Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΚΡΥΨΕ ΕΝΑ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Ένα σφαγμένο κιρκινέζι στο μαντήλι
Και η  Αγία Υπομονή,η Παλαιολογίνα
Φανήκανε στο λυπημένο βλέμμα ενός κλόουν.

Όλα γεννούν ένα Σταυρό,αδελφέ μου,
Το γέλιο και το δάκρυ ένα Σταυρό.
Σκάψε βαθιά και κρύψτον μες το μεσημέρι.
Να πίνουν από τη ρίζα του οι διψασμένοι,
Να ελαφραίνει το δικό τους το φορτίο,
Να λάμπουνε στον ουρανό ο Μανουήλ κι ο Κωνσταντίνος.


Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΦΥΣΤΙΚΙΑ
Μου λείπουν πέντε λέξεις όλες κι όλες,
Για την αρχή ή την καταληκτική κορόνα.
Μπορεί να είναι
Και για μια επικίνδυνη στροφή
-Τα ποιήματα ελίσσονται σα φίδια-.
Προσεύχομαι να μου δοθούν.
Kι άλλες φορές
Στην Αγορά τις ζητιανεύω αυτές τις λέξεις.
Κι αν με λυπούνται τα παιδιά κι οι μεθυσμένοι,
Στάζουνε στο καπέλο μου τα δάκρυα των τρελών.
"Πάρε",μου λένε"θα σαπίσουν πλάι στα αρχαία φιστίκια".


ΕΚΤΟΣ
Και οι άγγελοι επανέρχονται
Επειδή γνωρίζουν
Πως
Δεν πεθαίνει τίποτε
Εκτός από τη δυνατότητα να το κατανοήσουμε.




Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αλλά πρέπει να τελειώνει κι η αναμονή.
Κι ό,τι θα έρθει, δεν θα μοιάζει μ'όσα συνηθίσαμε.

Δε νοσταλγούμε το παλιό μας σπίτι
Κι ας φεύγουμε με βότσαλα στις τσέπες.

Να χτίσουμε ελπίζουμε καλύβες για τα νέα μας τραγούδια,

Τον Ουρανό να μεγαλώσουμε.




Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι άγγελοι πετούν ψηλά,πλάι στα χελιδόνια
Κι αυτή η μουσική όλο και δυναμώνει.
Κάποια στιγμή θα μας διαπεράσει,
Την περιμένουμε να κυλήσει στις φλέβες μας.
Θα'ναι απόβραδο,την ώρα που χάνονται
Στον ορίζοντα
Τα πλοία.
Κάτω θ'ανάβουν οι πολύβουες πολιτείες,
Όταν ανάλαφροι θα νιώσουμε,σαν τα τελευταία πουλιά,
Σαν τους μικρούς ανέμους
Και την καρδιά των ποιημάτων
Που δεν προλάβαμε να γράψουμε.

Μια παιδική προσευχή θα είμαστε πλέον.



Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014


ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΙΚΡΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ

Κι αν ο πηλός χαράσσει τον πηλό
Σε μιαν αιμάτινη γραμμή-
Μη το ξεχνάς: Σου έχουνε δοθεί δυο φωτεινές φτερούγες
Για ν'ακουμπάς επάνω τους,
Το σύμπαν να διασχίζεις.

Σου'χει δοθεί μια σπίθα
Την τρέλα μας να κάψεις,την παραφορά
Και τους πικρούς ανέμους.

Κι αν σας μιλώ για τ'άστρα
Είναι γιατί μπορούμε όπως το μαντήλι,
Να ξετυλίξουμε τον Ουρανό.

Παρ'όλο που, σαν το χταπόδι,
Ο φόβος μας τυλίγει.

Προς το παρόν,ας πολεμήσουμε με το τραγούδι
Ας βγάλουμε απ'τις τσέπες μας την Ομορφιά
(Πουλιά,μικρές πυγολαμπίδες κι ανεμοστροβίλους,
Παιγνίδια και χαρταετούς).

Είν' όλα αυτά μια άμυνα,
Όπως η ερημία και τα ποιήματα.


Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΜΟΥ
Νύχτα, στον έρημο σταθμό, με τα λαμπιόνια των τρένων
Ν'απομακρύνονται,
Συνάντησα,αναπάντεχα,τη νεότητά μου.
Φορούσε ροζ γυαλιά-από αυτά, κυρίως,
Την αναγνώρισα
Κι από μια ρητορική πανηγυριώτη εμποράκου.
Την ένιωσα να λυπάται για την κατάντια μου.Δεν το φανέρωσε.
Κέρασα μια πορτοκαλάδα και θυμηθήκαμε τα παλιά.
Υπήρξεν άκρως διακριτική,μιλούσε με παύσεις
Και τη γνωστή μου μουσική-τόνιζε ιδιαίτερα το ρο.
Έψαχνε, σχεδόν εναγώνια (το κατάλαβα εξαρχής),
Για κάποιο τζουκ μποξ.Δεν υπήρχε.
Όταν έφτασε το τρένο μου,κάπως αφηρημένη,
Ανέβηκε το πρώτο σκαλί.Τη σταμάτησε ο ελεγκτής:
"Μα δεν έχετε εισιτήριο,ο κύριος συνεχίζει".




Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014


ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΣ
Τα νυχτερινά τοπία υπάρχουν
Για να ακουμπούμε τους αποχαιρετισμούς
Όταν τα πουλιά διασχίζουν τα όνειρά τους
Και οι αισθαντικοί υποκλίνονται στα γυμνά δέντρα.

Τα νυχτερινά τοπία γεννούν τους κομήτες,
Που ταξιδεύουν για να ξαναγυρίσουν,

Όπως ο Οδυσσέας κι ο Ρασκόλνικωφ.

Α,πρέπει να καταργήσουμε τα όρια
Να εντοπίσουμε τη μουσική στις φωλιές των άστρων

Το κέντρο μας,έτσι κι αλλιώς,είναι ο Ουρανός.




Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ
Kι όπως αρχίσαμε να γράφουμε Ποίηση
Έτσι,σκέπτομαι, και θα σταματήσουμε.
Θα'ναι΄ένα απόγευμα βροχερό: Το κουκούλι
Που θα γεννήσει τον άλλο Μπωντλαίρ.

Ν'ασχοληθούμε,λέτε,με το εμπόριο;

Όμως τα λεπταίσθητα παιδιά
Θα συνεχίσουν να προσεύχονται
Σαν τα mantodea
-Τα αλογάκια, που λέμε,της Παναγίτσας-.

Ένα μικρό τραγούδι θα αναδεύεται
Απ'τα μαλλιά των γυναικών.

Το ρεπερτόριο των κλόουν
Θα περιλαμβάνει πλέον και ρώσικη ρουλέτα.

Ο νεκρός θ'ανασταίνεται τελικά,θα μιλάει
Για τ' άλογο που αγκαλιάζει
Ο δακρυσμένος Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε,
Μια που ισχύει
Ο νόμος της Αιώνιας Επιστροφής
Και ο οξυγράφος κάλαμος
Θα ξαναφυτρώσει στα δάχτυλά μας.

Επειδή η Ποίηση δεν είναι αισθητική ευωχία-
Είναι χρέος μας παντοτινό.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΜΠΛΕ ΑΚΟΡΝΤΕΌΝ
Τίποτε δεν υπάρχει αναίτιο.
Τα τραγούδια γεννήθηκαν απ'το φεγγάρι
Κι εκείνο από ένα τραγικό γεγονός:
Άνοιξε ένα μπλε ακορντεόν μπροστά στη θάλασσα.




Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΙΣ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΗ
Α,αυτές οι παράφορες ώρες της μόνωσης,
Όταν όλα συνοψίζονται σ'ένα κυπαρίσσι,
Σ'ένα λευκό,σαν αχιβάδα, σύννεφο-
Κι ο κόσμος,λες,υπάρχει υπέρμετρα σκληρός
Αφού ο ήλιος ακυρώνει τα τραγούδια μας,
Οι γέροντες ψάχνουν στην αποθήκη τις φτερούγες τους
Κι η θάλασσα αποτελεί το χθες που μας αρνήθηκαν.
Θα ξεφυτρώσουν νέα μονοπάτια για την ποίηση
Μα θα περνούν απ'την ψυχή μας
Ξυστά
Όπως οι νυχτερίδες
Απ'τις χωρίστρες των παιδιών,
Από των νυχτολούλουδων τους κάλυκες.





Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014


ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΙΘΑΣΣΕΥΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΓΟΥΣΤΟ ΣΑΣ
Τα ποιήματα είναι σαν τα απρόσμενα πουλιά:
Τρέφονται από του ουρανού το γαλάζιο
Και ξεδιψούν από τα σύννεφα.

Κάποιες φορές υιοθετούν σχήματα ανθρώπινα.

Γι αυτό, στον λευκοντυμένο κύριο
Που θα κλείσει την ομπρέλα του,
Θα γονατίσει μπροστά σας
Και θα κλάψει,
Φερθείτε σπλαχνικά-

Το πιθανότερο να'ναι παλιό στιχάκι
Που το εγκαταλείψατε πριν τελειώσει
Γιατί δεν τιθασσεύονταν στο γούστο σας.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014


ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΑΠ'ΤΗ ΝΙΚΟΤΙΝΗ
Ό,τι μου απέμεινε είναι ένα καλάθι
Γεμάτο απ'τα ονόματα όσων έφυγαν:

Κάποια νωπά και μεμβρανώδη, σαν το καύκαλο χελώνας
Που μόλις πρόβαλε από τ'αυγό της.
Πλάι τους,γυναικεία-ίδια μ' άνθη ανοιγμένα.

Τα παλαιότερα είναι σκουριασμένα κι έχουν
Δάχτυλα και μουστάκια κίτρινα, από τη νικοτίνη.
Υπάρχουν και εκείνα που τινάζονται ακόμη
Καθώς τα ψάρια που σπαράζουνε στην άμμο.

Τί να τα κάνω τόσα ονόματα;

Λέω να τα μοιράσω στους αγγέλους με τα φαναράκια
Εκεί ψηλά, στο ζόφο τον απέραντο,
Σαν με καλέσουν να πετάξω
Γυμνός απ'το δικό μου όνομα

Ή να τα δώσω στους ποιητές και τα παιδιά,
Να φτιάξουνε τα νέα τους τραγούδια.












Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

ΕΝΑΝ ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟ ΟΥΡΑΝΟ
Κι έτσι, όπως έρχονται, σβήνουν την ανυπαρξία
Είναι η αρχαία μουσική αφετηρία και καταγωγή τους.
Κι έτσι, όπως, ένας-ένας, αποχωρούν σιωπηλοί,
Σημαδεύουν την άχρονη ατοπία
Του προορισμού-
Έναν απερίγραπτο ουρανό.







ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Οι δρόμοι δεν κουράστηκαν να περιμένουν
Μα εμείς έχουμε γίνει,πλέον,δέντρα
Γεμάτα άνθη,έρωτες και περιστέρια.

Όταν οι δρόμοι καταπίνουν τα τριζόνια τους
Παίζουμε με το καρουζέλ των άστρων:
Το Σείριο,το Λαμπαδία, τον Ωρίωνα.
Τα δάκρυα ονομάζουμε βροχή,
Ρολόγια πράσινα τις σαύρες

-Πάντοτε ο Αιών ακινητεί-.

Ύστερα βγάζουμε  μαντίλι να σκουπίσουμε το μέτωπο
Και πέφτει χάμω η μέρα.
Ανάβει το πρωί, σαν τα κεριά στην Ποίηση του Σολωμού.

Αλλά ας θεωρούμε σπάνια εκτεθειμένη
Αυτή τη ζώνη των λυπημένων ομοτρόπων.
Το κάθε τι, είναι ζυγισμένο για να συγκινεί,
Αφού θα' ρθει το τέλος,
Σα μια γυναίκα που φυλακίζει στην παλάμη ένα τζιτζίκι
Και που προφέρει ακαταμάχητα το πόθεν,

Σαν το παιδί που ανακαλύπτει την ουσία της σιωπής του.


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΟΛΟΓΟΙ
Κι αν υποτεθεί ότι οι λέξεις έρχονται αιφνίδια
Όπως τα πουλιά,τα βραδινά τραγούδια
Και οι χελώνες,
Πάλιν είμαστε υπόλογοι για ένα αδέξιό μας ποίημα.

Οφείλουμε ανταπόκριση σ' ένα ρυθμό των σπλάγχνων μας
Ακόμη κι όταν μελετούμε ένα θαλασσόξυλο
Στρεβλό και κούφιο

Και τ'ονομάζουμε, αυθαίρετα, Ευνίκη.

Μας είναι απαραίτητη μια διάταξη ιδιαίτερη
Κάτι σαν το πρωτόκολλο σε δείπνο,
Όπου το "πλάι", διαλέγεται σωπαίνοντας

Ο εντυπωσιασμός είναι χαρακτηριστικό του παγωνιού
Και του κατσέρ.

Τότε που ο άλλος αποσπά έναν άγριο μορφασμό
Και τον πετά ψηλά-να εντυπωσιάσει.

ΟΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΝΗΣΙΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ

Τίποτε δεν υπάρχει χωρίς προορισμό:
Μια μαργαρίτα ανθίζει
Επειδή πρέπει να μάθουμε αν μας αγαπούν,
Το άλογο για να εφευρεθεί η έκφραση
"Σάπια χρεμετίσματα στα λιθόστρωτα",
Και το θύμα για να καπνίζει ο δολοφόνος
Σ'ένα άδειο,μακρινό βαγόνι που ταξιδεύει.
Πρέπει να ορίσω-σκέπτεται ο τελευταίος-
Πρέπει να ορίσω ως ισοκράτημα
Το δέντρο που σταμάτησε να ονειρεύεται στη βροχή,
Τον πελαργό
Που ραμφίζει ολόκληρη την αθωότητα
Κάθε "τάλαντον", όταν θυμάται τον Εσπερινό.

Και στο λυκόφως,
Μάζευαν οι πρόγονοι,στη χούφτα, τα κόκκινα σύννεφα
Και τους ζητούσαν να αφηγηθούν παλιές ιστορίες.

Κάποια στιγμή,οι ίδιοι
Γλιστρούσαν μέσα στις παντούφλες του πατέρα-
Όπως γίνεται σε κάθε γνήσιο εφιάλτη.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΚΡΥΒΩ ΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ
Βέβαια, τους παλιούς ουρανούς δε θα τους ξαναδώ.
Δεν προλαβαίνω.
Κι είναι φορές που σκέπτομαι το λάθος μου,
Να μην αποτυπώνω τη στιγμή που κραύγαζα "ευοί ευάν"
Στα χέρια-όπως κάνεις μ' ένα τατουάζ
Ή να μη την κρύβω, βιαστικά, στην τσέπη,
Σαν τους κλεπτομανείς με τα κουταλοπείρουνα.

Κι όμως,ο χρόνος,όποτε ξανασυναντιόμαστε,
Μου δείχνει πανδοχεία και ταβέρνες όπου
Αν θέλω
Μπορώ
Να κουβεντιάσω μαζί του για τα παλιά,
Να με κεράσει ένα κρασί,
Για πολλοστή φορά ν'ανανεώσουμε
Το ραντεβού μας στη Σαμάρα.



ΧΑΪ-ΚΟΥ
-Λευκό φεγγάρι
Η δαγγεροτυπία
Του πρώτου φόνου

-Από τα ράμφη
Διάφανων περιστεριών
Στάζει ο ήλιος

-Πάνω αστέρια
Πλάι μας ανθισμένες
Οι βερυκοκιές

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΚΑΙ ΡΩΤΩ ΤΙΣ ΗΛΙΚΙΕΣ
Ο μισός βρίσκομαι εδώ,
Άνθρωπος με προοπτική πλατάνου,
Κι ο άλλος μισός ταξιδεύω στη σιωπή
Που οι γηγενείς ονομάζουν σκοτεινή πλευρά
Του ποιήματος.
Θέλω να ενώσω τα διεστώτα,
Αλλά μου είναι δύσκολο, πλέον, να ονειρευτώ.
Κρατιέμαι προσεχτικά απ'τη μουσική και ρωτώ τις ηλικίες.
"Τρίτη γωνία δεξιά,στο φούρνο που έγινε ο φόνος"
Μου απαντάει κάποιος.
Κι Άννα που μου μιλούσε για το Λούκυ Λουκ έχει εξαχνωθεί
Κι ο κήπος, με τις ανθισμένες μηλιές,
Ταξιδεύει ανατολικά, ώσπου να γίνει ελέφαντας.

Ένα τραγούδι, ένα τραγούδι για τον καιρό
Που κρεμούσαμε κιθάρες στις ιτιές της Βαβυλώνας.


Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ
Δεν πρέπει να είναι κι άσχημα εκεί,
Μέσα στους γαλαξίες και τους νυχτερινούς κήπους
Που με τις αποσκευές τους
(Νυχτοπεταλούδες κι όνειρα παιδικά)
Ανελήφθησαν.

Κάθε πρωί,των χερουβείμ τα πτίλα πέφτουν
Αργά και τελετουργικά,
Όπως περνάει μια μπάντα
Με το δεξί χέρι του μαέστρου να τινάζει
Τις νότες, σα να σπέρνει μεγάλες στιγμές,
Αμετάκλητες αποφάσεις
Ή ένας άνεμος στροβιλίζεται
Γύρω από ένα άλογο που έμαθε να νοσταλγεί.

Δεν πρέπει να΄ναι κι άσχημα εκεί.
Η μουσική,νόμισμα-και περνάει
Από χέρι σε φτερό, από ποίημα σε παιγνίδι.



Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΚΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Είναι κάτι παλιά δωμάτια που θα βαρύνουν
Στα μεγάλα χέρια του Θεού.
Στα τζάμια τους φαίνονται,κολλημένες,αρχαίες φρυκτωρίες
Που κάποτε σήμαναν το αναπότρεπτο.
Στα έπιπλά τους στοιβάχτηκαν βόγκοι, γέλια,μοιρολόγια.
Γριούλες ξεμάτιασαν με λάδι και νερό
Άλλες άναψαν το καντηλάκι των Αγίων.
Απ' τα παράθυρά τους, κάθε πρωί,πετούσαν
Περιστέρια γεμάτα φως
(Κάποιες σταγόνες του έπεφταν στο πάτωμα
Κι έμεναν  ανεξίτηλοι λεκέδες).
Τα βράδια, οι νυχτερίδες κατευθύνονταν
Προς τους άδειους τους καθρέφτες.

Είναι κάποια παλιά δωμάτια,
Γεμάτα από τις προσευχές των παιδιών
Κι από τ'άσπρα χέρια των ερωτευμένων.


Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΥ ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΛΙΓΑΚΙ


ΜΕ ΠΑΝΤΙΕΡΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Στο αναποδογυρισμένο καπέλο του έριξα ένα όνειρο
Από αυτά που, συχνά, σας ταχυδρομώ:
Γράφω το όνομα και τη διεύθυνσή σας
Και μου επιστρέφονται, με την ένδειξη "μετώκησεν".
Τότε η μουσική που έπαιζε,άλλαξε
-Σκούριασε  λιγάκι-
Το φεγγάρι έγειρε, σα να έλεγε: "Σιγά,ο Ενδυμίων κοιμάται".
Κι όμως ήταν ένα ευτυχισμένο όνειρο
Με παντιέρες
Κάτω
απ' τη βροχή.



Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΑΠ' ΤΟΥΣ ΛΑΙΜΟΥΣ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ ΚΑΤΑΡΕΣ

Δεν περπατήθηκαν-πιστεύω- όλοι οι δρόμοι.

Αίφνης, δεν εκτέθηκε σε προθήκες super market
Ο Μέγας Κανών, του Αγίου Ανδρέου
Του Κρητός.
Και δεν τινάχθηκαν,
Απ' τους λαιμούς των αηδονιών, κατάρες.
Τα ιστιοφόρα δεν ποντίζουν,γι άγκυρες, ποιήματα
Κι ο Μίσκιν θα' έχει φυτρωμένο πάντοτε,
Μες την καρδιά του, ένα κρίνο.

Απ'τις ρωγμές μου, διακρίνεται το Αιώνιο:
Βουβός, ρήτορας καιρός, κάτω απ'τις καμπάνες,
Η κουβέρτα της θάλασσας να φανερώνει
Τα λυπημένα βλέμματα όσων αναχώρησαν
Μαζί με τ'όνομά τους.

Πάντως δεν ειπώθηκαν όλα.Κι αν αυτό συνέβη,
Υπάρχουν οι καθρέφτες με τα αλλότρια είδωλα
Και κυματίζει, σα σημαία, ένα παλιό μου τραγούδι:
"Στο πουθενά και το ποτέ ανάμεσα
Υπάρχει ένας καιρός
Για να ξεχνάς τη λήθη".




Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014


ΕΥΘΡΑΥΣΤΑ
Κι αν σας μιλώ με παραβολές
Είναι γιατί θεωρώ εύθραυστα τ'αστέρια.



ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΜΕΛΙΣΣΑ
Απλώς, όλα τελεσιουργούνται στη Σιωπή,
Στη δραπέτευση "επί γυμνού"-Οι άλλοι
Έμειναν με τη σινδόνη, πέρασε ο νεανίσκος
Πώς αλλιώς θα βρεθείς
Κοντά στον πόνο ενός Θεού;
Τίποτε δεν απομένει,
Οι τελώνες φορούν τα επιμανίκια,
Μαζεύουν τη χρυσόσκονη απ'τη ζυγαριά,
Δικές μας οι σπάνιες λέξεις
Ανοίγουν όπως ο καρπός της ρετσινολαδιάς.

Nα προλάβεις να πεις "φεύγω". Όπως τραγουδούσαμε
Το"περνάει,περνάει η μέλισσα".




Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

ΠΡΟΣ ΤΙ ΤΑ ΥΒΡΙΔΙΑ;
Οι μοδίστρες του παλιού καιρού γονάτιζαν
Μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες-
"Εδώ, θέλει γέμισμα", έλεγαν στη νοικοκυρά
Με μια καρφίτσα κάτω από τη γλώσσα.
Έξω ακούγονταν ένα ακορντεόν
Και προς τί
Τα υβρίδια κάποιων ποιημάτων;
Η λέξη φοράει ημίψηλο και συστήνεται:
"Χαίρω πολύ,
Ο πρώην κασσιτερωτής σας.
Τα παιδιά μου γεμίζουν
Την εαρινή εσπέρα σας μ'αερόστατα.Φαίνονται
Στα σκοτεινά παράθυρά σας,εκτός κι αν ξεχνάτε.

Οι εποχές αλλάζουν
Και κάθε λυπημένη ιστορία,πλέον,παρασιωπάται".


Ο ΜΑΣΤΙΧΑΣ Ή ΕΝΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΡΟΠΤΡΟ
Γράφω ποίηση επειδή
Εξακολουθούν να ψάλλουν οι άγγελοι χερουβικά,
Η γιαγιά δε σταμάτησε ν'ακουμπάει την ψυχή της
Στην κάφτρα του καντηλιού,
Το λυπημένο βλέμμα των παιδιών πετάει μενεξέδες.

Γράφω ποίηση όσο τα συντριβάνια αναβρύζουν
Τις μεσημβρινές φωνές αρχαίων πλανοδίων.

Λέτε να βλαστήσει ο μαστιχάς ή ένα σκουριασμένο ρόπτρο;

Εγώ πάντως θα προσπαθώ.

Εκτός κι αν βρεθώ,αιφνίδια, σ' άλλο πλανήτη,
Φορώντας μιαν εξαίσια μουσική
Κι οι φίλοι δεν θα με κοιτούν, πλέον, στα μάτια.



Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΒΡΑΔΙΑ


ΦΙΛΟΚΑΛΟΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Και κάποια βράδια έρχονται τόσον αργοπορημένα
Στα ραντεβού τους
Κρατώντας την "Ατθίδα" και την "Φιλόκαλον Πηνελόπην".

Ξεφυλλίζουν σελίδες
Με φιγουρίνια του μεσοπολέμου,

Από αυτά ξεπατίκωνε η θεία Ανδρονίκη
Φορούσε και τις κρέμες που πρότειναν.

Αλλά πέθανε,
Όπως θα πεθάνουμε όλοι.


Και κάποια βράδια είναι τόσο γλυκά-
Στάζουν διάττοντες και ψάχνουμε τα μάτια
Όσων αγαπούμε
Να δούμε τα είδωλα τους,

Ψάχνουμε τις ντουλάπες-
Πού να τρύπωσε ο Τζίμινι Κρίκετ;

Τον ακούμε πάντως τον τυπάκο
Εμείς οι, κατ' Έλιοτ, κούφιοι άνθρωποι
Γι αυτό και νιώθουμε γαλήνιοι στο σκοτάδι.

ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ ΟΣΤΕΟΦΥΪΑ
Στην πραγματικότητα, δεν αγαπήσαμε τα γυμνά δέντρα
Που,στέλνοντας το ένα στο άλλο πουλιά,
Σχεδιάζουν,για μας, μιαν Άνοιξη.

Σκαλίσαμε πάνω τους μια καρδιά, γεμάτη υπερβολές,
Made in Japan υποσχέσεις
Κι αποχαιρετισμούς
Όπως οι Εβραίοι επί των ιτεών Βαβυλώνος.

Κρεμούσαμε στα κλαδιά τους χαρταετούς,
Τα βασανίσαμε αρκετά με κούνιες.

Κι  η Ευθυμία που τ'αγκάλιαζε,
"Μόνον εσείς μου απομείνατε"ψιθύριζε-
Γιατρός ΩΡΛ, αργότερα
Παντρεύτηκε ένα ποδοσφαιριστή,
Τα ξέχασε.

Ο Νταλί,βέβαια,χρησιμοποίησε ένα τους για μοντέλο
Στον πίνακα "Μεσημβρινή οστεοφυΐα κυπαρίσσου"
Κι αυτός, στην προθετική του τρέλα πάνω.

Δεν πιστεύω να θυμήθηκε τα εγκαύματα των κεραυνών.

Α, η κρύα βροχή και το τσεκούρι του υλοτόμου...
Όχι δεν αγαπήσαμε τα δέντρα.



Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Οι γριούλες του κάμπου, με τις φστάνες,
Ανέβαιναν, τα καλοκαιρινά απογεύματα, σε σωρούς σβουνιάς
-Λένε πως δροσίζει στα βουνά-
Μ'ένα τσίγκινο πιάτο γεμάτο σκορδάρι.
Κι εκεί, κάτω απ' τον ψαλιδισμένο, από χελιδόνια
Με κόκκινη κοιλιά,ουρανό,
Κάτω από κιρκινέζια,
Κι ενώ μακριά, στα σταροχώραφα,
Τα τρένα κυνηγούσαν τον καπνό τους,
Σώπαιναν,πίνοντας το ρόφημά τους.

Θα'θελαν να μιλήσουν για τα παιδιά
Που έφυγαν ξαφνικά κοιτάζοντας τον ουρανό
Για ένα δέντρο που 'μενε σιωπηλό στη βροχή
Και για το θέρο που μόνο τα τζιτζίκια δεν κούραζε.

Αλλά κανένας δεν τους δώρισε ποτέ ένα ματσάκι λέξεις
Κουρασμένες,κίτρινες σαν τα στάχυα και τα δόντια τους.

Κι έτσι έμεναν σιωπηλές πίνοντας την αραιή σκορδαλιά τους
Ώσπου ο ίσκιος απ' τ' αγριοβασιλικά έσβηνε
Κι αλληθώριζε ψηλά η Πούλια.



Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

ΣΑ ΝΑ'ΤΑΝ ΜΑΝΟΥΑΛΙΑ
Αυτός ο άνθρωπος απολογείται στα δέντρα
Ζητώντας,μ'ένα του χεριού του τίναγμα,
Την υπόκρουση ενός μαντολίνου,
Όπως ο σαλτιμπάγκος κρέμεται, για να υπάρξει,
Από την πίκρα και το γέλιο των αγνώστων.

Αυτός ο άνθρωπος περιγράφει στα φυλλώματα,
Την ουσία της αθωότητας,
Όσων περπατούν ακόμη στο όνειρο ενός πουλιού.
Κι οι κομήτες μπαίνουν στο δωμάτιο
Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
Και τα μπαούλα αχνίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν.

Α,υπήρξε η εποχή που ο αρχάγγελος
Υάκινθο, αντί για ρομφαία, κρατούσε
Και όριζαν οι τελευταίες παιδικές φωνές,
Δρόμους προς το φεγγάρι.


Υπήρξε η εποχή που οι γυναίκες
Έψαχναν,κάτω από τη σκάλα, για τους πεθαμένους τους
Κι ένας μικρός αέρας από το παράθυρο
Έσβηνε τα μεγάλα μάτια τους
Σα να'ταν μανουάλια.