τιμόνι ποδηλάτου,
αγόραζε σάμαλι και καπνό
όταν βούλιαζαν τα παπόρια απ' την Περσία
και της ευωχίας του η οσμή
έφτανε απ' τα  μπάζα των αλυκών,
τύλιγε τις γειτονιές που περνούσαν, μία-μία, στα μακρύκαρα,
ιδρωμένες κοιλιές των αλόγων,πολύχρωμα αλεξήλια-
μόνο ένα κορίτσι ακολουθούσε, απόμερα,
το χρυσοζούζουνο πού 'χε δέσει με μια κλωστίτσα
ώσπου ν'ανάψουν και οι δυο
σ'ένα ηδύ κι αδιάστατο φως,

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
Τα ποιήματα νουάρ εξαντλήθηκαν
κι αφού δεν ωριμάσαμε όσο ένα κοντσέρτο
να μαζέψουμε μαύρο ουρανό, σε μια δαχτυλήθρα της γιαγιάς,
ας θυμηθούμε τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ
με τις σημαιούλες,πλάι στη θάλασσα,
το δυναμό και το,συνήθως,άχρηστο φανάρι-ραδιόφωνο
που' πιανε εκείνη την αντιπαθέστατη φωνή του Μητρογώγου.
Ο Κρεμαστάς πήγαινε, με το ποδήλατο, από το Βόλο στα Τρίκαλα
σορτσάκι, ψαθάκι,ταμπέλα-
"συνάδελφοι αν μ'αγαπάτε,ποδήλατο μη μου ζητάτε",
τί να ζητήσουν χωλοί και κυλλοί του Συνοικισμού Αναπήρων;
Γύριζε πάντα με μια μαραμένη παπαρούνα στ' αυτί.



Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΝΩΝ ΔΡΟΜΩΝ
Οι νυχτερινοί δρόμοι,συνήθως, σωπαίνουν.
Οι μόνες ιστορίες που μπορούν να αφηγηθούν,
είναι οι σχετικές με τα τελευταία λόγια των παιδιών,
όσα, με την "καληνύχτα", κρέμασαν
στις ακακίες των πεζοδρομίων.
Mπορούν επίσης να μιλήσουν
για τους,απέναντι στα φωτισμένα παράθυρα,
καθρέφτες χωρίς είδωλα,
μια που ο χρόνος παίζει κοντσίνα,στου Τάκου το καφενείο
ή για τον εκατόχρονο Εγγλεζονησιώτη γαλατά
που άλλαξε εφτά γαϊδουράκια,τον μπάρμπα Γιάννη, εννοώ,
το "εξπρές", κι ακόμη
τη νύχτα των λιονταριών που το'σκασαν απ' το τσίρκο,
σ'ένός τη ράχη ισορροπούσε ο Μίσκα, ο κλόουν
με τις, γεμάτες υποθέσεις,  τσέπες.
Αυτά λένε σ'εμάς οι νυχτερινοί δρόμοι.
Φαντάζομαι
ότι σε άλλους θυμίζουν ολονυχτίες κι αίματα και οιμωγές
ή το φόβο που προκαλούν, στην δική τους ηρεμία,
πεφτάστερα και νυχτερίδες:
Δεν είναι να κάνεις μια ευχή, αμέσως θα πιάσει
κι αυτό σε φέρνει πιο κοντά στο θάνατο.





Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014


ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Τα λυχνάρια μας ξεχάστηκαν στεγνά κι ανέλαια,
δε φροντίσαμε ν' αναδειχθεί το  μεγαλείο του νυμφίου
-νυχτερινό κι αιφνίδιο, όπως αποδείχτηκε-
και,ω,των μακρινών αστεριών παραμυθία,
μικρή αντίσταση που αποφαίνεται:
Κάπου υπάρχει φως,
μια σπίθα ανάμεσα στα φτερά του αγγέλου μας.
Κάπου υπάρχει η ανεμώνη να στολίσουμε τα μαλλιά μας,
τη σπρώχνει απαλά ένας λεβάντες, χωρίς περιγραπτές ακίδες,
μόνο μια τρυφερή αφή, όπως του βρέφους το χαμόγελο,
όπως ο πόνος ο αναπόφευκτος-λες, "δε γίνονταν αλλιώς",
κι αυτό σ'ανακουφίζει.
Κύριε,ανάμεσα στο χθες του φεγγαριού
και στων δρομαίων νεφών το αύριο,
δώσε τη Στιγμή, ν' ανασάνουμε.



ΚΙ ΕΓΩ

ΝΑΙ, ΞΕΡΕΤΕ, ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ
Περπατώ σε μεσημβρινούς δρόμους, χούφτες γεμάτες ονόματα.
Όσοι βιάστηκαν, δεν έχουν πια την κυριότητα
ούτε των φωνημάτων και ο ήρωας της Πείνας,
σάλιωνε το μολύβι κι έγραφε δοκίμια
στα παγκάκια της Χριστιανίας,του παλαιού Όσλο.
Κι ο ακκορντεονίστας στο Καφενείον "Νέκυια" ήταν
ο ίδιος ο τυφλός ραψωδός
ο "σταφιδέμπορας" της Σμύρνης ή της Χίου ο μαστιχάς-
τρέχαμε να πάρουμε, σ'ένα κομμάτι σελιλόζα, το άσπρο σάλιο του,
γιατί όλα τα συγκλονιστικά συνέβαιναν μεσημέρι;
Τί να τα κάνω τόσα ονόματα,
χωρούν κάτω απ'την εσωτερική σκάλα ενός παλιού διωρόφου.
Αν τα απλώσεις στους  δρόμους φυτρώνουν ως ακακίες,
σκιάζουν όσους κρατούν το μέτωπό τους:
"Κι εσείς εδώ-ναι
ξέρετε,είμαι κι εγώ πεθαμένος".
Ο πολιός συρραφεύς με τ'όργανο
θα γίνει μοβ,από τ'ανθάκια της Cercis siliquastrum
τουτέστιν κουτσουπιάς.



Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Τίποτε δεν είναι πλασμένο
για να κλειδώσει ως "φαίνεσθαι":
Γι αυτό μη φθείρετε τις λέξεις,
μη σπαργανώνετε ουρανούς με τους διάττοντές τους,
τοποθετώντας τους στο πλάι σας
σαν τερατώδη καναρίνια σε κλουβιά..
Τα πάντα κυοφορούν ένα λόγο
για  της ύπαρξής τους την ουσία.
Μη πετάτε μενεξέδες
αλλά "γιατί" και "τί" και "πώς",
κι ας μένουν ακυβέρνητα καράβια.
Στο κάτω-κάτω,κάθε ποιητής
δικαιούται την ψιλή κυριότητα
μιας ουράνιας σοφίας.
Κι είναι σπουδαία η προσπάθεια να ερμηνεύσεις,
ακόμη κι αν αποτυγχάνεις,
το "πέραν" μιας παπαρούνας που μπορεί
να'ναι η τελευταία που σου προσφέρθηκε.



Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΗ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ
Έτσι εμφανίζεται το ποίημα,
σαν άσπρη πεταλούδα,από το πουθενά
και σου προσφέρει τεθλασμένες
κι αιφνίδιες αναιρέσεις των αδιεξόδων,
φτιάχνοντας το χάρτη που μελετάει ο καπετάνιος
κι, εμβριθώς, αποφαίνεται:"Η θάλασσα είναι τρελή σαν τα πουλιά,
που μαγνητίζονται απ'τον προορισμό
αλλά δεν ξέρεις πού και πότε θα καταλήξουν".
Οι άσπρες πεταλούδες χάνονται ξαφνικά,
όπως ένας ξυλοκόπος παραμυθιού στο δάσος,
δε ζητάει μια αναμμένη λάμπα
ούτε επιστροφή-χάνομαι σημαίνει χάνομαι
σπίτι μου γίνεται το τραγούδι,
ούτε νοσταλγικό ούτε πικρό,μόνο άδειο από πυξίδες.
Το κέντρο θα σου πρόσφερε μιαν επανάληψη
κι είναι αργά και είσαι κουρασμένος.



ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΙ"

ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΙ"
Κάθε πρωί, ξεβίδωνε την καρδιά του ή το κεφάλι
κι άπλωνε,στο σκοινί της μπουγάδας, τα ενύπνιά του.
Κάποια, μεταμορφώνονταν σε ποιήματα.
Έτσι πίστευε,τουλάχιστον.

Του εξήγησα ότι το ποίημα δεν ωριμάζει με τον κραδασμό,
η αλλοίωση που το γεννάει, συντελείται στη σκοτεινή σιγή,
όπως, σ'ένα λαγούμι απουσίας,το μηδέν ωριμάζει τόσο
και γίνεται πρελούδιο του "κάτι",
ένα κατώφλι χλωρό που δεν οδηγεί πουθενά,

στο κάτω-κάτω, αυτή είναι η πρόθεση του ποιητή,
να στριφογυρίζει στο εσωτερικό ενός άδειου κελύφους
με τις σημαίες του έτοιμες, για ειδικές περιπτώσεις.
Στ' αλήθεια δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μας τιμούν, θα τό 'καναν
για τον Καραμούζα που καθάριζε μπιντέδες
και σταματούσε την κυκλοφορία για να περάσει απέναντι ένα σκυλί;


Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

ΔΙΧΩΣ Ν'ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ

ΤΑ ΜΑΓΟΥΛΑ ΤΟΥ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ
Δε χρειάζεσαι παλαιά φεγγάρια
κι οι έρωτες φουσκώνουν, όπως
παλαιοί υγροί τοίχοι ή τα μάγουλα του Ντύλαν Τόμας.
Οι αδελφοί Ρίμπα
προθερμαίνονται ακόμη, για το γύρο του θανάτου,
στο Λούνα Παρκ....καταπίνουν μια μπουκιά ψωμί
αλειμμένο με θάνατο,
κίβδηλο ή αληθινό-δεν έχει σημασία.
Η ζωή είναι το τανκ που σου αγόρασε ο πατέρας,
το κατέστρεψες, δίχως ν'ανακαλύψεις το μηχανισμό.


Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ΟΙ ΓΡΙΟΥΛΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Μια λέξη είναι τόσο στέρεη...Δε φταίμε εμείς γι αυτό.
Εμείς κυνηγούμε το λεπταίσθητο
με βάρβαρη απόχη για πεταλούδες,
αυτή μας δόθηκε,
χτυπούμε με δικράνι την νιφάδα του χιονιού
και γράφουμε εκατό φορές το χαϊ-κου:
"Δέντρα κερασιάς
το κροκοβαφές στάζουν 
υγρό φεγγάρι".
Θά' ρθει,βέβαια,ο καιρός να γυρίσουμε στους παιδικούς μπαξέδες,
όχι με καλοξυσμένα μολύβια-
σταυρώνοντας απλώς τα χέρια,
όπως τον καιρό που μας έδωσαν το προσωνύμι "σαρμαδάκι"
οι γριούλες των Αγίων Αναργύρων.



ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ

ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ
Όταν χτίσαμε- ανάμεσα στα βούρλα και τ 'αλμυρίκια
υπήρχε η  παράγκα της κυρα Φιλίτσας,
μ'ένα κουβάρι συρματόπλεγμα στην πόρτα
που, εύκολα, περνούσανε το δωδεκάμερο, οι καλλικάτζαροι,
τρομάζοντας τους ένοικους, με ένα "πάου, πάου".
Τους ξόρκιζαν,βέβαια, με το "ύψινο"σταυρό της Αιδηψός
κι η Μαριώ,η νύφη,συνήπτε ανακωχή
με την πεθερά και το γιό.Τον άλλο καιρό τσακωνόντουσαν
καθημερινά: "Θα φύγω, μωρέ τράο,Γιαννάκη,έλα πάρε το κάντρο".

Παράξενη πομπή,σα λιτανεία,μπροστά εγώ με το μακαρίτη
-μουστάκι τσιγκέλι-και πίσω η Φιλιώ με τα σκουτιά.

Το πρώτο που ψάχναμε, στο νέο δωμάτιο, ήσαν δυο καρφιά.
Ένα για το σταυρό κι ένα για το Γιωργάκη που την έκανε νωρίς.

Μα τα ξανάφτιαχναν,φταίγαν οι διαβολές κι ο κόσμος ο κακός.

Ώσπου, ένα βελούδινο μεσημέρι φθινοπώρου,
άκουσα τους δικούς μου να το ψιθυρίζουν: "Οριστικά, έφυγε η γριά".
Έτρεξα στην παράγκα,ανέβηκα στην καρέκλα,κατέβασα το κάντρο.
Παράξενο.Αντί για κατάρες ακούγονταν λυγμοί-δε μ'άφησαν
να περάσω στ'άλλο το δωμάτιο.Πήρα το δρόμο
μέσα στα ρόδινα αλμυρίκια.Προχωρούσα μπροστά με το μακαρίτη
αλλά δεν άκουγα,πίσω μου, της Φιλιώς τα βογγητά.

Δεν ήξερα και προς τα πού να πάω.


Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΛΕ

Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΛΕ
Μη γράφετε για τα σκοτεινά δωμάτια
με τα παλαιά κάδρα  των προγόνων
που αδειάζουν εύκολα από μουσική-
τάχα αυτοί οι άνθρωποι ν'άναβαν τα όνειρά τους
με πυγολαμπίδες,
να διάβαζαν τις αρχαίες φωτιές, στις κορυφές;
Κυρίως, απαιτούνται περισσότερα άστρα
και λιγότερες λέξεις.
Γιατί τα ποιήματα είναι εύθρυπτα,
όσον η κρυστάλλινη σφαίρα με το χιονισμένο λιβάδι
που δύσκολα αντέχει, ακόμη και στεναγμούς και θροΐσματα.
Κι η θάλασσα να μένει ανέγγιχτη
με αστερίες, ναυτίλους
κι ένα λυγμό
που γεννάει
η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του μπλε.


ΟΙ ΚΛΟΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥΣ

ΟΠΩΣ Ο ΚΛΟΟΥΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ
Δοκιμάζεις τα μουσικά πλήκτρα,τις παύσεις,θυμάσαι
τον Έντουαρντ Άλμπι,τί στο καλό, το ποίημα
πρέπει σε κάτι ν'αναφέρεται, κάπου ν'ακουμπά.

Προσωπικά, όπως ο  γραφίστας τοίχου στο μετρό της Νέας Υόρκης
δε θα φοβόμουν τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Κι ύστερα σκέφτεσαι ότι  τον κυρ Αλέξανδρο- θα ξεκινούσε αλλιώς:
Αυτός το'χε "τάξιμον" να ψάλει την "Πεποκιλμένην τη θεία δόξη".
Μόνο.
Στα εννιάμερα της Παναγιάς.
Και το' κανε πραγματικότητα το τάμα του,παρά τις αναποδιές-
ένα κερί που σβήνει, το άλογο που χάνεται,
τα νυχτερινά κρούσματα,
η αμέλεια του παιδιού να ειδοποιήσει τις αδελφές.

Δεν είμαι σίγουρος αλλά στα εννιάμερα
πρέπει ν'αποκαλύπτεται και η "μετάστασις προς την ζωήν".

Ναι,αλλά το ποίημα για να ισορροπεί πρέπει να υπάρχει,
όπως ο κλόουν,
μέσα στις αμέτρητες τσέπες του.













Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΝ ΟΙ ΟΧΤΡΟΙ

ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΝ ΟΙ ΟΧΤΡΟΙ
Ο τελευταίος που κατέβηκε απ' τη βάρκα, ήταν ο Φιλάρετος,
ανάμεσα από φτερά γλάρων, εκεί ψηλά, πάνω απ'το βυθισμένο,
τσιμεντένιο,γερμανικό πλοίο.(Μόνον
όποιος ακούσει το επιφώνημα "πόρτααα", το ξαναβλέπει,
στον όρμο των Πευκακίων).Και φυσικά ξεχνάει να κλείσει
για να'ρθει ο επόμενος,ν'ανέβει στη "Ζωϊτσα" και ν'απογειωθεί.
Πάνω από την παλαιοχριστιανική εκκλησία της Δαμοκράτειας,
περνούν την πράσινη κουπαστή,
δοκιμάζουν τη στερεότητα των αιθέρων, τη βρίσκουν ικανοποιητική
και μένουν εκεί.
Όπως τα βράδια,ξεχνιόνταν στην ταβέρνα του Γαλάνη
κι εγώ νύσταζα, καθισμένος σ'ένα σκαλί,περιμένοντας τον πατέρα
να πει το τελευταίο "εβίβα"
και τον Αράπη να κλείσει με το "να σκάσουν οι οχτροί".
Αλλά τότε γύριζαν, κάποτε, στο σπίτι, μ'ένα γιασεμί στ'αυτί
κι ένα για την κυρά που γκρίνιαζε, στο χέρι.
Τώρα χάνονται εκεί ψηλά κι απομένουν-μεσίστιες σημαίες-
τα αγγελτήρια στους στύλους και τις μουριές, να τους θυμίζουν







Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΚΙ ΑΣ ΙΣΧΥΡΙΣΘΗΚΑΜΕ

ΚΙ ΑΣ ΙΣΧΥΡΙΣΘΗΚΑΜΕ
Το νιώθω, αυτή η στέρνα εξαντλείται,
τα ποιήματα απομακρύνονται, μ'εμβατήρια που χαμηλώνουν.
Δεν είναι ότι τελειώνουν τα στερεότυπα:
Τόσα δακρυσμένα μάτια σειληνών, τόσα μικρών πουλιών ενύπνια,
οι αποχωρισμοί και τα φτερά του Ικάρου
-απομένουν στην άκρη της κάμαρης.
Δε χάθηκαν τα
μεγάλα σύννεφα που μοιάζουν με όνειρα
Ο λάλος ολόφωτος θίασος σχολιάζει- τις λευκές
Αυγουστιάτικες νύχτες- το κοινό.
Στο Πάνθεον ο Πασπάτης και Καλαφάτης ανακαλύπτουν
τη μηχανή που τους έκλεψαν.
Δεν είναι τίποτε από τα μυστικά που σας φανερώνω.

Να,
δεν ανέφερα τίποτε για τον ξυπόλητο Χριστό                              
που στέκει και με παράπονο μας κοιτάζει,
γιατί δε γράψαμε ένα ποίημα για τους θλιμμένους
ένα,σιωπαίνοντας,σταυρό τους δε σηκώσαμε,
δε χώρεσε στην τόση καλλιέπεια μας ένας λόγος παραπάνω
ένα τραγούδι αιμάτινο και τρυφερό
που να χωρεί τον ξένο πόνο.

Και ας ισχυρισθήκαμε  ότι κρυφή πατρίδα είναι η Κυρήνη.



Ν' ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ
Κι οι νοικοκυρές, σπάζοντας τη μεσημβρινή φωνολογία
των πλανοδίων,
με μια σκούπα κι ένα φαράσι στα χέρια,
έτρεχαν στους χωματόδρομους,
να διορθώσουν τη στίξη των αλόγων:
Πώς να λιπάνεις το μοναδικό γεράνι της αυλής;
Το βράδυ,
ακούγονταν μια φυσαρμόνικα κι η χαμηλή βροχή.
Δεν είχες χώρο
- σ'έναν ολόκληρο γαλαξία-
ν'ακουμπήσεις τα μεγάλα άσπρα όνειρά σου.


Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΠΡΙΝ ΑΝΑΛΥΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ
Κι είναι κάποιες στιγμές που θέλουμε να ξαναζήσουμε
πριν γίνουμε σύννεφα,
πριν αναλυθούμε σε μουσική και λευκά κρίνα:
Μια αμμουδιά με καμπύλες κι αχινούς,
το Χοντρό-Λιγνό στην παράγκα της Μεταμόρφωσης,
τα ποδήλατα και τους νυχτερινούς βατράχους.

Θέλω

στο τέλος μου

το αδαμάντινο,
όταν τ'άστρα θα σβήνουν ένα-ένα επιβλητικά
κι η απορία μου θα λιγοστεύει.


Ω, Κίρκεγκωρ,ω Νίτσε,κατανοώ την αγωνία σας:
Η επανάληψη είναι ένα ξανθό μυρμήγκι,
που βγαίνει απ' τους μυκτήρες.

Απαραίτητο όσο το a caza d' Irene των παλαιών εκδρομών.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΙΔΡΩΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ


ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΙΔΡΩΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ
Αυτό το αστέρι ίσως και να μην υπάρχει πια,
να΄χει χαθεί, όπως οι παλαιοί ζητιάνοι
-όσοι δεν έπιαναν,τότε, τις εισόδους των ναών,
αλλά, από πόρτα σε πόρτα,
περιφέρανε μιαν αξιοπρέπεια,μια τρυφεράδα
ή όπως οι τουλούμπες με το γλυφό νερό
στις γωνιές των τετραγώνων-κι αυτές έχουν χαθεί-
που ξεδιψούσανε λουλούδια κι ιδρωμένα άλογα.
Αυτό το αστέρι που θαυμάζουμε
που ενδεχομένως βρίσκεται σε μαυσωλείο του θόλου,
μπορεί και να πετάχτηκε απ' τον κόρφο της χαζοΦταλιώς,
του θηλυκού εκείνου Φάλσταφ,στη δεκαετία του '50,
που τάιζε τους χοίρους της με ψεύτικα μαργαριτάρια,
κλεμμένα απ'το παζάρι,και σ'έβριζε αν δεν της έδινες
μια πενταρίτσα,μυστικά ευχόμενη να μη της δώσεις,
γιατί την τρέφανε οι φωνές και οι κατάρες.
Τ'αστέρια είναι φωτογραφίες από ένα χθες
που υπερβαίνει τα δικά μας όρια
και μόνο
στον Αχώρητο χωρεί,
σφιγμένο
σαν πεταλούδα σε παλάμη.



ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΧΟ

ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΧΟ
Κι αν δεν έγραψα για αποχωρισμούς,
είναι γιατί τίποτε δε θεωρούσα αμετάκλητο.
Πεταγόμουν, αίφνης, στο περίπτερο για τσιγάρα
κι όταν γύριζα,το άστρο που κοιτούσα είχε δύσει
και οι αγαπημένες και οι φίλοι είχαν χαθεί
στα φυλλώματα των δέντρων.
Ω,το "αντίο" δεν έχει τη διαφάνεια που πιστεύουμε
δε δείχνει ότι υπάρχει το αμετάκλητα χαμένο:
Κι αν ακόμη ξανασυναντηθούμε,εκείνοι θα'ναι διαφορετικοί
κι εγώ θα'χω αλλάξει.
Και κάθε αλλοίωση είναι κρυμμένη στη στιγμή
στο κάθε μας βήμα,στην κάθε μας λέξη,
στον κάθε στίχο.

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΚΡΥΑ
Κι η προσευχή των ταπεινών,
ανάβει τα βράδια όπως ένας σωτήριος φάρος,
όπως ένα αστέρι που τρεμοσβήνει,
αν κι έχει την έκταση και την ένταση εκατοντάδων γαλαξιών.

Κι η προσευχή του πράου,
ανθίζει όπως ένα μικρό κυκλάμινο
που τίναξεν ο βράχος
αν και υπερβαίνει την απεραντοσύνη του ουρανού.

Ω,νύχτες του θεωρήματος:
"Το μικρό, όταν είναι καλό,γίνεται ακόμη πιο μικρό",

νύχτες των αρχαίων δακρύων
μπροστά σ' ένα μαυρισμένο εικόνισμα,

γονυκλισία της γιαγιάς,μέσα στο περιβόλι με τις κερασιές,

λόγια όσων αγάπησα- και απίστευτα μακρυά βρίσκονται πλέον.




Η ΕΡΙΦΥΛΗ ΒΟΥΡΤΣΙΖΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ

Η ΕΡΙΦΥΛΗ ΒΟΥΡΤΣΙΖΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
Θέλει προσοχή η υπόθεση,
διότι τα τραγούδια είναι σούστες με κουτσά άλογα
και σ'οδηγούν σε δρόμους με ρολόγια που ακινητούν -
εννοώ σαύρες χασμώμενες -κι όχι
ότι δεν υπάρχει καιρός,απλώς ξεχαστήκαμε,
ώσπου να σταματήσουμε κάτω απ' το παράθυρο της Εριφύλης ,
εκείνη κοίταζε στον καθρέφτη
ψιθυρίζοντας: "Έχει κάτι το αμαρτωλό η μπαλάντα,
ακόμη κι ο ανύπαρκτος δε θέλει να τον ξεμπροστιάσεις".
Τόσες εκδοχές της θάλασσας μας δόθηκαν,τόσα μπαλκόνια
μακρινών αστερισμών,όπου μαζεύονται τα ξενάκια
και τραγουδούν σαν τα παράσιτα στα μεσαία.
(Είναι λεν το μπιγκ-μπαγκ,ψέμματα, μακρινή χορωδία είναι).
Θέλει προσοχή η υπόθεση,
αν είναι να σφάξεις πετεινό στα θεμέλια του πύργου
θυσίασε το δικό σου.Πες "τάδε έφη ο πατέρας
ή ο άγνωστος που δεν έβγαλε τη μάσκα του τελικά",
μην αναφέρεις ότι  βούρτσιζε τα μαλλιά της
γιατί θα την πάθεις όπως ο κυρ Αλέξανδρος
στα "τραγούδια του Θεού", ο μανάβης θα σε κυνηγάει
διότι το κορίτσι ζει και πουλάει,στις λαϊκές, λεμόνια.


Τρίτη 12 Αυγούστου 2014


ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Ο πατέρας έφτυνε το χωματόδρομο, "ώσπου να στεγνώσει
να΄σαι πίσω"
κι εσύ χανόσουν
θαύμαζες όσους ισορροπούσαν στα ποδήλατα
σ'έβαζαν τερματοφύλακα για ένα δεκαλεπτάκι όλο κι όλο
καμιά φορά,στο γυρισμό,σού 'πεφταν τα ρέστα
ή τα τσιγγανάκια φώναζαν "ντάιο" και σου άρπαζαν τη ρέγκα.
Κι ο πατέρας έτρωγε σκέτα τα φασόλια και φώναζε στη μάννα,"τον αφηρημένο".
Α, η γλυκιά οδύνη εκείνου του δευτεριάτικου μεσημεριού
που χωνόσουν στο στενό, πίσω απ' το σπίτι,
ανάμεσα σε λάστιχα και ποτιστήρια και παλιές καρέκλες για να κλάψεις.
(Το βράδυ,έτσι κι αλλιώς, θα σε πηγαίνανε στο λούνα παρκ
με τα καρουζέλ και τους απίστευτους μικροφωνισμούς).

Ναι, σίγουρα  τη ζωή μπορείς να τη ζεις για το μέλλον
παίζοντας,όμως, με το παρόν τη ρώσικη ρουλέτα.

Μόνο-κι ας μη το καταλάβαμε-το παρελθόν υπάρχει.



ΑΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ

ΑΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ
Τίποτε το ενδιαφέρον
δεν υπάρχει σ'  ένα φεγγάρι
αν αφαιρέσεις τον κήπο
και την προδοσία.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ
Δεν είναι ακριβώς το δικαίωμα ενός μολυβιού στη μέθη.
Έχω την υποχρέωση να γράφω και πρόχειρα ποιήματα
-εννοώ,
 ό,τι σημειώνω-
γιατί αλλιώς θα ήμουν ακροβάτης στα όνειρα
ένας ασκητής της λυρικής ακρίβειας
ενώ υπάρχω και θα χαθώ οικονομίας ένεκεν.

ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Κάθε ποίημα είναι ένα κατώφλι που σε κατώφλι σ'οδηγεί
έτσι που τα φεγγάρια του  σαν των ψαριών τα μάτια να στεγνώνουν
κι οι στοχασμοί του να μαραίνονται, όπως του ηλιοτρόπιου ο μίσχος.
Γι αυτό, μόλις τελειώσεις, θάψε το βαθιά στη γη
και θα το δεις σαν άστρο όταν νυχτωθείς στο δάσος,
όπως το θερινό τραγούδι θα το ακούσεις,
τα μάτια θα φοράει των κοριτσιών που αγάπησες,
θα στάζει, σαν τα  περιστέρια, ήλιο.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Ω,ΑΣΤΟΧΕ ΙΟΝΕΣΚΟ
Ο βαρύτονος, στην παράγκα του 6τάξιου Παγκύπριου
τραγουδούσε-κάτι σαν "κορίτσια...κορίτσια", πιάναμε οι εκτός
που προτιμήσαμε να δώσουμε το πενηνταράκι στο μπάρμπα Γιώργη,
για βουτηγμένο στο λίπος ψωμί,με μουστάρδα.
Άλλωστε, ο κύριος Μπένης θα μας έφερνε το τέταρτο κονσέρτο για πιάνο
του Ραχμάνινοφ,στο πικάπ-δίσκος,τότε,βινυλίου- την επομένη.
"Τί λέει ρε ο γελαδερός"κάθονταν έξω,μαζί μας και λοιδορούσε
τον φαλακρό τραγουδιστή-ω,άστοχε Ιονέσκο....
Το ξέρω,αυτά τα επεισόδια θα σας συγκινούσαν περισσότερο
αν είχατε δοκιμάσει το ψωμάκι του επιστάτη.









ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ

ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ
Αυτός ο άνθρωπος
με το ψαθάκι στο κεφάλι,
με το παπιγιόν στο λαιμό,
ζει από τα στοιχήματα.

Σκέπτεται αίφνης:
"Αν δεν πατήσω τα όρια των πλακιδίων του πεζοδρομίου"
ή "αν δεν στρίψει αυτοκίνητο σε εφτά δευτερόλεπτα
θα ζήσω άλλη μια μέρα".

Κερδίζει πάντα.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΒΟΤΣΑΛΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΒΟΤΣΑΛΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ...
Και νοσταλγείς, όσο ένας κομήτης, τις γειτονιές,
δρόμους που ατμίζονται ,Καραολή και Δημητρίου,
απ'τον καιρό που έγραφες ότι ο θάνατος μυρίζει κυριακάτικο στιφάδο
κι ακούει Γιώργο Οικονομίδη και Ρένα Ντορ
ή απέναντι απ'τον Άγιο Χαράλαμπο,δίπλα στο σπίτι του πραξικοπηματία
με τα "καθαρά χέρια",
κυνηγούσες τότε μια Στέλλα
κι,ω,
πάλι σ'έννοιες δύσκολες μπλέκεις,
γιατί να μεγαλώνεις με βότσαλα στις τσέπες,
όταν απ'τις αυλές με τα χαρτόκουτα φτερούγιζαν
οι δια  Χριστόν σαλοί, τα κορδόνια τους άγγιζαν
τις χωρίστρες των παιδιών
που όλοι τα θεωρούσαν άπλυτα
αλλ' ήταν η σκόνη των διαττόντων που τα λεύκαινε-
πάνω τους μπορούσες να γράψεις ένα ποίημα
ή το Άξιον εστίν του αρχαγγέλου.











Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

ΕΝΩ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ,ΜΑΚΡΙΝΑ,ΧΑΡΑΣΣΑΝ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ

ΕΝΩ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ,ΜΑΚΡΙΝΑ,ΧΑΡΑΣΣΑΝ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ
Τον Αντρέα Κονιάκο τον γνώρισα στο 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο,
στη Λάρισα,μια νύχτα που έκλαιγε σαν μικρό παιδί,
καρυωτακικός Μιχαλιός που δεν τον άφηναν να πάει στο σπίτι του.
Μου μιλούσε για τον Χριστό και τον Καζαντζίδη
ενώ μακρινά, φωτισμένα τρένα, χάρασσαν τα μεγάλα τζάμια.
Έμαθα για την αγάπη του στη Φυσική."Ανατρέπει τη θεωρία του Αϊνστάιν"
διάβασα χρόνια μετά σε περιοδικό-πώς τον ανακάλυψαν στο χωριό του,
την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας,γενέτειρα και του τρελού εκτελωνιστή
της Χαλκίδας, που έπλαθε λέξεις με άνεμο και νυχτερινά, μακρινά φώτα,
ζωγράφιζε τις φευγαλέες σιλουέτες γυναικών και τα πλοία που χάνονταν
- ομιλώ για τον μπάρμπα Γιάννη το Σκαρίμπα.
Αναφέρθηκε και σ'αυτόν ο Αντρέας, λουσμένος στ' αναφιλητά του,
εκείνο το βράδυ,μου απήγγειλε ποιήματά του
από τη "Μαθητευομένη των τακουνιών"
Αργότερα έψαξα  στο διαδίκτυο να τον βρω.
Είχε "φύγει"
με μια καρδιά δοσμένη στον Κύριο,μ'ένα δαιδαλώδες μυαλό
γεμάτο απίστευτους υπολογισμούς και,φαντάζομαι, με το στόμα γεμάτο
από λέξεις του μπάρμπα Γιάννη, λέξεις όπως "χάη", "δάσα","κερά"
κι ακόμη "σπασμένα καράβια" και ορίζοντες με κόκκινους φάρους
όπως,εκείνο το βράδυ,ζωντάνευε,σα να τα ζούσε
-αυτό το ορεσίβιο,μεγάλο παιδί,ο Αντρέας.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι λέξεις δεν μιλούν σ'αυτό τον τόπο.
Κάποιες, ευάερες και ευήλιες, τρυπώνουν μέσα στα ποιήματα,
κάθονται στις θέσεις των επισήμων,χειροκροτούν αραιά και που
αλλά δεν παίζουν.
Τα ποιήματα εγγράφονται στο σώμα του καιρού
κυρίως με υπονοούμενα και σιωπές,
κάτι σαν τα παιδικά λουλούδια και τα σπίτια
τα αφιερωμένα "στην καλύτερη μαμά του κόσμου".
Πάντως, όχι με λέξεις δραστικές
σαν τους μετέφηβους με τα μηχανάκια
ή τους τους ακούραστους κορυδαλλούς .
Εδώ είναι νωθροί οι φθόγγοι και τα συγκοπτόμενα,
τα ρήματα σπάνε σαν τα κόκκινα αυγά-
γι αυτό σας μιλώ συχνά μ'αστέρια,
με εικόνες όπως εκείνη που είδα στον Αηταξιάρχη,στην Πορταριά:
Πρωί, ο πατέρας χόρευε με την κόρη ένα σλόου, κάτω απ'τα πλατάνια,
οι καλεσμένοι είχαν φύγει κι ο γαμπρός
τάιζε,στην άκρη,μιαν αλεπουδίτσα,
με τα απομεινάρια της ευωχίας.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014


ΚΙ ΕΣΥ ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΑ
Κύριε,άνθρωπον ουκ έχω, ίνα βάλη με εις την κολυμβήθραν
Μέσα στο πλήθος και την Αγορά δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μου:
Οι ποιητές,κατά κανόνα ευαίσθητοι,κοιτούν τα"ολόγιομα φεγγάρια"
και στενάζουν.Άλλους τους τρυπούν του βίου τα τριβόλια,
"τί θα κάνουμε τώρα;Είναι καιρός κάτι να κάνουμε".
Ένα δεύτερο σπιτάκι, τον έξοχο λόγο μας-δεκαεφτά διαφορετικές αράδες
λένε το ίδιο πράγμα-ο άλλος πίνει και ο τρίτος
δέρνει τη γυναίκα του.Οι έμποροι πουλούν πραμάτεια του χειρίστου είδους
και μετρούν οι Φαρισαίοι πρωτοκαθεδρίες και γονυκλισίες.
Ανάμεσά τους ζω "και άνθρωπον ουκ έχω".
Έρχεται ένα σκυλί, του μιλάω παραπονεμένα,
δεν είναι άνθρωπος να με σπρώξει την κατάλληλη στιγμή,
όταν ο ανάλγητος αρχάγγελος ταράσσει τα νερά.

Κι εσύ,τί με κοιτάς παράξενα;Φέτος η μέρα πέφτει Σάββατο
κι αν είσαι συ ο άνθρωπός μου, θα σε φάνε οι υποκριτές.


Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Α,ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΡΕΜΟΣ...ΜΑΣ ΠΗΡΕ ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Το'χουν αυτό οι νύχτες, να τρελαίνουν τους ποιητές
και να τους ταξιδεύουνε στο Σείριο,στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού,
στην άλλη άκρη του πληκτρολογίου,τελοσπάντων,
όπου χορεύουν οι Σουλιώτισσες (ανθοί της αμμουδιάς οι αχινοί)
και πέφτουν απ'τη σκάλα-Ζάλογγο,πάνω στο τρύπιο στρώμα-
το 'φερε ο κύριος Κώτσης μαζί με το βιολάκι του,
τα κουβάλησε με το καρότσι εκείνου του μυστήριου μεταφορέα
που άρπαζε καδρόνι όταν το σταυρό σου έκανες πλάι του.
-κι είχαμε το παραπέτο γεμίσει σταυρούς-.

Α,αυτός ο γκρεμός μας πήρε τα ωραιότερα κορίτσια...
Πού είναι η Βάσω, η Θέου,η Ελένη; Ποιά,πλέον, θα παρακαλούσε:
"Φώναξε μάγισσα την Άννα την κατσικού",
εκεί στα χαλάσματα της ροτόντας, στο παλιό Φωταέριο;

Κι ο Τραγουδάρας δεν καταλάβαινε τί μας στερούσε κι εξακολουθούσε
πάνω απ'το ακκορντεόν του-στη στεριά δε ζει το ψάρι.



ΚΙ ΟΧΙ ΤΟ ΠΕΤΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Υπάρχουν ποιητές που δεν έχουν γράψει ούτ' ένα στίχο.
Δεν εννοώ αυτούς που υποκλίνονται μπροστά στα δέντρα
κι έχουν αναγάγει σε θεότητες λέξεις χοϊκές Δε θεωρώ ποιητή
τον εαυτό μου, όταν συνθέτω το συρμάτινο:
"Υποτίθεται ότι το θύμα δεν είναι αναίτιο,αφού σ'ένα βαγόνι μακρινό
καπνίζει ο δολοφόνος".Ούτε όσους αλλοιθωρίζουν μετρώντας ουρανούς
μ'αρχαιοπτέρυγες και κόκκινα ρυάκια.
Ποιητές είναι όσοι έχουν λειάνει την καρδιά τους κι έχουν κάνει βότσαλο
το αρχαίο θαλασσόξυλο,όσοι μυρίζουν καλοσύνη και δεν ζητιανεύουν λέξεις,
δεν ξέρουν καν ότι είναι ταπεινοί,μοιράζουν την ψυχή τους στους περαστικούς,
ήλους ζητούνε για τα πάθη τους, σπέρνουν την αθωότητα που κέρδισαν,
αγκάθια φορούν στο μέτωπό τους,μονολογούν ατέλειωτα για τα ανθρώπινα,
βρίσκοντας πως δεν μπορούν τα θεϊκά να φτάσουν.
Οι γλυκοφιλούσες τους ταξιδεύουν στα πέλαγα
ή-ρόδα αμάραντα-τινάζονται απ' τη γη.
Δεν ψάλλουν τα κεκραγάρια για να τους ακολουθήσουνε τ'αηδόνια,
τ'άνθη τους κοσμούν σταυρούς κι όχι το πέτο των ανθρώπων.



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΛΑΜΠΑ ΑΝΑΜΜΕΝΗ
Με πλήρωνε με βότσαλα-τα ρέστα δικά μου.
Κι,ω.υπέρτατη μουσική....
Όλοι θα φύγουμε,
γιατί να μας τρομάζει μια λάμπα αναμμένη στο σκοτάδι;

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΑΛΛΩΣΤΕ
Πώς να υφίσταται νόστιμον ήμαρ
όταν ο χρόνος είναι ευθύς;
Λέξεις βαριές,βέβαια,πέφτουν στο χαρτί,σα δάκρια
ή στάλες μπόρας που περνάει από μακριά
κι ακούγονται από cd τραγούδια των σειρήνων.
Όμως η μέρα της επιστροφής, γεμάτη μουσικές,
γεμάτη γλάρους, δε θα'ρθει ποτέ.

Άλλωστε δεν ξεκινήσαμε κανένα ταξίδι.

Μόνο να σχεδιάζουμε και να μετρούμε συνηθίσαμε.




Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΠΡΙΝ ΑΚΟΥΣΘΕΙ ΤΟ "ΑΡΑΓΕ"
Ο χρόνος...Τί υπάκουο σκυλάκι...
Εντούτοις θα λησμονηθώ- όσες σήραγγες κι αν έχω σκάψει
εντός του,
όσες νυχτερίδες κι αν βγάζω απ'το ημίψηλο
να διαβάσω στα πτερύγιά τους το μέλλον,
όσους καθρέφτες κοίταξα, πριν προφέρω το "άρα".
Βέβαια, υπάρχει η αυτοαλήθεια
και το "δεύτε αριστήσατε",στην όχθη της Γεννησαρέτ
όταν όλα υφίστανται -ως δυσδιάκριτα- μιας βεβαιότητας την πίεση.
Οι αραποσυκιές ίσως χειροκροτήσουν ξανά τους κομήτες
και τα λουλούδια μπορούν
να δείξουν δρόμους παλιούς στους ελέφαντες





Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

ΕΝΑ ΧΩΝΑΚΙ ΜΕ ΝΟΤΕΣ ΤΟΥ ΠΙΑΤΣΟΛΑ
Στη γωνία Ερμού με Λώρη,
ένας γέρος με ακορντεόν,
με πενήντα μόλις λεπτά, σου γεμίζει ένα χωνάκι
με νότες του Πιατσόλα.
Κι αναρωτιέμαι, γιατί αυτή η ασήμαντη εικόνα
μου θυμίζει τον αξιοπρεπέστατα ντυμένο ζητιάνο
-ξεφτισμένο σακάκι
και γραβάτα-στη Νεάπολη των αρχών του '60.
"Κυρία"σεμνοπρεπώς μιλούσε "λίγο ψωμάκι,τίποτε άλλο".
Κάποτε αναρωτιόμουν τί το'κανε τόσο ψωμί...
Ύστερα κατάλαβα ότι πολλοί, τότε, το στερούνταν κι αυτό.
Τώρα λυπούμαι που δεν έψαυσα στις παλάμες του,
την ώρα που του ακουμπούσα τη φετούλα,
για τον τύπο των ήλων.