Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΧΑΛΚΟΜΑΝΙΑ ΣΕ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΥΓΟ


Στα δρομαία νέφη
Ιουλιανής λαϊκής αγοράς
Διακρίνω
Φλεγόμενον υπέρ του σύμπαντος κόσμου
Έτι και υπέρ των δαιμόνων
Τον αββά Ισαακ το Σύρο
Πλάι μου οι γύφτοι παζαρεύουν νεκταρίνια
Κι ένας αστάθμητος σκύλος δαγκώνει
Τα
Μετά
Τον χώρο και το χρόνο-
Την ύφανση της αγεννησίας και του θανάτου

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

TI NA΄ΓINE



 Τι να΄γινε των παιδικών σου χρόνων η χωμάτινη αυλή
με τα  υγρά χαρτόκουτα, μ΄ένα γεράνι πλάι στη σκουριασμένη σόμπα,
το σπίνο να κελαηδάει στο κλουβί , με την πολύχρωμη στο μανταλάκι ρόμπα,
πάνω από την υπνώττουσα  της ψάθινης καρέκλας - Στέλλα ή Βιβή.


Πάνω σε μπλε ποδήλατα, οι απεκδυθέντες των φτερών τους, χάθηκαν και πάνε
και οι πετροπολεμιστές για την τιμή των εαρινών αεροστάτων έχουν  ειρηνεύσει.
Τ΄ άστρα και οι πυγολαμπίδες δεν ξυπνούν με την κρυφή δική σου νεύση.
Δέρμα και φρόνημα χελώνας πλέον φοράς, των μαχαλάδων Μαγγελάνε.

Έχουν όλα αθόρυβα πετάξει στις σελήνης τις  αχνές σκιές
 όπου μιαιοφονία έχει τυπωθεί κι όπου ο ωραίος Ενδυμίων
κοιμάται. Κι από εκεί, στων τρυφερών σου ενυπνίων,
απρόσκλητοι επισκέπτες, απαλύνουν τις πικρές βραδιέ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ


Η Ποίηση δεν
Αποτελεί
Μόνο
Τη
Γκιλοτίνα
Ακαίρων
Λέξεων

Οφείλει, ενίοτε, να υψούται κι ως Σταυρός, την ώρα του «Τετέλεσται»

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

ΕΝ ΝΕΑΠΟΛΕΙ

Τα που από τρούλους πίσω χάνονταν πετροχελίδονα
Ενός φευγάτου είναι παιδικού μου ουρανού.
Θυμάμαι δώρο του ήμερου, το θέρος, δειλινού
Μικρές τριγύρω μας φωτιές. Γιορτάζαμε τον Κλήδονα.

Και δεν υπάρχουν (μνήμης οστεοφυλάκια) τα οικόπεδα
σκουριά γεμάτα, μπάζα κι άγριες τσουκνίδες
 ιδανικοί κρυψώνες για τις κοκκινόφτερες ακρίδες.
Λείπουν κι οι γέροι που γκρινιάζανε με χαμόγελο:
                                                            «παλιόπαιδα».

Ένα – μάτι αόρατου Πολύφημου – ωχρογάλαζο φεγγάρι
 του πεθαμένου χρόνου απολίθωμα   θα δω.
Ωρίμασα όπου γεννήθηκα. Μα ο άνεμος εδώ
δε φέρνει πια των λόφων μιαν οσμή από θυμάρι.
ΕΚΛΕΙΨΗ

Ένα παράθυρο έκλεισε πίσω του
Ακούστηκε ο βόμβος ενός νυχτερινού ελικοπτέρου

Πείστηκε τότε εκείνος από τα τριζόνια

Στη βάση του τοίχου
Με το γιασεμί και τις ωδικές τοιχοσαύρες
Ακούμπησε ένα μπουκέτο φωσφορίζοντα φιλιά

Και
Χάθηκε
Στη νύχτα

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΡΙΛΚΕ ΑΓΝΟΕΙ ΑΦΥΠΝΙΣΕΙΣ

Ο ΡΙΛΚΕ ΑΓΝΟΕΙ ΑΦΥΠΝΙΣΕΙΣ

Κινήσεις που σε συνδέουν με τη μεγάλη κουβέντα της μέρας,
<<ποιος...>> ή το τίποτε ύστερα απ' το <<μα...>>,
εφτά χρόνια δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω.
Στιγμές πιστεύω
πως υπάρχει κι έν' άλλο Χερουβικό,
πως τα δέντρα και τ' άσπρα σκυλιά
που ισχυρίζεσαι ότι ονειρεύτηκες,
είναι Άγγελοι
ντυμένοι το στα παιδικά σου μάτια οικείο.

ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΝΑ ΟΡΙΖΕΙ

ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΝΑ ΟΡΙΖΕΙ

Φτερούγες των αναλογίων για την ανάγνωση του Έρωτα
οι κραυγές
σμικρύνονται ως την αλήθεια του Αμφιβόλου:
τα σώματα κρατούν πίσω απ’ το δέρμα
                                        Ασύμφυρτους κόσμους;
Μόνο αγγελικό και βέβαιο – γι’ αυτό αγγελικό- είναι το όριο
Που ‘χει τα όριά του φτιαγμένα από μουσική.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ

ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ

Άφησε το σταυρό στο τραπέζι. Πλάι στο δαγκωμένο μήλο. Κι άνοιξε την πόρτα στο. Οι τελώνες περνούν μαύρα επιμανίκια και πιάνουν φτερά χήνας.  Μετρούν και ζυγίζουν ασταμάτητα. Τους βλέπουμε μέσα από παράθυρα, όπως τους φυλακισμένους. Ένα κείμενο αποτελεί φυλακή.  Γνωρίζουμε τους τελώνες, με τα λευκά φτερά και τα μαύρα επιμανίκια, μέσα από κείμενα. Ως την ώρα που κλείνουμε πίσω μας την πόρτα. Έχοντας ακουμπήσει τον εσταυρωμένο στο τραπέζι. Πλάι στο δαγκωμένο μήλο.

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ


Πέρασε δίπλα μας, στις ανδρώες θέσεις εισβολέας, όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο διακριτική , όχι για μας ,αλλά για όσους με κλειστά μάτια συνήθιζαν να  προσεύχονται, άλλωστε η ανθισμένη τιλιά στο προαύλιο του Αγίου Τρύφωνα σκέπαζε κάθε άρωμα -τι άλλο πειρασμικά από μια γυναίκα να αισθανθούν όσοι καταλάβαιναν πού βρίσκονταν  την Κυριακή στις εννιάμιση το πρωί.; Κάθισε κάτω από την αγιογραφία του ιεράρχη Αγίου Νεκταρίου, έβγαλε από την τεράστια τσάντα της ένα σακούλι κι άρχισε να μασουλάει και να φτύνει  στο χαλί της Εκκλησίας σπυριά ωμού σταριού:Ήταν το δικό της μνημόσυνο σ΄όσους έφυγαν κάποια τρυφερή νύχτα, αφήνοντας απότιστο το φύκο της βεράντας, ξεχνώντας εντελώς τη συνέχεια αγαπημένων τηλεοπτικών σειρών, έφυγαν με ένα τελευταίο στεναγμό, χωρίς μια καληνύχτα σ΄ εκείνη, την εγγονή, την  κόρη , τη σύζυγο την αδελφή.
 Σε καιρούς που τα πράγματα έμοιαζαν νάχουν σταθεροποιηθεί σε άλλους δρόμους , οραματιστής όσο όλοι οι ατάλαντοι ποιητές, εγώ, ο γείτονας και παρατηρητής του παρατηρητηρίου της, έγραψα μια μπαλάντα με τίτλο το όνομά της: «Η δεσποινίς Ελένη». Η Ελένη η γεροντοκόρη που, παλαιότερα, μιλούσε μπροστά στο καντηλάκι με τη γιαγιά η οποία βρίσκονταν ήδη στο Επέκεινα, γκρίνιαζε με τη μαμά της, τη δύστροπη κυρα-Όλγα και το βράδυ, στην κλίνη που θα μπορούσε να καταλήξει παστάδα όσο και φέρετρο, αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί με το υγρό αστέρι που έβλεπε να τρεμοσβήνει πάνω από τα, σαν απειλητικές παλάμες, φύλλα της κληματαριάς:

Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του ωραίου που θα  φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Κατά το πρωθύστερο, να σημειώσω ότι είχε προηγηθεί στο ποίημα  μια περιγραφή λυρικότατη της νύχτας:

Έξω η βραδιά ανθίζει λυπημένη
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια.
Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια,
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι.

O ωραίος βατραχόσχημός της, εκείνος που η Ελένη νόμιζε ότι θα μπορούσε να αποκαλύψει την πριγκηπική του μεγαλοπρέπεια-με τον γνωστό τρόπο των ερωτευμένων- ήταν εκείνη την εποχή της νεότητάς της o Γιώργος , ένας βιοτέχνης, ιδιοκτήτης κοντινού εργαστηρίου κουρτινών.
Στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Ελένη είχε την ιδρωμένη φαλάκρα του ως της μέρας άστρο. Ένα άστρο που άδυτο θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
 Από τη βεράντα  του διώροφου σπιτιού της δεν έβλεπε απέναντι, στις παλαιές αλυκές, τα παιδιά που γκρέμιζαν εκείνη την ώρα το σπιτάκι των αλατωρύχων, ούτε τα σκουριασμένα σκαριά των πλοίων που έμοιαζαν να αράζουν μέσα σε κυλινδρόχορτα και βούρλα, τρομάζοντας τα μικρά γλαρόπουλα και τα ζευγάρια που ξάπλωναν εκεί
Κοίταζε εναγώνια το δρόμο  ψάχνοντάς τον.
 Το βλέμμα της δεν το κούραζαν οι πλανόδιοι με την απίστευτη  φωνογραφία του μεσημεριού-ψαράδες και μανάβηδες και ψιλικατζήδες, με κάρα που έσερναν βαριά άλογα ούντρας, ενώ πίσω τους έτρεχαν οι νοικοκυρές της μισής μαραμένης γαρδένιας σε γκαζοτενεκέ για να μαζέψουν την κοπριά-λίπασμα που έπεφτε πίσω από το ζώο σαν τη αποσιωποιητική στίξη των πρωτολείων στιχουργημάτων μας.

Η Ελένη  μοιράστηκε με τον πρίγκηπά της μια καθαρότητα μεσημβρινού πρωινού στις Αλυκές, πλάι στη θάλασσα που είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, ένα χρώμα που υπόσχονταν αιφνίδια αναδυόμενους ναυτίλους, κι εκείνα τα κωμικά και αλμυρά σπιθαμιαία αλογάκια, τους ιππόκαμπους που ξερνούσαν τα παιδιά  τους. Ακούονταν οι τενεκέδες και τα έι των  βαρκάρηδων, ενώ ο αέρας, φευγαλέα βελούδινος, έδινε την του αιώνιου υπόσχεση. Η Ελένη καθισμένη στην άμμο ένιωθε ένα αιχμηρό βούλιαγμα στο στήθος καθώς εκείνος της κρατούσε το χέρι. Αυτή υπήρξε η μοναδική, πρώτη και τελευταία, συνάντησή τους. Της εξήγησε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να συνεχισθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή που, αν τον γνώριζε, θα δικαίωνε στην καρδιά της τον Σέρεν Κίκεργκωρ, επειδή υπήρξε η διαστολή ώς το άπειρο του δικού της χρόνου- σ΄ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αιωνιότητα. Πρέπει να τη θυμόταν εκείνη μέχρι την ώρα που ένας άναρχος αέρας φύσηξε στο μυαλό της, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι η σχέση του με την εργάτρια του εργοστασίου του, αυτή που εκείνη γνώριζε ήδη αλλά δεν ήθελε να παραδεχθεί, ήταν πολύ σοβαρή-πήγαιναν για γάμο.
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο  τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες  και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής.  Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που  αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με  μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή  μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς  γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε  σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα  είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη  πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα  ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η  αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να  αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου,  ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται  δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΛΗΡΟ ΤΗΣ Ε. Δ.

Το ματωμένο μου γόνατο
Φεγγάρι

Φυσούσε νοτιάς

 Συρθήκαμε στο μαντρότοιχο
Που φώτιζαν αχνά πυγολαμπίδες

Πίσω του ακούγαμε
Τη φωνή της

Μιλούσε
Κατά τη συνήθειά της
Σε μιαν άδεια καρέκλα

« Προτιμάς ψάρι, Γιώργο;»

Κι η ίδια απαντούσε
 Με μπάσα φωνή

«Όχι, Ελένη, το βαρέθηκα»

Οι Ιταλοί  είχαν βγάλει την μπάντα
"Ο σασά και τριαλό"
Ακούγονταν στη στροφή.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

ΕΓΡΑΦΑ

Έγραφα…έγραφα…

Στην άκρη της θάλασσας
Με περίμενε ο πεσσεύων
Αιών

Ένα σκυλί που κοίταζε
Λαίμαργα
Τα κότσια

Και
Δυο κέρινα φτερά.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΚΥΡΙΕ ΔΟΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ

ΚΥΡΙΕ ΔΟΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ

Κύριε, δος μου τον Αγγελό μου πίσω.
Στους αυχμηρούς καιρούς μας
Χρειάζομαι
Το βαμμένο στην ευλογία Σου
Δάκτυλό του
Τους φρυγμένους μου κροτάφους να αγγίσει.
Στείλε τον μου, Κύριε
Πέταξε μια μέρα μακριά μου
Όπως τα πουλιά
Όταν ακούσουν
Ένα κρυμμένο στις φυλλωσιές πυροβόλο

Τον τρόμαξε ο βούρκος μου
Οι άδειες νυχτερινές κραυγές μου

Αλλά και στο φως της μέρας
Σίγουρα
Σκέπαζε τα μάτια

Να μη βλέπει τον πηλό μου
Να σκουριάζει,
Να μη μετράει τα σκωληκόβρωτα
Της ψυχής μου έλκη.

Μη μου στερήσεις, Κύριε, το φως του …
Είναι κατασκότεινο τούτο το δάσος.

ΤΑ ΙΧΘΥΟΟΣΜΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

ΤΑ ΙΧΘΥΟΟΣΜΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Τι ωραία τα ιχθυόοσμα κορίτσια…
Γράφουν Κατερίνα love Μιχάλη
και προσπερνούν –
σε τσίγκινο πλυσταριό θα κρεμάσουν το δέρμα τους.

ΦΕΙΔΩ


ΦΕΙΔΩ
Με το ξεσκόνισμα τόσων βλεμμάτων
Τα πράγματα χάνουν την ικμάδα
Του συναισθήματος-

Όπως στα παλιά κάδρα
Θέλεις να πεις  «ο καημένος ο παππούς»
Και σου βγαίνει ένα  « έτσι ήταν λοιπόν».


Χρειάζεται φειδώ και το αγκάλιασμα.

http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=8454470844696873693#editor

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
                         

            Η πρώτη εικόνα που είχα από έναν φεγγίτη, ανοικτό στο ταβάνι σχεδόν, του υπογείου της Σόλωνος, όπου πέρασα τον πρώτο χρόνο του διαστήματος που ονομάζουμε φοιτητική ζωή, ήταν το κεφάλι μιας δεκαοχτούρας ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Πίσω, σε φόντο, κινούνταν οι εργάτες που  κατέβαζαν τα κεραμίδια του παλαιού νοσοκομείου – σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό Κέντρο. Ήσαν δυο ανθισμένα   πόδια κι οι εργάτες σήκωναν το κεφάλι, σαν να κατάπιναν γαλάζιες σταγόνες ουρανού. Μόνο το πουλί έμενε γκρίζο και γκρινιάρικο.
            Η πολυκατοικία στην οποία έμενα ήταν απ’ τις τετραώροφες του μεσοπολέμου. Είχε μικρά βρώμικα μπαλκόνια, φραγμένα με κιγκλιδώματα. Στα διακοσμητικά μοτίβα τους γυμνοί κορμοί δέντρων γεμάτοι καρπούς. Ο ακάλυπτος έβλεπε στην πόρτα της κουζίνας μας, γεμάτος αραχνιασμένα και μαύρα απ΄ την αιθάλη μικροαντικείμενα :  Μια ρόδα ποδηλάτου, μια πλαστική πεταλούδα, δυο ποτιστήρια, το πόδι μιας καρέκλας. Ίσως κάποια μπουκάλια – δύσοσμα και θλιβερά.
Στο σπίτι κατοικούσαν  οικογένειες γερόντων. Εκτός απ’ το ισόγειο (το ανώι για τον θυρωρό, ο οποίος έμενε πλάι μας, στο κατώι) όπου κάποιος Μαρίτσογλου είχε τα γραφεία αντιπροσωπείας στόκων και χρωμάτων.Στον πρώτο όροφο έμενε ο πάμπλουτος παραπληγικός κ. Τριάντης. Μας τον γνώρισε η υπηρέτριά του, η κ. Χρυσούλα, και για ένα διάστημα έβγαζα κάποια χρήματα, συντροφεύοντας τον το πρωί, όταν δεν είχα μάθημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε όμως με προσήλωση τις εφημερίδες που του διάβαζα κι έδινε γραπτές, με τρεμουλιαστά πλαγιογράματα, τις οδηγίες τους στην οικονόμο του- έτσι συστήνονταν η κ. Χρυσούλα- και στον σοφέρ. Στον αμέσως επόμενο όροφο έμεναν ο στρατηγός ε.α. Πανουργιάς και οι Αργυρόπουλοι.
            Η αμνησία μου για τους, ουράνιους πλέον, υπεράνω έχει ένα χρώμα χειμωνιάτικου ουρανού. 


********
Οι μεταξύ μας σχέσεις ήσαν χαλαρές. Ίσως το χαρμόσυνο ποτάμι που δεν άγγιζε τους πλούσιους κυρίους σαν ήταν η σκάλα υπηρεσίας. Υποκαθιστούσε το σοκάκι της, χαμένης πια, γειτονιάς. Οι υπηρέτριες μιλούσαν ψιθυριστά ανεβοκατεβαίνοντας και γελούσαν δυνατά.
Εκφορείς του δημόσιου ή μάλλον του κοινοποιημένου ιδιωτικού λόγου των ενοίκων, τιτίβιζαν σαν απελεύθερα πουλιά. Μ’ άρεσε το βουητό τους ό,τι κι αν έλεγαν – άλλωστε τι να μ΄ ενδιαφέρουν τα μυστικά δέκα γερόντων…. Έγραψα για τις σχέσεις μας – μάλλον θα΄πρεπε να το πω αλλιώς: Ανυπαρξία σχέσεων υφίστατο.
Αυτό δεν εμπόδισε κάποιες αστείες ιστορίες να, ως ιστός, τυλιχθούν γύρω μας: Για παράδειγμα, εκείνη η λογόρροια που μ’ έπιανε όταν έκλεινα  και την τελευταία εφημερίδα του κ. Τριάντη, αποκύημα μιας αμηχανίας κι ενός φόβου μου απέναντι σ’ έναν άγνωστο μου άνδρα, που ήδη κοιτούσε την Αχερουσία με τους βαρκάρηδες της, εκείνη η νευρικότητα μ’ έκανε να του περιγράψω μάλλον εσφαλμένα την σοβαρή κατάσταση υγείας του κ. Αργυρόπουλου, «μας φεύγει» πρέπει να του είπα κι εκείνος άκουσε τον Αόριστο ως Ενεστώτα  κι έστειλε αμέσως στεφάνι στον κρεβατωμένο αλλά ζωντανό γείτονά του. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο κ. Τριάντης, όμως κι ο δικός μου αντίλογος ίσχυε «γιατί δεν ρωτούσε, πριν το κάνει, το Ρώιτερ - την κυρά Χρυσούλα;».
Με τους Πανουργιάδες πάλι συνέβαιναν άλλα. Τουλάχιστον τρεις ασφαλίτες, με πολιτικά ήσαν στημένοι μονίμως στην είσοδο της πολυκατοικίας, πλάι στην κυρά- Χρυσάνθη, την γιαγιά μου, η οποία έμενε μαζί μου για να με φροντίζει – σοκολατόπαιδο γαρ -  την γιαγιά που έπλεκε  εντελώς αμέριμνη στην είσοδο το κοπανέλι της. Ο κόσμος μαζεύονταν και «τι είναι αυτό» την ρωτούσαν. Κι εκείνη άρχιζε ιστορίες για το χωριό της, που έμεναν πάντα στη μέση, επειδή οι άνθρωποι δεν άκουγαν, ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε τη φωνή της ή επειδή γίνονταν αντιληπτοί οι ασφαλίτες που σφύριζαν αδιάφοροι δήθεν. Τα χρόνια ήσαν πονηρά. Χειμώνας του ‘ 72.
*********
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη η μαύρη  πόλη ξεφλούδισε σ’ ένα λευκό προτεραίας αγνότητας. Το πρώτο μου χιόνι στην Αθήνα. Έτρεξα να το χαρώ. Πέρασα, δρομαίος τον σκοτεινό διάδρομο του υπογείου. Ένιωθα στο πρόσωπό μου τα υγρά μπατσάκια των εσωρούχων της Λαμπρινής, της κόρης του θυρωρού. Συνήθιζε να τα απλώνει μπροστά στην πόρτα της, πάντα μισάνοιχτη, πάντα υποσχόμενη. Ευτυχώς η από και προς την δική μου πόρτα (σε γωνία κολλητή με την δική της) κεκτημένη ταχύτητα δεν με σταμάτησε ποτέ εμπρός της. Λέω τώρα ευτυχώς επειδή κάποτε έμαθα, εγκύρως, ότι – μαινάδα – κυνηγούσε τρυφερούς μετέφηβους: Ήμουν ό,τι έπρεπε για τα δοντάκια της .
Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος κι ύστερα, από την Ιπποκράτους, στον Λυκαβηττό. Τον αγαπούσα αυτόν τον λόφο. Κρατούσα μνήμες χρόνων που αιφνιδίως σταματούσαν και πύκνωναν στην αιώνια στιγμή: Ένα βράδυ χόρευα στο κοίλον του θεάτρου, χόρευα το ζεϊμπέκικο «Σαββάτο σήμερα, μπα σε καλό μου και δεν θα δω το μωρό μου». Το φεγγάρι κεφάλι μεθυσμένου κλόουν, άπειρα τριζόνια ροκάνιζαν την προοπτική και μια κουκουβάγια έκλαιγε στην πρώτη κερκίδα.
*********
Ονόμαζα τα κυκλάμινα της πλαγιάς φωνογράφους απ’ όπου μου ψιθύριζαν οι νεκροί.

********
Όμως άσπρο πρώτη φορά έβλεπα το λόφο. Όσο ανέβαινα τόσο μούρχονταν στο νού, η έκφραση νοσταλγία του προορισμού. «Κάθε νιφάδα περνάει δίπλα    από αγγελικό χορό, έλεγα, τι όμορφα να γίνω κάποτε τόσο καθαρός». Μικρά κοτσύφια, πλάι μου, τρυπούσαν την σιωπή. Ψυχή ζώσα.
 Tο χιόνι κράτησε ως την πρωτοχρονιά. Παραμονές άρχισε να λιώνει, υποχώρησαν τα φαινόμενα, όμως εντάθηκε η παγωνιά. Εκείνη τη χρονιά δεν φύγαμε απ’ την Αθήνα για τις γιορτές. Αντίθετα, ήλθαν και οι γονείς μου, για να ‘μαστε μαζί τέτοιες μέρες.

 ******
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς εκκλησιασθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους, ένα ναΐσκο δέκα μέτρα απ’ το σπίτι, στην άλλη πλευρά της Σόλωνος. Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές της διπλανής Νομικής. Γυρίσαμε στο σπίτι  βιαστικά.. Έλειπε το δέντρο, περίσσευαν όμως οι κλαριντζήδες που ‘ παιζαν στο δρόμο, εκπρόθεσμα, τα Κάλαντα.
Προς το μεσημέρι, κι ενώ ψήνονταν στην κάζα η γεμιστή κότα της γιαγιάς, κόπηκε το ρεύμα. Βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μια που ο φεγγίτης ελάχιστες ακτίνες απομυζούσε απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκτός από το φαγητό που έμεινε στη μέση, το ηλεκτρικό μας καλοριφέρ φέτες κρύου σιδήρου κατάντησε σε λίγα λεπτά. Στα πάνω διαμερίσματα ακούγαμε φωνές, μουσική, τραγούδια κι από αυτό συμπεράναμε ότι είχε πέσει ο γενικός διακόπτης ισογείου και υπογείων. Απευθυνθήκαμε στον θυρωρό. Ο διακόπτης βρίσκονταν στα γραφεία του Μαρίτσογλου, ο τελευταίος   όμως είχε εκδράμει στο Άργος Ορεστικό – δεν του ‘φθανε το κρύο της Αθήνας.  Ο θυρωρός είχε πέντε – έξη βραστά αυγά, «αν μπορούσαμε μ’ αυτά ν’ αποκρέψουμε» μας πρότεινε. Απόκριες έλεγαν στο χωριό του κάθε γιορτή. Τα δεχτήκαμε, τι να κάναμε, βράδιαζε ήδη όταν τα φάγαμε με ψωμί και τυρί. Αυγά, ψωμοτύρι και σαλάτα. Ούτε γλέντι, ούτε καν φως μια που τα δυο σπαρματσέτα  που βρέθηκαν μπέρδευαν μόνο τους πελώριους ισκίους μας με τα λιγοστά έπιπλα   και την αδιέξοδη σκάλα.
Βρήκαμε γρήγορα τα σκεπάσματα.

**********

Η Λαμπρινή άνοιξε σιγά – σιγά την πόρτα. Παράξενο: Φορούσε την γούνα της, το ‘βλεπα καθαρά, όμως κρατούσε στα χέρια το κοπανέλι της γιαγιάς. Πίσω της διέκρινα τους τρεις ασφαλίτες σ’ ένα τοπίο λιμνοθάλασσας. Γλάροι πετούσαν πάνω από δέσμες βούρλων. Η Λαμπρινή πλησίασε το κρεβάτι μου και μου μίλησε με την φωνή της γιαγιάς : «Είμαι η θειά Αχτίτσα, με στέλνει ο κυρ Αλέξανδρος, απ’ το καφενείο εδώ, στη Δεξαμενή…..».
Έσκυψε, με φίλησε στο στόμα κι έβγαλε απ’ το κοπανέλι δυό μεγάλες σπάθες κρυστάλλων, από αυτές που κρέμονται τον Χειμώνα στα περβάζια: «Με λαδάκι και ξύδι, συνέχισε, είναι υπέροχος μεζές».
         




Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Μ' ΕΝΑ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟ

 ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ

                                    Ή

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών  ή ,σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα.  Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια  και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο  του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)
 

-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του  Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες  πασπαλισμένοι  με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά  - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα  με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους  στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα  τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον  υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους  ανθισμένους ασφοδέλους.) 

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΙΛΙΑΣ

Το άλικο πρώτο ανθάκι στην τσιντόνιας το γυμνό κλαρί
θυμίζει στόμα κοριτσιού που από λαχτάρα αιμάσσει.
Τόσο που, αφού ο σπίνος μες στον κάλυκά του ξεδιψάσει,
σφυρίζει ένα «έτσι άραγε φιλούν» και μοιάζει ν’ απορεί. 
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΟΥ

Μέσα στις ιστορίες σου, γιαγιά
Μου είχαν προσφερθεί μύρια ενδεχόμενα:
Στα δάση κάθε ίσκιος ήταν ξωτικού.
Έλεγα ότι και η δική μου νεράιδα
Είχε σ’ ένα σεντούκι μαγικό ραβδί κρυμμένο.
Πριγκιποπούλες δεν περίμεναν ξύπνιους βοσκούς
Ήξερα εγώ καλύτερα τα αινίγματα να λύνω,
Χρυσά σε πόδια κοριτσιών γοβάκια να προβάρω.
... Αητόπουλο – πώς να με φτάσουν
Των χαλασμάτων μάγισσες και δράκοι.

Μόνο
Με το «κι εμείς θα ζήσουμε καλύτερα» του τέλους
Θύμωνα, γιατί έβλεπα γιαγιά,
Την μύτη σου σαν του Πινόκιο να μεγαλώνει.
Αχ, πώς μπορούσα τότε να το νιώσω
Πως ήταν ψέμα, ειπωμένο από συμπόνια
Για το παιδί που έμενε ανερμάτιστο
Χάνοντας του παραμυθιού τις διεξόδους.
Δείτε περισσότερα

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΣΜΙΛΕΥΟΥΝ ΤΟ ΑΕΙ


ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ ΔΟΥΚΙΔΗΣ - ΠΑΡΕΛΑΣΗ 1966-
ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΕΠΙΣΗΜΩΝ,
ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΟΧΡΩΜΟ ΣΑΚΚΑΚΙ



Η ΜΗΤΕΡΑ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΤΗΣ .
ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ-
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ
ΟΥΡΑΝΟΔΕΙΧΤΕΣ-
ΕΒΔΟΜΗΝΤΑΟΧΤΑΧΡΟΝΗ


Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,
ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ,
ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΛΑΜΠΕΤΗ

ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΝΙΤΡΙΑ

ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΝΙΤΡΙΑ
"Kατέβα στο γεφυράκι- αγκομάχησεν ο ηγούμενος
Και στους βατράχους πες να σωπάσουν. Mας εμποδίζουν στον Εσπερινό.

"Ευλόγησον", κραυγάζει το καλογεράκι.

Μέσα στο υγρό άπαν και τίποτε
Βουλιάζει.Του πέφτει το σκουφί- μα δεν σταματά.
"Έι- κραυγάζει.Ο Γέροντας...."
"Ξέρω", τον κόβει ο ολοστρόγγυλος
Σαν έμπορος,
Ο βασιλιάς των φρύνων."Ξέρω...
Όπου να΄ναι τελειώνουμε κι εμείς....Τελειώνουμε το Απόδειπνο
Θα έλθει και η σειρά σας.

ΜΙΑ ΑΚΟΜΨΗ ΠΑΛΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ

ΗΤΑΝ ΤΡΙΖΟΝΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Καθώς σε κλόουν του ταλίρου μορφωνόταν η σελήνη,
μέσα στου ΤΕΖΑ τους ατμούς σώπασε ο Τζί.
Σου το ‘λεγα – χωρίς του
ο διάβολος θα κλείνει το ταμείο
και τα παιδιά δεν θα ‘χουν
που τ’ ανθισμένα βλέφαρά τους να γυρίσουν.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013


ΜΙΑ  ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Ακόμη κι όταν
Εν ορδαίς
Διασχίζαμε τους νυχτερινούς ανοιξιάτικους κήπους
Μικροί περίπου σειληνοί
Εναλλάσσοντας ουά και ζήτω
Με ενδιάθετα στο στήθος
Έμβρυα «σ΄αγαπώ»  
Αφυπνίζοντας ακανθυλίδες
Που αποκοίμιζαν τα ράμφη σε ουραίες βεντάλιες
Ραντίζοντας με τη δροσιά των ρόδων
Τα ματωμένα γόνατά μας
Ως λάβαρο υψώνοντας
Ένα μισοκαμμένο
-Ίσως από το άγγιγμα του φεγγαριού- 
Αερόστατο

Ακόμη και τότε
Χωρίς να το γνωρίζουμε
Προετοιμαζόμασταν
Για τη μοναδική συνάντηση
Με τον
Φιλάργυρο
Πορθμέα








Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕΝ ΗΤΑΝ

Δεν ήταν τα αηδόνια της Εμμαούς
Ούτε το φωτεινά άγνωστο πρόσωπο
Του μεθ’ ημών κεκλιμένου.
«Διηνήχθησαν  ημών οι οφθαλμοί»
Όταν φέραμε στο στόμα
Εκείνο το μικρό ψωμί
Τον ίδιο το Λόγο τον εξ ουρανού
Τον αυτοπροσφερθέντα.

Γιάννης Τσίγκρας

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ



Έρευνα - Καταγραφή: Γιάννης Τσίγκρας
Διορθώσεις - Επιμέλεια: Ελένη Συρίβελη

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ



ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΒΟΛΟΥ

-Βόλος

Προέλευση τοπωνυμίου

Από μια σειρά εκδοχών, η οποία περιλαμβάνει και την παραφθορά του ονόματος Ιωλκός, ο Δ. Κ. Τσοποτός προκρίνει το Ελληνικό όνομα Βόλος που σημαίνει τον τόπο και τον τρόπο που πέφτουν τα δίχτυα στη θάλασσα. Είναι παράγωγο της λέξης “βολή”. Κι αυτό επειδή στην περιοχή υπήρχαν ψαράδες . Το Γόλος ο Τσοποτός το θεωρεί παραφθορά του Βόλος.
-Αντίθετα, ο Άθως Τριγκώνης, ξεκινώντας από το Γόλος, βρίσκει ότι
ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ
                                                                                   
-Στη δεκαετία του ’55 – ’65, η συνοικία Νεαπόλεως χωριζόταν σ’ ανατολικό και δυτικό τμήμα, από τη σιδηροδρομική γραμμή του μικρού τρένου, που κουβαλούσε κοκκινόχωμα από τους πρόποδες της μαγούλας Παλατάκι στο εργοστάσιο τουβλοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα. Δέκα με δεκαπέντε βαγονέτα κωνικά και μια ατμομηχανή που χωρούσε έναν καρβουνισμένο πενηντάρη, ξερακιανό με περισσότερες της μιας ιδιότητες: μηχανοδηγός, ρυθμιστής της κυκλοφορίας στην οδό Λαρίσης, όταν μ’ ένα κόκκινο σημαιάκι κατέβαινε απ’ το όχημα του, σταματώντας ποδήλατα και μηχανάκια και φορτηγά που είχαν τη μούρη του δράκου με τον οποίο πολέμησε ο Μεγαλέξανδρος.


            -Κι ακόμη μπόγιας γίνονταν για μας, όσοι τρέχαμε πλάι, πηδούσαμε από βαγόνι σε βαγόνι ή, όλοι μαζί, τραβώντας από το τελευταίο σίδερο, σταματούσαμε το συρμό. Μας κυνηγούσε τότε με τη λαβίδα του υψωμένη, ασθμαίνοντας και βρίζοντας, ανάμεσα στα βούρλα και τ’ αλμυρίθια, εκεί στις ‘αλατιέρες’ ή ‘τηγανάκια’ – τα αρχαία έλη της Δημητριάδας. Τεράστια τετράγωνα επίπεδα, ορισμένα από νεραύλακες, άσπριζαν μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Λίγα χρόνια πριν γέμιζαν από αλατάδες που, ξύνοντας την επιφάνεια τους, συγκέντρωναν το φθηνό άρτυμα του, λιτού τότε, πιάτου σε μεγάλους σωρούς. Αργότερα το ελληνικό μονοπώλιο σταμάτησε τη χρήση των χώρων και οι αλατιέρες μπαζώθηκαν από τα υλικά των γκρεμισμένων από τους σεισμούς σπιτιών. Ανάμεσα σε χώματα και τσιμέντα έβλεπες κορμούς φοινικιάς, προφυλακτήρες αυτοκινήτων, αετώματα και κόρες πήλινες, τετράγωνους πεσσούς. Ακρίδες με κόκκινα φτερά  τινάζονταν ψηλά, στις μικρές χειμερινές λακκούβες οι γυρίνοι στριφογύριζαν. Από την δυτική πλευρά έρχονταν η μυρωδιά της κράμβης και του καμπίσιου χιονιού ως την Άνοιξη που γέμιζε ο τόπος παπαρούνες και ασφοδελούς.


            -Το σπίτι μας, χτισμένο στο σχέδιο Παρασκευόπουλου, με πολλά μικρά δωμάτια και σινάζια, με περισσότερο σίδερο και λιγότερο μπετόν ήταν απ’ τα  πρώτα  που χτίσθηκαν στην περιοχή. Στο βάθος μιας μικρής αυλής με κυδωνιές, φτούρο και τριαντάφυλλα, είχαμε, καλού – κακού, στήσει και μια παράγκα. Οι τοίχοι, διπλή σειρά καλαμιών, άντεχαν περισσότερο από βαρύτερες κατασκευές στις δονήσεις. Ευτυχώς δεν χρειάσθηκε. Έγινε κατά καιρούς, αποθήκη σταριού, χοιροστάσιο, δωμάτιο ενοικιασμένο, αίθουσα ( για ένα δίμηνο) των α και β τάξεων του περιφερόμενου 23ου Δημοτικού Σχολείου, αποθήκη χλωρίνης και εδωδίμων. Ο πατέρας είχε ανοίξει μπακάλικο. Διαμόρφωσε κατάλληλα ένα δωμάτιο του μεγάλου σπιτιού. Αριστερά στοιβαγμένα σακιά με όσπρια, δεξιά τα ράφια : κουτάκια με μπογιές, ελιές ξυδάτες,. Στον μεγάλο πάγκο, πίσω απ’ τον οποίο καθόταν συνήθως η μητέρα, η στραβή ζυγαριά με τα στρογγυλά βαρίδια της οκάς και των δραμιών. Απ’ το ταβάνι κρέμονταν μαύρες και αποτελεσματικές μυγοπαγίδες.



            -Η πρώτη χήνα ανέβηκε λίγο ψηλότερα, πέρασε πάνω από τους ταύρους, το ‘χούι’ αποφεύγοντας των εκδοροσφαγέων. Βοήθησε μ’ ένα πλατάγισμα  των φτερών της να φανερωθεί η φαλάκρα της Αντριάννας, την ώρα που έπλενε στη Μπουρμπουλήθρα κοιλίτσες και ‘μπουμπάρια’. Η Αντριάννα είχε επιβάλει τον τραβεστισμό της σε ένα σινάφι ανδροπρεπέστατο. Μαύρο φόρεμα και κόκκινες γαλότσες, σε τριχωτές φορούσε γάμπες και την Κυριακή στην εκκλησία μελιτζανί ταγέρ. Την είχαν αποδεχθεί οι τρεις – τέσσερις πρώτες γειτόνισσες του συνοικισμού Αναπήρων, έτσι επίσημα ονομάζονταν το ανατολικό τμήμα της Νεάπολης. Σχεδίαζε  τον τρόπο του κεντήματος τόσο καλά που ακόμη κι αν ξένιζε η νοηματική γλώσσα , επειδή κωφάλαλη εμφανίσθηκε και χάθηκε αργότερα, ακόμη κι αν δεν καταλάβαιναν τι ήθελε να πει, μιλώντας εκεί στις αυλές με τα ρόδινα και τα θαλασσιά αλμυρίθια, έπιαναν τη βελονιά. Και της πρόσφεραν κολοκυθόπιτα  με σαλιγκάρια τηγανητά ή – μια βροχερή σχόλη – άνοιγαν δίπλα της το παράθυρο, ενώ ανέπνεε ήρεμη στην κρηπίδα  και της χαμογελούσαν.
           

-Η δεύτερη χήνα πετούσε πιο αριστερά. ( Μετακίνησα το γήπεδο που βρίσκονταν μπροστά στου Γιακόπουλου το σπίτι, βορειοδυτικά, όπως ο Ελ Γκρέκο το νοσοκομείο του Τολέδο, για να φανεί το καφενείο του Τάκου).

                                                             
-…πάνω απ’ την αυλή του Αντώνη του Κυδωνιώτη. Ο Αντώνης βαριεστημένα την κοίταξε, ύστερα συνέχισε ένα μονόλογο στον αέρα, διακοπτόμενος από τα σφυρίγματα  και τους βόγκους των αυτοκινήτων της Εθνικής Οδού, που περνούσε μπροστά από το σπίτι του. Συνήθως δεν μιλούσε παρά για το τέλος μιας ιστορίας που άρχισε στην παραλία της Σμύρνης με τον ίδιο τρόπο που άρχισαν  χιλιάδες ιστορίες προσφύγων και κατέληξε εδώ, στη βεραντούλα του μικρού σπιτιού, με μουσική υπόκρουση τα τραγούδια του ‘γουρίλα’ του Καζαντζίδη που άκουγε με τις ώρες η χοντρο Ευθυμία η κόρη του, τραγούδια που τον ενοχλούσαν αφόρητα, όσο κι ο γείτονας του, ο Νίκος ο Παχής. Ο τελευταίος δεν τον ενοχλούσε απλώς, αφαιρούσε με μόνη την ύπαρξη του την ελάχιστη ελευθερία  που απολάμβανε ο παραπληγικός πρώην τρόφιμος του Αναπλιού – αυτό είναι το μέσον της ιστορίας του. Στο Βόλο ο Αντώνης παντρεύτηκε κι έζησε ευτυχισμένα δεκαοχτώ χρόνια , ως το Ανοιξιάτικο πρωί του ’42, όταν γύρισε να πάρει το ναυτικό σκούφο, επειδή έκανε ψύχρα κι ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρης, πρόλαβε να δει μια σκιά να χάνεται στο παράθυρο, έπειτα  άκουσε το τσάκισμα της ανθισμένης πασχαλιάς. Ότι ήταν Ιταλός το ‘μαθε αργότερα , το ίδιο βράδυ, λίγο πριν, κι αφού εκείνη του ομολόγησε τα πάντα, λίγο πριν αποφασίσει να σκουπίσει τον σουγιά που είχε για το μάτισμα του διχτυού πάνω στο κεντητό νυφικό τους σεντόνι, ν’ ακουμπήσει τη λάμα στη βάση του μηρού, να σπρώξει  και να τραβήξει προς τα πάνω ώσπου να φθάσει την καρδιά της.
            -Η χοντρο Ευθυμία ήταν το τρίτο παιδί από το δεύτερο γάμο  του με την τραυλή Ελένη κι ο Νίκος ο Παχής ο τιμωρός του άγγελος – επειδή, φθηνά τη γλίτωσε στις Αγροτικές Φυλακές  τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ψιλοφιγουρατζής  πηγαδάς ο γείτονας του Αντώνη, βοθροποιός, αλλά το τελευταίο δεν το ομολογούσε, με γυαλισμένο παπούτσι, λαϊκός αισθηματίας κι ωραίος στα νιάτα του άνδρας,. Περνούσε το μικρό μονοπάτι, το παράλληλο με τον χάντακα όμβριων της Παλαιάς Εθνικής, δίμετρο, τότε, στο πλάτος δρόμο, που μ’ άσπρα αλεξήλια (παρασόλια) διέσχιζαν οι επιβάτες των κάρων τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού, περνούσε απ’ το παράλληλο με τον χαμηλό τοίχο της αυλής του Αντώνη μονοπατάκι, κρατώντας πάντα στο μέσα χέρι, έτσι για να εντυπωσιάζει, ό,τι ωραίο κουβαλούσε στην κυρά : Μια σακούλα κορκάρι, ένα σίδερο σιδερώματος  μεταχειρισμένο, έτοιμο να δεχθεί μικρά αναμμένα κάρβουνα, ένα καρβέλι άσπρο ψωμί, τη σαμπρέλα που αγόρασε μια Πρωτοχρονιά για το ποδήλατο του γιου του. Εκείνο όμως που περισσότερο πείραξε τον Αντώνη ήταν η ιστορία με την τρίτη χήνα και τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου, όταν στα πλαίσια του Ανένδοτου, επισκέφθηκε τον Βόλο, μέσα σ’ ένα  μεγάλο ανοιχτό αυτοκίνητο του οποίου προπορεύονταν κι έπονταν ιππείς. Η συνοδεία πέρασε με μεγαλοπρέπεια την Εθνική Οδό, ο μισός Βόλος είδε το ίνδαλμα του και μόνο ο ριζωμένος στο σημείο αυτό Αντώνης δεν μπόρεσε να δει τίποτε, επειδή μέσα από το πλήθος που ανέμιζε σημαίες και φωτογραφίες πετάχτηκε ο Νίκος ο Παχής, ανεμίζοντας μια χήνα, τα φτερά της οποίας έκρυψαν, όχι μόνο τη μύτη του Γέρου της Δημοκρατίας αλλά και όλο το πλάνο.

            - ( Άλλαξα και τη μέρα διεξαγωγής του αγώνα παντρεμένων – ανύπαντρων, μπροστά στο καφενείο του Τάκου. Επειδή ναι μεν μπορούσαν ορισμένοι να αγνοήσουν τις Ώρες και τις σεμνές Ακολουθίες των μεγαλοεβδομαδιάτικων ημερών για το ματς, όμως κανένας, ακόμη και οι ΕΡΕτζήδες, δεν θα ‘χαναν τον θρίαμβο του Παπανδρέου. Εν πάσει περιπτώσει είναι πιο βολικό για μένα που αφηγούμαι).

            -Το τζουκ – μποξ να παίζει το ρολόι – κομπολόι, αγαπητοί ακροατές, χρυσοζούζουνες κι απαλοί κλέφτες, γαιδουραγκαθόσποροι, στιγματίζουν τον αέρα, καρδερινούλες τερετίζουν. Οι φίλαθλοι στοιχηματίζουν έξω απ’ το καφενείο, δέκα στους ανύπαντρους, πέντε στους παντρεμένους. Οι ομάδες έχουν βγει στον αγωνιστικό χώρο ανάμεσα σε κότες, φουσκωμένες από τους εαρινούς ανέμους και σιδερόβεργες κάπου στη σέντρα. Ο Τάκος σέρβιρε αντσούγιες σε σωληνάρια και μισό δάχτυλο τσίπουρο. Οι καρέκλες  ήσαν όλες πιασμένες. Ακόμη και οι ποδηλάτες σταμάτησαν τη στιγμή που ο Σπυράκος, σπήκερ και διαιτητής, σφύριξε την έναρξη του αγώνα.

           
-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο :
1.Νίκος Παχής εξωφλήθη,2. Κρεμμύδας βαμβάκι 0.30 δρχ.,3. Στατελιάν πετρέλαιο 5 δρχ., 4. Σπανός σύκα ξερά  0.50 δρχ., 5.Θεσσαλονικιός  (δυσανάγνωστο), 6.Αντώνης Κυδωνιώτης κονσέρβα (δυσανάγνωστο).

            -Η τέταρτη χήνα κραύγασε δέκα μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι του Αποστόλη του Κρεμμύδα.. Ο τελευταίος αγόραζε απ’ το περίπτερο του Χρυσικού δυο ξυραφάκια ‘Αστορ’ και τα πέρασε κάτω από το πηλίκιο. Πλάι του ο πεθερός του Καραβασίλη, ο Άγιος, χωρίς εισαγωγικά και ακυριολεξίες, διάβαζε δυνατά και συλλαβίζοντας την εφημερίδα , πριν λίγο είχε κλείσει τη Γραφή: ‘ ΙΧ αυτοκίνητο έπεσε στη θάλασσα’.

                                               
-Ο Αναστασόπουλος έτριψε το πονεμένο του γόνατο, δεν είχε ματώσει. Στο πεζοδρόμιο ακούγονταν φωνές. Ένα βεγγαλικό, μάλλον αδέσποτο, επικύρωσε το ορθόν της απόφασης του διαιτητή. Η μπάλα στήθηκε στα 11 μέτρα . Όχι μέτρα, βήματα. Ο ίδιος ο Αναστασόπουλος πήρε φόρα.

                                                           
-Την ίδια στιγμή η Πλακαρού έκανε τσιπ, τσιπ, τσιπ και οι οχτώ χήνες της, κατά τη συνήθεια τους, έτρεξαν λίγο και πάνω απ΄ το μπαξέ του Σκαφίδα απογειώθηκαν. Πετούσαν χαμηλά ως το ανατολικό τέρμα του γηπέδου όπου διεξήγετο ο αγώνας.

           
-Ο Αναστασόπουλος φυσικά αστόχησε, η μπάλα φυσικά βρήκε το κέντρο του εσμού των πουλιών, οι χήνες τινάχθηκαν δεξιά κι αριστερά. Κάποια απ’ αυτές έπεσε στα πόδια του Νίκου του Παχή που κάθονταν μόνος του στην άκρη της ομάδας των φιλάθλων.
Την άρπαξε κι έτρεξε, χώθηκε στο πλήθος που ζητωκραύγαζε μακρύτερα.

            -Οι πρώτοι μας πελάτες ήσαν οι γείτονες, τα σπίτια αραιά ξεφύτρωναν στις γωνιές τετραγώνων που όριζαν χαραγμένοι χωματόδρομοι. Και οι τσιγγάνοι που έρχονταν από τις όχθες του αρχαίου Ανάβρου, τώρα τον ονομάζουμε Ξηριά.

            -Ο Αποστόλης ο Κρεμμύδας άνοιξε το ξυραφάκι, κάθισε σ’ ένα παλιό ρείθρο. Μάζεψε τα μανίκια του.

            - ( Και φυσικά δεν μπορώ παρά να περάσω τον μεγεθυντικό φακό ξανά πάνω στο παλιό δεφτέρι. Ποτέ μην έχετε την εντύπωση ότι όλοι οι αναγνώστες είναι όσο εσείς ασκημένοι)

-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο: Κρεμμύδας : βαμβάκι 0.30 δρχ.